Πλάτων, Πολιτεία 514a-515c (Η αλληγορία του σπηλαίου: οι δεσμώτες)
Μετὰ ταῦτα δή, εἶπον, ἀπείκασον τοιούτῳ πάθει τὴν ἡμετέραν φύσιν παιδείας τε πέρι καὶ ἀπαιδευσίας. Ἰδὲ γὰρ ἀνθρώπους οἷον ἐν καταγείῳ οἰκήσει σπηλαιώδει, ἀναπεπταμένην πρὸς τὸ φῶς τὴν εἴσοδον ἐχούσῃ μακρὰν παρὰ πᾶν τὸ σπήλαιον, ἐν ταύτῃ ἐκ παίδων ὄντας ἐν δεσμοῖς καὶ τὰ σκέλη καὶ τοὺς αὐχένας, ὥστε μένειν τε αὐτοὺς εἴς τε τὸ πρόσθεν μόνον ὁρᾶν, κύκλῳ δὲ τὰς κεφαλὰς ὑπὸ τοῦ δεσμοῦ ἀδυνάτους περιάγειν, φῶς δὲ αὐτοῖς πυρὸς ἄνωθεν καὶ πόρρωθεν καόμενον ὄπισθεν αὐτῶν, μεταξὺ δὲ τοῦ πυρὸς καὶ τῶν δεσμωτῶν ἐπάνω ὁδόν, παρ’ ἣν ἰδὲ τειχίον παρῳκοδομημένον, ὥσπερ τοῖς θαυματοποιοῖς πρὸ τῶν ἀνθρώπων πρόκειται τὰ παραφράγματα, ὑπὲρ ὧν τὰ θαύματα δεικνύασιν.
Ύστερ’ από αυτά, είπα, δοκίμασε να απεικονίσεις την ανθρώπινη φύση μας ως προς την παιδεία και την απαιδευσία της πλάθοντας με το νου σου μια κατάσταση όπως η ακόλουθη. Φαντάσου δηλαδή ανθρώπους σ’ ένα οίκημα υπόγειο, κάτι σαν σπηλιά, που το άνοιγμά της, ελεύθερο στο φως σε μεγάλη απόσταση, θα απλώνεται σε όλο το πλάτος της σπηλιάς, και τους ανθρώπους αυτούς να βρίσκονται μέσα εκεί από παιδιά αλυσοδεμένοι από τα σκέλια και τον αυχένα ώστε να μένουν ακινητοποιημένοι και να κοιτάζουν μόνο προς τα εμπρός χωρίς να μπορούν, έτσι αλυσοδεμένοι καθώς θα είναι, να στρέφουν γύρω το κεφάλι τους⸱ κι ένα φως να τους έρχεται από ψηλά κι από μακριά, από μια φωτιά που θα καίει πίσω τους, κι ανάμεσα στη φωτιά και στους δεσμώτες, στην επιφάνεια του εδάφους, να περνάει ένας δρόμος⸱ κι εκεί δίπλα φαντάσου ένα τειχάκι χτισμένο παράλληλα στο δρόμο σαν εκείνα τα χαμηλά παραπετάσματα που στήνουν οι ταχυδακτυλουργοί μπροστά στους θεατές για να δείχνουν από ’κει τα τεχνάσματά τους.
Φαντάσου ακόμη ότι κατά μήκος σ’ αυτό το τειχάκι κάποιοι άνθρωποι μεταφέρουν κάθε λογής κατασκευάσματα που εξέχουν από το τειχάκι, αγάλματα και άλλα ομοιώματα ζώων, από πέτρα, από ξύλο ή από οτιδήποτε άλλο, κι ότι, όπως είναι φυσικό, άλλοι από τους ανθρώπους που κουβαλάνε αυτά τα πράγματα μιλούν ενώ άλλοι είναι σιωπηλοί.
Αλλόκοτη, είπε, η εικόνα που περιγράφεις, και οι δεσμώτες αλλόκοτοι κι αυτοί.
Όμοιοι με εμάς, έκανα εγώ⸱ γιατί πρώτα-πρώτα μήπως φαντάζεσαι ότι οι δεσμώτες αυτοί εκτός από τον εαυτό τους και τους διπλανούς τους βλέπουν ποτέ τους τίποτε άλλο πέρα από τις σκιές που ρίχνει το φως αντικρύ τους στον τοίχο της σπηλιάς;
Και με τα πράγματα που περνούν μπροστά στο τειχάκι τι γίνεται; Τι άλλο εκτός από τις σκιές τους βλέπουν οι δεσμώτες;
Σαν τι άλλο θα μπορούσαν να δουν;
Αν, τώρα, είχαν τη δυνατότητα να συνομιλούν, δεν νομίζεις ότι θα πίστευαν πως αυτά για τα οποία μιλούν δεν είναι παρά οι σκιές που έβλεπαν να περνούν μπροστά από τα μάτια τους;
Κατανάγκην, είπε.
Κι αν υποθέσουμε ακόμη ότι στο δεσμωτήριο ερχόταν και αντίλαλος από τον αντικρυνό τοίχο; Κάθε φορά που θα μιλούσε κάποιος από όσους περνούσαν πίσω τους, φαντάζεσαι ότι οι δεσμώτες δεν θα πίστευαν ότι η φωνή βγαίνει από τη σκιά που θα έβλεπαν να περνά από μπροστά τους;
Μα το Δία, είπε, και βέβαια.
Ασφαλώς λοιπόν, είπα εγώ, οι άνθρωποι αυτοί δεν θα ήταν δυνατόν να πιστέψουν για αληθινό τίποτε άλλο παρά μονάχα τις σκιές των κατασκευασμάτων.
Ανάγκη αδήριτη, είπε.
(μετάφραση Ν. Μ. Σκουτερόπουλος)
Ύστερ’ απ’ αυτά παράστησε τώρα την ανθρώπινη φύση, σχετικά με την παιδεία και την απαιδευσία, με την ακόλουθη εικόνα που θα σου ειπώ: Φαντάσου σαν μέσα σ’ ένα σπήλαιο κάτω από τη γη, που να έχει την είσοδό του ανοιγμένη προς το φως σ’ όλο το μάκρος της. ανθρώπους που από παιδιά να βρίσκουνται εκεί μέσα αλυσοδεμένοι από τα πόδια και τον τράχηλο, σε τρόπο που να μένουν πάντα στην ίδια θέση και μόνο εμπρός των να βλέπουν, χωρίς να μπορούν να στρέψουν γύρω την κεφαλή τους εξ αιτίας τα δεσμά τους⸱ και από πίσω σε αρκετή απόσταση και υψηλότερά τους να υπάρχει αναμμένη φωτιά, που το φως της να έρχεται ως αυτούς και ανάμεσα στη φωτιά και τους δεσμώτες ένας δρόμος προς τα επάνω. και πλάι στο δρόμο φαντάσου ακόμα παράλληλά του χτισμένο ένα μακρύ τοιχαράκι σαν εκείνα τα διαφράγματα που έχουν βαλμένα οι θαυματοποιοί εμπρός από τους ανθρώπους και τους δείχνουν πάνω από κει τις ταχυδακτυλουργίες των.
Φαντάσου τώρα ανθρώπους να περνούν κατά μήκος αυτού του τοίχου φορτωμένοι κάθε λογής αντικείμενα, καθώς και αγάλματα ανθρώπων και ζώων κατασκευασμένα από ξύλο ή πέτρα ή ό,τι άλλο, που να ξεπερνούν όλ’ αυτά πιο ψηλά από το τοιχαράκι, κι αυτοί που τα σηκώνουν, όπως είναι φυσικό, άλλοι να μιλούν καθώς περνούν μεταξύ τους κι άλλοι να σωπαίνουν.
Πολύ παράξενη είναι η εικόνα και αλλόκοτοι οι δεσμώτες σου.
Και μολαταύτα όμοιοι με μας. και πρώτα πρώτα νομίζεις πως αυτοί οι δεσμώτες έχουν ιδεί ποτέ και από τους εαυτούς των και από τους τριγυρνούς των τίποτε άλλο, εκτός από τις σκιές που πέφτουν από τη λάμψη της φωτιάς επάνω στο αντικρυνό τους μέρος της σπηλιάς;
Και πώς να δουν, αφού είναι αναγκασμένοι να κρατούν ακίνητα τα κεφάλια όλη τους τη ζωή;
Ακόμα και από τα αντικείμενα που περνοδιαβαίνουν, άλλο τίποτα από τις σκιές των;
Τι άλλο βέβαια;
Κι αν θα μπορούσαν να μιλούν μεταξύ τους, δε νομίζεις να πιστεύουν πως τα ονόματα που δίνουν στις σκιές που βλέπουν να διαβαίνουν εμπρός τους, αναφέρονται σ’ αυτά τα ίδια τα αντικείμενα;
Αναγκαστικά.
Κι αν ακόμα η φυλακή τούς έστελνε αντίλαλο από αντικρύ τους, όταν θα μιλούσε κανείς απ’ όσους περνούν, νομίζεις πως τίποτ’ άλλο θα φαντάζονταν, παρά ότι η σκιά είναι εκείνη που μιλά;
Τι άλλο βέβαια;
Και εξάπαντος, τίποτ’ άλλο οι τέτοιοι δε θα πίστευαν αληθινό, παρά μονάχα εκείνες τις σκιές.
Ανάγκη πάσα.
(μετάφραση Ι. Γρυπάρης)
Η είσοδος της σπηλιάς είναι τόσο ψηλά και σε τέτοια απόσταση σε σχέση με το σημείο όπου βρίσκονται οι δεσμώτες, ώστε να μη φτάνει σε αυτούς το φως του ήλιου. Το μόνο φως που φτάνει σ’ αυτούς είναι από μια φωτιά που βρίσκεται μακριά και πολύ ψηλότερα από εκείνους. Ενώ ανάμεσα στη φωτιά και τους δεσμώτες υπάρχει ένας δρόμος στο πλάι του οποίου έχει χτιστεί ένας τοίχος.
Πίσω από αυτόν τον τοίχο -απ’ τη μεριά που είναι η φωτιά- περνούν άνθρωποι που κουβαλούν, ψηλότερα απ’ τον τοίχο, διάφορα αντικείμενα κατασκευασμένα από ξύλο ή πέτρα (ανδριάντες αλλά και ομοιώματα πλήθους πραγμάτων). Το ύψος του τοίχου είναι τέτοιο ώστε να καλύπτει τους ανθρώπους που κουβαλούν τα αντικείμενα, όχι όμως και τα αντικείμενα που εκείνοι μεταφέρουν. Έτσι, στο βάθος της σπηλιάς και μπροστά στα μάτια των δεσμωτών εμφανίζονται οι σκιές των πραγμάτων που μεταφέρουν οι άνθρωποι, με αποτέλεσμα τα μόνα οπτικά ερεθίσματα που έχουν οι δεσμώτες να είναι οι σκιές των αντικειμένων. Ενώ οι μόνες ομιλίες που ακούν είναι εκείνες των ανθρώπων που μεταφέρουν τα αντικείμενα, μη γνωρίζοντας όμως την ύπαρξή τους οι δεσμώτες αποδίδουν τις ομιλίες αυτές στις σκιές που βλέπουν μπροστά τους και τις οποίες εκλαμβάνουν ως τη μόνη πραγματικότητα.
«ἐν ταύτῃ ἐκ παίδων ὄντας ἐν δεσμοῖς καὶ τὰ σκέλη καὶ τοὺς αὐχένας, ὥστε μένειν τε αὐτοὺς εἴς τε τὸ πρόσθεν μόνον ὁρᾶν»
«φῶς δὲ αὐτοῖς πυρὸς ἄνωθεν καὶ πόρρωθεν καόμενον ὄπισθεν αὐτῶν»
«τοὺς γὰρ τοιούτους πρῶτον μὲν ἑαυτῶν τε καὶ ἀλλήλων οἴει ἄν τι ἑωρακέναι ἄλλο πλὴν τὰς σκιὰς τὰς ὑπὸ τοῦ πυρὸς εἰς τὸ καταντικρὺ αὐτῶν τοῦ σπηλαίου προσπιπτούσας;»
«Εἰ οὖν διαλέγεσθαι οἷοί τ’ εἶεν πρὸς ἀλλήλους, οὐ ταῦτα ἡγῇ ἂν τὰ ὄντα αὐτοὺς νομίζειν ἅπερ ὁρῷεν;»
«Τί δ’ εἰ καὶ ἠχὼ τὸ δεσμωτήριον ἐκ τοῦ καταντικρὺ ἔχοι; ὁπότε τις τῶν παριόντων φθέγξαιτο, οἴει ἂν ἄλλο τι αὐτοὺς ἡγεῖσθαι τὸ φθεγγόμενον ἢ τὴν παριοῦσαν σκιάν;»
Η αναλογία του σπηλαίου αναδεικνύει την επίφαση ελευθερίας και γνώσης που επικρατούσε -και επικρατεί- στην κοινωνία. Μιας και, όπως συμβαίνει με τους δεσμώτες του σπηλαίου, οι οποίοι παραμένουν καθηλωμένοι υπό τον έλεγχο των αισθήσεών τους, θεωρώντας πως οι σκιές που αντικρίζουν είναι η μόνη αλήθεια, έτσι και οι πολίτες που αρκούνται σε όσα τους παρέχουν οι αισθήσεις τους, χωρίς κριτικό έλεγχο και αμφισβήτηση, παραμένουν καθηλωμένοι και εύκολα ελεγχόμενοι από τους κατέχοντες την εξουσία.
Παρά την αρχική δυσκολία στη συσχέτιση των δύο καταστάσεων γίνεται σαφές πως τόσο οι σκιές που εκλαμβάνουν οι δεσμώτες ως πραγματικότητα όσο και η αδυναμία τους να κινηθούν, αποδίδουν τον αισθητό κόσμο των πολιτών, οι οποίοι δέσμιοι της άγνοιάς τους, δε συνειδητοποιούν τη δύναμη που έχουν και γίνονται έτσι υποχείρια των ισχυρών. Είναι, άλλωστε, προφανές πως και στις δύο περιπτώσεις εκείνο που χαρακτηρίζει την ιδιαίτερη κατάσταση των ανθρώπων είναι το γεγονός ότι δε γνωρίζουν πως βρίσκονται καθηλωμένοι εξαιτίας της άγνοιάς τους. Όπως οι δεσμώτες θεωρούν πως ό,τι αντιλαμβάνονται με τις αισθήσεις τους αποτελεί τη μοναδική αλήθεια, έτσι και οι πολίτες αποδέχονται τις συνθήκες που επικρατούν στην κοινωνία τους, ως τη μόνη πιθανή πραγματικότητα.
Οι δεσμώτες είναι οι άνθρωποι που βρίσκονται στο κατώτερο επίπεδο γνώσης και άρα αποδέχονται ως αληθινό μόνο ό,τι αντιλαμβάνονται με τις αισθήσεις τους. Εγκλωβισμένοι στο σκοτάδι της άγνοιας θεωρούν πως οι σκιές των πραγμάτων είναι η αληθινή εικόνα του κόσμου, στοιχείο που βρίσκει το αντίστοιχό τους στους απαίδευτους πολίτες που δεν αμφισβητούν τα δεδομένα της πολιτικής ζωής καθώς θεωρούν πως αυτά αποτελούν τη μόνη πιθανή έκφανση της πραγματικότητας. Πολίτες που γίνονται υποχείρια των ισχυρών της κοινωνίας, καθώς δεν έχουν την απαιτούμενη κριτική ικανότητα, δεν έχουν το πνευματικό εκείνο επίπεδο που θα τους επέτρεπε να διεκδικήσουν την καλύτερη δυνατή οργάνωση και λειτουργία της πολιτείας, όπως αυτή θα τους παρεχόταν αν οι φιλόσοφοι και οι πεπαιδευμένοι είχαν τον έλεγχο της κοινωνίας.
Τα δεσμά/αλυσίδες συμβολίζουν τις αισθήσεις, οι οποίες αν και βοηθούν τους ανθρώπους ν’ αντιληφθούν τα πράγματα γύρω τους, εντούτοις αν δε συνοδεύονται από τη χρήση της σκέψης και της λογικής, τότε παρέχουν μηδαμινά δεδομένα και φυσικά μια ελλιπέστατη κατανόηση της πραγματικότητας.
Η φωτιά, μαζί με τους ανθρώπους που μεταφέρουν τα αντικείμενα, συμβολίζει τις αισθήσεις και τη σχετική μεταφορά των δεδομένων στην αντίληψη του ανθρώπου. Έτσι, το τεχνητό φως της φωτιάς είναι η πρωταρχική πηγή γνώσης για τους ανθρώπους, που φυσικά δεν επαρκεί και δε συγκρίνεται με το φως του ήλιου, με τη γνώση που κατέχουν οι άνθρωποι μέσω της νόησης, της λογικής δηλαδή και της σκέψης.
Ο φωτεινός κόσμος έξω από τη σπηλιά είναι φυσικά ο κόσμος των ιδεών, η πραγματικότητα όπως γίνεται αντιληπτή με την πλήρη χρήση των νοητικών λειτουργιών. Η θέαση του κόσμου των ιδεών που κατακτάται μόνο μέσω της διαδικασίας της παιδείας φέρνει τους ανθρώπους στο γνωστικό επίπεδο της «διάνοιας».
Ενώ ο ήλιος συμβολίζει το ανώτατο επίπεδο γνώσης, τη θέαση της Ιδέας του Αγαθού (το ανώτατο επίπεδο γνώσης, η «νόηση», επιφυλάσσεται για τους βέλτιστους των πολιτών).
ἡγῇ ἂν: Ρήμα. σὺ: Υποκείμενο ρήματος (εννοείται). νομίζειν: Αντικείμενο ρήματος, ειδικό απαρέμφατο. αὐτοὺς: Υποκείμενο απαρεμφάτου (ετεροπροσωπία). ταῦτα: Αντικείμενο απαρεμφάτου. τὰ ὄντα: Κατηγορούμενο του αντικειμένου ταῦτα.
Ενώ, η μετάφραση του Γρυπάρη, αν και σωστή, λειτουργεί περισσότερο ερμηνευτικά, εφόσον επιχειρεί να αποδώσει τον προβληματισμό του Πλάτωνα πως οι δεσμώτες μη γνωρίζοντας παρά μόνο των κακέκτυπα των πραγματικά όντων τα ονομάζουν με ονόματα που κανονικά θα έπρεπε να αποδίδονται μόνο στα άρτια όντα του κόσμου των Ιδεών: «δε νομίζεις να πιστεύουν πως τα ονόματα που δίνουν στις σκιές που βλέπουν να διαβαίνουν εμπρός τους, αναφέρονται σ’ αυτά τα ίδια τα αντικείμενα;»
όλους τους θνητούς, όποιος βρεθεί στα μέρη τους.
Αν κάποιος πλησιάσει ανύποπτος κι ακούσει των Σειρήνων
τη φωνή, δεν γίνεται να τον χαρούν ξανά στον γυρισμό του
γυναίκες και μικρά παιδιά∙ τον θέλγουν οι Σειρήνες
με το οξύφωνο τραγούδι τους,
σ’ ένα λιβάδι καθισμένες, γύρω σωρός τα κόκαλα,
σάρκες ανθρώπων σαπισμένες, φαγωμένα δέρματα.
Σε συμβουλεύω να τις προσπεράσεις∙ όσο για τους συντρόφους σου,
γλυκό κερί σαν μέλι μάλαξε και βούλωσε μ’ αυτό τ’ αφτιά τους,
ώστε κανείς από τους άλλους να μην το ακούσει το τραγούδι τους.
Μόνος εσύ μπορείς να τις ακούσεις, αν το θελήσεις∙
θα πρέπει ωστόσο, εκεί στο πλοίο που θα φεύγει γρήγορα,
χέρια και πόδια να σε δέσουν, όρθιο πάνω στο κατάρτι,
με τα σχοινιά πλεγμένα γύρω του∙ κι έτσι να ακούσεις, να απολαύσεις
των Σειρήνων τη φωνή.
Κι αν τους συντρόφους σου παρακαλείς, αν τους φωνάζεις να σε λύσουν,
Εκείνοι ακόμη πιο σφιχτά, με περισσότερα σχοινιά θα πρέπει να σε δέσουν.
(μετάφραση Δ. Ν. Μαρωνίτης)
Να συγκρίνετε τους δεσμώτες του πλατωνικού σπηλαίου με τους συντρόφους αλλά και με τον Οδυσσέα. Να προσέξετε ιδιαίτερα τη λειτουργία μιας αίσθησης: της ακοής.
Η θελκτική δύναμη του τραγουδιού των Σειρήνων είναι αναπόδραστη, με αποτέλεσμα εκείνος που το ακούει να μην μπορεί πλέον να ελέγξει με τη λογική τις πράξεις και τις αντιδράσεις του. Έτσι, αν ο Οδυσσέας θέλει να το ακούσει χωρίς να χάσει τη λογική και τη ζωή του, θα πρέπει να δεθεί στο κατάρτι του πλοίου. Οι σύντροφοί του, μάλιστα, θα μπορέσουν να τον προφυλάξουν από τον ίδιο του τον εαυτό, αφού θα έχουν βουλώσει τα αυτιά τους με κερί. Εκείνοι, καθώς δεν θα ακούν το τραγούδι των Σειρήνων, θα παραμένουν ανεπηρέαστοι από το φονικό κάλεσμά τους. Η δική τους λογική θα παραμένει ελεύθερη, εφόσον δεν θα υποδουλωθεί από τη δύναμη των αισθήσεών τους και ειδικότερα της ακοής.
Ο Οδυσσέας από τη στιγμή που θα ακούσει το τραγούδι των Σειρήνων θα είναι απόλυτα δέσμιος των αισθήσεών του, χωρίς την ικανότητα της λογικής κρίσης, όπως εγκλωβισμένοι στον κόσμο των αισθήσεών τους είναι και οι δεσμώτες του σπηλαίου. Το γεγονός, άλλωστε, πως από την παιδική ηλικία είναι αναγκασμένοι να βλέπουν και να ακούν τις σκιές που δημιουργεί η φωτιά που βρίσκεται πίσω τους. Διαμορφώνουν, έτσι, μια λανθασμένη αντίληψη για την πραγματικότητα βασιζόμενοι μόνο στις αισθήσεις τους, αφού δεν έχουν τη δυνατότητα να λάβουν άλλα ερεθίσματα ή να έχουν πλήρη εποπτεία του χώρου, ώστε να αξιολογήσουν με τη λογική την κατάσταση στην οποία βρίσκονται παγιδευμένοι.
Ο Francis Bacon (1561-1626), ο θεμελιωτής του νεότερου εμπειρισμού, επιχειρεί να απελευθερώσει τη νόηση από τις χίμαιρές της, προτείνοντας ένα νέο “όργανο”, σε αντίθεση προς το αρχαίο (του Αριστοτέλη). Στο Novum Organum (1620) εντοπίζει τις
πλάνες που παρεμποδίζουν την ορθή πορεία του ανθρώπινου λογικού και τις κατηγοριοποιεί σε τέσσερα είδωλα (ψευδαισθήσεις, Idola): (1) Είδωλα της φυλής: οφείλονται στην ίδια την ανθρώπινη φύση, στους περιορισμούς των ανθρώπινων αισθήσεων. (2) Είδωλα του σπηλαίου. (3) Είδωλα της αγοράς: προέρχονται από την κατά σύμβαση χρήση των γλωσσών στο πλαίσιο της ανθρώπινης επικοινωνίας. (4) Είδωλα του θεάτρου: οφείλονται στα παραδοσιακά φιλοσοφικά συστήματα που εκλαμβάνονται σαν δόγματα, χωρίς λογικο-επιστημονικό έλεγχο. Για να προσπεράσει ο άνθρωπος τα εμπόδια προς την επιστημονική πρόοδο, πρέπει να ακολουθήσει την επαγωγική συλλογιστική πορεία.
Τα είδωλα του σπηλαίου είναι οι ψευδαισθήσεις του κάθε ατόμου χωριστά. Διότι (εκτός από τις πλάνες της ανθρώπινης φύσης εν γένει) ο κάθε άνθρωπος έχει ένα είδος ατομικής υπόγειας σπηλιάς ή άντρου, που κομματιάζει και εξασθενεί το φως της φύσης. Αυτό ίσως συμβαίνει (α) είτε λόγω της ιδιαίτερης και μοναδικής φύσης του κάθε ανθρώπου⸱ (β) είτε λόγω της ανατροφής του και των συναναστροφών του⸱ (γ) είτε λόγω της ανάγνωσης βιβλίων και της αυθεντίας εκείνων που εκτιμά και θαυμάζει∙ (δ) είτε λόγω των διαφορετικών εντυπώσεων που δημιουργούνται στην ψυχή, που ίσως είναι απασχολημένη με άλλα και προκατειλημμένη ή είναι γαλήνια και αμερόληπτη, κ.τ.ό. Άρα, είναι πρόδηλο ότι το ανθρώπινο πνεύμα (σε όποια διάθεση βρίσκεται σε διαφορετικούς ανθρώπους) είναι ένα μεταβαλλόμενο πράγμα, παντελώς συγκεχυμένο και σχεδόν τυχαίο. Καλά είπε, λοιπόν, ο Ηράκλειτος [αποσπάσματα 1 & 2] ότι οι άνθρωποι αναζητούν τη γνώση σε μικρότερους (ιδιωτικούς) κόσμους και όχι στον μεγάλο ή κοινό κόσμο.
1. Ο Βάκων κρατά αρνητική έως περιφρονητική στάση προς την παραδοσιακή σκέψη και την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, ειδικά στο αριστοτελικό σύστημα (στη μορφή που το είχε τυποποιήσει και υιοθετήσει η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία) και τον πλατωνισμό. Αν συγκρίνετε τα δύο κείμενά του με την πλατωνική αλληγορία του σπηλαίου, ποιες ομοιότητες και ποιες διαφορές μπορείτε να βρείτε;
(Novum Organum, I.43).
Ο Ντεκάρτ σε ένα από θεμελιώδη έργα της νεότερης φιλοσοφίας, τους Στοχασμούς του (1641), επιχειρηματολογεί υπέρ της ύπαρξης του Θεού και της διάκρισης της ψυχής από το σώμα. Όμως, για να διατυπώσει αληθείς προτάσεις, απαλλαγμένες από την πλάνη, αμφιβάλλει για την αξιοπιστία των αισθήσεων και αναβαθμίζει την εμπιστοσύνη στις νοητικές δυνάμεις του ανθρώπου και στον ορθό λόγο.
Με ποιον τρόπο συνδέονται όσα κυριολεκτικά καταγράφει ο Ντεκάρτ με όσα αλληγορικά εννοεί ο Πλάτων;