Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «σκοπεω-ῶ & σκοποῦμαι»

The Incredulity of Saint Thomas (1602) by Caravaggio

   
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «σκοπεω- & σκοπομαι»
 
(σκοπ = παρατηρώ, εξετάζω, σκέφτομαι)
 
Ενεστώτας
Οριστική
σκοπ, σκοπες, σκοπε, σκοπομεν, σκοπετε, σκοποσι(ν)
Υποτακτική
σκοπ, σκοπς, σκοπ, σκοπμεν, σκοπτε, σκοπσι(ν)
Ευκτική
σκοπομι, σκοπος, σκοπο, ή σκοποίην, σκοποίης, σκοποίη, σκοπομεν, σκοποτε, σκοποεν
Προστακτική
---, σκόπει, σκοπείτω, ---, σκοπετε, σκοπούντων (ή σκοπείτωσαν)
Απαρέμφατο
σκοπεν
Μετοχή
σκοπν, σκοποσα, σκοπον
 
& Ενεστώτας
Οριστική
σκοπομαι, σκοπ/σκοπε, σκοπεται, σκοπομεθα, σκοπεσθε, σκοπονται
Υποτακτική
σκοπμαι, σκοπ, σκοπται, σκοπώμεθα, σκοπσθε, σκοπνται
Ευκτική
σκοποίμην, σκοποο, σκοποτο, σκοποίμεθα, σκοποσθε, σκοποντο
Προστακτική
---, σκοπο, σκοπείσθω, ---, σκοπεσθε, σκοπείσθων ή σκοπείσθωσαν
Απαρέμφατο
σκοπεσθαι
Μετοχή
σκοπούμενος
σκοπουμένη
σκοπούμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
σκόπουν, σκόπεις, σκόπει, σκοπομεν, σκοπετε, σκόπουν
 
& Παρατατικός
Οριστική
σκοπούμην, σκοπο, σκοπετο, σκοπούμεθα, σκοπεσθε, σκοποντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
σκέψομαι, σκέψ - σκέψει, σκέψεται, σκεψόμεθα, σκέψεσθε, σκέψονται
Ευκτική
σκεψοίμην, σκέψοιο, σκέψοιτο, σκεψοίμεθα, σκέψοισθε, σκέψοιντο
Απαρέμφατο
σκέψεσθαι
Μετοχή
σκεψόμενος
σκεψομένη
σκεψόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
σκεψάμην, σκέψω, σκέψατο, σκεψάμεθα, σκέψασθε, σκέψαντο
Υποτακτική
σκέψωμαι, σκέψ, σκέψηται, σκεψώμεθα, σκέψησθε, σκέψωνται
Ευκτική
σκεψαίμην, σκέψαιο, σκέψαιτο, σκεψαίμεθα, σκέψαισθε, σκέψαιντο
Προστακτική
---, σκέψαι, σκεψάσθω, ---, σκέψασθε, σκεψάσθων ή σκεψάσθωσαν
Απαρέμφατο
σκέψασθαι
Μετοχή
σκεψάμενος
σκεψαμένη
σκεψάμενον
 
Παρακείμενος
Οριστική
σκεμμαι, σκεψαι, σκεπται, σκέμμεθα, σκεφθε, σκεμμένοι εσί
 
Υποτακτική
σκεμμένος- σκεμμένη-σκεμμένον
σκεμμένος- σκεμμένη-σκεμμένον ς
σκεμμένος- σκεμμένη-σκεμμένον
σκεμμένοι- σκεμμέναι-σκεμμένα μεν
σκεμμένοι- σκεμμέναι-σκεμμένα τε
σκεμμένοι- σκεμμέναι-σκεμμένα σι
 
Ευκτική
σκεμμένος- σκεμμένη-σκεμμένον εην
σκεμμένος- σκεμμένη-σκεμμένον εης
σκεμμένος- σκεμμένη-σκεμμένον εη
σκεμμένοι- σκεμμέναι-σκεμμένα εημεν (εμεν)
σκεμμένοι- σκεμμέναι-σκεμμένα εητε (ετε)
σκεμμένοι- σκεμμέναι-σκεμμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, σκεψο, σκέφθω, --- σκεφθε, σκέφθων
 
Απαρέμφατο
σκέφθαι
Μετοχή
σκεμμένος,
σκεμμένη,
σκεμμένον
 
Υπερσυντέλικος
σκέμμην, σκεψο, σκεπτο, σκέμμεθα, σκεφθε, σκεμμένοι σαν
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου