Michael Wicksted
Γεώργιος Βιζυηνός «Το αμάρτημα της μητρός μου»
Ποιες λαϊκές αντιλήψεις σχετικές με τις μακροχρόνιες αρρώστιες ανιχνεύονται στην ενότητα;
«Πᾶσα νόσος, ἄγνωστος εἰς τὸν λαόν, διὰ νὰ θεωρηθῇ ὡς φυσικὸ πάθος, πρέπει, ἤ νὰ ὑποχωρήσῃ εἰς τὰς στοιχειώδεις ἰατρικὰς τοῦ τόπου γνώσεις, ἤ νὰ ἐπιφέρῃ ἐντὸς ὁλίγου τὸν θάνατον. Εὐθὺς ὡς παραταθῇ καὶ χρονίσῃ, ἀποδίδεται εἰς ὑπερφυσικὰς αἰτίας, καὶ χαρακτηρίζεται ὡς ἐξωτικόν.
Ὁ ἀσθενὴς ἐκάθησεν εἰς ἄσχημον τόπον. Ἐπέρασε νύκτα τὸν ποταμόν, καθ' ἥν στιγμὴν αἱ Νηρηῗδες ἐτέλουν ἀόρατοι τὰ ὄργιά των. Ἐδιασκέλισε μαῦρον γάτον, ὁ ὁποῖος ἦτο κυρίως ὁ ἔξω ἀπὸ ἐδῶ μεταμορφωμένος.»
Οι ασθένειες που παρατείνονταν χωρίς να θεραπευτούν ή να επιφέρουν το θάνατο του αρρώστου, αποδίδονταν από τους ανθρώπους στη μεσολάβηση κάποιας υπερφυσικής δύναμης. Ο λαός αποκαλούσε κάθε τι το υπερφυσικό, εξωτικό και μ’ αυτό το όνομα εξηγούσε οτιδήποτε δεν μπορούσε να κατανοήσει. Η μακρόχρονη ασθένεια μπορεί να οφειλόταν στο γεγονός ότι ο ασθενής κάθισε σε άσχημο τόπο, σε τόπο δηλαδή όπου κατέχονταν από κάποια κακιά δύναμη, ή πέρασε από το ποτάμι όπου οι Νηρηίδες, χωρίς να είναι ορατές, τελούσαν τις μυστηριακές τους τελετές, ή ακόμη ο ασθενής μπορεί να πέρασε πάνω από μαύρο γάτο, ο οποίος ήταν στην πραγματικότητα ο σατανάς μεταμορφωμένος σε γάτο. Είναι ενδιαφέρον ότι οι άνθρωποι απέδιδαν το κακό σε δυνάμεις απροσδιόριστες, στο σατανά, αλλά ακόμη και στις Νηρηίδες οι οποίες στην αρχαιότητα ήταν νύμφες που κατοικούσαν στη θάλασσα και προστάτευαν τους ναυτικούς. Μέσα στις παραδόσεις του λαού επιβιώνουν ακόμη και μορφές της αρχαιοελληνικής μυθολογίας που λαμβάνουν όμως αρνητική υπόσταση στη συνείδηση του λαού.
«Ὅλος ὁ κόσμος τὸ ἔλεγεν ὅτι εἶχεν ἐξωτικόν. Ἡ μήτηρ μου δὲν ἀμφέβαλλε πλέον περὶ τούτου, καὶ αὐτὴ ἡ πάσχουσα ἤρχισε νὰ τὸ ἐννοῇ.
Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ μείνῃ σαράντα ἡμερονύκτια ἐντὸς τῆς ἐκκλησίας, πρὸ τοῦ ἁγίου βήματος, ἐνώπιον τῆς Μητρὸς τοῦ Σωτήρος, ἐμπεπιστευμένη εἰς μόνον τὸ ἔλεος καὶ τοὺς οἰκτιρμοὺς αὐτῶν, ἵνα σωθῇ ἀπὸ τὸ σατανικὸν πάθος, τὸ ὁποίον ἐμφωλεύσαν ἤλεθε τόσον ἀμειλίκτως τὸ τρυφερὸν τῆς ζωῆς αὐτῆς δένδρον.
Σαράντα ἡμερονύκτια. Διότι μέχρι τοσούτου εἰμπορεῖ νὰ ἀντισταθῇ ἡ τρομερὰ ἰσχυρογνωμοσύνη τῶν δαιμονίων εἰς τὸν ἀόρατον πόλεμον μεταξὺ αὐτῶν καὶ τῆς θείας χάριτος.
Μετὰ τὴν διορίαν ταύτην τὸ κακὸν ἠττάται καὶ ὑποχωρεῖ κατησχυμένον.»
Η μόνη ελπίδα που υπήρχε για τους ανθρώπους που είχαν καταληφθεί από κάποια δύναμη του κακού, από κάποιο δαιμόνιο, ήταν η παραμονή στην εκκλησία, όπου γινόταν ένας αόρατος πόλεμος ανάμεσα στο καλό και το κακό. Σ’ αυτό τον πόλεμο κέρδιζε βέβαια πάντα το καλό, υπό την έννοια ότι το μέγιστο που μπορούσε να αντέξουν τα δαιμόνια μέσα στην εκκλησία ήταν 40 μερόνυχτα, αλλά αυτό δε σήμαινε πάντα και τη θεραπεία του ασθενούς, καθώς η πάλη αυτή ήταν τόσο ισχυρή που μπορούσε να προκαλέσει το θάνατο του ασθενούς που δεν είχε τη δύναμη να αντέξει. «Ευτυχεῖς αὐτοὶ, ἐὰν ἔχωσι τότε ἀρκετὰς δυνάμεις ν' ἀνθέξωσιν εἰς τοὺς κλονισμοὺς τοῦ ἀγῶνος. Οἱ ἀδύνατοι συντρίβονται ὑπὸ τὸ μέγεθος τοῦ ἐν αὐτοῖς τελουμένου θαύματος. Ἀλλὰ δὲν μετανοοῦσι διὰ τοῦτο. Διότι ἂν χάνουν τὴν ζωήν, τουλάχιστον κερδαίνουν τὸ πολυτιμότερον. Σώζουν τὴν ψυχήν των.»
Δείτε επίσης: