Antonio Canova
Σαπφώ
«Ύμνος στην Αφροδίτη»
Αθάνατη Αφροδίτη, που κάθεσαι σε
πλουμιστό θρόνο,
κόρη του Δία πολυμήχανη, σε παρακαλώ:
δέσποινα,
μη βασανίζεις με έγνοιες και
στεναχώριες την καρδιά μου!
τη φωνή μου από μακριά και εισάκουσες
την
προσευχή μου. Τότε άφησες το χρυσό
παλάτι του
πατέρα σου και ήρθες ζεύοντας την άμαξά
σου.
Όμορφα σπουργίτια σε φέρανε γρήγορα
κάτω
στη μαύρη γη.
Χτυπώντας γοργά τα φτερά τους και
διασχίζοντας τον
αιθέρα ήρθαν από τον ουρανό. Γρήγορα φτάσανε·
κι εσύ,
μακαρισμένη, με γελαστό το αθάνατό σου
πρόσωπο,
με ρωτούσες τι έπαθα πάλι, γιατί σε
κάλεσα πάλι,
τι επιθυμεί πιο πολύ η τρελή καρδιά
μου. «Ποιο αγαπημένο
πρόσωπο πρέπει η πειθώ να φέρει τώρα
στην αγάπη σου;
Πες μου, Σαπφώ, ποιος σε αδικεί;
Σε αποφεύγει; Σύντομα θα σε κυνηγήσει η
ίδια. Δε δέχεται
δώρα; Θα σου προσφέρει η ίδια. Δε σ’
αγαπά; Σύντομα θα
σ’ αγαπήσει, ακόμη και παρά τη θέλησή
της.» Έλα και τώρα
και λύτρωσέ με από το βαρύ μαράζι. Εκπλήρωσε
αυτό που
η καρδιά μου ποθεί να γίνει και γίνε
σύμμαχός μου.
[Μετάφραση: Δ. Ιακώβ]
Η προσευχή στην Αφροδίτη, ο
παρακλητικός αυτός ύμνος, αποτελεί ένα από τα ελάχιστα ποιήματα της Σαπφούς που
έχουν διασωθεί ολόκληρα, επαρκεί, ωστόσο, για να φανερώσει την απαράμιλλη τέχνη
της και να δικαιολογήσει τη διάδοση που είχε η ποίησή της κατά την αρχαιότητα.
«Αθάνατη Αφροδίτη, που κάθεσαι σε
πλουμιστό θρόνο,
κόρη του Δία πολυμήχανη, σε παρακαλώ:
δέσποινα,
μη βασανίζεις με έγνοιες και
στεναχώριες την καρδιά μου!»
Η ποιήτρια ικετεύει (λίσσομαί
σε) την αθάνατη θεά να εισακούσει την προσευχή της και να εμφανιστεί μπροστά
της, για να της συμπαρασταθεί στο νέο ερωτικό αυτό πάθος που την ταλαιπωρεί.
Την ικετεύει να πάψει να τη βασανίζει με λύπες της καρδιάς και του νου (ὀνίαισι),
χρησιμοποιώντας σκοπίμως έναν όρο ιατρικό, αφού ο έρωτας για τους αρχαίους
Έλληνες ήταν συχνά ιδωμένος ως αρρώστια που έβρισκε απροσδόκητα τους ανθρώπους
και κλόνιζε τόσο τη σωματική τους υγεία όσο και την πνευματική τους γαλήνη.
Η «πάσχουσα» ποιήτρια στρέφεται, έτσι,
στη θεά που διαφεντεύει την ακλόνητη δύναμη του ερωτικού συναισθήματος κι
επικαλείται την πολυμήχανη φύση της (δολόπλοκε), αναζητώντας
την ίαση των παθών της σε κάποιο τέχνασμα ή κάποια απάτη της θεάς, προκειμένου
να καμφθεί η αντίσταση εκείνης που τόσο επίμονα αρνείται να ενδώσει στο ερωτικό
της κάλεσμα. Η Αφροδίτη, άλλωστε, κατέφευγε συχνά σε πονηρά μέσα, για να
εξαπατήσει τα «θύματά» της και να τους ξυπνήσει τον πόθο και τον έρωτα,
παρακάμπτοντας τις όποιες αντιρρήσεις της λογικής και της σύνεσης.
«Αλλά έλα κοντά μου, αν κάποτε άλλοτε
άκουσες
τη φωνή μου από μακριά και εισάκουσες
την
προσευχή μου. Τότε άφησες το χρυσό
παλάτι του
πατέρα σου και ήρθες ζεύοντας την άμαξά
σου.
Όμορφα σπουργίτια σε φέρανε γρήγορα
κάτω
στη μαύρη γη.»
Σταθερό μοτίβο των ύμνων επίκλησης,
πέρα από την εξύμνηση της θεότητας και της δήλωσης σεβασμού σε αυτή, ήταν η
υπενθύμιση παλαιότερων περιπτώσεων κατά τις οποίες είτε είχε δεχτεί τα
προσφερόμενα δώρα από τον θνητό είτε είχε συναινέσει σε κάποιο παραπλήσιο
αίτημά του. Ζητά, λοιπόν, η Σαπφώ από την Αφροδίτη να έρθει κοντά της, όπως και
άλλοτε εισάκουσε την προσευχή της από μακριά κι άφησε το χρυσό παλάτι του
πατέρα της, για να της προσφέρει την πολύτιμη βοήθειά της.
Με την έξοχη εικόνα της συνοδευόμενης
και συρόμενης από όμορφα σπουργίτια άμαξας, που φέρνει γοργά την Αφροδίτη στη
μαύρη γη, η Σαπφώ επιτυγχάνει να παρουσιάσει το μεγαλείο της θεάς, μα και να
αναδείξει τη χαώδη διαφορά ανάμεσα στον γεμάτο κάλλος και ευδαιμονία βίο των
θεών, και στη δύστυχη ζωή των θνητών, οι οποίοι έρχονται ξανά και ξανά
αντιμέτωποι με τον πόνο και την οδύνη. Η γρήγορη (ὤκεες),
πάντως, άφιξη της θεάς, καθιστά εμφανή την προθυμία της να συμπαρασταθεί στη
βασανιζόμενη ποιήτρια, κάτι που τονίζεται επιπλέον με την εμφατική χρήση δύο
συνώνυμων ρημάτων για να δηλωθεί η ανταπόκριση της θεάς∙ άκουσες κι εισάκουσες
(ἀίοισα
- ἔκλυες).
Η Αφροδίτη, που γνωρίζει καλά την
ένταση του ερωτικού πάθους, διόλου δεν αδιαφορεί για εκείνους που βιώνουν τα
βάσανα του γλυκόπικρου αυτού αισθήματος. Σπεύδει, έτσι, σ’ εκείνους που
χρειάζονται τη βοήθειά της, έτοιμη να τους προσφέρει τα πονηρά τεχνάσματά της,
προκειμένου να γευτούν τον έρωτα που επιθυμούν.
«Χτυπώντας γοργά τα φτερά τους και
διασχίζοντας τον
αιθέρα ήρθαν από τον ουρανό. Γρήγορα
φτάσανε· κι εσύ,
μακαρισμένη, με γελαστό το αθάνατό σου
πρόσωπο,
με ρωτούσες τι έπαθα πάλι, γιατί σε
κάλεσα πάλι,
τι επιθυμεί πιο πολύ η τρελή καρδιά
μου. «Ποιο αγαπημένο
πρόσωπο πρέπει η πειθώ να φέρει τώρα
στην αγάπη σου;
Πες μου, Σαπφώ, ποιος σε αδικεί;»
Τα σπουργίτια που σέρνουν την άμαξα της
θεάς χτυπούν γοργά τα φτερά τους και διασχίζουν με βιασύνη τον αιθέρα,
κατανοώντας την επείγουσα φύση της αποστολής τους, αφού ξέρουν κι εκείνα πόσο
επώδυνα κυλά ο χρόνος για τον ερωτευμένο θνητό και πόση αξία έχει κι η ελάχιστη
στιγμή που περνά. Φτάνουν, έτσι, γρήγορα, φέρνοντας κοντά στη θλιμμένη ποιήτρια
την ευλογημένη και γελαστή θεά. Εμφανής εδώ η αντίθεση ανάμεσα στην ταραγμένη
συναισθηματική κατάσταση της ποιήτριας και στη αδιατάραχτη ευδαιμονία της θεάς,
η οποία στέκει άτρωτη απέναντι στις λύπες και στη θλίψη που τόσο συχνά
ταλανίζουν την ψυχή των θνητών.
Το χαμόγελο της θεάς φανερώνει ίσως την
τρυφερή εκείνη διάθεση κατανόησης που διακρίνει τη στάση της Αφροδίτης απέναντι
στους βασανιζόμενους απ’ τον έρωτα ανθρώπους ή υποδηλώνει την καρτερία με την
οποία η θεά αποδέχεται τα παράπονα και τα παρακάλια των ερωτευμένων, έχοντας
πια συνηθίσει στις αλλεπάλληλες εκκλήσεις για τη συνδρομή της. «Γελαστή, όπως
μιλά κανείς σ’ ένα κάπως δύσκολο παιδί», σύμφωνα με την ανάγνωση του Albin Lesky, η Αφροδίτη ρωτά τη Σαπφώ τι έπαθε
πάλι και γιατί την καλεί ξανά∙ τι είναι αυτό που επιθυμεί περισσότερο η τρελή,
η ξέφρενη καρδιά της. Με το επίθετο μαινόλαι, που αποδίδει
στην καρδιά της η ίδια η ποιήτρια, αποδίδεται η κατάσταση μανίας, η τρέλα που
παρασύρει και ταλαιπωρεί τον ερωτευμένο.
Η ανάκληση αυτού του επεισοδίου -αυτής
της συνομιλίας με τη θεά- συνιστά επί της ουσίας το περιεχόμενο και της
παρούσας έκκλησης της ποιήτριας. Όπως τότε η Αφροδίτη φάνηκε πρόθυμη να φέρει
στον έρωτα της Σαπφούς, όποιον αντιστεκόταν στη γοητεία της, έτσι και τώρα της
ζητά μια παρόμοια λυτρωτική παρέμβαση, ώστε να ξεφύγει απ’ τα δεινά του
ανεκπλήρωτου ερωτικού της πάθους και να βιώσει την ανόθευτη χαρά του αμοιβαίου
έρωτα.
Η θεά είχε υποσχεθεί τότε να «πείσει»
όποιον την αδικεί, αρνούμενος να υποκύψει στα θέλγητρά της, και να τον φέρει
κοντά της, κι είναι αυτό ακριβώς που επιθυμεί ξανά η ποιήτρια. Προσέχουμε,
πάντως, πως η ερωτηματική αντωνυμία τίς
(τίς σ’, ὦ Ψάπφ’,
ἀδικήει;)
είναι κοινή για το αρσενικό και για το θηλυκό γένος, καθιστώντας έτσι ασαφές το
φύλο του προσώπου που έχει προκαλέσει μια τέτοια ερωτική αναστάτωση στην
ποιήτρια. Η απορία αυτή, ωστόσο, θα βρει την απάντησή της στην αμέσως επόμενη
στροφή.
«Σε αποφεύγει; Σύντομα θα σε κυνηγήσει
η ίδια. Δε δέχεται
δώρα; Θα σου προσφέρει η ίδια. Δε σ’
αγαπά; Σύντομα θα
σ’ αγαπήσει, ακόμη και παρά τη θέλησή
της.» Έλα και τώρα
και λύτρωσέ με από το βαρύ μαράζι.
Εκπλήρωσε αυτό που
η καρδιά μου ποθεί να γίνει και γίνε
σύμμαχός μου.»
Η θεά Αφροδίτη είχε τη δύναμη να ξυπνά
τον έρωτα στις καρδιές των ανθρώπων, και με τις αθώες πανουργίες της και με την
πονηριά της, μπορούσε να ξεγελά κάθε θνητό και να τον οδηγεί όπου ήθελε εκείνη.
Έτσι, η κοπέλα που απέφευγε τη Σαπφώ, θα βρισκόταν γρήγορα στην αντίθετη
κατάσταση, εφόσον θα ήταν εκείνη που θα την κυνηγούσε, κι ενώ πριν δεν δεχόταν
τα δώρα της ποιήτριας, θα ήταν εκείνη που θα της προσέφερε τα δικά της∙ κι αν
μέχρι τότε δεν την αγαπούσε, σύντομα θα έπεφτε στον έρωτα της Σαπφούς, ακόμη κι
αν πριν δεν το ήθελε. Τέτοια ήταν η εξουσία της Αφροδίτης πάνω στους θνητούς,
ώστε μπορούσε εύκολα να τους αλλάξει τις διαθέσεις και να αντιστρέψει πλήρως τη
θέλησή τους. Ό,τι μέχρι πριν από λίγο δεν τους συγκινούσε, μπορούσε γρήγορα να
γίνει ό,τι ακριβώς θα επιθυμούσαν περισσότερο από καθετί.
Σε αυτή τη δύναμη της Αφροδίτης
εναποθέτει τις ελπίδες της η ποιήτρια, προσδοκώντας τη λύτρωση από το βαρύ
μαράζι του έρωτα, και λόγω αυτού του έντονου πόνου βρίσκει το θάρρος και μας
εκπλήσσει με την αμεσότητα που αποκτά η επίκλησή της στη θεά. «Γίνε σύμμαχός
μου», εκλιπαρεί η Σαπφώ, την Αφροδίτη, αποσκοπώντας στο να καμφθούν με τη
βοήθεια της θεάς οι αντιστάσεις της κοπέλας που αγαπά, σ’ ένα κείμενο που
γοητεύει με την ιδιαιτερότητά του, αφού η ίδια η παθούσα είναι συνάμα εκείνη
που κατορθώνει να αποστασιοποιηθεί τόσο, ώστε να λειτουργήσει ως το πρόσωπο που
παρατηρεί και καταγράφει την οδύνη που προκαλεί αυτός ο χωρίς ανταπόκριση
έρωτας.
Το γένος της μετοχής «κoὐκ
ἐθέλοισα»
μας φανερώνει πως ο έρωτας της ποιήτριας αφορά κάποια γυναίκα και πως τελικά η
θεά Αφροδίτη γίνεται αποδέκτης μιας έκκλησης που ίσως και να παραξενεύει. Η
Αφροδίτη, ωστόσο, δεν αντιμετωπίζει αρνητικά καμία έκφανση του έρωτα, καθώς στη
δική της παντοκρατορία κάθε ερωτικό αίσθημα γίνεται εξίσου σεβαστό και γεννά
παρόμοιας έντασης πόθους και οδύνες.
Βιβλιογραφία:
Albin Lesky, Ιστορία της Αρχαίας
Ελληνικής Λογοτεχνίας, Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη