Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση
ρήματος «σκοπεω-ῶ
& σκοποῦμαι»
(σκοπῶ = παρατηρώ, εξετάζω, σκέφτομαι)
Ενεστώτας
Οριστική
σκοπῶ, σκοπεῖς, σκοπεῖ, σκοποῦμεν, σκοπεῖτε, σκοποῦσι(ν)
Υποτακτική
σκοπῶ, σκοπῇς, σκοπῇ, σκοπῶμεν, σκοπῆτε, σκοπῶσι(ν)
Ευκτική
σκοποῖμι, σκοποῖς, σκοποῖ, ή σκοποίην, σκοποίης, σκοποίη, σκοποῖμεν, σκοποῖτε, σκοποῖεν
Προστακτική
---, σκόπει, σκοπείτω, ---, σκοπεῖτε, σκοπούντων (ή σκοπείτωσαν)
Απαρέμφατο
σκοπεῖν
Μετοχή
σκοπῶν, σκοποῦσα, σκοποῦν
& Ενεστώτας
Οριστική
σκοποῦμαι, σκοπῇ/σκοπεῖ, σκοπεῖται, σκοποῦμεθα, σκοπεῖσθε, σκοποῦνται
Υποτακτική
σκοπῶμαι, σκοπῇ, σκοπῆται, σκοπώμεθα, σκοπῆσθε, σκοπῶνται
Ευκτική
σκοποίμην, σκοποῖο, σκοποῖτο, σκοποίμεθα, σκοποῖσθε, σκοποῖντο
Προστακτική
---, σκοποῦ, σκοπείσθω, ---, σκοπεῖσθε, σκοπείσθων ή σκοπείσθωσαν
Απαρέμφατο
σκοπεῖσθαι
Μετοχή
σκοπούμενος
σκοπουμένη
σκοπούμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐσκόπουν, ἐσκόπεις, ἐσκόπει, ἐσκοποῦμεν, ἐσκοπεῖτε, ἐσκόπουν
& Παρατατικός
Οριστική
ἐσκοπούμην, ἐσκοποῦ, ἐσκοπεῖτο, ἐσκοπούμεθα, ἐσκοπεῖσθε, ἐσκοποῦντο
Μέλλοντας
Οριστική
σκέψομαι, σκέψῃ - σκέψει, σκέψεται, σκεψόμεθα, σκέψεσθε, σκέψονται
Ευκτική
σκεψοίμην, σκέψοιο, σκέψοιτο, σκεψοίμεθα, σκέψοισθε, σκέψοιντο
Απαρέμφατο
σκέψεσθαι
Μετοχή
σκεψόμενος
σκεψομένη
σκεψόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐσκεψάμην, ἐσκέψω, ἐσκέψατο, ἐσκεψάμεθα, ἐσκέψασθε, ἐσκέψαντο
Υποτακτική
σκέψωμαι, σκέψῃ, σκέψηται, σκεψώμεθα, σκέψησθε, σκέψωνται
Ευκτική
σκεψαίμην, σκέψαιο, σκέψαιτο, σκεψαίμεθα, σκέψαισθε, σκέψαιντο
Προστακτική
---, σκέψαι, σκεψάσθω, ---, σκέψασθε, σκεψάσθων ή σκεψάσθωσαν
Απαρέμφατο
σκέψασθαι
Μετοχή
σκεψάμενος
σκεψαμένη
σκεψάμενον
Παρακείμενος
Οριστική
ἔσκεμμαι, ἔσκεψαι, ἔσκεπται, ἐσκέμμεθα, ἔσκεφθε, ἐσκεμμένοι εἰσί
Υποτακτική
ἐσκεμμένος- ἐσκεμμένη-ἐσκεμμένον ὦ
ἐσκεμμένος- ἐσκεμμένη-ἐσκεμμένον ᾖς
ἐσκεμμένος- ἐσκεμμένη-ἐσκεμμένον ᾖ
ἐσκεμμένοι- ἐσκεμμέναι-ἐσκεμμένα ὦμεν
ἐσκεμμένοι- ἐσκεμμέναι-ἐσκεμμένα ἦτε
ἐσκεμμένοι- ἐσκεμμέναι-ἐσκεμμένα ὦσι
Ευκτική
ἐσκεμμένος- ἐσκεμμένη-ἐσκεμμένον εἴην
ἐσκεμμένος- ἐσκεμμένη-ἐσκεμμένον εἴης
ἐσκεμμένος- ἐσκεμμένη-ἐσκεμμένον εἴη
ἐσκεμμένοι- ἐσκεμμέναι-ἐσκεμμένα εἴημεν (εἶμεν)
ἐσκεμμένοι- ἐσκεμμέναι-ἐσκεμμένα εἴητε (εἶτε)
ἐσκεμμένοι- ἐσκεμμέναι-ἐσκεμμένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, ἔσκεψο, ἐσκέφθω, --- ἔσκεφθε, ἐσκέφθων
Απαρέμφατο
ἐσκέφθαι
Μετοχή
ἐσκεμμένος,
ἐσκεμμένη,
ἐσκεμμένον
Υπερσυντέλικος
ἐσκέμμην, ἔσκεψο, ἔσκεπτο, ἐσκέμμεθα, ἔσκεφθε, ἐσκεμμένοι ἦσαν
Ενεστώτας
Οριστική
σκοπῶ, σκοπεῖς, σκοπεῖ, σκοποῦμεν, σκοπεῖτε, σκοποῦσι(ν)
σκοπῶ, σκοπῇς, σκοπῇ, σκοπῶμεν, σκοπῆτε, σκοπῶσι(ν)
σκοποῖμι, σκοποῖς, σκοποῖ, ή σκοποίην, σκοποίης, σκοποίη, σκοποῖμεν, σκοποῖτε, σκοποῖεν
---, σκόπει, σκοπείτω, ---, σκοπεῖτε, σκοπούντων (ή σκοπείτωσαν)
σκοπεῖν
σκοπῶν, σκοποῦσα, σκοποῦν
Οριστική
σκοποῦμαι, σκοπῇ/σκοπεῖ, σκοπεῖται, σκοποῦμεθα, σκοπεῖσθε, σκοποῦνται
σκοπῶμαι, σκοπῇ, σκοπῆται, σκοπώμεθα, σκοπῆσθε, σκοπῶνται
σκοποίμην, σκοποῖο, σκοποῖτο, σκοποίμεθα, σκοποῖσθε, σκοποῖντο
---, σκοποῦ, σκοπείσθω, ---, σκοπεῖσθε, σκοπείσθων ή σκοπείσθωσαν
σκοπεῖσθαι
σκοπούμενος
σκοπουμένη
σκοπούμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐσκόπουν, ἐσκόπεις, ἐσκόπει, ἐσκοποῦμεν, ἐσκοπεῖτε, ἐσκόπουν
Οριστική
ἐσκοπούμην, ἐσκοποῦ, ἐσκοπεῖτο, ἐσκοπούμεθα, ἐσκοπεῖσθε, ἐσκοποῦντο
Οριστική
σκέψομαι, σκέψῃ - σκέψει, σκέψεται, σκεψόμεθα, σκέψεσθε, σκέψονται
σκεψοίμην, σκέψοιο, σκέψοιτο, σκεψοίμεθα, σκέψοισθε, σκέψοιντο
Απαρέμφατο
σκέψεσθαι
Μετοχή
σκεψόμενος
σκεψομένη
σκεψόμενον
Οριστική
ἐσκεψάμην, ἐσκέψω, ἐσκέψατο, ἐσκεψάμεθα, ἐσκέψασθε, ἐσκέψαντο
σκέψωμαι, σκέψῃ, σκέψηται, σκεψώμεθα, σκέψησθε, σκέψωνται
σκεψαίμην, σκέψαιο, σκέψαιτο, σκεψαίμεθα, σκέψαισθε, σκέψαιντο
Προστακτική
---, σκέψαι, σκεψάσθω, ---, σκέψασθε, σκεψάσθων ή σκεψάσθωσαν
Απαρέμφατο
σκέψασθαι
Μετοχή
σκεψάμενος
σκεψαμένη
σκεψάμενον
Οριστική
ἔσκεμμαι, ἔσκεψαι, ἔσκεπται, ἐσκέμμεθα, ἔσκεφθε, ἐσκεμμένοι εἰσί
Υποτακτική
ἐσκεμμένος- ἐσκεμμένη-ἐσκεμμένον ὦ
ἐσκεμμένος- ἐσκεμμένη-ἐσκεμμένον ᾖς
ἐσκεμμένοι- ἐσκεμμέναι-ἐσκεμμένα ὦμεν
Ευκτική
ἐσκεμμένος- ἐσκεμμένη-ἐσκεμμένον εἴην
Προστακτική
---, ἔσκεψο, ἐσκέφθω, --- ἔσκεφθε, ἐσκέφθων
Απαρέμφατο
ἐσκέφθαι
ἐσκεμμένος,
Υπερσυντέλικος
ἐσκέμμην, ἔσκεψο, ἔσκεπτο, ἐσκέμμεθα, ἔσκεφθε, ἐσκεμμένοι ἦσαν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου