Tom Mc Nemar
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Επιτάφιον»
Ξένε, παρά τον Γάγγην κείμαι Σάμιος
ανήρ. Επί της τρισβαρβάρου ταύτης γης
έζησα βίον άλγους, μόχθου, κ’ οιμωγής.
Ο τάφος ούτος ο παραποτάμιος
κλείει δεινά πολλά. Πόθος ακήρατος
χρυσού εις εμπορίας μ’ ώθησ’ εναγείς.
Εις ινδικήν ακτήν μ’ έρριψ’ η καταιγίς
και δούλος επωλήθην. Μέχρι γήρατος
κατεκοπίασα, ειργάσθην απνευστί —
φωνής ελλάδος στερηθείς, και των οχθών
μακράν της Σάμου. ΄Οθεν νυν ουδέν
φρικτόν
πάσχω, κ’ εις άδην δεν πορεύομαι
πενθών.
Εκεί θα είμαι μετά των συμπολιτών.
Και του λοιπού θα ομιλώ ελληνιστί.
Το «Επιτάφιον» εντάσσεται θεματικά στα
επιτύμβια ποιήματα φανταστικών προσώπων που συνθέτει ο Κωνσταντίνος Καβάφης
προκειμένου να παρουσιάσει τις αξίες εκείνες που περισσότερο τίμησαν οι
άνθρωποι αυτοί στη ζωή τους. Κάθε τέτοιο επιτύμβιο ποίημα διακρίνεται για τη
μοναδικότητά του, όπως μοναδική είναι κι η πορεία κάθε ανθρώπου στη ζωή.
Το ποίημα αυτό έχει τη μορφή σονέτου,
είναι δηλαδή δεκατετράστιχο και αποτελείται από δύο τετράστιχες και δύο
τρίστιχες στροφές. Στις τετράστιχες στροφές έχουμε σταυρωτή ομοιοκαταληξία,
καθώς ο πρώτος στίχος ομοιοκαταληκτεί με τον τέταρτο κι ο δεύτερος με τον τρίτο
(αββα), ενώ στις δυο τρίστιχες υπάρχει μία σταυρωτή ομοιοκαταληξία σε κάθε
στροφή, και φυσικά ένας στίχος της μιας τρίστιχης στροφής ομοιοκαταληκτεί μ’
έναν της επόμενης (εδώ ο πρώτος με τον τρίτο).
Οι στίχοι του ποιήματος είναι ιαμβικοί δωδεκασύλλαβοι.
Ξένε, παρά τον Γάγγην κείμαι Σάμιος
ανήρ. Επί της τρισβαρβάρου ταύτης γης
έζησα βίον άλγους, μόχθου, κ’ οιμωγής.
Η επιτύμβια αυτή ποιητική γραφή
ενημερώνει σε α΄ πρόσωπο κάθε ξένο που την αντικρίζει ότι εδώ στο πλάι του
Γάγγη είναι ενταφιασμένος ένας άνδρας από τη Σάμο. Ένας Σάμιος που κατέληξε να
ταφεί δίπλα στον ιερότερο ποταμό της Ινδίας, αφού πρώτα πέρασε σ’ αυτή την
εντελώς απολίτιστη χώρα μια ζωή πόνου, ακατάπαυστου μόχθου και σπαρακτικού
θρήνου.
Το γεγονός ότι προτάσσεται και
δηλώνεται τόσο εμφατικά το παράπονο του ποιητικού υποκειμένου για τα πλείστα
βάσανα και τις οδύνες της ζωής του, προϊδεάζει τον αναγνώστη για τις
ασυνήθιστες συνθήκες που οδήγησαν τον ήρωα σε μια τόσο δύσκολη ζωή.
Ο τάφος ούτος ο παραποτάμιος
κλείει δεινά πολλά. Πόθος ακήρατος
χρυσού εις εμπορίας μ’ ώθησ’ εναγείς.
Εις ινδικήν ακτήν μ’ έρριψ’ η καταιγίς
και δούλος επωλήθην.
Αυτός ο παραποτάμιος τάφος, λοιπόν,
κλείνει μέσα του πολλά βάσανα και συμφορές∙ κλείνει την ατυχή κατάληξη μιας
περιπέτειας που ξεκίνησε για να προσφέρει στον ήρωα πλούτη κι ευζωία. Ο άδολος
πόθος του ήρωα να κερδίσει άφθονο χρυσάφι τον ώθησε σε «καταραμένες» εμπορικές
δραστηριότητες, αφού όπως αποδείχθηκε ένα από αυτά τα ταξίδια είχε ολέθριες
συνέπειες για τη ζωή του. Μια αιφνίδια καταιγίδα τον έριξε σε μια ινδική ακτή,
όπου και πουλήθηκε ως δούλος.
Η γνωστή από παλιά τάση των Ελλήνων να
διεκδικούν μια καλύτερη μοίρα μέσα από ταξίδια και εμπορικά εγχειρήματα∙ τάση
που συχνά απέδιδε τεράστια οικονομικά και πνευματικά οφέλη, αποδεικνύεται εδώ
καταστροφική, εφόσον καταδικάζει τον ήρωα σε μια ολόκληρη ζωή δουλείας.
Παρόλο που ο Καβάφης δεν παρέχει κάποια
απτή χρονολογική ένδειξη προσέχουμε πως με τη χρήση της καθαρεύουσας καθιστά
σαφές πως όσα παρουσιάζει διαδραματίζονται στο απώτερο παρελθόν.
Μέχρι γήρατος
κατεκοπίασα, ειργάσθην απνευστί —
φωνής ελλάδος στερηθείς, και των οχθών
μακράν της Σάμου.
Ο ήρωας από τη Σάμο εργάστηκε πολύ
σκληρά και χωρίς να πάρει ανάσα μέχρι που γέρασε. Κουράστηκε σε ακραίο βαθμό,
μα ό,τι πραγματικά του προκάλεσε πόνο ήταν το γεγονός πως όλα αυτά τα χρόνια
δεν είχε την ευκαιρία ν’ ακούσει την ελληνική γλώσσα και να δει τις αγαπημένες
ακτές της Σάμου. Ο άθελά του εξόριστος αυτός άνθρωπος δεν θρηνεί για το γεγονός
ότι δούλευε αδιάκοπα, αλλά για το γεγονός ότι στερήθηκε την αγαπημένη του
γλώσσα∙ για το γεγονός ότι πέρασε ολόκληρη τη ζωή του χωρίς να είναι σε θέση ν’
ακούσει τον προσφιλή ήχο της ελληνικής γλώσσας.
Οθεν νυν ουδέν φρικτόν
πάσχω, κ’ εις άδην δεν πορεύομαι
πενθών.
Εκεί θα είμαι μετά των συμπολιτών.
Και του λοιπού θα ομιλώ ελληνιστί.
Έτσι, όταν ήρθε πια η στιγμή του
θανάτου του ο άνδρας από τη Σάμο δεν θεώρησε πως του συμβαίνει κάτι το φρικτό,
ούτε στάθηκε να πενθήσει για το τέλος της ζωής του, το αντίθετο μάλιστα, ο
θάνατος ήρθε ως λύτρωση, κι ακόμη περισσότερο ως απάντηση στις βαθύτερες ανάγκες
της ψυχής του. Ο ήρωας μεταβαίνει στον Άδη γνωρίζοντας πως εκεί θα βρίσκεται
μαζί με τους συμπολίτες του και πως από εκείνη τη στιγμή και μετά θα μιλά
συνεχώς ελληνικά, χωρίς να μπορεί κανείς να του στερήσει τους ήχους της
πολύτιμης γλώσσας του. Ο ήρωας θα μπορεί πλέον να εκφράζει ανενόχλητος τις
σκέψεις του στα ελληνικά και θα βρίσκεται με ανθρώπους της δικής του πατρίδας∙
με ανθρώπους που θα μπορούν να νιώσουν και να καταλάβουν όλα όσα αισθάνεται κι
όλα όσα λέει.
Ο έπαινος αυτός της ελληνικής γλώσσας -που
επί της ουσίας μπορεί να σταθεί κι ως έπαινος κάθε μητρικής γλώσσας-,
αναδεικνύει το πόσο στενή είναι η διασύνδεση της προσωπικότητας και του
συναισθηματικού κόσμου των ανθρώπων με τη γλώσσα της πατρίδας τους. Για τον
μετανάστη ή τον πρόσφυγα που ζει σε μια ξένη χώρα και δεν έχει την ευκαιρία να
μιλήσει και ν’ ακούσει τη δική του γλώσσα, αυτό αποτελεί ένα ισχυρό πλήγμα,
μιας και νιώθει ότι του στερούν ένα βασικό κομμάτι της ταυτότητάς του. Η ξένη
γλώσσα μπορεί να φανεί χρήσιμη για τη συνεννόηση, αλλά δεν παύει να είναι ένας
άψυχος κώδικας που εξυπηρετεί απλώς μια ανάγκη. Δεν μπορεί ποτέ να «μιλήσει»
τόσο βαθιά στην ψυχή ενός ανθρώπου, όσο η δική του γλώσσα∙ η μητρική του.
Για τον Σαμιώτη ήρωα του ποιήματος η
ελληνική γλώσσα θα λειτουργήσει σαν βάλσαμο για όλα τα δεινά που πέρασε στη ζωή
του, αφού θα τον κάνει να αισθανθεί και πάλι πως βρίσκεται με ανθρώπους δικούς
του∙ πως βρίσκεται στην πατρίδα του και μπορεί επιτέλους να μιλήσει τη γλώσσα
τη δική του∙ τη μόνη γλώσσα που εκφράζει πραγματικά τους καημούς της ψυχής του.