Marcel Rebro
Ιστορία Προσανατολισμού: Το αγροτικό ζήτημα [Επεξεργασία πηγών]
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και
αντλώντας στοιχεία από τα παρακάτω κείμενα που σας δίνονται, να αναφερθείτε
στις νομοθετικές ρυθμίσεις του 1870-1871 και του 1917 για την επίλυση του
αγροτικού ζητήματος στην Ελλάδα, και ειδικότερα:
α.
στους στόχους και το περιεχόμενο των ρυθμίσεων (μονάδες 15)
β.
στην υλοποίησή τους (μονάδες 10).
ΚΕΙΜΕΝΟ Α
Οι λόγοι που ωθούν την κυβέρνηση Κουμουνδούρου στη σημαντική αυτή θεσμική μεταβολή είναι πολλαπλοί.
α) Λόγοι οικονομικοί: Με την αγροτική μεταρρύθμιση του 1871 το κράτος επιχειρεί να επαυξήσει τα δικά του έσοδα από τα ποσά της εξαγοράς, όπως και των τραπεζών και των εμπορικών ομάδων, καθώς έρχεται να ενισχύσει τις φυτείες και το μικρό ή μεσαίο οικογενειακό κλήρο. Με την επέκταση των εξαγωγών του αγροτικού προϊόντος των φυτειών, οι εμπορικές ομάδες θα δουν μια ταχεία ανάπτυξή τους, ενώ ταυτόχρονα θα ενισχυθεί ο ρόλος τους στη δανειοδότηση των τρεχουσών αναγκών των νέων τώρα μικροπαραγωγών.
Με την παραχώρηση της δημόσιας γης, το κράτος θα στερηθεί το 25% της ακαθάριστης παραγωγής, αλλά θα αποκτήσει νέες πηγές εσόδων, τους φόρους και τους δασμούς, που θα επιβληθούν στο αυξημένο τώρα αγροτικό προϊόν των φυτειών, καθώς θα έχουμε μια επέκταση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και αύξηση της παραγωγής.
β) Λόγοι κοινωνικοί: Αν και δεν υπάρχει κάποιο συγκροτημένο κίνημα ακτημόνων, οι καταπατήσεις των εθνικών και εκκλησιαστικών γαιών εκ μέρους μη κληρούχων ή μικροϊδιοκτητών σε διάφορες περιοχές της χώρας, ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο, που δημιουργούν εστίες εντάσεων, συνηγορούν για την προικοδότηση αυτών των κοινωνικών ομάδων με «λαχίδια»* εθνικής γης. […]
Το όλο εγχείρημα μπορούμε να το δούμε ως ένα μέρος της όλης προσπάθειας του Α. Κουμουνδούρου, που αγκαλιάζει την περίοδο 1860- 1880 και αποσκοπεί με την ανάπτυξη της γεωργίας […] στην προώθηση της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα.
* λαχίδια: τεμάχια γης.
Θ. Καλαφάτης, «Η αγροτική οικονομία.
Όψεις της αγροτικής ανάπτυξης», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τ.5, Αθήνα,
Ελληνικά Γράμματα, 2003, σ. 72.
ΚΕΙΜΕΝΟ Β
Πρόθεση των Φιλελευθέρων ήταν να ενισχύσουν το εθνικό φρόνημα των χωρικών, βασικής πηγής οπλιτών για τους επερχόμενους πολέμους, αλλά και να ενισχύσουν την έλξη που ασκούσε το ελληνικό εθνικό πρόγραμμα μεταξύ των ποικίλων χριστιανικών πληθυσμών της Βόρειας Ελλάδας. Η ρητή υπόσχεση μιας εκτεταμένης αγροτικής μεταρρύθμισης εντάσσεται στην πολιτική αυτή, η οποία είχε άμεσα θετικά αποτελέσματα και προς τις δύο κατευθύνσεις. Αρχικά, η απαλλοτρίωση των τσιφλικιών (ειδικώς βεβαίως των χριστιανών γαιοκτημόνων) προβλεπόταν να γίνει εκουσίως, με διάφορα προγράμματα χρηματοδότησης των ακτημόνων αγοραστών και με αργούς ρυθμούς. Η όξυνση, όμως, των ενδοαστικών συγκρούσεων και ο Διχασμός του πολιτικού κόσμου έσπρωξε την Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης να υιοθετήσει ένα πιο ριζοσπαστικό πρόγραμμα υποχρεωτικής απαλλοτρίωσης.
Σ. Δ. Πετμεζάς, «Αγροτική oικονομία. Tα
όρια του μοντέλου αγροτικής ανάπτυξης του 19ου αιώνα», στο Χ. Χατζηιωσήφ (επιμ.),
Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα. Όψεις πολιτικής και οικονομικής ιστορίας
1900-1940, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2009, σ. 219.
ΚΕΙΜΕΝΟ Γ
Η λύση που επελέγη ήταν η αναπαραγωγή, στη Βόρειο Ελλάδα, του νοτιοελλαδικού κοινωνικού προτύπου, το οποίο στηριζόταν στη μικρή ιδιοκτησία και την οικογενειακή αγροτική εκμετάλλευση. Το πρότυπο αυτό είχε αποδειχτεί αρκετά επιτυχημένο, αν όχι από οικονομική οπωσδήποτε από πολιτική άποψη, καθώς είχε συμβάλει [...] στη σταθεροποίηση της κρατικής εξουσίας και του πολιτεύματος.
Η διανομή γης ήταν το κυριότερο όπλο που διέθετε το ελληνικό κράτος προκειμένου να νομιμοποιήσει την κυριαρχία του στη Βόρειο Ελλάδα. […]
Η αγροτική μεταρρύθμιση άρχισε τελικά να υλοποιείται από το 1923 και ύστερα […]. Η γη που διένειμε τότε το κράτος ανήκε προηγουμένως κυρίως σε Τούρκους και Βουλγάρους που είχαν αποχωρήσει, στο πλαίσιο της ανταλλαγής των πληθυσμών, αλλά και σε έλληνες μεγαλογαιοκτήμονες.
Α. Φραγκιάδης, Ελληνική οικονομία 19ος
– 20ός αιώνας. Από τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας στην Οικονομική και Νομισματική
Ένωση της Ευρώπης, Αθήνα, Νεφέλη 2007, σσ. 130-131.
Ενδεικτική απάντηση
α) Η οριστική αντιμετώπιση του προβλήματος της διανομής των «εθνικών γαιών» έγινε με νομοθετικές ρυθμίσεις κατά την περίοδο 1870-1871. Ρυθμίσεις, όπως σχολιάζεται στο Κείμενο Α, που εντάσσονταν στη γενικότερη προσπάθεια της κυβέρνησης Κουμουνδούρου κατά την περίοδο 1860-1880 να προωθήσει την εκβιομηχάνιση της χώρας μέσω της ανάπτυξης της γεωργίας. Στόχος των νομοθετημάτων ήταν να εξασφαλιστούν κατά προτεραιότητα οι ακτήμονες χωρικοί, με την παροχή γης, απαραίτητης για την επιβίωσή τους. Ταυτόχρονα, το κράτος προσπαθούσε να εξασφαλίσει, μέσα από τη διαδικασία της εκποίησης, τα μεγαλύτερα δυνατά έσοδα, που θα έδιναν μια ανάσα στο διαρκές δημοσιονομικό αδιέξοδο. Σε ό,τι αφορά το οικονομικό σκέλος των στοχεύσεων της κυβέρνησης, όπως πληροφορούμαστε από το Κείμενο Α, το κράτος αποσκοπούσε όχι μόνο στην αύξηση των δικών του εσόδων, αλλά και στη στήριξη των τραπεζών και των εμπορικών ομάδων, μέσα από την ενίσχυση της αγροτικής παραγωγής τόσο των φυτειών, όσο και των μικρών ή μεσαίων οικογενειακών κλήρων. Περαιτέρω, η κυβέρνηση Κουμουνδούρου είχε και λόγους κοινωνικής υφής, που θέλησε να εξυπηρετήσει, όπως προκύπτει από το Κείμενο Α. Ειδικότερα, το να παραχωρηθούν κομμάτια γης στους ακτήμονες χωρικούς έμοιαζε επιβεβλημένο λόγω των εντάσεων που προκαλούνταν από τις καταπατήσεις είτε εθνικών κτημάτων είτε εκκλησιαστικών, από ακτήμονες ή μικροϊδιοκτήτες σε διάφορες περιοχές της χώρας και ιδίως στην Πελοπόννησο. Η κυβέρνηση, μάλιστα, το θεωρούσε αυτό αναγκαίο, έστω κι αν δεν υπήρχε κάποιο συγκροτημένο κίνημα ακτημόνων που να το διεκδικεί. Σύμφωνα, λοιπόν, με τις σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις, οι δικαιούχοι αγρότες μπορούσαν να αγοράσουν όση γη ήθελαν, με ανώτατο όριο τα 80 στρέμματα για ξηρικά εδάφη και τα 40 στρέμματα για αρδευόμενα. Οι στόχοι που έθετε η κυβέρνηση Κουμουνδούροι ήταν αντιφατικοί και στην πραγματικότητα μόνο ο πρώτος, δηλαδή η αποκατάσταση των ακτημόνων χωρικών, επιτεύχθηκε σε ικανοποιητικό βαθμό.
Το αποφασιστικό βήμα προς την
ολοκλήρωση της αγροτικής μεταρρύθμισης έγινε στα ταραγμένα χρόνια του Α΄
Παγκοσμίου πολέμου και του «εθνικού διχασμού». Το 1917 η κυβέρνηση του
Ελευθερίου Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη αποφάσισε την ολοκλήρωση της
μεταρρύθμισης. Ο στόχος ήταν διπλός: αφενός η στήριξη και ο πολλαπλασιασμός των
ελληνικών ιδιοκτησιών γης στις νεοαποκτηθείσες περιοχές και αφετέρου η
αποκατάσταση των προσφύγων και η πρόληψη κοινωνικών εντάσεων στον αγροτικό
χώρο. Σχετικά με τον στόχο της στήριξης των ελληνικών ιδιοκτησιών στις περιοχές
της Βόρειας Ελλάδας, στο Κείμενο Γ επισημαίνεται πως επιλέχθηκε η
αξιοποίηση και στην περιοχή εκείνη του κοινωνικού προτύπου των νότιων περιοχών
της χώρας, το οποίο έδινε έμφαση στις μικρές ιδιοκτησίες και στην οικογενειακής
μορφής εκμετάλλευση της αγροτικής γης. Το μοντέλο αυτό, αν και δεν είχε κατ’
ανάγκη σημαντική απόδοση σε οικονομικό επίπεδο, ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικό από
πολιτική άποψη, εφόσον υποβοηθούσε τη σταθεροποίηση της κρατικής εξουσίας,
καθώς και του πολιτεύματος. Η δυνατότητα, άλλωστε, του ελληνικού κράτους να
διανείμει την εκεί γη αποτελούσε το πιο δραστικό μέσο που είχε στη διάθεσή του
για να νομιμοποιήσει την κυριαρχία του στις περιοχές της Βόρειας Ελλάδας. Συμπληρωματικές
ως προς την προσπάθεια αυτή της κυβέρνησης Βενιζέλου είναι οι πληροφορίες
του Κειμένου Β, σύμφωνα με τις οποίες πρόθεση του κόμματος του Βενιζέλου
ήταν αφενός να ενισχυθεί μέσω της διανομής κτημάτων το εθνικό φρόνημα των
χωρικών, καθώς από αυτούς θα αντλούνταν οι απαιτούμενοι οπλίτες για τις
επικείμενες πολεμικές ενέργειες της χώρας, κι αφετέρου να προσελκυστεί το
ενδιαφέρον όχι μόνο των ντόπιων Ελλήνων, αλλά και των άλλων χριστιανικών
πληθυσμών της Βόρειας Ελλάδας για το εθνικό πρόγραμμα διανομής. Τονίζεται,
μάλιστα, πως η σαφής δέσμευση της κυβέρνησης να προχωρήσει σε μια εκτεταμένη
αγροτική μεταρρύθμιση είχε άμεσο και θετικό αντίκτυπο στις δύο αυτές επιμέρους
επιδιώξεις.
Με βάση αυτά τα νομοθετήματα η απαλλοτρίωση των μεγάλων αγροτικών ιδιοκτησιών έγινε δυνατή στα αμέσως μετά τον πόλεμο χρόνια, όταν η ανάγκη αποκατάστασης των προσφύγων βρέθηκε στο επίκεντρο του κρατικού ενδιαφέροντος.
β)
Από το 1870 ως το 1911 διανεμήθηκαν 2.650.000 στρέμματα με 370.000
παραχωρητήρια, πράγμα που δείχνει ότι οι φιλοδοξίες ή οι δυνατότητες των
αγροτών για απόκτηση καλλιεργήσιμης έκτασης ήταν περιορισμένες αλλά και ο πολυτεμαχισμός
της γης ήδη μεγάλος. Πρέπει να επισημανθεί ότι για τις περιοχές που
χαρακτηρίζονταν ως φυτείες, ελαιόδεντρα και αμπέλια, ο μέσος όρος έκτασης των
ιδιοκτησιών ήταν σαφώς μικρότερος εκείνων που προορίζονταν για καλλιέργεια
δημητριακών.
Επρόκειτο όμως για σημαντική διανομή
καλλιεργήσιμων γαιών, ιδιαίτερα αν συγκριθεί με τα 600.000 στρέμματα εθνικών
γαιών που είχαν διανεμηθεί τα προηγούμενα χρόνια, από το 1833 μέχρι το 1870.
Ωστόσο, μόνο το 50% περίπου του αντιτίμου των παραχωρούμενων γαιών πληρώθηκε
τελικά στο κράτος από τους αγοραστές της εθνικής αυτής ιδιοκτησίας. Πέρα από την
οικονομική αυτή απώλεια, όπως συμπληρωματικά αναφέρεται στο Κείμενο Α, το
κράτος παραχωρώντας τα δημόσια κτήματα έχασε επιπροσθέτως το 25% της
ακαθάριστης παραγωγής. Απέκτησε, ωστόσο, άλλες πηγές εσόδων και ειδικότερα τους
φόρους και τους δασμούς που επιβάλλονταν στην αυξημένη πια αγροτική παραγωγή,
εφόσον χάρη στη διανομή της γης προέκυψε ενίσχυση της επιχειρηματικής
δραστηριοποίησης και, ως εκ τούτου, αύξηση της παραγωγής. Επιπροσθέτως,
η μεγαλύτερη απόδοση των φυτειών οδήγησε σε επέκταση τις εξαγωγές αγροτικών
προϊόντων και κατ’ επέκταση σε ενίσχυση των εμπορικών ομάδων, οι οποίες άρχισαν
να λειτουργούν παράλληλα και ως δανειοδότες των νέων μικροπαραγωγών.
Αργότερα, η αναδιανομή που έγινε, με
βάση τα νομοθετήματα της κυβέρνησης Βενιζέλου, έφτασε στο 85% των
καλλιεργήσιμων εκτάσεων στη Μακεδονία και στο 68% στη Θεσσαλία. Στο σύνολο της
καλλιεργήσιμης γης της χώρας το ποσοστό αυτό ανήλθε σε 40%. Σύμφωνα με τις
πληροφορίες του Κειμένου Β, στο πρώτο στάδιο εφαρμογής των μέτρων της
αγροτικής μεταρρύθμισης, η απαλλοτρίωση των τσιφλικιών που ανήκαν σε
χριστιανούς θα γινόταν σε εκούσια βάση και θα συνδυαζόταν με προγράμματα
χρηματοδότησης των ακτημόνων, ώστε σταδιακά να γίνει η εξαγορά της διαθέσιμης
γης. Στην πορεία, ωστόσο, η ένταση τόσο των ενδοαστικών συγκρούσεων όσο και του
Διχασμού, οδήγησε την κυβέρνηση Βενιζέλου στην εφαρμογή ενός δραστικότερου
προγράμματος, το οποίο βασιζόταν πια στην υποχρεωτική απαλλοτρίωση. Μετά από
λίγα χρόνια, άλλωστε, κάτω από την πίεση του προσφυγικού προβλήματος, η αγροτική
μεταρρύθμιση ολοκληρώθηκε και οδήγησε την αγροτική οικονομία της χώρας σε
καθεστώς μικροϊδιοκτησίας. Όπως μάλιστα διευκρινίζεται στο Κείμενο Γ, η
πραγματοποίηση της αγροτικής μεταρρύθμισης ξεκίνησε ουσιαστικά από το 1923 και
μετά. Στο πλαίσιό της, η γη που διανεμήθηκε από το κράτος βρισκόταν
προηγουμένως κυρίως στα χέρια Τούρκων και Βουλγάρων, οι οποίοι απομακρύνθηκαν
από τη χώρα κατά τη διαδικασία ανταλλαγής πληθυσμών. Κάποιες εκτάσεις από αυτές
που διανεμήθηκαν, πάντως, ανήκαν και σε Έλληνες μεγαλογαιοκτήμονες. Με τη σειρά
της, βέβαια, η νέα κατάσταση δημιούργησε νέα προβλήματα. Οι μικροκαλλιεργητές
δυσκολεύονταν να εμπορευματοποιήσουν την παραγωγή τους και έπεφταν συχνά θύματα
των εμπόρων. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση προωθήθηκε η ίδρυση της
Αγροτικής Τράπεζας, κρατικών οργανισμών παρέμβασης και παραγωγικών
συνεταιρισμών. Το αγροτικό ζήτημα απέκτησε έτσι νέο περιεχόμενο, χωρίς να
προκαλέσει τις εντάσεις που γνώρισαν άλλα κράτη της Ευρώπης (Ισπανία,
Βουλγαρία, Ρουμανία κ.λπ.).
Ιστορία Προσανατολισμού: Το αγροτικό ζήτημα [Επεξεργασία πηγών]
Οι λόγοι που ωθούν την κυβέρνηση Κουμουνδούρου στη σημαντική αυτή θεσμική μεταβολή είναι πολλαπλοί.
α) Λόγοι οικονομικοί: Με την αγροτική μεταρρύθμιση του 1871 το κράτος επιχειρεί να επαυξήσει τα δικά του έσοδα από τα ποσά της εξαγοράς, όπως και των τραπεζών και των εμπορικών ομάδων, καθώς έρχεται να ενισχύσει τις φυτείες και το μικρό ή μεσαίο οικογενειακό κλήρο. Με την επέκταση των εξαγωγών του αγροτικού προϊόντος των φυτειών, οι εμπορικές ομάδες θα δουν μια ταχεία ανάπτυξή τους, ενώ ταυτόχρονα θα ενισχυθεί ο ρόλος τους στη δανειοδότηση των τρεχουσών αναγκών των νέων τώρα μικροπαραγωγών.
Με την παραχώρηση της δημόσιας γης, το κράτος θα στερηθεί το 25% της ακαθάριστης παραγωγής, αλλά θα αποκτήσει νέες πηγές εσόδων, τους φόρους και τους δασμούς, που θα επιβληθούν στο αυξημένο τώρα αγροτικό προϊόν των φυτειών, καθώς θα έχουμε μια επέκταση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και αύξηση της παραγωγής.
β) Λόγοι κοινωνικοί: Αν και δεν υπάρχει κάποιο συγκροτημένο κίνημα ακτημόνων, οι καταπατήσεις των εθνικών και εκκλησιαστικών γαιών εκ μέρους μη κληρούχων ή μικροϊδιοκτητών σε διάφορες περιοχές της χώρας, ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο, που δημιουργούν εστίες εντάσεων, συνηγορούν για την προικοδότηση αυτών των κοινωνικών ομάδων με «λαχίδια»* εθνικής γης. […]
Το όλο εγχείρημα μπορούμε να το δούμε ως ένα μέρος της όλης προσπάθειας του Α. Κουμουνδούρου, που αγκαλιάζει την περίοδο 1860- 1880 και αποσκοπεί με την ανάπτυξη της γεωργίας […] στην προώθηση της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα.
* λαχίδια: τεμάχια γης.
Πρόθεση των Φιλελευθέρων ήταν να ενισχύσουν το εθνικό φρόνημα των χωρικών, βασικής πηγής οπλιτών για τους επερχόμενους πολέμους, αλλά και να ενισχύσουν την έλξη που ασκούσε το ελληνικό εθνικό πρόγραμμα μεταξύ των ποικίλων χριστιανικών πληθυσμών της Βόρειας Ελλάδας. Η ρητή υπόσχεση μιας εκτεταμένης αγροτικής μεταρρύθμισης εντάσσεται στην πολιτική αυτή, η οποία είχε άμεσα θετικά αποτελέσματα και προς τις δύο κατευθύνσεις. Αρχικά, η απαλλοτρίωση των τσιφλικιών (ειδικώς βεβαίως των χριστιανών γαιοκτημόνων) προβλεπόταν να γίνει εκουσίως, με διάφορα προγράμματα χρηματοδότησης των ακτημόνων αγοραστών και με αργούς ρυθμούς. Η όξυνση, όμως, των ενδοαστικών συγκρούσεων και ο Διχασμός του πολιτικού κόσμου έσπρωξε την Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης να υιοθετήσει ένα πιο ριζοσπαστικό πρόγραμμα υποχρεωτικής απαλλοτρίωσης.
Η λύση που επελέγη ήταν η αναπαραγωγή, στη Βόρειο Ελλάδα, του νοτιοελλαδικού κοινωνικού προτύπου, το οποίο στηριζόταν στη μικρή ιδιοκτησία και την οικογενειακή αγροτική εκμετάλλευση. Το πρότυπο αυτό είχε αποδειχτεί αρκετά επιτυχημένο, αν όχι από οικονομική οπωσδήποτε από πολιτική άποψη, καθώς είχε συμβάλει [...] στη σταθεροποίηση της κρατικής εξουσίας και του πολιτεύματος.
Η διανομή γης ήταν το κυριότερο όπλο που διέθετε το ελληνικό κράτος προκειμένου να νομιμοποιήσει την κυριαρχία του στη Βόρειο Ελλάδα. […]
Η αγροτική μεταρρύθμιση άρχισε τελικά να υλοποιείται από το 1923 και ύστερα […]. Η γη που διένειμε τότε το κράτος ανήκε προηγουμένως κυρίως σε Τούρκους και Βουλγάρους που είχαν αποχωρήσει, στο πλαίσιο της ανταλλαγής των πληθυσμών, αλλά και σε έλληνες μεγαλογαιοκτήμονες.
α) Η οριστική αντιμετώπιση του προβλήματος της διανομής των «εθνικών γαιών» έγινε με νομοθετικές ρυθμίσεις κατά την περίοδο 1870-1871. Ρυθμίσεις, όπως σχολιάζεται στο Κείμενο Α, που εντάσσονταν στη γενικότερη προσπάθεια της κυβέρνησης Κουμουνδούρου κατά την περίοδο 1860-1880 να προωθήσει την εκβιομηχάνιση της χώρας μέσω της ανάπτυξης της γεωργίας. Στόχος των νομοθετημάτων ήταν να εξασφαλιστούν κατά προτεραιότητα οι ακτήμονες χωρικοί, με την παροχή γης, απαραίτητης για την επιβίωσή τους. Ταυτόχρονα, το κράτος προσπαθούσε να εξασφαλίσει, μέσα από τη διαδικασία της εκποίησης, τα μεγαλύτερα δυνατά έσοδα, που θα έδιναν μια ανάσα στο διαρκές δημοσιονομικό αδιέξοδο. Σε ό,τι αφορά το οικονομικό σκέλος των στοχεύσεων της κυβέρνησης, όπως πληροφορούμαστε από το Κείμενο Α, το κράτος αποσκοπούσε όχι μόνο στην αύξηση των δικών του εσόδων, αλλά και στη στήριξη των τραπεζών και των εμπορικών ομάδων, μέσα από την ενίσχυση της αγροτικής παραγωγής τόσο των φυτειών, όσο και των μικρών ή μεσαίων οικογενειακών κλήρων. Περαιτέρω, η κυβέρνηση Κουμουνδούρου είχε και λόγους κοινωνικής υφής, που θέλησε να εξυπηρετήσει, όπως προκύπτει από το Κείμενο Α. Ειδικότερα, το να παραχωρηθούν κομμάτια γης στους ακτήμονες χωρικούς έμοιαζε επιβεβλημένο λόγω των εντάσεων που προκαλούνταν από τις καταπατήσεις είτε εθνικών κτημάτων είτε εκκλησιαστικών, από ακτήμονες ή μικροϊδιοκτήτες σε διάφορες περιοχές της χώρας και ιδίως στην Πελοπόννησο. Η κυβέρνηση, μάλιστα, το θεωρούσε αυτό αναγκαίο, έστω κι αν δεν υπήρχε κάποιο συγκροτημένο κίνημα ακτημόνων που να το διεκδικεί. Σύμφωνα, λοιπόν, με τις σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις, οι δικαιούχοι αγρότες μπορούσαν να αγοράσουν όση γη ήθελαν, με ανώτατο όριο τα 80 στρέμματα για ξηρικά εδάφη και τα 40 στρέμματα για αρδευόμενα. Οι στόχοι που έθετε η κυβέρνηση Κουμουνδούροι ήταν αντιφατικοί και στην πραγματικότητα μόνο ο πρώτος, δηλαδή η αποκατάσταση των ακτημόνων χωρικών, επιτεύχθηκε σε ικανοποιητικό βαθμό.
Με βάση αυτά τα νομοθετήματα η απαλλοτρίωση των μεγάλων αγροτικών ιδιοκτησιών έγινε δυνατή στα αμέσως μετά τον πόλεμο χρόνια, όταν η ανάγκη αποκατάστασης των προσφύγων βρέθηκε στο επίκεντρο του κρατικού ενδιαφέροντος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου