Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διδάσκω / διδάσκομαι»

Iryna Kuznetsova
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διδάσκω / διδάσκομαι»
 
[διδάσκω = πληροφορώ, διαφωτίζω, αποδεικνύω]
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
διδάσκω, διδάσκεις, διδάσκει, διδάσκομεν, διδάσκετε, διδάσκουσι(ν)
Υποτακτική
διδάσκω, διδάσκς, διδάσκ, διδάσκωμεν, διδάσκητε, διδάσκωσι(ν)
Ευκτική
διδάσκοιμι, διδάσκοις, διδάσκοι, διδάσκοιμεν, διδάσκοιτε, διδάσκοιεν
Προστακτική
---, δίδασκε, διδασκέτω, ---, διδάσκετε, διδασκόντων (ή διδασκέτωσαν)
Απαρέμφατο
διδάσκειν
Μετοχή
διδάσκων, διδάσκουσα, διδάσκον
 
Παρατατικός
Οριστική
δίδασκον, δίδασκες, δίδασκε, διδάσκομεν, διδάσκετε, δίδασκον
 
Μέλλοντας
Οριστική
διδάξω, διδάξεις, διδάξει, διδάξομεν, διδάξετε, διδάξουσι(ν)
Ευκτική
διδάξοιμι, διδάξοις, διδάξοι, διδάξοιμεν, διδάξοιτε, διδάξοιεν
Απαρέμφατο
διδάξειν
Μετοχή
διδάξων, διδάξουσα, διδάξον
 
Αόριστος
Οριστική
δίδαξα, δίδαξας, δίδαξε(ν), διδάξαμεν, διδάξατε, δίδαξαν
Υποτακτική
διδάξω, διδάξς, διδάξ, διδάξωμεν, διδάξητε, διδάξωσι(ν)
Ευκτική
διδάξαιμι, διδάξαις / διδάξειας, διδάξαι / διδάξειε(ν), διδάξαιμεν, διδάξαιτε, διδάξαιεν / διδάξειαν
Προστακτική
---, δίδαξον, διδαξάτω, ---, διδάξατε, διδαξάντων (ή διδαξάτωσαν)
Απαρέμφατο
διδάξαι
Μετοχή
διδάξας, διδάξασα, διδάξαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
δεδίδαχα, δεδίδαχας, δεδίδαχε, δεδιδάχαμεν, δεδιδάχατε, δεδιδάχασι(ν)
 
Υποτακτική
δεδιδαχώς- δεδιδαχυα- δεδιδαχός
δεδιδαχώς- δεδιδαχυα- δεδιδαχός ς
δεδιδαχώς- δεδιδαχυα- δεδιδαχός
δεδιδαχότες- δεδιδαχυαι- δεδιδαχότα μεν
δεδιδαχότες- δεδιδαχυαι- δεδιδαχότα τε
δεδιδαχότες- δεδιδαχυαι- δεδιδαχότα σι
 
Ευκτική
δεδιδαχώς- δεδιδαχυα- δεδιδαχός εην
δεδιδαχώς- δεδιδαχυα- δεδιδαχός εης
δεδιδαχώς- δεδιδαχυα- δεδιδαχός εη
δεδιδαχότες- δεδιδαχυαι- δεδιδαχότα εημεν (εμεν)
δεδιδαχότες- δεδιδαχυαι- δεδιδαχότα εητε (ετε)
δεδιδαχότες- δεδιδαχυαι- δεδιδαχότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
δεδιδαχώς- δεδιδαχυα- δεδιδαχός σθι
δεδιδαχώς- δεδιδαχυα- δεδιδαχός στω
---
δεδιδαχότες- δεδιδαχυαι- δεδιδαχότα στε
δεδιδαχότες- δεδιδαχυαι- δεδιδαχότα στων
 
Απαρέμφατο
δεδιδαχέναι
Μετοχή
δεδιδαχώς- δεδιδαχυα- δεδιδαχός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
δεδιδάχειν, δεδιδάχεις, δεδιδάχει, δεδιδάχεμεν, δεδιδάχετε, δεδιδάχεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
διδάσκομαι, διδάσκ/διδάσκει, διδάσκεται, διδασκόμεθα, διδάσκεσθε, διδάσκονται
Υποτακτική
διδάσκωμαι, διδάσκ, διδάσκηται, διδασκώμεθα, διδάσκησθε, διδάσκωνται
Ευκτική
διδασκοίμην, διδάσκοιο, διδάσκοιτο, διδασκοίμεθα, διδάσκοισθε, διδάσκοιντο
Προστακτική
---, διδάσκου, διδασκέσθω, ---, διδάσκεσθε, διδασκέσθων ή διδασκέσθωσαν
Απαρέμφατο
διδάσκεσθαι
Μετοχή
διδασκόμενος
διδασκομένη
διδασκόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
διδασκόμην, διδάσκου, διδάσκετο, διδασκόμεθα, διδάσκεσθε, διδάσκοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
διδάξομαι, διδάξ/διδάξει, διδάξεται, διδαξόμεθα, διδάξεσθε, διδάξονται
Ευκτική
διδαξοίμην, διδάξοιο, διδάξοιτο, διδαξοίμεθα, διδάξοισθε, διδάξοιντο
Απαρέμφατο
διδάξεσθαι
Μετοχή
διδαξόμενος
διδαξομένη
διδαξόμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
διδαχθήσομαι, διδαχθήσ/διδαχθήσει, διδαχθήσεται, διδαχθησόμεθα, διδαχθήσεσθε, διδαχθήσονται
Ευκτική
διδαχθησοίμην, διδαχθήσοιο, διδαχθήσοιτο, διδαχθησοίμεθα, διδαχθήσοισθε, διδαχθήσοιντο
Απαρέμφατο
διδαχθήσεσθαι
Μετοχή
διδαχθησόμενος
διδαχθησομένη
διδαχθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
διδαξάμην, διδάξω, διδάξατο, διδαξάμεθα, διδάξασθε, διδάξαντο
Υποτακτική
διδάξωμαι, διδάξ, διδάξηται, διδαξώμεθα, διδάξησθε, διδάξωνται
Ευκτική
διδαξαίμην, διδάξαιο, διδάξαιτο, διδαξαίμεθα, διδάξαισθε, διδάξαιντο
Προστακτική
---, δίδαξαι, διδαξάσθω, ---, διδάξασθε, διδαξάσθων ή διδαξάσθωσαν
Απαρέμφατο
διδάξασθαι
Μετοχή
διδαξάμενος
διδαξαμένη
διδαξάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
διδάχθην, διδάχθης, διδάχθη, διδάχθημεν, διδάχθητε, διδάχθησαν
Υποτακτική
διδαχθ, διδαχθς, διδαχθ, διδαχθμεν, διδαχθτε, διδαχθσι(ν)
Ευκτική
διδαχθείην, διδαχθείης, διδαχθείη, διδαχθείημεν ή διδαχθεμεν, διδαχθείητε ή διδαχθετε, διδαχθείησαν ή διδαχθεεν
Προστακτική
---, διδάχθητι, διδαχθήτω, ---, διδάχθητε, διδαχθέντων ή διδαχθήτωσαν
Απαρέμφατο
διδαχθναι
Μετοχή
διδαχθείς
διδαχθεσα
διδαχθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
δεδίδαγμαι, δεδίδαξαι, δεδίδακται, δεδιδάγμεθα, δεδίδαχθε, δεδιδαγμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
δεδιδαγμένος- δεδιδαγμένη-δεδιδαγμένον
δεδιδαγμένος- δεδιδαγμένη-δεδιδαγμένον ς
δεδιδαγμένος- δεδιδαγμένη-δεδιδαγμένον
δεδιδαγμένοι- δεδιδαγμέναι-δεδιδαγμένα μεν
δεδιδαγμένοι- δεδιδαγμέναι-δεδιδαγμένα τε
δεδιδαγμένοι- δεδιδαγμέναι-δεδιδαγμένα σι
 
Ευκτική
δεδιδαγμένος- δεδιδαγμένη-δεδιδαγμένον εην
δεδιδαγμένος- δεδιδαγμένη-δεδιδαγμένον εης
δεδιδαγμένος- δεδιδαγμένη-δεδιδαγμένον εη
δεδιδαγμένοι- δεδιδαγμέναι-δεδιδαγμένα εημεν (εμεν)
δεδιδαγμένοι- δεδιδαγμέναι-δεδιδαγμένα εητε (ετε)
δεδιδαγμένοι- δεδιδαγμέναι-δεδιδαγμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, δεδίδαξο, δεδιδάχθω, --- δεδίδαχθε, δεδιδάχθων ή δεδιδάχθωσαν
 
Απαρέμφατο
δεδιδάχθαι
Μετοχή
δεδιδαγμένος,
δεδιδαγμένη,
δεδιδαγμένον
 
Υπερσυντέλικος
δεδιδάγμην, δεδίδαξο, δεδίδακτο, δεδιδάγμεθα, δεδίδαχθε, δεδιδαγμένοι σαν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου