Yvonne Ayoub
Λορέντσος Μαβίλης
Ποιητής και μεταφραστής, τελευταίος εκπρόσωπος της Επτανησιακής Σχολής ο Λορέντσος Μαβίλης γεννήθηκε στην Ιθάκη (1860), αλλά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του έζησε στην Κέρκυρα. Φοιτητής για ένα χρόνο (1877-78) της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία (1878-90) και ανακηρύχθηκε διδάκτωρ φιλοσοφίας (1890). Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα αγωνίστηκε επικεφαλής αντάρτικης ομάδας στην Κρήτη (1896) και τραυματίστηκε στην Ήπειρο (1897). Με την επάνοδό του στην Κέρκυρα αναμείχθηκε ενεργά στην πνευματική ζωή του τόπου, ασχολήθηκε με το γλωσσικό ζήτημα που το θεωρούσε συνδεμένο με το εθνικό, και δημοσίευσε μερικά από τα καλύτερα σονέτα του. Το 1910 εκλέχτηκε βουλευτής και στην Αναθεωρητική Βουλή του 1911 εκφώνησε τον περίφημο λόγο του για το γλωσσικό ζήτημα, υποστηρίζοντας με πάθος τη δημοτική γλώσσα («χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει, υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι»). Στους Βαλκανικούς πολέμους κατατάχθηκε εθελοντής στο σώμα των Γαριβαλδινών και σκοτώθηκε στο Δρίσκο της Ηπείρου (1912).
Γενικά υπήρξε ολιγογράφος και ουδέποτε ενδιαφέρθηκε να δημοσιεύσει, εκτός από μεμονωμένα ποιήματα σε διάφορα περιοδικά, ποιητική συλλογή. Πολλά από τα ποιήματά του έμειναν αδημοσίευτα ως το 1915, όταν ο Κ. Θεοτόκης επιμελήθηκε την έκδοση Τα έργα του Λορέντζου Μαβίλη που πραγματοποίησε το περιοδικό Γράμματα της Αλεξάνδρειας. Αξιόλογο για την προσεγμένη χρήση της δημοτικής είναι και το μεταφραστικό του έργο, το οποίο περιλαμβάνει μεταφράσεις ποιημάτων και θεατρικών έργων των Ρόμπερτ Μπράουνινγκ, Σέλλεϋ, Βιργίλιου, Σίλλερ, Γκαίτε, Μπάυρον, Τέννυσον, Φόσκολου, Δάντη, Λεοπάρντι, Μπύργκερ, Ούλαντ και από το ινδικό έπος Μαχαμπχάρατα το επεισόδιο «Νάλας και Νταμαγιάντη».
Η κριτική για το έργο του
«Ο άδολος πατριωτισμός, ο άυλος έρωτας, ο ιδανισμός, ο κερκυραϊσμός ως λατρεία προς το γενέθλιο χώρο είναι ευδιάκριτα γνωρίσματα και προσδίδουν μια ιδιότυπη μελαγχολία στο ποιητικό έργο του. Παράλληλα όμως μια φιλοσκώμμων διάθεση για καθετί το κοινό και εφήμερο και επιπλέον μια αδιαφορία για την πεζή καθημερινότητα προκαλούν επίσης το ενδιαφέρον και αιχμαλωτίζουν και γοητεύουν τον αναγνώστη της ποίησης και των άλλων κειμένων του. Όλα αυτά παριστούν έναν κόσμο με ψυχική ευγένεια, ρομαντική γενναιοψυχία και αριστοκρατική καλλιέργεια που, ωστόσο, απέρχεται με τη χαρμολύπη —ίσως και την πεισιθάνατη σκέψη— που απήλθε ο ίδιος ο ποιητής.»
(Θ. Πυλαρινός, Επτανησιακή Σχολή, Σαββάλας, Αθήνα, 2003, σελ. 124-125)
«Πειθαρχεί στη λιτή και αυστηρή μορφή των δεκατεσσάρων στίχων και της υποχρεωτικής ομοιοκαταληξίας, που ασφαλώς περιορίζουν την έκφραση και την ευρύτερη διατύπωση των συναισθημάτων και των ιδεών. Είναι αυστηρά παρνασσιακός και στέκει δίπλα στο Γάλλο Heredia, με ισάξιους ομοτέχνους του —άλλου όμως είδους— το Γρυπάρη και τον Παλαμά (Σκαραβαίοι και Δεκατετράστιχα). Δεν είναι λοιπόν όλα τα σονέτα του αριστουργήματα, μερικά όμως αναμφισβήτητα είναι. Αυτό ακριβώς έκαμε τον Παλαμά να πει το 1912 ότι η ποίηση του Μαβίλη δεν είναι μεγάλος ποταμός, δηλ. πληθωρική, αλλά λιγοστή και άχραντη, πηγαίο νερό πεντακάθαρο, που αναβλύζει από ιερή πηγή: […] “πίδακος εξ ιεράς ολίγη λιβάς, άκρον άωτον”.
Οι πηγές της έμπνευσης του Μαβίλη είναι η ομορφιά, η γυναίκα, ο έρωτας, η φύση, τα οράματα του νου και της ψυχής, η Ελλάδα, η Κέρκυρα, η φιλία, η αρετή, η πίκρα της ζωής —αυτή προπάντων—, η μελαγχολία, η απαισιοδοξία, ο μηδενισμός, και ο θάνατος “ο ωραίος”. […] Υπάρχει πολλή φυσιολατρία, έξαρση ψυχής, αβρή μελαγχολία και ευγένεια αισθημάτων στην ποίησή του, ενώ δεν υπάρχουν θρησκευτικά βιώματα και μεταφυσικές ανησυχίες. Ο Μαβίλης είναι ποιητής αβρός, γήινος, αρρενωπός, πολύ πονεμένος και βαθύτατα ανθρώπινος.
Από τα ερωτικά του ποιήματα —ο έρωτας και η “πίκρα της ζωής” είναι οι δύο κύριοι άξονες της ποίησής του— δεν λείπουν τα αιθέρια οράματα, οι οπτασίες και οι ονειροπολήσεις για την αγαπημένη γυναίκα […]. Η φυσιολατρία του είναι επίσης διάχυτη και πηγαία. Τον μαγεύουν τα “ακύμαντα της θάλασσας ατλάζια”, η γαληνεμένη και “απάρθενη” θάλασσα της χαραυγής, η νύχτα με τα μυστήρια και τα μάγια της, με αστροφεγγιά ή με φεγγάρι, “με δίχως άστρα ουδέ φεγγάρι”, το σούρουπο, η χαραυγή, το θαλασσινό πρωινό, τα ερημικά ακρογιάλια, που συντονίζονται με τη μοναξιά της ψυχής του κ.ά. […]
Από την πίκρα της ζωής, ο “πόνος” ο δικός του και των ανθρώπων, η αβρή μελαγχολία που καταλήγει σε απαισιοδοξία και μηδενισμό, και τέλος ο θάνατος ως “λυτρωτής των πόνων” είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της ευαισθησίας του. Η “πίκρα της ζωής” έρχεται και ξανάρχεται στα σονέτα του: “ο κόσμος είναι πλανερό μαγνάδι”, “την πικρή να ξορκίσουμε κατάρα/ της ζωής”, “είδωλα 'ναι οι χαρές, καϋμός η αλήθεια”, “μάγο, ανέσπερο φέγγος του θανάτου”, “μην ξυπνάς. είμαι ο Θάνατος ο ωραίος” κ.ά. […]
Ο κατεξοχήν στίχος που χρησιμοποίησε ο ιταλοθρεμμένος Μαβίλης στο πρωτότυπο έργο του είναι ο ιαμβικός ενδεκασύλλαβος των Ιταλών, με την κανονική του μορφή, δηλ. με τονισμό στην έκτη συλλαβή. Κάποτε χρησιμοποιεί και τον ενδεκασύλλαβο dantesco (έτσι ονομάζεται από τη χρήση που του έκαμε ο Dante), που τονίζεται όχι στην έκτη αλλά στην έβδομη συλλαβή.
[…] Τέλος η γλώσσα του _καθαρή δημοτική με επτανησιακούς ιδιωματισμούς_ είναι πραγματικά πλούσια και ευρηματική, παρ’ όλους τους περιορισμούς που επιβάλλει η στιχουργική και νοηματική “ασφυξία” του σονέτου. Οι παραλλαγές και οι ταλαντεύσεις που υπάρχουν στα χειρόγραφά του […] δείχνουν με πόση ευσυνειδησία και προσοχή αναζητούσε την πιο κατάλληλη και πιο εύηχη λέξη για τους στίχους του, πώς επιζητούσε τη γλωσσική και νοηματική ευστοχία, τους απαλούς τόνους και τη μουσικότητα του στίχου, άσχετα αν δεν το κατόρθωνε πάντοτε.»
(Λ. Μαβίλης, Τα Ποιήματα, επιμ. Γ. Αλισανδράτος, Νεοελληνική Βιβλιοθήκη, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα, 1990, σελ. 23-29)
«Η περίπτωση του Λορέντζου Μαβίλη […] είναι εντελώς ιδιάζουσα. Τα νέα ρεύματα της εποχής του, συμπεριλαμβανόμενου και του συμβολισμού, τα οποία γνώρισε κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη Γερμανία, εφαρμόζονται από τον Μαβίλη στην επτανησιακή ποιητική παράδοση, την οποία κατά βάση ακολουθεί. Από την άλλη μεριά, οι σοσιαλιστικές του πεποιθήσεις, κι αυτές γερμανικής προέλευσης, εναρμονίζονται με τα καθήκοντα απέναντι στην πολιτεία και την πατρίδα, όπως τα αντιλαμβάνονταν οι επτανήσιοι συγγραφείς. Το έργο του αντλεί ευγένεια αισθημάτων και έκφρασης ακριβώς από αυτή τη σύνθεση ποικίλων παραγόντων. Το σονέτο συνιστά τη μετρική μορφή στην οποία διατυπώνει ελεγειακά θέματα χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, με μια μορφική πληρότητα εξαιρετικά σπάνια.»
(M. Vitti, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Οδυσσέας, Αθήνα, 1978, σελ. 282)
«Από τα σπάνια παραδείγματα όπου έργο ποσοτικά τόσο μικρό έχει τέτοιο ποιοτικό βάρος. Γιατί τα σονέτα του Μαβίλη, άψογα δουλεμένα, κατέχουν πραγματικά κεντρική θέση στη νεοελληνική ποίηση: γλώσσα μεστή, στίχος επίμονα λεπτουργημένος, “πλούσια” (στην τεχνική σημασία του όρου) ομοιοκαταληξία. Και η ποιητική σκέψη κρυστάλλινη και διαυγής σαν τους στίχους του. Ο απαισιόδοξος τόνος της ινδικής φιλοσοφίας και η επίδραση του Schopenhauer δεν έχουν τη δύναμη να μαράνουν τη δροσιά της άμεσης επαφής με τα πράματα. “Ερασιτέχνης” κι αυτός, όπως ο δάσκαλός του ο Πολυλάς, διοχετεύει στους στίχους του το ανώτερο ήθος και την ανθρώπινη ευγένεια και αρχοντιά που τον χαρακτήριζε σ’ όλη του τη ζωή.»
(Λ. Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 1980, σελ. 221-22)
«Ο κύριος τόνος των σονέτων του, σμίγοντας την παραδοσιακή μουσικότητα και απαλότητα του πατροπαράδοτου ιόνιου στίχου με μια γλωσσική αδρότητα που του την προσπόρισε η φανατική του προσχώρηση στην επαναστατική δημοτική του καιρού […] είναι τόνος αποκαλυπτικός και αποσκεπασμένα και έμμεσα, κάπως διδαχτικός, συμπερασματικός. […] Η ποίησή του είναι σοβαρή και αυστηρή. Κάθε σονέτο του είναι μια αλήθεια που πρέπει να μεταδοθεί σοβαρά, μέσα από μια διυλισμένη λυρική έκφραση, και με μια ποικιλία ρυθμικών τονισμών μέσα στα αξεπέραστα όρια του σονέτου […]. Τι άλλο είναι παρά διδαχή και αποκάλυψη τα σονέτα “Αμίλητα”, “Άλκης Παλαμάς”, “Λήθη”, “Έρως και Θάνατος”, “Ελιά”, “Υπεράνθρωπος”, “Ομορφιά”;
Ακόμα και στα τοπιογραφικά του σονέτα, εκείνα που εξεικονίζουν και μεταμορφώνουν σε παραδείσιες θέες τα αγαπημένα του κερκυραϊκά τοπία, διακρίνεται ένας τόνος αποκάλυψης. […] Τρία κύρια ρεύματα συναισθημάτων εκβάλλουν το ένα μέσα στο άλλο, δίνοντας μια συγκεκριμένη μορφή στην ποίησή του: Η αγάπη του προς τη μητέρα του. Η αισθητική του λατρεία προς την ωραία Κέρκυρα και τα μοναδικά της τοπία. Και το πάθος του για την Ελλάδα, “Ελλάδα-Ιδέα”, “Ελλάδα-μεγάλη πατρίδα”, “Ελλάδα-γλώσσα του λαού”. Το συναισθηματικό αυτό σύμπλεγμα είναι ο λαμπρός θυρεός της άκρας ποιητικής του ευγένειας. Και τα τρία αυτά γενικότερα συναισθήματα στα σονέτα του δεν έχουν τίποτα το βαρύ, το ρητορικό, το υλικό, το χοϊκό. Είναι συναισθήματα “αφιλοκερδή”, ροπές φυγόκεντρης ψυχικότητας, που μας λυτρώνουν από το ασφυχτικό εγώ μας. […] Από μιαν άποψη, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την ποίηση του Μαβίλη “ιπποτική”. Και η ιπποτική και ιδανική αυτή ποίηση, που όμως έχει και ένα υπόστρωμα γνήσιου αισθησιασμού […] έτσι καθώς είναι βυθισμένη στη μόνιμα αιθέρια μελαγχολία του ποιητή, αποχτάει έναν ακόμα τίτλο ευγενείας, που την κρατά ξεχωριστή και ζωντανή, στην τόσο αλλότροπη για την ποίηση εποχή μας, και μάλιστα με την προσθήκη ότι το σονέτο, σαν είδος ποιητικής μορφής, έχει από δεκάδες χρόνια τώρα πεθάνει.»
(Α. Καραντώνης, Φαναριώτικη και επτανησιακή ποίηση, Επικαιρότητα, Αθήνα, σελ. 150-152)