Καρακόλιθος, Ν. Βοιωτίας
Ανδρέας Εμπειρίκος «Τα Ρήματα»
Όταν το ρήμα εκτοπίζεται και άρχουν
παντού τα επίθετα, θετά παιδιά της συμμορφώσεως και του διακοσμημένου ψεύδους,
τέλματα εκτείνονται εκεί όπου ο σπόρος έπιπτε ως σπέρμα. Μα τότε, ω, τότε
δικαιολογούνται – τι λέγω, ευλογούνται όλου του κόσμου οι θυμοί. Οι εκριζωταί,
τότε, δεν είναι (ω άνδρες ασυμμόρφωτοι, ω άνδρες και γυναίκες) απλώς ίππων
οπλαί, ή εκσκαφείς, ή παίδες ρινοκέρων, δεν είναι μόνον νοσταλγοί της
παμπάλαιας γης της Αττικής ή Βοιωτίας, μα έφηβοι στεφανηφόροι, έφηβοι
σπερματικοί και εις το γήρας των ακόμη, θεμελιωταί, και όταν ακόμη δεν το
ξέρουν, των νέων Θηβών ή Αθηνών. Φθάνει να μη γελασθούν, να μην εξαπατηθούν
ποτέ από την Σφίγγα των τελμάτων, ή από τους εις εξώστας ή βουλάς λαλούντας
σοφιστάς και λαοπλάνους, που σφίγγουν δήθεν στοργικά και πνίγουν, επάνω στα
στήθη των τα πέτρινα, μέσα στο φέγγος της καθημερινής μας τραγωδίας (Αλλοί,
αλλοί και τρισαλλοί! – Ακούστε, ακούστε, ω άνδρες Βοιωτοί, ω άνδρες Αθηναίοι!)
τους παλαιούς και νέους βλαστούς.
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος στο πεζό αυτό
ποίημα από τη συλλογή «Οκτάνα» δίνει τη δική του θέση για τον εκφυλισμό της
πολιτικής και για τη στάση που οφείλουν να κρατούν οι πολίτες απέναντι στους
αναποτελεσματικούς και λαοπλάνους πολιτικούς. Από τη στιγμή που οι
ηγέτες και οι πολιτικοί στους οποίους οι πολίτες εμπιστεύτηκαν το μέλλον της
χώρας, αδυνατούν να φέρουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, και προσπαθούν με
ωραιοποιημένες κουβέντες και καλλωπισμένα ψεύδη να αποκρύψουν την αλήθεια της
αποτυχίας τους, τότε η οργή του λαού είναι όχι μόνο δίκαιη, αλλά και
ευλογημένη.
«Όταν το ρήμα εκτοπίζεται και άρχουν
παντού τα επίθετα, θετά παιδιά της συμμορφώσεως και του διακοσμημένου ψεύδους,
τέλματα εκτείνονται εκεί όπου ο σπόρος έπιπτε ως σπέρμα.»
Τα ρήματα αποτελούν τους κατεξοχήν
φορείς δράσης και ενέργειας∙ με
αυτά δηλώνονται πράξεις, που σηματοδοτούν πρόοδο και αποτελεσματικότητα.
Αντιθέτως, τα επίθετα είναι οι λέξεις που χρησιμοποιούνται για να
καλλωπίσουν και να διακοσμήσουν την κενότητα, την απουσία πραγματικής δράσης∙
είναι οι λέξεις με τις οποίες κάποιος επιχειρεί να ωραιοποιήσει καταστάσεις και
να αποκρύψει έτσι το γεγονός της απραξίας του.
Τα επίθετα χαρακτηρίζονται από τον
ποιητή ως θετά παιδιά της συμμορφώσεως,
καθώς με την παραπλανητική δύναμη που έχουν να εξωραΐζουν καταστάσεις,
καθησυχάζουν τους πολίτες και τους αποτρέπουν από το να κατανοήσουν τη
σοβαρότητα της κατάστασης, τους αποτρέπουν από το να γνωρίσουν την αλήθεια, και
άρα να αντιδράσουν όπως πρέπει. Ο Εμπειρίκος, άλλωστε, είναι από τους ποιητές
εκείνους που διεκδικούν πάντοτε την ελευθερία στη σκέψη και στη δράση των
πολιτών∙ απεχθάνεται τις τακτικές εκείνων που προσπαθούν να κρατούν υπό
έλεγχο, υπό συμμόρφωση τη σκέψη και τη δύναμη του λαού. Οι πολίτες πρέπει
κατά τον Εμπειρίκο να βρίσκονται διαρκώς σε εγρήγορση και να μην υποκύπτουν στα
πλανερά κελεύσματα των κρατούντων για κανονικότητα και εξομοιωτική συμμόρφωση.
Με εξαίρετο, μάλιστα, τρόπο μας δίνει τις σκέψεις του στο ποίημα «Οι
μπεάτοι ή της μη συμμορφώσεως οι Άγιοι»
Όταν, επομένως, στα λόγια των πολιτικών
και των ηγετών εν γένει εκτοπίζονται τα ρήματα, μειώνεται η ουσιαστική δράση,
και κυριαρχούν τα επίθετα, τα διακοσμημένα δηλαδή ψέματα που χαρακτηρίζουν το
λόγο των αναποτελεσματικών ανθρώπων, τότε είναι σαφές πως η δημιουργική δύναμη
της χώρας περιέρχεται σε τέλμα.
Εκεί που κάποτε ο σπόρος της
δημιουργικής διάθεσης των πολιτών έπεφτε ως σπέρμα και έδινε ζωή στις επιθυμίες
και στις επιδιώξεις τους, αίφνης πέφτει σ’ ένα τέλμα, σε μια
καταστροφική αδράνεια, όπου δεν οδηγεί σε καμία πραγμάτωση. Όταν, επομένως,
οι πολιτικοί καταφεύγουν στα επίθετα, στα ωραιοποιημένα ψέματα, τότε έχουν με
την απραξία τους οδηγήσει μια ολόκληρη χώρα σ’ ένα οδυνηρό τέλμα. Και τότε η
αντίδραση των πολιτών είναι λογικό και ωφέλιμο να επέλθει.
«Μα τότε, ω, τότε δικαιολογούνται – τι
λέγω, ευλογούνται όλου του κόσμου οι θυμοί.»
Η αγανάκτηση των πολιτών απέναντι στην
άκρως επιζήμια αδράνεια των πολιτικών είναι όχι απλώς δικαιολογημένη, αλλά και
ευλογημένη. Γιατί μόνο μέσα από το θυμό των πολιτών μπορεί να επέλθει η
κάθαρση της κοινωνίας από τους μη αποτελεσματικούς φορείς εξουσίας.
«Οι εκριζωταί, τότε, δεν είναι (ω
άνδρες ασυμμόρφωτοι, ω άνδρες και γυναίκες) απλώς ίππων οπλαί, ή εκσκαφείς, ή
παίδες ρινοκέρων, δεν είναι μόνον νοσταλγοί της παμπάλαιας γης της Αττικής ή
Βοιωτίας, μα έφηβοι στεφανηφόροι, έφηβοι σπερματικοί και εις το γήρας των
ακόμη, θεμελιωταί, και όταν ακόμη δεν το ξέρουν, των νέων Θηβών ή Αθηνών.»
Οι εξοργισμένοι πολίτες που έρχονται
για να εκριζώσουν, για να ξεριζώσουν από τα πολιτικά πράγματα της χώρας
τους αδρανείς και επιζήμιους πολιτικούς άρχοντες, δεν λειτουργούν απλώς και
μόνο υπό την επίδραση της αγανάκτησής τους και δεν είναι απλά όργανα μιας νέας
δημιουργούμενης εποχής. Δεν είναι οι «εκριζωτές», επομένως, μόνο το μέσο για να
γίνει η εκκαθάριση, όπως το άλογο χρησιμοποιεί τις οπλές του ή όπως οι άνθρωποι
χρησιμοποιούν τους εκσκαφείς∙ ούτε πολύ περισσότερο είναι απλοί νοσταλγοί
παλαιότερων εποχών μεγαλείου. Το αίτημα για μια αποτελεσματικότερη
διοίκηση, για μια ουσιαστικότερη ηγεσία, δεν είναι μια ουτοπική ενατένιση προς
στιγμές δόξας του παρελθόντος, όπως αυτό συνέβη για την Αθήνα στα χρόνια του
Περικλή ή για τη Θήβα στα χρόνια του Επαμεινώνδα.
Το αίτημα αυτό προκύπτει από ανθρώπους
που φέρουν μέσα τους τη ζωοποιό εκείνη δύναμη που θα δημιουργήσει μια νέα Αθήνα και μια νέα Θήβα∙
από ανθρώπους που διακρίνονται για τον δυναμισμό τους, είτε βρίσκονται στην
πρώτη τους νιότη είτε όχι. Η επιδίωξή τους για μια πιο ενεργή στάση απέναντι
στα πράγματα, σίγουρα δε θα επαναφέρει τα επιτεύγματα της αρχαιότητας -δεν
είναι άλλωστε αυτή η πρόθεσή τους-, θα φέρει όμως μια νέα εποχή, με νέους και
διαφορετικούς λόγους υπερηφάνειας. Ακόμη κι αν οι ίδιοι δεν το καταλαβαίνουν,
με τη διάθεσή τους να αποδιώξουν τους αδρανείς και τους οκνηρούς, φέρουν ένα
μήνυμα αναγέννησης για τη χώρα.
Κι οι εκριζωτές αυτοί είναι οι
ασυμμόρφωτοι άνδρες και οι ασυμμόρφωτες γυναίκες∙ εκείνοι δηλαδή που δεν παύουν στιγμή
να σκέφτονται και να αντιλαμβάνονται όσα συμβαίνουν γύρω τους. Είναι οι πολίτες
εκείνοι που αρνούνται να συμβιβαστούν με το ωραιοποιημένο ψεύδος που θέλουν να
περάσουν οι κρατούντες στους πολίτες. Είναι οι πολίτες που δε χωρούν
στο καλούπι του φιλήσυχου και αδρανή ανθρώπου, που τόσο εξυπηρετεί τη
φυγοπονία και την ανεντιμότητα των πολιτικών και των ηγετών.
«Φθάνει να μη γελασθούν, να μην
εξαπατηθούν ποτέ από την Σφίγγα των τελμάτων, ή από τους εις εξώστας ή βουλάς
λαλούντας σοφιστάς και λαοπλάνους, που σφίγγουν δήθεν στοργικά και πνίγουν,
επάνω στα στήθη των τα πέτρινα, μέσα στο φέγγος της καθημερινής μας τραγωδίας
(Αλλοί, αλλοί και τρισαλλοί! – Ακούστε, ακούστε, ω άνδρες Βοιωτοί, ω άνδρες
Αθηναίοι!) τους παλαιούς και νέους βλαστούς.»
Κι οι εκριζωτές θα καταφέρουν το έργο
τους, θα επιτύχουν να απαλλάξουν τη χώρα από τους αναποτελεσματικούς
ηγέτες, που αρέσκονται μόνο στα λόγια και στα ψεύδη, αρκεί να μην
εξαπατηθούν από τη Σφίγγα των τελμάτων και από τις εξαγγελίες των επιτήδειων
και λαοπλάνων πολιτικών.
Η Σφίγγα των τελμάτων, το μυθικό τέρας που διαφυλάττει την
αδράνεια, την ολέθρια απραξία, είναι οι ίδιοι οι φορείς εξουσίας,
οι ίδιοι άνθρωποι που αδυνατούν να φέρουν αποτελέσματα. Κι όσο παράδοξο κι αν
φαίνεται οι αναποτελεσματικοί αυτοί ηγέτες και πολιτικοί φέρνουν ως δικαιολογία
για την αδυναμία τους, το δικό τους μηδενικό αποτέλεσμα. Η απάντηση στο αίνιγμα
της Σφίγγας των τελμάτων είναι πως την ευθύνη την έχουν εκείνοι στους οποίους
οι πολίτες έδωσαν τη δύναμη να ελέγχουν τα πράγματα της χώρας.
Μα, εκείνο που κυρίως ανησυχεί τον
ποιητή και ζητά από τους Βοιωτούς και τους Αθηναίους να τον ακούσουν με
προσοχή, είναι πως οι άθλιοι αυτοί πολιτικοί, όχι μόνο εξαπατούν τους
πολίτες, εξωραΐζοντας την απραξία τους, αλλά το χειρότερο πνίγουν στα
δίχως συναίσθημα στήθη τους και τους ανθρώπους εκείνους που πραγματικά
θα μπορούσαν με τη δράση τους να προσφέρουν έργο, τους ανθρώπους που θα
μπορούσαν να φέρουν τη νέα εποχή για τη χώρα. Δεν είναι, επομένως, μόνο το
γεγονός πως οι ίδιοι δεν μπορούν να επιτύχουν τίποτε το αξιόλογο, είναι πως
τραβούν μαζί τους στο τέλμα κι όλες τις δημιουργικές δυνάμεις της χώρας. Πνίγουν
τη νέα γενιά, πνίγουν και τους πολίτες κάθε ηλικίας, που θα είχαν τη
δυνατότητα να δημιουργήσουν κάτι το εξαιρετικό, αν τους δινόταν η ευκαιρία.
Μέσα στο φως της καθημερινής τραγωδίας
που βιώνουν οι πολίτες, οι λαοπλάνοι πολιτικοί, υποκρινόμενοι πως δήθεν
νοιάζονται για τους ανθρώπους της χώρας, φροντίζουν να καταποντίσουν
και να σιγάσουν κάθε δημιουργική δύναμη, κάθε ελπίδα για μια ουσιαστικότερη
και πιο ενεργή στάση απέναντι στα πράγματα.