ΘΕΜΑ Α1
Να δώσετε το περιεχόμενο των ακόλουθων ιστορικών όρων:
α. «Πανελλήνιον»
Να χαρακτηρίσετε τις ιστορικές πληροφορίες που ακολουθούν, γράφοντας στο τετράδιό σας το γράμμα που αντιστοιχεί στην κάθε πληροφορία και δίπλα του τη λέξη Σωστό, αν η πληροφορία είναι σωστή, ή τη λέξη Λάθος, αν η πληροφορία είναι λανθασμένη:
α. Η άφιξη των Βαυαρών στην Ελλάδα το 1832 συνοδεύτηκε από τη σύναψη νέων δανείων.
Πώς επηρέαζε την πολιτική κατάσταση στη χώρα η επιθυμία για επαγγελματική εξασφάλιση αξιωματικών του στρατού, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή;
Μονάδες 13
Ποιος ήταν ο αντίκτυπος του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1877-1878) στα απελευθερωτικά κινήματα των Ελλήνων;
Μονάδες 12
ΘΕΜΑ Γ1
Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις με τις απαραίτητες πληροφορίες από τα κείμενα που σας δίνονται, να παρουσιάσετε:
α. Τις μετακινήσεις των προσφύγων Κρητών κατά τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης και
(μονάδες 18)
Μονάδες 25
Κρήτες πρόσφυγες στα νησιά του Αιγαίου
Πολλοί Κρήτες πρόσφυγες διεσώθησαν εις την Ελλάδα ιδίως μετά την αποτυχίαν της κατά τα μέσα του 1823 διοργανωθείσης εις την Κρήτην εκστρατείας, την οποίαν ενίσχυσαν χρηματικώς τινές των εν Πελοποννήσω Κρητών. Εις την νήσον Κάσον, από των αρχών της επαναστάσεως μέχρι της καταστροφής της νήσου υπό του αιγυπτιακού στόλου, είχον καταφύγει δύο χιλιάδες περίπου Κρήτες (...). Άλλοι αναφέρονται εν Τήνω (...). Επίσης πολλοί οπλοφόροι Κρήτες πρόσφυγες επέφεραν την αναρχίαν είς τινας νήσους του Αιγαίου, ιδίως εις την Νάξον, Πάρον, Σίφνον, Μήλον και Ίον. Αι νήσοι του Αιγαίου απετέλουν λοιπόν δια τους Κρήτας είτε άσυλον είτε γέφυραν, δια της οποίας έφευγον εκ της Κρήτης ή επέστρεφον εις αυτήν.
Άμεση συνέπεια της κακής οργανώσεως ήταν και η μόνιμη έλλειψη τροφίμων και πολεμοφοδίων στο νησί, που οφειλόταν στη διαρπαγή και στη λεηλασία των φορτίων αμέσως μετά την προσέγγιση των πλοίων στα κρητικά παράλια και μάλιστα στα σφακιώτικα. Έτσι αγωνιστές και γυναικόπαιδα υποβάλλονταν σε φοβερές στερήσεις και αργοπέθαιναν. Η κατάσταση διορθώθηκε κάπως την επόμενη χρονιά, όταν και αποθήκες για τη φύλαξη των εφοδίων σχηματίσθηκαν αλλά και πολλά γυναικόπαιδα μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα. Ως τα μέσα όμως τουλάχιστον του 1867 το πρόβλημα των γυναικόπαιδων παρέμενε άλυτο και λίγα μόνο κατόρθωναν να φύγουν από την Κρήτη. Γι’ αυτό με επανειλημμένες εκκλήσεις η Γεν. Συνέλευση ζητούσε από την Κεντρική Επιτροπή και από την Επιτροπή Σύρου, αλλά και από τους προξένους των Μ. Δυνάμεων να ενεργήσουν για τη μεταφορά τους με ευρωπαϊκά πλοία. Έτσι στα τέλη Νοεμβρίου και στις αρχές Δεκεμβρίου 1866 το αγγλικό πολεμικό «Assurance» πρώτα, και το ρωσικό «Μέγας Ναύαρχος» αμέσως έπειτα, μετέφεραν αρκετά γυναικόπαιδα στον Πειραιά. Ύστερα όμως από την έντονη αντίδραση της Πύλης στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις διακόπηκε η μεταφορά των αμάχων για πολλούς μήνες.
Ένα μόνο κατόρθωσε ο Ομέρ πασάς όσο διάστημα βρισκόταν στην Κρήτη (Μάρτιος – Οκτώβριος 1867): να καταστρέψει και να ερημώσει τα πάντα και να διαπράξει φοβερές ωμότητες σε βάρος των αμάχων και των γυναικόπαιδων, όπως μαρτυρούν οι συνεχείς καταγγελίες της Γεν. Συνελεύσεως και της προσωρινής κυβερνήσεως στους προξένους των Δυνάμεων στα Χανιά. Οι καταγγελίες αυτές δεν έμειναν χωρίς αποτέλεσμα. Στις 9 Ιουλίου 1867 σε κοινό διάβημά τους στις κυβερνήσεις τους οι πρόξενοι της Γαλλίας, Αγγλίας, Ρωσίας και Ιταλίας, αφού κατήγγελλαν τις θηριωδίες του στρατού του Ομέρ, ζητούσαν να σταλούν πλοία για την παραλαβή και μεταφορά των γυναικόπαιδων στην Ελλάδα. Πραγματικά μέσα σε σύντομο διάστημα γαλλικά, ρωσικά, ιταλικά, πρωσσικά και αργότερα και αυστριακά πλοία μετέφεραν με ασφάλεια στον Πειραιά χιλιάδες γυναικόπαιδα.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΓ, Εκδοτική Αθηνών, σ. 270
Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις με τις πληροφορίες από τα κείμενα και τον πίνακα που σας δίνονται, να αναφερθείτε στην εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της Ελλάδας κατά τον 19ο αιώνα.
Μονάδες 25
Εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου (μέχρι το 1859)
Από τον ορυκτό πλούτο της χώρας είχε αξιοποιηθεί ως τα μέσα του αιώνα κυρίως η σμύριδα της Νάξου, που αποτελούσε εξαγώγιμο προϊόν. Με το νόμο ΣΒ΄ της 18ης Ιουλίου 1852, η εκμετάλλευση των ορυχείων είχε δοθεί ύστερα από δημοπρασία στον Άγγλο Ρίτσαρντ Άμποτ με ευνοϊκούς όρους για το δημόσιο. Η παραγωγή σμύριδας έφθασε το 1856 τις 40.000 καντάρια, ενώ το 1859 η εξαγωγή της απέφερε 256.424 δρχ. Άλλο εξαγώγιμο ορυκτό ήταν η θηραϊκή γη, που απέφερε τον ίδιο χρόνο 141.354 δρχ.
Αμέσως μετά τη σμύριδα άλλο εκμεταλλεύσιμο υλικό ήταν ο λιγνίτης. Αν και είχε εντοπισθεί στο Μαρκόπουλο Αττικής από παλιά η ύπαρξη στρωμάτων του, τελικά μόνο τα κοιτάσματα της Κύμης ήταν ικανοποιητικά από άποψη εκμεταλλεύσεως.
Μια σειρά άλλων ορυκτών, όπως οι γύψοι της Μήλου, κυρίως όμως τα μάρμαρα της Πεντέλης, της Πάρου, της Τήνου, της Ελευσίνας και του Ταϋγέτου δεν πρόσφεραν ακόμα αξιόλογο οικονομικό ενδιαφέρον. Για την προώθηση όμως της αξιοποιήσεως του ορυκτού πλούτου της χώρας είχαν γίνει τότε ειδικές μελέτες. Στα 1859 για παράδειγμα μια μελέτη του Γερμανού Έντουρντ Χάιντερ για τη «γη της Σαντορίνης» μεταφράστηκε από τα γερμανικά στα γαλλικά και τυπώθηκε από την ελληνική κυβέρνηση για να προβληθούν οι ιδιότητές της για χρήση σε υδραυλικά έργα.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΓ, Εκδοτική Αθηνών, σ. 180
Εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου (μετά το 1860)
Μια θετική προσπάθεια για την άρση των εμποδίων στον τομέα ορισμένων βιομηχανικών υλών σημειώθηκε το 1867 με την ψήφιση του νόμου «περί μεταλλείων και ορυκτών». Ο νόμος εκείνος σκοπός είχε να ενθαρρύνει τις ξένες επενδύσεις και να στρέψει την εγχώρια αποταμίευση στην εκμετάλλευση του πλούτου της ελληνικής γης. Πραγματικά μέσα σε λίγα χρόνια από την ψήφιση του νόμου σημειώθηκε ένας πρωτοφανής για τα ελληνικά χρόνια πυρετός για την έρευνα και εκμετάλλευση του ελληνικού υπεδάφους.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΓ, Εκδοτική Αθηνών, σ. 312
Κατάλογος των ελληνικών μεταλλευτικών επιχειρήσεων που υπήρχαν και διαλύθηκαν, και των επιχειρήσεων που δημιουργήθηκαν στη θέση τους από ξένους κεφαλαιούχους (ή με σημαντική συμμετοχή ξένων κεφαλαίων) κατά τη δεκαετία του 1880.
Έτος ίδρυσης |
Ελληνικές εταιρείες |
Έτος ίδρυσης |
Ξένες εταιρείες |
1869 |
«Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία» (σίδηρος, Σέριφος) |
1880 |
Γαλλική εταιρεία «Σέριφος-Σπηλιαζέζα» (Ι. Β. Σερπιέρη*) |
1872 |
«Σούνιον
(Λ. Ράλλη και Ν. Μελετόπουλου, μόλυβδος, Σούνιο) |
1881/82 |
Γαλλική
εταιρεία «Σούνιον» (έδρα: Παρίσι) |
1868 |
Ελληνική
εταιρεία (;) για την εκμετάλλευση του μολύβδου της Μήλου. Διαλύεται το 1870 |
1882/83 |
Γαλλική εταιρεία
«Σερπιέρης-Δεπιάν-Αργυρόπουλος», μόλυβδος, Μήλος |
1857
|
Ελληνική Εταιρεία των
Παρίων Μαρμάρων |
1880
|
«Εταιρεία των Παρίων
Μαρμάρων» (Γεν. Πιστωτική Τράπεζα + Banque Franco-égyptienne) |
α. Η ύπαρξη των πρώτων κομμάτων ήταν πλέον δεδομένη. Αυτό άλλωστε φαίνεται και από την κίνηση του Καποδίστρια να επανδρώσει ένα συμβουλευτικό όργανο, το «Πανελλήνιον», με αντιπροσώπους και των τριών παρατάξεων, προκειμένου να εξασφαλιστεί εσωτερική ειρήνη.
α. Σωστό
Η επιθυμία για επαγγελματική εξασφάλιση βενιζελικών και αντιβενιζελικών αξιωματικών δημιούργησε μια δυναμική διαρκούς παρέμβασης του στρατού στην πολιτική. Παράλληλα προς τα κόμματα, συγκροτήθηκαν «ομάδες» απότακτων ή εν ενεργεία αξιωματικών, οι οποίοι όλο και περισσότερο προσπαθούσαν να θέσουν υπό τον έλεγχο τους το Κοινοβούλιο και τις κυβερνήσεις και εν τέλει να επιβάλουν αντικοινοβουλευτικά συστήματα διακυβέρνησης. Τα κόμματα με δυσκολία κατόρθωναν να ξεφύγουν από τον ασφυκτικό κλοιό και πολύ συχνά χρησιμοποιούσαν ομάδες αξιωματικών, για να επιτύχουν τα δικά τους βραχυπρόθεσμα σχέδια. Εξάλλου, τα κόμματα ευνοούσαν τις εντάσεις, θεωρώντας ότι η πόλωση θα ενίσχυε την ενότητά τους. Όμως, υιοθετώντας αυτή τη στάση, περιόριζαν τις δυνατότητες ελιγμών, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να σχεδιάζουν νέες πολιτικές, για την αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων.
Τα κόμματα είχαν τη δυνατότητα να ελέγξουν το πολιτικό παιγνίδι, διότι η κοινωνία και τα προβλήματά της είχαν γίνει τόσο σύνθετα, ώστε δεν μπορούσαν να τα διαχειριστούν στρατιωτικοί. Εκείνοι μπορούσαν εύκολα να κάνουν πραξικόπημα, αλλά δεν ήταν ικανοί να ασκήσουν την εξουσία.
Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1877-1878) αναθέρμανε το όνειρο της ανάκτησης της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Η Ελλάδα επιχείρησε να ενισχύσει την υπεράσπιση των ελληνικών δικαίων με την υπόθαλψη επαναστατικών κινημάτων στις επαρχίες αυτές. Τον Ιανουάριο του 1878 ιδρύθηκε στην Αθήνα η Μακεδόνικη Επιτροπή, με σκοπό την οργάνωση επανάστασης στη Μακεδονία. Πάλι οι Μακεδόνες πρόσφυγες της Νέας Πέλλας, και άλλοι της Εύβοιας, ανταποκρίθηκαν στις προσπάθειες της Επιτροπής να συγκεντρώσει στρατιωτική δύναμη. Η επανάσταση ξέσπασε στον Όλυμπο, στα Πιέρια και στη Χαλκιδική και έληξε με ανακωχή μεταξύ των Ελλήνων επαναστατών και των Τούρκων. Πολλοί επαναστάτες πέρασαν για ασφάλεια στην ελεύθερη Ελλάδα. Λίγο αργότερα, μερικοί απ' αυτούς επέστρεψαν στις περιοχές τους.
α. Από τον πρώτο κιόλας χρόνο της Επανάστασης, οπλοφόροι Κρήτες κατέφυγαν, αρχικά σε μικρό αριθμό, στις Κυκλάδες. Όπως επισημαίνει ο Απόστολος Βακαλόπουλος (Κείμενο Α), ο αριθμός των Κρητών που διέφυγαν στην Ελλάδα αυξήθηκε κυρίως μετά την αποτυχία της επανάστασης που επιχειρήθηκε στην Κρήτη κατά τα μέσα του 1823, η οποία είχε ενισχυθεί οικονομικά από Κρητικούς που βρίσκονταν στην Πελοπόννησο. Μετά την καταστροφή της Κάσου από τον αιγυπτιακό στόλο το 1824, οι Κάσιοι αλλά και οι Κρήτες που είχαν καταφύγει εκεί, κατευθύνθηκαν σε άλλα νησιά του Αιγαίου. Σύμφωνα, μάλιστα, με τον Απόστολο Βακαλόπουλο (Κείμενο Α), στην Κάσο είχαν καταφύγει περίπου δύο χιλιάδες Κρητικοί ήδη από την αρχή της επανάστασης μέχρι και την καταστροφή του νησιού από τον αιγυπτιακό στόλο. Κάποιοι, πάντως, είχαν βρει καταφύγιο στην Τήνο. Η άφιξη των Κρητών προκάλεσε αναταραχή στο κεντρικό Αιγαίο. Ως τα μέσα της δεκαετίας, οι ένοπλοι Κρήτες πρόσφυγες είχαν αποβεί κυρίαρχοι σε βάρος των εγχωρίων. Οι πληροφορίες αυτές επιβεβαιώνονται από τον Απόστολο Βακαλόπουλο, ο οποίος επιπρόσθετα αναφέρει πως τα νησιά στα οποία κυρίως προκάλεσαν πρόβλημα οι ένοπλοι Κρητικοί, ήταν η Νάξος, η Πάρος, η Σίφνος, η Μήλος και η Ίος. Τα νησιά του Αιγαίου, άλλωστε, αποτελούσαν για τους Κρητικούς είτε ασφαλές καταφύγιο είτε προσωρινό μόνο χώρο διαμονής κατά τις μετακινήσεις τους από και προς την Κρήτη. Άλλη ομάδα Κρητών προσφύγων του 1823-1824 κατέφυγε στην Πελοπόννησο. Στην Αργολίδα η κυβέρνηση μερίμνησε για τη διατροφή και περίθαλψή τους.
Η απουσία βαριάς βιομηχανίας στην Ελλάδα περιόριζε το ενδιαφέρον για εκμετάλλευση του υπεδάφους. Οι δραστηριότητες στο χώρο αυτό είτε αποσκοπούσαν σε εξαγωγές, είτε στην εξυπηρέτηση των περιορισμένων τοπικών αναγκών. Για τις τελευταίες, οι δραστηριότητες των λατομείων και η παραγωγή οικοδομικών υλικών είχαν τον πρώτο λόγο. Για τις εξαγωγές, το βάρος έπεσε σε μεταλλευτικά προϊόντα που τα ισχυρά βιομηχανικά κράτη της Δυτικής Ευρώπης χρησιμοποιούσαν ως πρώτες ύλες στη μεταλλουργία τους. Τα προϊόντα αυτά εξάγονταν ακατέργαστα, σε μορφή μεταλλεύματος, ή μετά από στοιχειώδη μόνο επεξεργασία.
Η Ελλάδα, έστω και στις περιορισμένες διαστάσεις της του 19ου αιώνα, είχε ικανοποιητική ποικιλία κοιτασμάτων, συνήθως όμως σε μικρές ποσότητες. Η ενθάρρυνση της μεθοδικής τους εκμετάλλευσης στις αρχές της δεκαετίας του 1860 με νομοθεσία που επέτρεπε την «εκχώρηση» μεταλλευτικών δικαιωμάτων με ευνοϊκούς όρους, προκάλεσε τη ραγδαία εξέλιξη του κλάδου. Η πληροφορία αυτή επιβεβαιώνεται από το Κείμενο Β, όπου αναφέρεται πως το 1867 ψηφίστηκε ο νόμος «περί μεταλλείων και ορυκτών» προκειμένου να διευκολυνθεί η διαδικασία εκμετάλλευσης ορισμένων βιομηχανικών υλικών και να δοθεί, έτσι, κίνητρο τόσο στις ξένες επενδύσεις, όσο και στους εγχώριους κεφαλαιούχους να επιδιώξουν την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της ελληνικής γης. Ο νόμος αυτός είχε σημαντικά αποτελέσματα, εφόσον λίγα μόλις χρόνια μετά αυξήθηκε κατακόρυφα το ενδιαφέρον για «την έρευνα και την εκμετάλλευση του ελληνικού υπεδάφους». Την ίδια εποχή το ενδιαφέρον για μεταλλευτικά και οικοδομικά υλικά είχε ενισχυθεί εξαιτίας διαφόρων συγκυριών, όπως ήταν π.χ. τα έργα για τη διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ (έργο που ολοκληρώθηκε το 1869) αλλά και το ίδιο το άνοιγμα της διώρυγας, που αναβάθμισε συνολικά την Ανατολική Μεσόγειο.
Η πιο γνωστή περιοχή μεταλλευτικής δραστηριότητας υπήρξε, όπως και στην αρχαιότητα, το Λαύριο. Το 1866 άρχισε εκεί τις εργασίες της μία γαλλο-ιταλική εταιρεία (Σερπιέρι-Ρου) με στόχο την εξαγωγή μεταλλεύματος όχι μόνο από τα υπόγεια κοιτάσματα αλλά και από τις «σκωρίες», τα υλικά που είχαν συσσωρευτεί εκεί στη διάρκεια των αιώνων εκμετάλλευσης των ορυχείων κατά την αρχαιότητα. Η τεχνολογία της εποχής επέτρεπε την απόσπαση μεταλλεύματος από αυτά τα κατάλοιπα. Η εξόρυξη αργύρου και μολύβδου γνώρισε σημαντική άνθηση και πρόσθεσε στις ελληνικές εξαγωγές προϊόντα αξίας πολλών εκατομμυρίων δραχμών.
Από τις άλλες εκμεταλλεύσεις ξεχώριζαν εκείνες της Μήλου (θειάφι), της Νάξου (σμύριδα) και της Θήρας (θηραϊκή γη, που χρησιμοποιήθηκε ως οικοδομικό υλικό σε μεγάλα έργα). Σύμφωνα, μάλιστα, με το Κείμενο Α, μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα είχε κυρίως αξιοποιηθεί η σμύριδα της Νάξου, καθώς ήταν εξαγώγιμο προϊόν. Ειδικότερα, με νόμο της 18ης Ιουλίου του 1852 (νόμος ΣΒ΄), κατόπιν δημοπρασίας είχε παραχωρηθεί το δικαίωμα εκμετάλλευσης των σχετικών ορυχείων στον Άγγλο Ρίτσαρντ Άμποτ, με όρους που ευνοούσαν το ελληνικό δημόσιο. Έτσι, η παραγωγή σμύριδας της Νάξου ανήλθε το 1856 στα 40.000 καντάρια, ενώ λίγα χρόνια αργότερα, το 1859, η εξαγωγή του προϊόντος αυτού απέφερε 256.424 δρχ. Ενδιαφέρον, σύμφωνα με το Κείμενο Α, υπήρχε, επίσης, για τη θηραϊκή γη, η εξαγωγή της οποίας είχε, κατά το 1859, αποφέρει 141.354 δρχ., ενώ την ίδια χρονιά, στο πλαίσιο προσπάθειας να προωθηθεί η εκμετάλλευση του ελληνικού ορυκτού πλούτου, είχε μεταφραστεί από τα γερμανικά στα γαλλικά και είχε τυπωθεί από την ελληνική κυβέρνηση, μια μελέτη του Γερμανού Έντουρντ Χάιντερ για τη «γη της Σαντορίνης», προκειμένου να γίνουν γνωστές οι δυνατότητες αξιοποίησης της θηραϊκής γης σε «υδραυλικά έργα». Πέρα από τα υλικά αυτά, εκμεταλλεύσιμος ήταν και ο λιγνίτης του ελληνικού υπεδάφους. Βέβαια, αν και είχαν εντοπιστεί στρώματα λιγνίτη στο Μαρκόπουλο Αττικής, εν τέλει από άποψη οικονομικής εκμετάλλευσης επαρκή ήταν μόνο τα σχετικά κοιτάσματα της Κύμης. Σε ό,τι αφορά την εκμετάλλευση του ελληνικού υπεδάφους, πρόσθετα στοιχεία αντλούμε από τον κατάλογο μεταλλευτικών επιχειρήσεων (Πίνακας), σύμφωνα με τον οποίο, για την εκμετάλλευση του μόλυβδου της Μήλου είχε συσταθεί -πιθανώς- ελληνική εταιρεία το 1868, η οποία έκλεισε το 1870 και υποκαταστάθηκε το 1882/83 από γαλλική εταιρεία, υπό τη διοίκηση των Ιωάννη Σερπιέρη, Δεπιάν και Αργυρόπουλου. Ο Ιωάννης Σερπιέρης, μάλιστα, είχε ιδρύσει το 1880 ακόμη μια γαλλική εταιρεία, με την επωνυμία «Σέριφος-Σπηλιαζέζα» προκειμένου να εκμεταλλευτεί τα αποθέματα σιδήρου της Σερίφου, υποκαθιστώντας την εκεί «Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία», που είχε ιδρυθεί το 1869. Μια γαλλική εταιρεία, επίσης, με την επωνυμία «Σούνιον», που ιδρύθηκε το 1881/82, για να εκμεταλλευτεί τον μόλυβδο του Σουνίου, είχε υποκαταστήσει την ομώνυμη ελληνική εταιρεία των Λ. Ράλλη και Ν. Μελετόπουλου, που είχε ιδρυθεί το 1872. Με την οικοδομική ανάπτυξη που γνώρισε η χώρα μετά τη δεκαετία του 1870, εμφανίστηκαν στο προσκήνιο νέα υλικά, όπως το μάρμαρο. Η αξιοποίηση των θαυμάσιων μαρμάρων που διέθετε η χώρα πήρε σημαντικές διαστάσεις κατά τα τέλη του 19ου αιώνα. Όπως, άλλωστε, επισημαίνεται στο Κείμενο Α, τα μάρμαρα της Πεντέλης, της Πάρου, της Τήνου, της Ελευσίνας και του Ταϋγέτου, όπως και οι γύψοι της Μήλου, δεν είχαν αποτελέσει ενδιαφέρουσα επιλογή προς αξιοποίηση τουλάχιστον μέχρι το 1859. Σε ό,τι αφορά, πάντως, την εκμετάλλευση των μαρμάρων της Πάρου, σύμφωνα με τον κατάλογο μεταλλευτικών επιχειρήσεων (Πίνακας), το 1857 είχε ιδρυθεί ελληνική εταιρεία για την εκμετάλλευση των Παρίων Μαρμάρων, η οποία υποκαταστάθηκε το 1880 από αντίστοιχη εταιρεία, την οποία ήλεγχαν η Γενική Πιστωτική Τράπεζα και η Γαλλο-αιγυπτιακή τράπεζα (Banque Franco-égyptienne).
Σ’ αυτήν την κατηγορία οικονομικής δραστηριότητας μπορούμε να εντάξουμε και τις αλυκές, πηγή σημαντικών δημοσίων εσόδων κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου