Ιστορία Προσανατολισμού: Ρωσικό κόμμα (επεξεργασία
πηγών)
Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις με τις πληροφορίες από τα κείμενα που σας δίνονται, να αναφέρετε:
α) τις θέσεις που εξέφραζε το ρωσικό κόμμα σε πολιτικό, κοινωνικό και θρησκευτικό επίπεδο (μονάδες 14) και
β) τις κοινωνικές ομάδες που συμπαρατάχθηκαν με το ρωσικό κόμμα.
(μονάδες 11)
Μονάδες 25
Κείμενο Α
Το ρωσικό κόμμα απέκτησε συνοχή και εθνικές διαστάσεις καλύπτοντας γεωγραφικά όλο το κράτος, κι αυτό χάρη στην ενεργητικότητα του Καποδίστρια. Σ’ αυτόν οφείλεται η εκτεταμένη λαϊκή υποστήριξη που είχε αποκτήσει το κόμμα ανάμεσα στους Έλληνες αγρότες, γιατί είχε καταφέρει να πατάξει τις εις βάρος τους υπερβάσεις των προεστών. Έτσι, η κοινωνική σύνθεση του κόμματος προσδιοριζόταν ως επί το πλείστον από κατωτέρους τοπικούς αξιωματούχους και από μικρούς γαιοκτήμονες». Χαρακτηριστική ήταν n απουσία μεγαλογαιοκτημόνων, προεστών και Φαναριωτών. Και αυτή ακριβώς n ιδιάζουσα κοινωνική σύνθεση αποδόθηκε στην πολιτική του Καποδίστρια, που ευνοούσε τους ακτήμονες χωρικούς και τους μικρούς γαιοκτήμονες σε βάρος των παραδοσιακών Ελλήνων κυρίων τους.
[…]
Ο διακανονισμός του εκκλησιαστικού ζητήματος που εφάρμοσε η αντιβασιλεία ήταν βασικά έργο του Maurer, που ως διαμαρτυρόμενος εμπνεόταν από τις δικές του κοσμικές αξίες και από το παράδειγμα της Βαυαρίας, όπου η κοσμική εξουσία κυριαρχούσε και πάνω στην καθολική εκκλησία και πάνω στην εκκλησία των διαμαρτυρομένων. Όμως, δεν πρέπει να παραβλέπουμε και τους πολιτικούς στόχους που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο διακανονισμό αυτό. Αυτοί ήταν οι ακόλουθοι: α) η διατήρηση της βασιλικής απολυταρχίας πάνω στην Εθνική Εκκλησία, β) ο φραγμός στη ρωσική επιρροή για διαφύλαξη της εθνικής ανεξαρτησίας, γ) η ενίσχυση του κρατικού συγκεντρωτισμού για τον έλεγχο των επαρχιακών επισκοπών, και δ) ο περιορισμός της ισχύος της άρχουσας, τάξης των επισκόπων.
Σπάρτη Μαραγκού-Δρυγιαννάκη, Η Φιλορθόδοξος Εταιρεία και η μεταστροφή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής προς τη Ρωσία, Διδακτορική Διατριβή, Αθήνα, 1995
Κείμενο Β
Βαθιά θρησκευόμενες, υπερβάλλοντας τους κινδύνους για την Ορθοδοξία, εξαιτίας της διαλύσεως των μοναστηριών, παρακινούμενες και από τον κατώτερο κλήρο που ανοιχτά αντιστρατευόταν τα κυβερνητικά μέτρα, οι λαϊκές τάξεις, κοσμικοί και κληρικοί, έβρισκαν ως μόνο καταφύγιο το «ρωσικό» κόμμα, δεμένο ακατάλυτα με τους δεσμούς της Ορθοδοξίας. Παρά το γεγονός ότι το κόμμα είχε στα χρόνια αυτά χτυπηθεί σκληρά, η λαϊκή του βάση, αντί να μειώνεται, διευρυνόταν.
Ιω. Πετρόπουλος, Αικ. Κουμαριανού, «Περίοδος Βασιλείας του Όθωνος 1833-1862» στο Ιστορία Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΓ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2000, σ. 73.
Κείμενο Γ
Το «ρωσικό» κόμμα […] υποστήριζε τη συμφιλίωση με την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης (μέσα στο πλαίσιο του αυτοκέφαλου), μεγαλύτερες εξουσίες για την Εκκλησία μέσα στο κράτος, και ορθόδοξη μοναρχία. Σε άλλα ζητήματα η θέση του «ρωσικού» κόμματος ήταν συνήθως συγκεχυμένη ή ασυνεπής. Μέσα στην ενδεκάχρονη αυτή περίοδο διένυσε όλο το φάσμα από την υποστήριξη της απολυταρχίας ως την υποστήριξη της πιο φιλελεύθερης μορφής συνταγματισμού, δεδομένου ότι η θέση του σε κάθε συγκεκριμένη στιγμή εξαρτιόταν από το βαθμό της εύνοιας που του έδειχνε ο βασιλιάς.
John A. Petropoulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο (1833-1843), τόμος Β΄, Αθήνα 1985: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, σ. 632.
Ενδεικτική απάντηση
α) Σε αντίθεση με τις σχετικά ασαφείς θέσεις και τη συγκεχυμένη ιδεολογία του γαλλικού κόμματος, το ρωσικό χαρακτηριζόταν από σταθερές πολιτικές θέσεις. Η άποψη αυτή, εντούτοις, διαψεύδεται από το Κείμενο Γ, στο οποίο αναφέρεται πως πέρα από το ζήτημα της θρησκείας, οι θέσεις του ρωσικού κόμματος ήταν συγκεχυμένες ή ασταθείς. Χαρακτηριστικό ως προς αυτό είναι το γεγονός πως κατά τη διάρκεια έντεκα ετών το κόμμα αυτό πέρασε από την πλήρη στήριξη της απολυταρχίας στη διεκδίκηση ενός φιλελεύθερου συντάγματος. Στάση, ωστόσο, η οποία εξηγείται από την τάση του συγκεκριμένου κόμματος να διαφοροποιεί τις απόψεις του ανάλογα με το κατά πόσο είχε κάθε φορά την εύνοια του Όθωνα. Η ομοιότητα, πάντως, με τα δύο άλλα κόμματα βρισκόταν στο γεγονός ότι στη Μεγάλη Δύναμη, στην οποία στήριζαν τις ελπίδες τους για την εξωτερική πολιτική, αναγνώριζαν και ένα πρότυπο για την εσωτερική οργάνωση της χώρας. Η Ρωσία μπορούσε να βρει αποδοχή από μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, επειδή ήταν η μοναδική Μεγάλη Δύναμη με ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα.
Χαρακτηριστικό του ρωσικού κόμματος
ήταν η άκρως συντηρητική στάση σε όλες τις επιλογές του. Το θεμέλιο της
κοινωνικής τάξης ήταν γι’ αυτό η θρησκεία. Σ’ αυτήν βασιζόταν και η νομιμότητα
της εξουσίας. Έβλεπε την Εκκλησία σε διαρκή κίνδυνο και καταπολεμούσε τον
κοσμοπολιτισμό και την οποιαδήποτε αποστασιοποίηση από τις παραδόσεις. Η
ξενοφοβία, όπως επίσης η άρνηση του διαφωτισμού και της δυτικής παιδείας
αποτελούσαν κυρίαρχες αντιλήψεις των μελών του. Προκειμένου να προσεγγίσει ευρύτερα
στρώματα, απευθυνόταν συχνά στο θρησκευτικό συναίσθημα των Ελλήνων.
Το ιδιαίτερο πρόβλημα που έβλεπε το κόμμα των «ναπαίων» (όπως αλλιώς ονομαζόταν), στην περίοδο της βαυαροκρατίας, δεν ήταν ο αυταρχισμός του καθεστώτος, αλλά οι κίνδυνοι που αντιμετώπιζαν η πίστη και η Εκκλησία από τα μέτρα που ψήφισε η αντιβασιλεία, π.χ. το αυτοκέφαλο της Ελληνικής Εκκλησίας, η οποία έως τότε υπαγόταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Θεωρούσαν ότι η υποταγή της Εκκλησίας της Ελλάδας στο Πατριαρχείο επέτρεπε στη Ρωσία να επεμβαίνει για την προστασία των ορθοδόξων. Σε ό,τι αφορά την απόφαση αυτή της αντιβασιλείας, το Κείμενο Α διευκρινίζει πως επρόκειτο για σύλληψη του Maurer, ο οποίος άντλησε την ιδέα αυτή από την κατάσταση που επικρατούσε στη Βαυαρία, όπου η εξουσία του κράτους, η κοσμική, δηλαδή, εξουσία, ήταν κυρίαρχη τόσο απέναντι στην καθολική εκκλησία όσο και απέναντι στην εκκλησία των διαμαρτυρόμενων. Δεδομένες, βέβαια, ήταν και οι πολιτικές προθέσεις του Maurer, ο οποίος μέσω του μέτρου αυτού επιδίωκε να παρεμποδίσει την επιρροή των Ρώσων στο ελληνικό βασίλειο, να περιορίσει τη δύναμη των ανώτερων κληρικών και φυσικά να διασφαλίσει πως ο βασιλιάς θα είχε τον πλήρη έλεγχο της εκκλησίας. Εύλογα, πάντως, στην απόφαση για το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας οι ναπαίοι άσκησαν έντονη αντιπολίτευση. Όπως, ωστόσο, συμπληρώνει το Κείμενο Γ, όταν πια το αυτοκέφαλο της Ελληνικής Εκκλησίας είχε πραγματοποιηθεί, το ρωσικό κόμμα υποστήριζε πως ήταν απαραίτητο να υπάρξει συμφιλίωση με την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης. Ζητούσε, επίσης, να αποκτήσει η Ελληνική Εκκλησία ευρύτερες εξουσίες εντός του κράτους και να διασφαλιστεί πως η μοναρχία της χώρας θα ασπαζόταν το Ορθόδοξο δόγμα.
β) Με το κόμμα αυτό συμπαρατάχθηκαν, ιδίως κατά την εποχή της διακυβέρνησης της χώρας από τον Καποδίστρια, όσοι είχαν υποφέρει ιδιαίτερα κατά την εποχή της Επανάστασης και κατά τους εμφύλιους πολέμους: οι ακτήμονες, οι μικροϊδιοκτήτες γης, αγωνιστές και χαμηλόβαθμοι αξιωματικοί, μοναχοί, και δημόσιοι υπάλληλοι που διορίστηκαν από τον Καποδίστρια και μετά τη δολοφονία του απολύθηκαν. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνονται από το Κείμενο Α, στο οποίο τονίζεται, επίσης, πως η διευρυμένη λαϊκή στήριξη του ρωσικού κόμματος σε όλες τις γεωγραφικές περιοχές της χώρας οφειλόταν στη συνεχή δραστηριότητα του Καποδίστρια, όπως και στην πολιτική που αυτός ακολουθούσε. Σε ό,τι αφορά, για παράδειγμα, την ευρεία αποδοχή του κόμματος από τους αγρότες, αυτή αποδίδεται στο γεγονός πως ο Καποδίστριας είχε αντιμετωπίσει δραστικά τις αυθαιρεσίες των προεστών εις βάρος τους. Αντιστοίχως, το γεγονός πως η κύρια κοινωνική σύνθεση των υποστηρικτών του ρωσικού κόμματος αποτελούταν από κατώτερους τοπικούς αξιωματούχους και μικρών ιδιοκτησιών γαιοκτήμονες, οφειλόταν στο ότι η πολιτική του Καποδίστρια στήριζε κυρίως τους ακτήμονες και τους μικροϊδιοκτήτες, ενώ επιβάρυνε τους άλλοτε ισχυρούς παράγοντες, όπως ήταν οι προεστοί. Υπ’ αυτή την έννοια, η απουσία των μεγαλογαιοκτημόνων, των Φαναριωτών, όπως και των προκρίτων από το ρωσικό κόμμα μοιάζει εύλογη. Όλοι αυτοί οι υποστηρικτές του ρωσικού κόμματος απαιτούσαν την ίδρυση ενός ισχυρού κράτους, το οποίο, σε συνεργασία με τη Ρωσία και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, θα φρόντιζε για την καθαρότητα της πίστης και θα αναγνώριζε στην Εκκλησία κυρίαρχη θέση. Η ιδιαίτερη βαρύτητα που δινόταν από τους υποστηρικτές του κόμματος αυτού στο ζήτημα της θρησκείας επιβεβαιώνεται από το Κείμενο Β, όπου επιπροσθέτως επισημαίνεται πως η τάση τους να υπερτονίζουν τους κινδύνους για την Ορθοδοξία ήταν εμφανής. Μέτρα, άλλωστε, της αντιβασιλείας, όπως αυτά που στρέφονταν κατά της λειτουργίας μοναστηριών, ωθούσαν τον κατώτερο κλήρο να εναντιώνεται ανοιχτά στα κυβερνητικά μέτρα και να επηρεάζει ευρύτερες λαϊκές ομάδες. Κατ’ αυτό τον τρόπο τόσο κληρικοί όσο και απλοί πολίτες θεωρούσαν μονόδρομο την καταφυγή τους στο ρωσικό κόμμα, εφόσον ήταν το μόνο που είχε ξεκάθαρους και ισχυρούς δεσμούς με την Ορθοδοξία. Γι’ αυτό, άλλωστε, παρά τα συνεχή πλήγματα που δεχόταν το κόμμα αυτό κατά τα χρόνια της αντιβασιλείας, αντί να χάνει τη δύναμή του αποκτούσε ολοένα και μεγαλύτερη λαϊκή στήριξη. Πίστευαν, συνάμα, οι υποστηρικτές του ρωσικού κόμματος ότι κάποιοι ικανοί πολιτικοί γνώριζαν τα προβλήματα του λαού καλύτερα από τον ίδιο, κι αυτοί θα έπρεπε να κυβερνήσουν. Ήταν κατά κύριο λόγο αντισυνταγματικοί, υπέρ ενός συγκεντρωτικού συστήματος διακυβέρνησης και κατά της πολυφωνίας, μολονότι σε ορισμένες περιπτώσεις φαίνεται να συνεργάστηκαν στην ψήφιση συνταγμάτων.
Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις με τις πληροφορίες από τα κείμενα που σας δίνονται, να αναφέρετε:
α) τις θέσεις που εξέφραζε το ρωσικό κόμμα σε πολιτικό, κοινωνικό και θρησκευτικό επίπεδο (μονάδες 14) και
β) τις κοινωνικές ομάδες που συμπαρατάχθηκαν με το ρωσικό κόμμα.
(μονάδες 11)
Μονάδες 25
Κείμενο Α
Το ρωσικό κόμμα απέκτησε συνοχή και εθνικές διαστάσεις καλύπτοντας γεωγραφικά όλο το κράτος, κι αυτό χάρη στην ενεργητικότητα του Καποδίστρια. Σ’ αυτόν οφείλεται η εκτεταμένη λαϊκή υποστήριξη που είχε αποκτήσει το κόμμα ανάμεσα στους Έλληνες αγρότες, γιατί είχε καταφέρει να πατάξει τις εις βάρος τους υπερβάσεις των προεστών. Έτσι, η κοινωνική σύνθεση του κόμματος προσδιοριζόταν ως επί το πλείστον από κατωτέρους τοπικούς αξιωματούχους και από μικρούς γαιοκτήμονες». Χαρακτηριστική ήταν n απουσία μεγαλογαιοκτημόνων, προεστών και Φαναριωτών. Και αυτή ακριβώς n ιδιάζουσα κοινωνική σύνθεση αποδόθηκε στην πολιτική του Καποδίστρια, που ευνοούσε τους ακτήμονες χωρικούς και τους μικρούς γαιοκτήμονες σε βάρος των παραδοσιακών Ελλήνων κυρίων τους.
Ο διακανονισμός του εκκλησιαστικού ζητήματος που εφάρμοσε η αντιβασιλεία ήταν βασικά έργο του Maurer, που ως διαμαρτυρόμενος εμπνεόταν από τις δικές του κοσμικές αξίες και από το παράδειγμα της Βαυαρίας, όπου η κοσμική εξουσία κυριαρχούσε και πάνω στην καθολική εκκλησία και πάνω στην εκκλησία των διαμαρτυρομένων. Όμως, δεν πρέπει να παραβλέπουμε και τους πολιτικούς στόχους που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο διακανονισμό αυτό. Αυτοί ήταν οι ακόλουθοι: α) η διατήρηση της βασιλικής απολυταρχίας πάνω στην Εθνική Εκκλησία, β) ο φραγμός στη ρωσική επιρροή για διαφύλαξη της εθνικής ανεξαρτησίας, γ) η ενίσχυση του κρατικού συγκεντρωτισμού για τον έλεγχο των επαρχιακών επισκοπών, και δ) ο περιορισμός της ισχύος της άρχουσας, τάξης των επισκόπων.
Σπάρτη Μαραγκού-Δρυγιαννάκη, Η Φιλορθόδοξος Εταιρεία και η μεταστροφή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής προς τη Ρωσία, Διδακτορική Διατριβή, Αθήνα, 1995
Κείμενο Β
Βαθιά θρησκευόμενες, υπερβάλλοντας τους κινδύνους για την Ορθοδοξία, εξαιτίας της διαλύσεως των μοναστηριών, παρακινούμενες και από τον κατώτερο κλήρο που ανοιχτά αντιστρατευόταν τα κυβερνητικά μέτρα, οι λαϊκές τάξεις, κοσμικοί και κληρικοί, έβρισκαν ως μόνο καταφύγιο το «ρωσικό» κόμμα, δεμένο ακατάλυτα με τους δεσμούς της Ορθοδοξίας. Παρά το γεγονός ότι το κόμμα είχε στα χρόνια αυτά χτυπηθεί σκληρά, η λαϊκή του βάση, αντί να μειώνεται, διευρυνόταν.
Ιω. Πετρόπουλος, Αικ. Κουμαριανού, «Περίοδος Βασιλείας του Όθωνος 1833-1862» στο Ιστορία Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΓ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2000, σ. 73.
Κείμενο Γ
Το «ρωσικό» κόμμα […] υποστήριζε τη συμφιλίωση με την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης (μέσα στο πλαίσιο του αυτοκέφαλου), μεγαλύτερες εξουσίες για την Εκκλησία μέσα στο κράτος, και ορθόδοξη μοναρχία. Σε άλλα ζητήματα η θέση του «ρωσικού» κόμματος ήταν συνήθως συγκεχυμένη ή ασυνεπής. Μέσα στην ενδεκάχρονη αυτή περίοδο διένυσε όλο το φάσμα από την υποστήριξη της απολυταρχίας ως την υποστήριξη της πιο φιλελεύθερης μορφής συνταγματισμού, δεδομένου ότι η θέση του σε κάθε συγκεκριμένη στιγμή εξαρτιόταν από το βαθμό της εύνοιας που του έδειχνε ο βασιλιάς.
John A. Petropoulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο (1833-1843), τόμος Β΄, Αθήνα 1985: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, σ. 632.
Ενδεικτική απάντηση
α) Σε αντίθεση με τις σχετικά ασαφείς θέσεις και τη συγκεχυμένη ιδεολογία του γαλλικού κόμματος, το ρωσικό χαρακτηριζόταν από σταθερές πολιτικές θέσεις. Η άποψη αυτή, εντούτοις, διαψεύδεται από το Κείμενο Γ, στο οποίο αναφέρεται πως πέρα από το ζήτημα της θρησκείας, οι θέσεις του ρωσικού κόμματος ήταν συγκεχυμένες ή ασταθείς. Χαρακτηριστικό ως προς αυτό είναι το γεγονός πως κατά τη διάρκεια έντεκα ετών το κόμμα αυτό πέρασε από την πλήρη στήριξη της απολυταρχίας στη διεκδίκηση ενός φιλελεύθερου συντάγματος. Στάση, ωστόσο, η οποία εξηγείται από την τάση του συγκεκριμένου κόμματος να διαφοροποιεί τις απόψεις του ανάλογα με το κατά πόσο είχε κάθε φορά την εύνοια του Όθωνα. Η ομοιότητα, πάντως, με τα δύο άλλα κόμματα βρισκόταν στο γεγονός ότι στη Μεγάλη Δύναμη, στην οποία στήριζαν τις ελπίδες τους για την εξωτερική πολιτική, αναγνώριζαν και ένα πρότυπο για την εσωτερική οργάνωση της χώρας. Η Ρωσία μπορούσε να βρει αποδοχή από μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, επειδή ήταν η μοναδική Μεγάλη Δύναμη με ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα.
Το ιδιαίτερο πρόβλημα που έβλεπε το κόμμα των «ναπαίων» (όπως αλλιώς ονομαζόταν), στην περίοδο της βαυαροκρατίας, δεν ήταν ο αυταρχισμός του καθεστώτος, αλλά οι κίνδυνοι που αντιμετώπιζαν η πίστη και η Εκκλησία από τα μέτρα που ψήφισε η αντιβασιλεία, π.χ. το αυτοκέφαλο της Ελληνικής Εκκλησίας, η οποία έως τότε υπαγόταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Θεωρούσαν ότι η υποταγή της Εκκλησίας της Ελλάδας στο Πατριαρχείο επέτρεπε στη Ρωσία να επεμβαίνει για την προστασία των ορθοδόξων. Σε ό,τι αφορά την απόφαση αυτή της αντιβασιλείας, το Κείμενο Α διευκρινίζει πως επρόκειτο για σύλληψη του Maurer, ο οποίος άντλησε την ιδέα αυτή από την κατάσταση που επικρατούσε στη Βαυαρία, όπου η εξουσία του κράτους, η κοσμική, δηλαδή, εξουσία, ήταν κυρίαρχη τόσο απέναντι στην καθολική εκκλησία όσο και απέναντι στην εκκλησία των διαμαρτυρόμενων. Δεδομένες, βέβαια, ήταν και οι πολιτικές προθέσεις του Maurer, ο οποίος μέσω του μέτρου αυτού επιδίωκε να παρεμποδίσει την επιρροή των Ρώσων στο ελληνικό βασίλειο, να περιορίσει τη δύναμη των ανώτερων κληρικών και φυσικά να διασφαλίσει πως ο βασιλιάς θα είχε τον πλήρη έλεγχο της εκκλησίας. Εύλογα, πάντως, στην απόφαση για το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας οι ναπαίοι άσκησαν έντονη αντιπολίτευση. Όπως, ωστόσο, συμπληρώνει το Κείμενο Γ, όταν πια το αυτοκέφαλο της Ελληνικής Εκκλησίας είχε πραγματοποιηθεί, το ρωσικό κόμμα υποστήριζε πως ήταν απαραίτητο να υπάρξει συμφιλίωση με την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης. Ζητούσε, επίσης, να αποκτήσει η Ελληνική Εκκλησία ευρύτερες εξουσίες εντός του κράτους και να διασφαλιστεί πως η μοναρχία της χώρας θα ασπαζόταν το Ορθόδοξο δόγμα.
β) Με το κόμμα αυτό συμπαρατάχθηκαν, ιδίως κατά την εποχή της διακυβέρνησης της χώρας από τον Καποδίστρια, όσοι είχαν υποφέρει ιδιαίτερα κατά την εποχή της Επανάστασης και κατά τους εμφύλιους πολέμους: οι ακτήμονες, οι μικροϊδιοκτήτες γης, αγωνιστές και χαμηλόβαθμοι αξιωματικοί, μοναχοί, και δημόσιοι υπάλληλοι που διορίστηκαν από τον Καποδίστρια και μετά τη δολοφονία του απολύθηκαν. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνονται από το Κείμενο Α, στο οποίο τονίζεται, επίσης, πως η διευρυμένη λαϊκή στήριξη του ρωσικού κόμματος σε όλες τις γεωγραφικές περιοχές της χώρας οφειλόταν στη συνεχή δραστηριότητα του Καποδίστρια, όπως και στην πολιτική που αυτός ακολουθούσε. Σε ό,τι αφορά, για παράδειγμα, την ευρεία αποδοχή του κόμματος από τους αγρότες, αυτή αποδίδεται στο γεγονός πως ο Καποδίστριας είχε αντιμετωπίσει δραστικά τις αυθαιρεσίες των προεστών εις βάρος τους. Αντιστοίχως, το γεγονός πως η κύρια κοινωνική σύνθεση των υποστηρικτών του ρωσικού κόμματος αποτελούταν από κατώτερους τοπικούς αξιωματούχους και μικρών ιδιοκτησιών γαιοκτήμονες, οφειλόταν στο ότι η πολιτική του Καποδίστρια στήριζε κυρίως τους ακτήμονες και τους μικροϊδιοκτήτες, ενώ επιβάρυνε τους άλλοτε ισχυρούς παράγοντες, όπως ήταν οι προεστοί. Υπ’ αυτή την έννοια, η απουσία των μεγαλογαιοκτημόνων, των Φαναριωτών, όπως και των προκρίτων από το ρωσικό κόμμα μοιάζει εύλογη. Όλοι αυτοί οι υποστηρικτές του ρωσικού κόμματος απαιτούσαν την ίδρυση ενός ισχυρού κράτους, το οποίο, σε συνεργασία με τη Ρωσία και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, θα φρόντιζε για την καθαρότητα της πίστης και θα αναγνώριζε στην Εκκλησία κυρίαρχη θέση. Η ιδιαίτερη βαρύτητα που δινόταν από τους υποστηρικτές του κόμματος αυτού στο ζήτημα της θρησκείας επιβεβαιώνεται από το Κείμενο Β, όπου επιπροσθέτως επισημαίνεται πως η τάση τους να υπερτονίζουν τους κινδύνους για την Ορθοδοξία ήταν εμφανής. Μέτρα, άλλωστε, της αντιβασιλείας, όπως αυτά που στρέφονταν κατά της λειτουργίας μοναστηριών, ωθούσαν τον κατώτερο κλήρο να εναντιώνεται ανοιχτά στα κυβερνητικά μέτρα και να επηρεάζει ευρύτερες λαϊκές ομάδες. Κατ’ αυτό τον τρόπο τόσο κληρικοί όσο και απλοί πολίτες θεωρούσαν μονόδρομο την καταφυγή τους στο ρωσικό κόμμα, εφόσον ήταν το μόνο που είχε ξεκάθαρους και ισχυρούς δεσμούς με την Ορθοδοξία. Γι’ αυτό, άλλωστε, παρά τα συνεχή πλήγματα που δεχόταν το κόμμα αυτό κατά τα χρόνια της αντιβασιλείας, αντί να χάνει τη δύναμή του αποκτούσε ολοένα και μεγαλύτερη λαϊκή στήριξη. Πίστευαν, συνάμα, οι υποστηρικτές του ρωσικού κόμματος ότι κάποιοι ικανοί πολιτικοί γνώριζαν τα προβλήματα του λαού καλύτερα από τον ίδιο, κι αυτοί θα έπρεπε να κυβερνήσουν. Ήταν κατά κύριο λόγο αντισυνταγματικοί, υπέρ ενός συγκεντρωτικού συστήματος διακυβέρνησης και κατά της πολυφωνίας, μολονότι σε ορισμένες περιπτώσεις φαίνεται να συνεργάστηκαν στην ψήφιση συνταγμάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου