Jane Davies
Κώστας
Καρυωτάκης «Φυγή»
I
Αισθάνομαι την πραγματικότητα με
σωματικό πόνο. Γύρω δεν υπάρχει ατμόσφαιρα, αλλά τείχη που στενεύουν διαρκώς
περσότερο, τέλματα στα οποία βυθίζομαι ολοένα. Αναρχούμαι από τις αισθήσεις
μου.
Η παραμικρότερη υπόθεση γίνεται τώρα
σωστή περιπέτεια. Για να πω μια κοινή φράση, πρέπει να τη διανοηθώ σ’ όλη της
την έκταση, στην ιστορική της θέση, στις αιτίες και τα αποτελέσματά της.
Αλγεβρικές εξισώσεις τα βήματά μου.
II
Είμαι ο Φαίδων ριγμένος στη λάσπη.
Θαυμαστό βιβλίο, που οι έννοιές του δε θα το σώσουν από τον άνεμο και τη βροχή,
από τα στοιχεία και τους ανθρώπους.
III
Στο χυδαίο αυτό καρναβάλι εφόρεσα
αληθινή πορφύρα, στέμμα από καθαρό, ατόφιο χρυσάφι, ύψωσα ένα σκήπτρο πάνω από
τα πλήθη, κι επήγαινα ακολουθώντας την εσωτερική μου φωνή. Έχανα τη συνείδηση
του περιβάλλοντος, αλλά επήγαινα, σαν υπνοβάτης, ακολουθώντας την εσωτερική μου
φωνή. Οι παλιάτσοι έτρεχαν μπροστά μου ή εχόρευαν γύρω δαιμονισμένα. Εφώναζαν,
εχτυπούσαν. Αλλά εγώ επήγαινα βλέποντας τα σύννεφα και ακολουθώντας την
εσωτερική μου φωνή. Δυσκολότατα επροχωρούσα. Με τους αγκώνες άνοιγα τόπο,
αφήνοντας πίσω μου ράκη. Αποσταμένος, ματωμένος, στάθηκα κάπου. Στον ήλιο
έσπαζαν οι καγχασμοί των άλλων. Κι ήμουν γυμνός. Γέρνοντας βαθιά, σαν
τσακισμένο δέντρο, άκουσα για τελευταία φορά την εσωτερική μου φωνή.
IV
Και τώρα έχασα την ήρεμο ενατένιση. Που
ν’ αφήσω το βάρος του εαυτού μου; Δεν μπορώ να συμφιλιωθώ με τους κήπους. Τα
βουνά με ταπεινώνουν. Για να δώσω τροφή στους λογισμούς μου, παίρνω το μεγάλο,
δημόσιο δρόμο. Δυο φορές δε θα ιδώ το ίδιο πράγμα. Οι χωρικοί που στέκονται
απορημένοι, έχουν την άγνοια και την υγεία. Τα σπίτια τους είναι παλάτια
παραμυθιού. Οι κατσίκες τους δε μηρυκάζουν σκέψεις. Χτυπώ το πόδι και φεύγω.
Περπατώ ολόκληρες μέρες. Που πηγαίνω; Όταν γυρίσω το κεφάλι, ξέρω πως θ’
αντικρίσω το φάσμα του εαυτού μου.
Το «Φυγή» δοσμένο σε πεζό λόγο, όπως
και τα περισσότερα από τα τελευταία κείμενα του Καρυωτάκη, είναι μια αφοπλιστικά
ειλικρινής καταγραφή των σκέψεων και των συναισθημάτων ενός ανθρώπου που
συνθλίβεται υπό το βάρος της κατάθλιψης. Αδυνατώντας ν’ αντέξει τη συνύπαρξη με
τους άλλους και βιώνοντας ως μια ανυπόφορη κατάσταση την ίδια του την ύπαρξη, ο
ποιητής αποζητά τη φυγή από την πραγματικότητα, κι ίσως ενδόμυχα τη φυγή από
την ίδια τη ζωή.
I
«Αισθάνομαι την πραγματικότητα με
σωματικό πόνο. Γύρω δεν υπάρχει ατμόσφαιρα, αλλά τείχη που στενεύουν διαρκώς
περσότερο, τέλματα στα οποία βυθίζομαι ολοένα. Αναρχούμαι από τις αισθήσεις
μου.»
Η πραγματικότητα που βιώνει ο ποιητής∙
η πραγματικότητα της Ελλάδας του μεσοπολέμου, έχει καταστεί σε τέτοιο βαθμό
δυσβάστακτη γι’ αυτόν, ώστε αισθάνεται πλέον τη δυσφορία του να σωματοποιείται.
Το άγχος που νιώθει εξαιτίας όσων αντιμετωπίζει κι η απέχθειά του για όσα
αντικρίζει, του προκαλούν σωματικό πόνο. Το συναίσθημα του πνιγμού και της
παγίδευσης κυριαρχούν, αφού είναι σαν να έχουν αφαιρέσει τον αέρα γύρω του και
στη θέση του να έχουν τοποθετήσει τείχη, τα οποία όλο και στενεύουν,
δημιουργώντας μια κατάσταση ασφυκτική. Μια κατάσταση, μάλιστα, από την οποία
δεν μπορεί να διαφύγει αφού ακόμη και το έδαφος μοιάζει να έχει δώσει τη θέση
του σ’ επικίνδυνα τέλματα που τον τραβούν προς τα κάτω. Ο ποιητής νιώθει σαν να
βυθίζεται διαρκώς, εγκλωβισμένος σ’ ένα συναίσθημα πανικού∙ αδυνατεί να ελέγξει
τον εαυτό του και τα συναισθήματά του, προδομένος από τις ίδιες του τις
αισθήσεις, σ’ έναν κόσμο που του προσφέρει μόνο αφορμές πόνου και ταραχής.
«Η παραμικρότερη υπόθεση γίνεται τώρα
σωστή περιπέτεια. Για να πω μια κοινή φράση, πρέπει να τη διανοηθώ σ’ όλη της
την έκταση, στην ιστορική της θέση, στις αιτίες και τα αποτελέσματά της.
Αλγεβρικές εξισώσεις τα βήματά μου.»
Παγιδευμένος σ’ αυτή την κατάσταση
αδιάκοπου και οδυνηρού άγχους δεν μπορεί πλέον να λειτουργήσει κατά τρόπο φυσιολογικό.
Ακόμη και η πιο απλή υπόθεση, ακόμη και η πιο απλή δραστηριότητα, γίνεται γι’
αυτόν κανονική περιπέτεια, αφού είναι αναγκασμένος να τη σκεφτεί και να την
προμελετήσει σ’ εξαντλητικό σημείο. Για να διατυπώσει μια απλή, καθημερινή
φράση νιώθει πως πρέπει να τη σκεφτεί σε όλη της την έκταση, εξετάζοντας κάθε
της πιθανή προέκταση και κάθε της πιθανό αντίκτυπο∙ νιώθει πως πρέπει να την
ελέγξει ως προς την ιστορική της θέση, ως προς τις αιτίες που την καθιστούν
αναγκαία, αλλά και ως προς τα αποτελέσματα που αυτή θα έχει. Κάθε του βήμα
τρέπεται έτσι σε αλγεβρική εξίσωση, καθηλώνοντάς τον σε μια αδρανή κατάσταση
εσωτερικής αγωνίας και συνεχούς προβληματισμού.
Δέσμιος των καταθλιπτικών του
συναισθημάτων αδυνατεί να ενεργήσει με την αποτελεσματική άνεση των
φυσιολογικών ανθρώπων. Αναλύει εξονυχιστικά καθετί και δυσκολεύεται να προβεί
ακόμη και στις πιο απλές πράξεις της καθημερινότητας.
II
«Είμαι ο Φαίδων ριγμένος στη λάσπη.
Θαυμαστό βιβλίο, που οι έννοιές του δε θα το σώσουν από τον άνεμο και τη βροχή,
από τα στοιχεία και τους ανθρώπους.»
Ο ποιητής έχει πλήρη επίγνωση της
εσωτερικής του αξίας, γνωρίζει εντούτοις πως η ποιότητα του πνεύματός του δεν
μπορεί να τον προφυλάξει από τη σκληρότητα των ανθρώπων κι από τις αντιξοότητες
της καθημερινότητας. Παρομοιάζει, λοιπόν, τον εαυτό του μ’ ένα πολύτιμο βιβλίο
που το έχουν ρίξει στη λάσπη∙ μ’ ένα θαυμαστό και αξιόλογο βιβλίο, το οποίο, αν
και εμπεριέχει υψηλές έννοιες, δεν μπορούν αυτές να το προφυλάξουν από τον
άνεμο και τη βροχή, από τα φυσικά στοιχεία κι από τους ανθρώπους. Έτσι όπως
είναι ριγμένο στη λάσπη, καταστρέφεται, όπως θα καταστρεφόταν οτιδήποτε άλλο
αναλόγως ευάλωτο, παρά τη μεγάλη του αξία και παρά το πολύτιμο περιεχόμενό του.
Ακριβώς αυτή είναι η αίσθηση που έχει ο
ποιητής για τον εαυτό του. Νιώθει πως τον έχουν ρίξει σ’ ένα βρομερό
περιβάλλον, γεμάτο αδικία και μικροπρέπειες, που τον καταστρέφει γοργά, χωρίς η
ηθική και πνευματική του αξία να είναι ικανή να τον διασώσει.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ο
Καρυωτάκης επιλέγει να παρομοιώσει τον εαυτό του με τον διάλογο του Πλάτωνα
«Φαίδων»∙ έναν διάλογο στον οποίο διερευνάται η αθανασία της ψυχής. Όπως
αναφέρει χαρακτηριστικά ο Σωκράτης, η ψυχή, που μετέχει στην Ιδέα της ζωής, δεν
μπορεί να δεχτεί μέσα της την Ιδέα του θανάτου. Έτσι, ακόμη κι αν το θνητό σώμα
του ανθρώπου πεθάνει, η ψυχή του θα παραμείνει αθάνατη. Τέτοια είναι η μόνη
διάσωση από τις μικρότητες της ζωής που πιθανώς αντικρίζει και προσδοκά ο
ποιητής.
III
«Στο χυδαίο αυτό καρναβάλι εφόρεσα
αληθινή πορφύρα, στέμμα από καθαρό, ατόφιο χρυσάφι, ύψωσα ένα σκήπτρο πάνω από
τα πλήθη, κι επήγαινα ακολουθώντας την εσωτερική μου φωνή. Έχανα τη συνείδηση
του περιβάλλοντος, αλλά επήγαινα, σαν υπνοβάτης, ακολουθώντας την εσωτερική μου
φωνή.»
Η αναφορά στο καρναβάλι μας δίνει ένα
στοιχείο χρονολόγησης του κειμένου ή έστω του αρχικού ερεθίσματος, αφού μας
παραπέμπει στην Πάτρα, όπου ο ποιητής βρέθηκε αποσπασμένος τον Φλεβάρη του
1928, λίγους μήνες δηλαδή προτού αποσπαστεί στην Πρέβεζα.
Ο ποιητής βλέπει τη ζωή σαν ένα χυδαίο
καρναβάλι στο οποίο κυριαρχούν η υποκρισία και το ψεύδος. Ένα καρναβάλι στο
οποίο ο ίδιος επέλεξε να συμμετάσχει παρουσιάζοντας όλη την αλήθεια της ψυχής
του. Η αληθινή πορφύρα και το ατόφιο χρυσάφι του στέμματός του συμβολίζουν την
ηθική του ακεραιότητα με την οποία πορεύτηκε σε όλη του τη ζωή. Αδιάφορος
απέναντι στα κελεύσματα της παρακμής και της ασυδοσίας, βάδισε ακούγοντας μόνο
την εσωτερική του φωνή, που του υπεδείκνυε μια αδιαπραγμάτευτη ηθικότητα σε
όλες του τις πράξεις. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, τους αγώνες που έδωσε ο ποιητής
κατά της κρατικής διαφθοράς και το υψηλό τίμημα που πλήρωσε γι’ αυτούς τους
αγώνες σε προσωπικό επίπεδο.
Ο ποιητής βάδισε σ’ αυτό τον κόσμο της
ανηθικότητας, της απάτης και του εγωκεντρισμού, χωρίς να έχει συνείδηση του
περιβάλλοντος, χωρίς να δίνει σημασία στον εκφυλισμό των άλλων. Προχώρησε, σαν
υπνοβάτης, δίνοντας σημασία μόνο στην εσωτερική του φωνή και στις δικές του
αξίες, που δεν του επέτρεψαν να επηρεαστεί από τους άλλους και να χάσει την
ακεραιότητά του.
«Οι παλιάτσοι έτρεχαν μπροστά μου ή
εχόρευαν γύρω δαιμονισμένα. Εφώναζαν, εχτυπούσαν. Αλλά εγώ επήγαινα βλέποντας
τα σύννεφα και ακολουθώντας την εσωτερική μου φωνή. Δυσκολότατα επροχωρούσα. Με
τους αγκώνες άνοιγα τόπο, αφήνοντας πίσω μου ράκη. Αποσταμένος, ματωμένος,
στάθηκα κάπου. Στον ήλιο έσπαζαν οι καγχασμοί των άλλων. Κι ήμουν γυμνός.
Γέρνοντας βαθιά, σαν τσακισμένο δέντρο, άκουσα για τελευταία φορά την εσωτερική
μου φωνή.»
Η προσπάθεια, όμως, ενός ηθικού
ανθρώπου να προχωρήσει στη ζωή κατορθώνοντας να μείνει ανεπηρέαστος από τη
διαφθορά των άλλων είναι εξαιρετικά δύσκολη. Παντού γύρω του άκουγε τις φωνές
και δεχόταν τα χτυπήματα των γελοίων και κενόδοξων ανθρώπων∙ παντού γύρω του
επικρατούσε μια κατάσταση πλήρους ηθικής διάλυσης. Ο ποιητής προσήλωνε, λοιπόν,
την προσοχή του στην εσωτερική του φωνή, στο δικό του σύστημα αξιών, αλλά και
στα σύννεφα, προκειμένου να μην κάμπτεται απ’ όσα εκτυλίσσονταν γύρω του. Τα
σύννεφα έχουν εδώ συμβολική λειτουργία, καθώς επί της ουσίας πρόκειται για
εκείνο το προστατευτικό παραπέτασμα που έχει δημιουργήσει η συνείδηση του
ποιητή για να τον προφυλάξει, υποτίθεται, από τον εκφυλισμό του περιβάλλοντος,
αλλά αποτρέποντάς τον στην πραγματικότητα να κατανοήσει πόσο μάταιος ήταν ο
προσωπικός του αγώνας.
Ο ποιητής δίνει μάχη για να προχωρήσει
στη ζωή, παλεύει με τους ανθρώπους εκείνους που έχουν περιέλθει σε πλήρη ηθική
κατάπτωση∙ παλεύει με τους διεφθαρμένους συνανθρώπους του, ελπίζοντας πως θα
κατορθώσει ν’ ανοίξει δρόμο για μια πιο ηθική διαβίωση. Εντούτοις, όταν κάποια
στιγμή τελείως καταπονημένος και ματωμένος από τον συνεχή αγώνα, σταματά για να
ξεκουραστεί, συνειδητοποιεί όλη την τραγική αλήθεια της ζωής του. Υπό το φως
του ήλιου, πλέον, αντικρίζει όλους τους άλλους να γελούν ειρωνικά εις βάρος του
και καταλαβαίνει πως ο ίδιος έχει απομείνει γυμνός. Κάθε του προσπάθεια
αποδείχθηκε μάταιη, αφήνοντάς τον εντελώς απροστάτευτο απέναντι στη σκληρότητα
και τη μοχθηρότητα των άλλων.
Μια επώδυνη συνειδητοποίηση που
τσακίζει τον ποιητή και τον εξαναγκάζει να λυγίσει μπροστά σ’ αυτή την
παντοδύναμη παρουσία της διαφθοράς και της ανηθικότητας. Αυτή ήταν κι η
τελευταία φορά που κατόρθωσε ν’ ακούσει την εσωτερική του φωνή, αφού ήταν πλέον
ξεκάθαρο πως όλες εκείνες οι ηθικές αρχές που με τόση προσήλωση ακολουθούσε δεν
είχαν να του προσφέρουν απολύτως τίποτε. Ο ποιητής είχε πια ηττηθεί.
IV
«Και τώρα έχασα την ήρεμο ενατένιση.
Που ν’ αφήσω το βάρος του εαυτού μου; Δεν μπορώ να συμφιλιωθώ με τους κήπους.
Τα βουνά με ταπεινώνουν. Για να δώσω τροφή στους λογισμούς μου, παίρνω το
μεγάλο, δημόσιο δρόμο. Δυο φορές δε θα ιδώ το ίδιο πράγμα.»
Χωρίς την προστασία της ακλόνητης
εμπιστοσύνης στις εσωτερικές του αρχές και στην έννοια του δικαίου, ο ποιητής
αδυνατεί πλέον να αντικρίσει τον κόσμο μ’ εκείνη τη γαλήνη που του προσέφερε
άλλοτε η πεποίθηση πως θα υπερισχύσει τελικά το σωστό και πως θα υποχωρήσει η
αδικία. Τώρα πια, τελείως συντετριμμένος, αισθάνεται πως δεν μπορεί καν να
διαχειριστεί την ίδια του την ύπαρξη. Αφού δεν μπορεί να τα βάλει με τη
διαφθορά και το άδικο, για ποιο λόγο να συνεχίσει να παλεύει;
Καθετί γύρω του αποτελεί πηγή οδύνης,
αφού ακόμη κι η ομορφιά της φύσης, που τόσες χαρές υπόσχεται, του φαίνεται ξένη
και αδιάφορη, ενώ η αγέρωχη παρουσία των αιώνιων βουνών τον κάνει να αισθάνεται
απόλυτα ασήμαντος και προσωρινός. Ο ποιητής δεν μπορεί να αντλήσει τη γαλήνη
που επιθυμεί από την απλότητα και το κάλλος του φυσικού χώρου, ούτε μπορεί ν’
αποτινάξει την ταραχή που του προκαλεί η σκέψη της αδικίας που κυριαρχεί μεταξύ
των ανθρώπων.
Επιλέγει, έτσι, να αφεθεί στις
εσωτερικές του σκέψεις περπατώντας στον μεγάλο δημόσιο δρόμο της επαρχιακής
πόλης όπου βρίσκεται, γνωρίζοντας πως δοσμένος στη διαρκή αγωνία της ψυχής του
δεν πρόκειται να δει δεύτερη φορά το ίδιο πράγμα. Καθετί που αντικρίζει το
αντιλαμβάνεται τελείως διαφορετικά κάθε επόμενη φορά που το βλέπει. Τα πάντα
γύρω του και μέσα του βρίσκονται υπό διαρκή επανεξέταση και αναθεώρηση.
«Οι χωρικοί που στέκονται απορημένοι,
έχουν την άγνοια και την υγεία. Τα σπίτια τους είναι παλάτια παραμυθιού. Οι
κατσίκες τους δε μηρυκάζουν σκέψεις. Χτυπώ το πόδι και φεύγω. Περπατώ ολόκληρες
μέρες. Που πηγαίνω; Όταν γυρίσω το κεφάλι, ξέρω πως θ’ αντικρίσω το φάσμα του
εαυτού μου.»
Ο ποιητής μακαρίζει τους χωρικούς που
συναντά, καθώς εκείνοι δεν βιώνουν αυτή τη διαρκή εσωτερική πάλη. Η άγνοιά τους
για τον βόρβορο της παρανομίας στα αστικά κέντρα και στο χώρο της πολιτικής,
αποτελεί εγγύηση υγείας, αφού τους προφυλάσσει από την ψυχική αγωνία και την
απόγνωση. Τα σπίτια τους μοιάζουν στα μάτια του ποιητή με παλάτια παραμυθιού,
μιας και σ’ αυτά δεν φτάνει η κατάπτωση που έχει μολύνει τον αστικό βίο κι έχει
διαφθείρει τους άλλους ανθρώπους. Οι χωρικοί είναι υγιείς και γαλήνιοι μέσα
στην αθωότητά τους. Άλλωστε, οι κατσίκες τους με τις οποίες ασχολούνται δεν
μηρυκάζουν σκέψεις, όπως αδιάκοπα κάνει ο νους του ποιητή, οδηγώντας τον σε μια
αναπόδραστη κατάσταση θλίψης και απελπισίας.
Ο ποιητής απομακρύνεται με
αποφασιστικότητα από το θέαμα των χωρικών που στέκουν απορημένοι απέναντί του
και συνεχίζει να περπατά για ολόκληρες ημέρες, χωρίς ωστόσο να γνωρίζει προς τα
που πηγαίνει. Περπατά αδιάκοπα παρακινούμενος από την ασίγαστη επιθυμία να
ξεφύγει απ’ όσα κλονίζουν την ψυχική του γαλήνη και τον βασανίζουν. Βρίσκει στο
περπάτημα τη μόνη διέξοδο φυγής από τις νοσηρές καταστάσεις της συγκαιρινής του
κοινωνίας∙ γνωρίζει, ωστόσο, καλά πως όταν τελικά γυρίσει το κεφάλι του προς τα
πίσω θ’ αντικρίσει το φάσμα, την απειλητική παρουσία του ίδιου του τού εαυτού,
αφού επί της ουσίας απ’ αυτόν προσπαθεί να ξεφύγει.
Ο πόνος, η θλίψη και η απόγνωση έχουν γίνει πια μέρος της υπόστασής του,
καθιστώντας πλέον μάταιη κάθε προσπάθεια φυγής απ’ αυτά, αφού τα φέρει μέσα του
και δεν μπορεί, όσο κι αν το θέλει, ν’ απομακρυνθεί ή να γλιτώσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου