Anselm Feuerbach
Ευριπίδη
«Μήδεια» [2ο Στάσιμο]
Οι έρωτες με ορμή περίσσια
σαν έρθουνε δεν φέρνουν όνομα καλό
μήτε αρετή στους άντρες∙
με μέτρο όμως αν έρθει η Κυπρίδα,
άλλη θεά τόσο γλυκιά δεν είναι.
Δέσποινα Μεγαλόχαρη, παρακαλώ μη
στείλεις
απ’ τα χρυσά σου τόξα καταπάνω μου
βέλος
αλάθευτο στον πόθο βαπτισμένο.
Ας είναι μαζί μου η λογική, το δώρο
των θεών το πιο ωραίο∙ κι η Κυπρίδα η
φοβερή ποτέ μη
σπρώξει την καρδιά μου άλλης τον άντρα
να γυρέψω∙ κι ούτε ποτέ της να με ρίξει
σ’ ατέλειωτους καβγάδες και στην οργή
που φέρνουνε
οι λόγοι οι δίκοποι∙ μα στις φωλιές που
ειρήνη βασιλεύει
φρουρός να στέκει, κι έξυπνα της κάθε
γυναικός
τον άντρα να ‘χει ξεχωριστό.
Πατρίδα μου, γλυκό μου σπίτι,
όχι, ποτέ να μη βρεθώ ξένη σε ξένο τόπο
στη φτώχεια τη στενώχορη
σέρνοντας τη ζωή μου∙
αυτό είναι το πικρότερο από τα βάσανα
όλα.
Ο Χάρος, ναι, ο Χάροντας πρωτύτερα ας
με πάρει,
τη μέρα τη σημερινή να μην προλάβω να
τελειώσω∙
άλλο φαρμάκι πιο πικρό δεν είναι
απ’ της γης της πατρικής τη στέρηση.
Το είδα με τα μάτια μου,
δεν τ’ άκουσα από άλλους∙
πόλη δεν θα βρεθεί, φίλος δεν θα βρεθεί
εσένα να πονέσει∙
κι ας είν’ τα πάθη σου φρικτά.
Είναι αχάριστος, κι ας του έρθει
αστροπελέκι,
όποιος μπορεί τους φίλους του
να μην τιμά ανοίγοντας
της άδολης ψυχής το σύρτη∙ ποτέ μου
τέτοιον άνθρωπο δεν θ’ αγαπήσω.
[Μετάφραση: Νίκος Νικολίτσης]
Ποτέ καμία γυναίκα δεν θυσίασε τόσα για
τον άνδρα της, όσα η Μήδεια για τον Ιάσονα, γι’ αυτό κι όταν εκείνος θα την
εγκαταλείψει για μιαν άλλη, η εκδίκησή της θα είναι δίχως προηγούμενο. Η Μήδεια
που για χάρη του εγκατέλειψε την πατρίδα της, πρόδωσε την οικογένειά της κι
έφτασε, μάλιστα, στο σημείο να σκοτώσει τον μικρό αδελφό της, προκειμένου να
διασφαλίσει τη διαφυγή του Ιάσονα από την Κολχίδα, θα φροντίσει πρώτα να
οδηγήσει σε μαρτυρικό θάνατο την νέα σύζυγό του, κι ύστερα θα σφάξει τα ίδια
της τα παιδιά, στερώντας απ’ τον Ιάσονα τόσο τη χαρά του νέου του έρωτα, όσο
και τη βαθύτερη εκείνη ευτυχία της πατρότητας.
Ο χορός που αποτελείται από γυναίκες
της Κορίνθου παίρνει το μέρος της Μήδειας και συναινεί στο να κρατήσει μυστικό
το φρικτό σχέδιο εκδίκησης, αναγνωρίζοντας τη δεινή θέση στην οποία έχει βρεθεί
η ξένη γυναίκα. Χωρίς σύζυγο, χωρίς πατρίδα και οικογένεια για να βρει
καταφύγιο, η Μήδεια βρίσκεται εγκαταλελειμμένη απ’ όλους όταν ο βασιλιάς της
Κορίνθου, ο Κρέοντας, της ζητά επιτακτικά να φύγει από την πόλη του. Η Μήδεια
γνωρίζει πως δεν μπορεί να κερδίσει ξανά την αγάπη του Ιάσονα και πως δεν
μπορεί να αντιταχθεί στο θέλημα του Κρέοντα, είναι όμως αποφασισμένη να λάβει
την εκδίκησή της προτού εγκαταλείψει την αφιλόξενη πια πόλη.
Οι έρωτες με ορμή περίσσια
σαν έρθουνε δεν φέρνουν όνομα καλό
μήτε αρετή στους άντρες∙
με μέτρο όμως αν έρθει η Κυπρίδα,
άλλη θεά τόσο γλυκιά δεν είναι.
Ο έρωτας όταν βιώνεται στην υπερβολή
του, σχολιάζει ο χορός των γυναικών, δεν τιμά καθόλου τους ανθρώπους, αφού τους
στερεί την ικανότητα να σκέφτονται σωστά και να λαμβάνουν ορθές αποφάσεις.
Παρασυρμένοι από τη συγκλονιστική δύναμη του ερωτικού συναισθήματος οι άνθρωποι
θέτουν όλα τ’ άλλα σε δεύτερη μοίρα, αν δεν τα λησμονήσουν ολωσδιόλου. Έτσι, η
Μήδεια προδίδει χωρίς δεύτερη σκέψη την οικογένειά της και την πατρίδα της για
χάρη του Ιάσονα, όπως κι εκείνος εκδηλώνει ασυγχώρητη αχαριστία απέναντί της,
μόλις ερωτεύεται την Κρέουσα. Τίποτε, όσο σημαντικό κι αν είναι αυτό, δεν
διατηρεί την αξία του στα μάτια ενός ερωτευμένου που είναι έτοιμος να τα
θυσιάσει όλα.
Το ίδιο, όμως, δώρο της Αφροδίτης, όταν
προσφέρεται στους ανθρώπους με μέτρο, δεν βρίσκει πουθενά το ανάλογό του σε
γλυκύτητα και ευδαιμονία. Όλα είναι γεμάτα ζωή και χαρά για τον ερωτευμένο, που
αίφνης αντλεί ευτυχία και απόλαυση απ’ το καθετί, αφού τ’ αντικρίζει όλα σαν να
τα βλέπει για πρώτη φορά. Μια απρόσμενη ψυχική αναγέννηση επιφέρει ο έρωτας,
αναγεννώντας το ενδιαφέρον του ερωτευμένου, όχι μόνο απέναντι στο πρόσωπο που
τον συγκινεί, μα και απέναντι σε κάθε πιθανή έκφανση του καθημερινού του βίου.
Δέσποινα Μεγαλόχαρη, παρακαλώ μη
στείλεις
απ’ τα χρυσά σου τόξα καταπάνω μου
βέλος
αλάθευτο στον πόθο βαπτισμένο.
Με τη σκέψη στα δεινά της Μήδειας, ο
χορός ζητά από την Αφροδίτη να μη στείλει ποτέ καταπάνω του κάποιο από τα
αλάθευτα βέλη της, καθώς γνωρίζει πως ό,τι θ’ ακολουθήσει, όσο θα κινείται στη
δίνη του πόθου, θα είναι καταστροφικό. Ο χορός επιλέγει εδώ μια στάση σύνεσης,
που μπορεί να τον κρατά μακριά από τα συναισθήματα ευδαιμονίας του έρωτα, μα
τον διασώζει κιόλας από την μανία του, που τείνει να οδηγεί τη ζωή των ανθρώπων
σε καταστάσεις ανυπόφορης ψυχικής δοκιμασίας και οδύνης.
Ας είναι μαζί μου η λογική, το δώρο
των θεών το πιο ωραίο∙ κι η Κυπρίδα η
φοβερή ποτέ μη
σπρώξει την καρδιά μου άλλης τον άντρα
να γυρέψω∙
Ο χορός προτιμά αντί για τον έρωτα και
την ενδεχόμενη ευτυχία που τον συνοδεύει, να έχει με το μέρος του τη λογική, το
πιο ωραίο δώρο των θεών, αφού είναι αυτή που επιτρέπει στους ανθρώπους να
παίρνουν τις αποφάσεις τους ζυγίζοντας πρώτα καθετί, κι όχι υπό την πίεση του
ασυγκράτητου πάθους. Μόνο η λογική μπορεί, άλλωστε, να προφυλάξει τους
ανθρώπους από αναίτιες δυστυχίες, αφού τους δείχνει ξεκάθαρα τις συνέπειες που
θα έχει κάθε τους επιλογή και δεν τους αφήνει να παρασύρονται σε πράξεις που θα
μετανιώσουν εκ των υστέρων.
Στενά συνδεδεμένο με την ιστορία της
Μήδειας είναι και το αίτημα του χορού να μην σπρώξει ποτέ η Αφροδίτη την καρδιά
του να επιθυμήσει τον άνδρα μιας άλλης γυναίκας. Οι γυναίκες του χορού
αναλογίζονται την Κρέουσα που υπό το κράτος του έρωτα δεν δίστασε να ενδώσει
στο κάλεσμα του Ιάσονα, έστω κι αν γνώριζε πως εκείνος ήταν ο άνδρας της
Μήδειας∙ την Κρέουσα που σύντομα θα λάβει ως δώρο από τα παιδιά της Μήδειας ένα
αραχνοΰφαντο πέπλο κι ένα χρυσό στεφάνι, βουτηγμένα όλα σ’ ένα πανίσχυρο
δηλητήριο που θα καταφάει τη σάρκα της και θα της προκαλέσει απερίγραπτο πόνο,
προτού τη φτάσει στο θάνατο.
κι ούτε ποτέ της να με ρίξει
σ’ ατέλειωτους καβγάδες και στην οργή
που φέρνουνε
οι λόγοι οι δίκοποι∙ μα στις φωλιές που
ειρήνη βασιλεύει
φρουρός να στέκει, κι έξυπνα της κάθε
γυναικός
τον άντρα να ‘χει ξεχωριστό.
Ο χορός ζητά κι εύχεται, επίσης, να μην
τον ρίξει ποτέ η Αφροδίτη σ’ εκείνους τους ατελείωτους καβγάδες που γεννά ο
έρωτας και στην οργή που προκαλούν τα λόγια που πληγώνουν εξίσου και τους δύο∙
εκείνα τα λόγια που εκστομίζουν οι ερωτευμένοι όταν αρχίζουν να κατανοούν πως
τελικά δεν άξιζε ο άλλος τις θυσίες και τους συμβιβασμούς που έγιναν για χάρη
του. Τα λόγια εκείνα που πληγώνουν τόσο εκείνον που τα ακούει, αφού του
καταλογίζεται αχαριστία, όσο κι εκείνον που τα εκφέρει, αφού του υπενθυμίζουν
πόσα και πόσα προσέφερε εις μάτην. Στην περίπτωση, πάντως, της Μήδειας η
σύγκρουση του ζευγαριού δεν θα περιοριστεί στους καβγάδες και στα λόγια∙ η
πληγωμένη γυναίκα θα θελήσει με μια φρικώδη πράξη να τιμωρήσει τόσο εκείνον που
την εγκατέλειψε, όσο και τον ίδιο της τον εαυτό που έκανε το λάθος να θυσιάσει
τα πάντα για χάρη του. Η παιδοκτονία που κατέστησε τη Μήδεια διαχρονικό σύμβολο
της γυναίκας που εκδικείται άμετρα τον άντρα της, είναι σ’ ένα δεύτερο επίπεδο
κι η πιο ακραία πράξη αυτοτιμωρίας.
Ο χορός ζητά ακόμη από την Αφροδίτη να
στέκει φρουρός στα σπίτια των ζευγαριών που διατηρούν ειρηνικές τις μεταξύ τους
σχέσεις, και να φροντίζει ώστε κάθε γυναίκα να έχει ξεχωριστό τον δικό την
άντρα, προκειμένου να αποφεύγονται οι κάποτε ολέθριες συνέπειες των χωρισμών
που προκύπτουν απ’ την εμφάνιση μιας άλλης γυναίκας. Συνέπειες, όπως αυτές που
σύντομα θα ξεκληρίσουν το σπίτι του βασιλιά Κρέοντα, αφού πέρα από την κόρη του
θα χαθεί ως παράπλευρη απώλεια κι ο ίδιος, όταν θα σπεύσει να πάρει στην
αγκαλιά του τη βασανιζόμενη από το δηλητήριο Κρέουσα.
Πατρίδα μου, γλυκό μου σπίτι,
όχι, ποτέ να μη βρεθώ ξένη σε ξένο τόπο
στη φτώχεια τη στενώχορη
σέρνοντας τη ζωή μου∙
αυτό είναι το πικρότερο από τα βάσανα
όλα.
Οι γυναίκες του χορού, αφού στις δύο
πρώτες στροφές αναφέρθηκαν στις οδυνηρές πτυχές του έρωτα, περνούν τώρα σ’ ένα
άλλο βάσανο της Μήδειας, αυτό που χαρακτηρίζουν ως το πιο πικρό απ’ όλα∙ την
ξενιτιά. Το να βρεθεί κάποιος μακριά από την πατρίδα και το σπίτι του, ξένος σε
ξένο τόπο, αποτελεί, κατά τον χορό, πικρότατη οδύνη, εφόσον οδηγεί το άτομο στη
φτώχεια και τη μοναξιά, μιας και δεν μπορεί να έχει πραγματική στήριξη από
κανέναν.
Ο Χάρος, ναι, ο Χάροντας πρωτύτερα ας
με πάρει,
τη μέρα τη σημερινή να μην προλάβω να
τελειώσω∙
άλλο φαρμάκι πιο πικρό δεν είναι
απ’ της γης της πατρικής τη στέρηση.
Με την απαίτηση του Κρέοντα να φύγει
αμέσως η Μήδεια από την Κόρινθο κατά νου, ο χορός εκφράζει τη δική του
αντίδραση σ’ ένα τέτοιο ενδεχόμενο, λέγοντας πως θα προτιμούσε να βρει το θάνατο
και να μην προλάβει να τελειώσει τη σημερινή μέρα, παρά να στερηθεί την πατρική
γη. Από την εμφατική αυτή δήλωση πως ο θάνατος είναι σαφώς προτιμότερος από την
προοπτική της ζωής στην ξενιτιά, προκύπτει τόσο η βαθιά αγάπη για την πατρίδα,
όσο κι η αντίληψη των αρχαίων πως ο κάθε άνθρωπος είναι στενά συνδεδεμένος με
την οικογένεια και τους συγγενείς του, και πως μόνο στο πλαίσιο της πατρίδας
του μπορεί να ζήσει ευτυχισμένος. Γι’ αυτό, άλλωστε, στην αρχαιότητα η ποινή
της εξορίας θεωρούταν συχνά πολύ σκληρότερη από την καταδίκη σε θάνατο.
Το είδα με τα μάτια μου,
δεν τ’ άκουσα από άλλους∙
πόλη δεν θα βρεθεί, φίλος δεν θα βρεθεί
εσένα να πονέσει∙
κι ας είν’ τα πάθη σου φρικτά.
Ο χορός έχοντας δει το πώς φέρθηκαν οι
Κορίνθιοι στη Μήδεια∙ το πώς αντιμετώπισαν μια γυναίκα που έχει έρθει από ξένη
χώρα, γνωρίζει πως δεν θα βρεθεί καμία πόλη και κανένας άνθρωπος να την
υποδεχτεί και να της συμπαρασταθεί, όσο κι αν η προδοσία του άντρα της υπήρξε
ένα τραγικό για εκείνη χτύπημα. Οι άνθρωποι δεν συμπαθούν, ούτε εμπιστεύονται
τους ξένους, κι αυτό ο χορός μπορεί να το επιβεβαιώσει με τον πιο έγκυρο τρόπο,
αφού είναι κάτι που το είδε με τα μάτια του, κι όχι κάτι που το άκουσε από
άλλους. Όπως χαρακτηριστικά λέει νωρίτερα η Μήδεια: «Γιατί είναι άδικο το μάτι
των ανθρώπων∙ πριν μάθουν η καρδιά τι κρύβει του αλλουνού από την όψη μοναχά
τον βλέπουν με κακία κι ας μην τους έχει κάνει τίποτα κακό».
Είναι αχάριστος, κι ας του έρθει
αστροπελέκι,
όποιος μπορεί τους φίλους του
να μην τιμά ανοίγοντας
της άδολης ψυχής το σύρτη∙ ποτέ μου
τέτοιον άνθρωπο δεν θ’ αγαπήσω.
Η δεινή θέση της Μήδειας, που έχει
απομείνει εντελώς μόνη σε μια ξένη πόλη, χωρίς να έχει κανέναν δικό της άνθρωπο
να τη βοηθήσει, φέρνει στη σκέψη του χορού την αγνωμοσύνη του Ιάσονα. Κανένα
γνώρισμα πιο μισητό σ’ έναν άνθρωπο από την αχαριστία και την απροθυμία του να
τιμήσει τους φίλους του ανοίγοντας σ’ αυτούς άδολη την ψυχή του, μη
περιμένοντας να κερδίσει κάτι από αυτούς. Έναν τέτοιο αχάριστο άνθρωπο,
επισημαίνει ο χορός, δεν θα τον αγαπήσει ποτέ, αφού εκείνος που δεν τιμά τους
φίλους του, δεν αξίζει μήτε εκτίμηση, μήτε αγάπη.
Με την αναφορά στην αξία της φιλίας ο χορός προοικονομεί την εμφάνιση
του Αιγέα, του βασιλιά της Αθήνας, που θα εμφανιστεί αμέσως μετά, κι ο οποίος
θα προσφέρει στη Μήδεια το αναγκαίο καταφύγιο. Έτσι, η ηρωίδα που μέχρι
πρότινος ήταν απελπισμένη μιας και δεν είχε που να πάει τώρα που την έδιωχναν
από την Κόρινθο, βρίσκει, εντελώς απρόσμενα, στο πρόσωπο του Αιγέα έναν φίλο,
πρόθυμο να τη δεχτεί στην πόλη του.