Ilse Kleyn
Κική Δημουλά «Κονιάκ Μηδέν Αστέρων»
Πώς εκφράζεται στο ποίημα η αίσθηση της χαμένης ευτυχίας;
Το Κονιάκ Μηδέν Αστέρων αποτελεί εν γένει την ποιητική έκφραση της χαμένης ευτυχίας, καθώς το ποίημα στην ολότητά του αναφέρεται στο χαμό του συζύγου της ποιήτριας και όσων έζησαν ή θα μπορούσαν ακόμη να ζήσουν μαζί. Οι πρώτες κιόλας εικόνες του ποιήματος που εκφράζονται με τις προσωποποιήσεις των δακρύων, της αταξίας και του ανώφελου, μας εισάγουν σ’ έναν κόσμο απώλειας, όπου έχει επικρατήσει ο ασίγαστος πόνος, η διάλυση των στοιχείων που συνέθεταν τη ζωή της ποιήτριας και η αίσθηση της ματαιότητας. Ο χαμός του αγαπημένου της ποιήτριας έχει επιφέρει βαθιές αλλαγές στον τρόπο που η ποιήτρια αντικρίζει τον κόσμο γύρω της και όλα αντιμετωπίζονται μέσα από το πρίσμα του ανώφελου. Τίποτε δεν έχει ουσιαστική αξία τώρα που εκείνος δεν υπάρχει πια κοντά της και τίποτε δεν μπορεί να φέρει πίσω τη χαρά του παρελθόντος. Τότε όλα ήταν γεμάτα χαρά και αισιοδοξία, «και που δεν ήταν τότε θάλασσα», ενώ τώρα το μόνο που απομένει στην ποιήτρια είναι οι αναμνήσεις «σιγά – σιγά να ξαναβρεί το λέγειν της η μνήμη».
Η αίσθηση της χαμένης ευκαιρίας γίνεται ακόμη πιο έντονη με τη σύγκριση ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο μέρος του ποιήματος, καθώς βλέπουμε το επώδυνο παρόν της ποιήτριας να έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το παρελθόν της που ήταν γεμάτο ευτυχία και κάθε τι έμοιαζε να κρύβει κάποια καινούρια περιπέτεια, κάποια καινούρια αφορμή χαράς και διασκέδασης. Από τη μία ο πόνος της απώλειας και από την άλλη η ευτυχία της παρουσίας και της κοινής διαδρομής, με μόνο συνεκτικό δεσμό τη μνήμη και τις φωτογραφίες, τα θραύσματα δηλαδή ενός τόσο έντονου και ζωντανού παρελθόντος.
Τα λόγια των δακρύων μας δίνουν την εικόνα που επικρατεί από τη στιγμή που χάθηκε ο σύζυγος της ποιήτριας, ενώ η κυριαρχία της θάλασσας μας δείχνει πόσο γεμάτη ευτυχία υπήρξε η ζωή της ποιήτριας όσο εκείνος ζούσε και ήταν μαζί της. Ο πόνος του παρόντος, που δε γνωρίζει παρηγοριά, μας δίνει το μέτρο της αντίθεσης ανάμεσα στην ευτυχία που η ποιήτρια είχε την ευκαιρία να ζήσει κοντά στο σύζυγό της και στο πόσο υποφέρει τώρα που εκείνος δεν υπάρχει πια.
Πώς εκφράζεται στο ποίημα η αίσθηση της χαμένης ευτυχίας;
Το Κονιάκ Μηδέν Αστέρων αποτελεί εν γένει την ποιητική έκφραση της χαμένης ευτυχίας, καθώς το ποίημα στην ολότητά του αναφέρεται στο χαμό του συζύγου της ποιήτριας και όσων έζησαν ή θα μπορούσαν ακόμη να ζήσουν μαζί. Οι πρώτες κιόλας εικόνες του ποιήματος που εκφράζονται με τις προσωποποιήσεις των δακρύων, της αταξίας και του ανώφελου, μας εισάγουν σ’ έναν κόσμο απώλειας, όπου έχει επικρατήσει ο ασίγαστος πόνος, η διάλυση των στοιχείων που συνέθεταν τη ζωή της ποιήτριας και η αίσθηση της ματαιότητας. Ο χαμός του αγαπημένου της ποιήτριας έχει επιφέρει βαθιές αλλαγές στον τρόπο που η ποιήτρια αντικρίζει τον κόσμο γύρω της και όλα αντιμετωπίζονται μέσα από το πρίσμα του ανώφελου. Τίποτε δεν έχει ουσιαστική αξία τώρα που εκείνος δεν υπάρχει πια κοντά της και τίποτε δεν μπορεί να φέρει πίσω τη χαρά του παρελθόντος. Τότε όλα ήταν γεμάτα χαρά και αισιοδοξία, «και που δεν ήταν τότε θάλασσα», ενώ τώρα το μόνο που απομένει στην ποιήτρια είναι οι αναμνήσεις «σιγά – σιγά να ξαναβρεί το λέγειν της η μνήμη».
Η αίσθηση της χαμένης ευκαιρίας γίνεται ακόμη πιο έντονη με τη σύγκριση ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο μέρος του ποιήματος, καθώς βλέπουμε το επώδυνο παρόν της ποιήτριας να έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το παρελθόν της που ήταν γεμάτο ευτυχία και κάθε τι έμοιαζε να κρύβει κάποια καινούρια περιπέτεια, κάποια καινούρια αφορμή χαράς και διασκέδασης. Από τη μία ο πόνος της απώλειας και από την άλλη η ευτυχία της παρουσίας και της κοινής διαδρομής, με μόνο συνεκτικό δεσμό τη μνήμη και τις φωτογραφίες, τα θραύσματα δηλαδή ενός τόσο έντονου και ζωντανού παρελθόντος.
Τα λόγια των δακρύων μας δίνουν την εικόνα που επικρατεί από τη στιγμή που χάθηκε ο σύζυγος της ποιήτριας, ενώ η κυριαρχία της θάλασσας μας δείχνει πόσο γεμάτη ευτυχία υπήρξε η ζωή της ποιήτριας όσο εκείνος ζούσε και ήταν μαζί της. Ο πόνος του παρόντος, που δε γνωρίζει παρηγοριά, μας δίνει το μέτρο της αντίθεσης ανάμεσα στην ευτυχία που η ποιήτρια είχε την ευκαιρία να ζήσει κοντά στο σύζυγό της και στο πόσο υποφέρει τώρα που εκείνος δεν υπάρχει πια.