Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Απαντήσεις σε Θέματα Πανελληνίων: Λογοτεχνία Κατεύθυνσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Απαντήσεις σε Θέματα Πανελληνίων: Λογοτεχνία Κατεύθυνσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Εξετάσεις Ομογενών 2007 «Όνειρο στο κύμα»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Conni Togel 

Εξετάσεις Ομογενών 2007 «Όνειρο στο κύμα»

Ενότητα 2η: «Ἡ τελευταία χρονιά πού ἤμην ἀκόμη φυσικός ἄνθρωπος ἦτον τό θέρος ἐκεῖνο τοῦ ἔτους 187... Ἦτον ὠχρά, ροδίνη, χρυσαυγίζουσα καί μοῦ ἐφαίνετο νά ὁμοιάζῃ μέ τήν μικρήν στέρφαν αἶγα, τήν μικρόσωμον καί λεπτοφυῇ, μέ κατάστιλπνον τρίχωμα, τήν ὁποίαν ἐγώ εἶχα ὀνομάσει Μοσχούλαν.»

Ερωτήσεις:
Α. Το «Ὄνειρο στό κῦμα» ανήκει γενικώς στα «αυτοβιογραφικά» διηγήματα του Αλ. Παπαδιαμάντη, τα οποία συνδέονται με τα εφηβικά του χρόνια στη Σκιάθο. Να επισημάνετε τρία αυτοβιογραφικά στοιχεία στο απόσπασμα που σας δίνεται.
Μονάδες 15

Ένα πρώτο αυτοβιογραφικό στοιχείο του διηγήματος προκύπτει από τη χρονολογία στην οποία τοποθετεί τα γεγονότα της ευδαιμονικής εφηβείας του ήρωα: «το θέρος εκείνο του έτους 187... Ήμην ωραίος έφηβος...». Ο Παπαδιαμάντης γεννήθηκε το 1851, οπότε το 1870 ήταν 19 ετών, ηλικία που συμπίπτει σχεδόν με αυτή του νεαρού ήρωα.
Ένα δεύτερο στοιχείο προκύπτει από τις αναφορές στα τοπωνύμια της Σκιάθου: «Η πετρώδης, απότομος ακτή του, η Πλατάνα, ο Μέγας Γιαλός, το Κλήμα...». Η ιστορία του νεαρού βοσκού εκτυλίσσεται στη Σκιάθο, στο νησί που γεννήθηκε και μεγάλωσε ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης.
Ένα ακόμη αυτοβιογραφικό στοιχείο εντοπίζουμε στις θρησκευτικές αναφορές του διηγήματος: «Εμιμούμην του πεινασμένους μαθητάς του Σωτήρος, κ’ έβαλλα εις εφαρμογήν τας διατάξεις του Δευτερονομίου χωρίς να τας γνωρίζω». Η αφοσίωση του συγγραφέα στη χριστιανική πίστη, που αποτέλεσε γνώρισμα της ζωής του από πολύ νωρίς, μιας και ήταν γιος ιερέα, αλλά και η γνώση των θρησκευτικών κειμένων διατρέχουν το διήγημα αυτό και αναδεικνύουν την αυτοβιογραφική του διάσταση.

Β1. Δύο από τα χαρακτηριστικά της αφηγηματικής τέχνης του Παπαδιαμάντη είναι η αναδρομική αφήγηση και η περιγραφή τόπου ή χώρου: α) να εντοπίσετε στο απόσπασμα δύο παραδείγματα για την κάθε περίπτωση (μονάδες 8), β) τι πετυχαίνει ο συγγραφέας με τη χρήση αυτών των αφηγηματικών χαρακτηριστικών; (μονάδες 12).  Μονάδες 20
Η αναδρομική αφήγηση, που είναι κυρίαρχη στο διήγημα αυτό γίνεται εμφανής τόσο στη διήγηση της προσωπικής ιστορίας του νεαρού ήρωα: «Η τελευταία χρονιά που ήμην ακόμη φυσικός άνθρωπος ήτον το θέρος εκείνο του έτους 187...», όσο και στην ιστορία του κυρ Μόσχου: «Ο κυρ Μόσχος είχεν αποκτήσει περιουσίαν εις επιχειρήσεις και ταξίδια... ο κάτω τοίχος, με σφοδρόν βορράν πνέοντα, σχεδόν εβρέχετο από το κύμα.».
Σε ό,τι αφορά την κύρια αναδρομική αφήγηση του διηγήματος, την προσωπική ιστορία δηλαδή του νεαρού βοσκού, που δίνεται από τον ενήλικα αφηγητή, έχει ως κύριο στόχο να αναδείξει τη διαφορά ανάμεσα στην ευτυχία της φυσικής ζωής και τη δυστυχία της περιορισμένης αστικής ζωής. Ο ενήλικας αφηγητής, έχοντας πλέον εγκατασταθεί στην πόλη, αντικρίζει καθαρότερα τα γεγονότα της ζωής του και αντιλαμβάνεται πως η μόνη περίοδος που υπήρξε πραγματικά ευτυχισμένος ήταν όταν ζούσε στο νησί του. Η αναδρομική αφήγηση επομένως παρέχει τη δυνατότητα στον ενήλικα αφηγητή να προχωρήσει σε έναν απολογισμό της ζωής του και να κρίνει ουσιαστικότερα τις επιμέρους φάσεις της. Έτσι, ο ευδαιμονισμός της ζωής στη Σκιάθο δεν αποτελεί απλώς μια παράθεση ευτυχισμένων στιγμών στα πλαίσια της επαφής του ήρωα με τη φύση, αλλά μια επώδυνα επιβεβαιωμένη αλήθεια του αφηγητή. Η απομάκρυνση από την απλότητα της νησιώτικης ζωής έχει σημαντικές επιπτώσεις.
Σε ό,τι αφορά την αναδρομική αφήγηση που σχετίζεται με την ιστορία του κυρ Μόσχου, αυτή έρχεται να αιτιολογήσει το χαρακτηρισμό που του αποδίδει ο αφηγητής, ότι ήταν δηλαδή ένας ιδιότροπος μικρός άρχοντας. Με την αναδρομική αυτή αφήγηση, ο αναγνώστης ενημερώνεται για τη ζωή του κυρ Μόσχου, για την πηγή της μεγάλης του περιουσίας, αλλά και για την σκόπιμη και δαπανηρή του προσπάθεια να διαχωρίσει το σπίτι του και την περιουσία του από τους υπόλοιπους κατοίκους του νησιού. Τέτοιου είδους αναδρομικές αφηγήσεις που αναφέρονται σε επιμέρους πρόσωπα της ιστορίας, γίνονται παρεμπιπτόντως και παρέχουν τα αναγκαία κάθε φορά στοιχεία, ώστε ο αναγνώστης να κατανοήσει πληρέστερα τα πρόσωπα αυτά και τη συμμετοχή τους στην ιστορία του ήρωα.
Οι αναδρομικές αφηγήσεις, επομένως, πέρα από τη βασική λογοτεχνική τους λειτουργία που έγκειται στην αποφυγή μιας μονότονης αφήγησης των γεγονότων κατά απόλυτη χρονολογική σειρά, επιτελούν και άλλες σημαντικές λειτουργίες. Από τη μία προσδίδουν στις σκέψεις και στα βιώματα του αφηγητή το κύρος μιας εκ των υστέρων αξιολογημένης εμπειρίας και αφετέρου συμπληρώνουν την απαιτούμενη πληροφόρηση του αναγνώστη, ώστε να κατανοεί πληρέστερα τα πρόσωπα και τα γεγονότα της ιστορίας.

Ένα πρώτο παράδειγμα περιγραφής τόπου είναι το ακόλουθο: «Η πετρώδης, απότομη ακτή του.... με το αιώνιον της πνοής των φραγγέλιον». Η περιγραφή εδώ αφενός παρουσιάζει το σκηνικό χώρο στον οποίο ζει και κινείται ο ήρωας και αφετέρου αναδεικνύει την ιδιαίτερη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο νεαρό ήρωα και στο φυσικό του περιβάλλον. Ο νεαρός βοσκός όχι μόνο απολαμβάνει το κάλλος και την αρμονία του νησιού του, αλλά πολύ περισσότερο αισθάνεται τον εαυτό του σε πλήρη ταύτιση και συσχέτιση με το χώρο γύρω του. Η επιδίωξη του συγγραφέα να αναδείξει την ευτυχία που μπορεί να αντλήσει ο άνθρωπος, όταν ζει κοντά στο φυσικό του περιβάλλον, επιτυγχάνεται με ιδιαίτερη παραστατικότητα χάρη σε αυτήν την περιγραφή.
Ένα δεύτερο παράδειγμα περιγραφής έχουμε στο εξής σημείο: «Έκτισεν εις την άκρην πυργοειδή υψηλόν οικίσκον... ο κάτω τοίχος, με σφοδρόν βορράν πνέοντα, σχεδόν εβρέχετο από το κύμα». Με την περιγραφή του σπιτιού και του μεγάλου τοιχισμένου κτήματος του κυρ Μόσχου, ο συγγραφέας καθιστά σαφέστερη την απόσταση ανάμεσα στο φτωχό βοσκό και τον πλούσιο θείο της ηρωίδας. Η αντίθεση που δημιουργείται ανάμεσα στο φτωχό, αλλά ευτυχισμένο νέο που αισθάνεται ελεύθερος να απολαμβάνει κάθε ομορφιά του νησιού του και τον πλούσιο κυρ Μόσχο που θέλει να κρατά αποκλεισμένους τους άλλους κατοίκους του νησιού από την εκτεταμένη του ιδιοκτησία, προβάλλει δύο διαφορετικές στάσεις ζωής, αλλά και δύο εντελώς διαφορετικές κοινωνικές τάξεις. Έτσι, η περιγραφή του κτήματος και του πυργοειδή οικίσκου τονίζει αφενός το κοινωνικό χάσμα ανάμεσα στο νεαρό βοσκό και τον πλούσιο κυρ Μόσχο, επομένως και ανάμεσα στο νεαρό ήρωα και την αγαπημένη του, και αφετέρου ανάμεσα στην απλοϊκή ευδαιμονία του φτωχού βοσκού και την ιδιότροπη αντικοινωνικότητα του πλούσιου κυρ Μόσχου, που επιθυμεί να ζει αποκομμένος από τους άλλους ανθρώπους.

Β2. α. Πώς περιγράφεται η ανεψιά του κυρ Μόσχου, Μοσχούλα, στις δύο τελευταίες παραγράφους του αποσπάσματος; (μονάδες 11).
β. Η ομορφιά της Μοσχούλας εκφράζεται με παρομοιώσεις, επίθετα και μεταφορές. Να δώσετε δύο παραδείγματα για το κάθε εκφραστικό μέσο (μονάδες 9). Μονάδες 20
α) Η νεαρή κοπέλα, που ήταν δύο χρόνια νεότερη από τον ήρωα της ιστορίας, άρα δεκαέξι μόλις ετών, ήταν ζωηρή και ανήσυχη. Όταν, μάλιστα, ήταν ακόμη μικρότερη της άρεσε να παίζει στα βράχια και στους κολπίσκους της ακρογιαλιάς, μαζεύοντας κοχύλια και κυνηγώντας καβούρια. Η ζωηρότητά της την έκανε να μοιάζει με τα πουλιά του αιγιαλού που βρίσκονται διαρκώς σε κίνηση, καθώς αναζητούν την τροφή τους.
Ήταν, επίσης, μελαχρινή και όμορφη, όπως η ηλιοκαμένη κόρη από το Άσμα των Ασμάτων, που την είχαν βάλει οι αδερφοί της να φυλά τα αμπέλια και χωρίς να το θέλει μαύρισε από την έκθεση στον ήλιο. Έτσι και η Μοσχούλα είχε μαυρίσει στο πρόσωπο από το συνεχές παιχνίδι κάτω απ’ το φως του ήλιου, αλλά ο λαιμός της, όπως διακρινόταν κάτω από τα ρούχα της, ήταν απείρως πιο λευκός από το χρώμα του προσώπου της.
Η Μοσχούλα ήταν χλομή, αλλά ρόδινη, κι εξέπεμπε μια χρυσή λάμψη σαν το χρώμα που αποκτά ο ουρανός όταν ανατέλλει ο ήλιος. Η αντίθεση που δημιουργείται εδώ ανάμεσα στο χλομό αλλά ρόδινο χώμα του δέρματος της κοπέλας, δεν είναι παρά μια μεταφορική έκφραση της νεανικής ομορφιάς που σιγοφαίνεται καθώς η κοπέλα περνά από την εφηβεία στη σωματική ωρίμανση της νεότητας.
Η περιγραφή της νεαρής κοπέλας ολοκληρώνεται με την παρομοίωσή της με τη μικροκαμωμένη, ντελικάτη και με γυαλιστερό τρίχωμα αίγα, του νεαρού βοσκού.

β) Παρομοιώσεις: «Ήτον ωραία μελαχροινή, κ’ ενθύμιζε την νύμφην του Άσματος την ηλιοκαυμένην...», «... και μου εφαίνετο να ομοιάζη με την μικρήν στέρφαν αίγα, την μικρόσωμον και λεπτοφυή, με κατάστιλπνον τρίχωμα...»
Επίθετα: «Ήτον ωραία μελαχροινή», «Ήτον ωχρά, ρόδινη, χρυσαυγίζουσα»
Μεταφορές: «οφθαλμοί σου περιστεραί...», «Ο λαιμός της, καθώς έφεγγε και υπέφωσκεν»

Γ. «Τῆς πτωχῆς χήρας ἦτον ἡ ἄμπελος ... Ἦσαν τρομεροί ἀνταγωνισταί δι’ ἐμέ».
Στο απόσπασμα αυτό ο συγγραφέας εκφράζει τον κοινωνικό του προβληματισμό. Να σχολιάσετε τον προβληματισμό αυτόν σε ένα κείμενο 130 - 150 λέξεων.
Μονάδες 25

Ο νεαρός ήρωας είναι εξαιρετικά φτωχός, χωρίς κανένα δικό του περιουσιακό στοιχείο, εντούτοις με την απλοϊκή του αντίληψη αισθάνεται πως καθετί γύρω του είναι δικό του. Εφόσον εργάζεται στα βουνά και τους κάμπους του νησιού του, θεωρεί πως μπορεί να παίρνει ό,τι χρειάζεται από τα κτήματα των άλλων κατοίκων, για να καλύψει τις περιορισμένες βιοτικές του ανάγκες,. Η αγαθή προαίρεση όμως των μικροκλοπών του νεαρού ήρωα έρχεται σε αντίθεση με τη στάση των αγροφυλάκων οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι τη δύναμη που τους παρείχε η θέση τους, έπαιρναν πάντοτε για τον εαυτό τους τα καλύτερα φρούτα. Για το φτωχό νέο, που δε θεωρούσε κακό να τρέφεται με τα ξένα φρούτα, οι αγροφύλακες ήταν επίφοβοι ανταγωνιστές, όχι μόνο γιατί εκείνοι μπορούσαν να διαλέγουν και να παίρνουν ό,τι ήθελαν, αλλά και γιατί, λόγω της εξουσίας τους, ήταν σε θέση να συλλάβουν το νεαρό για το ίδιο ακριβώς αδίκημα που εκείνοι διέπρατταν άφοβα.  

[Λέξεις 148]

Δ. Αφού συγκρίνετε το απόσπασμα από το «Ὄνειρο στό κῦμα» του Αλ. Παπαδιαμάντη με το επόμενο απόσπασμα από την «Αιολική Γη» του Ηλ. Βενέζη, να επισημάνετε τις ομοιότητες ως προς τη σχέση του αφηγητή με τη φύση.
Μονάδες 20

Ηλίας Βενέζης, «Αιολική Γη» (Απόσπασμα)
Η θάλασσα ήταν μακριά από κεί, κι αυτό στην αρχή ήταν μεγάλη λύπη για μένα επειδή γεννήθηκα κοντά της. Στην ησυχία της γης θυμόμουν τα κύματα, τα κοχύλια και τις μέδουσες, τη μυρουδιά του σάπιου φυκιού και τα πανιά που ταξιδεύαν. Δεν ήξερα να τα πω αυτά, επειδή ήμουνα πολύ μικρός. Αλλά μια μέρα η μητέρα μου βρήκε το αγόρι της πεσμένο μπρούμυτα καταγής, σα να φιλούσε το χώμα. Το αγόρι δε σάλευε, κι όταν η μητέρα πλησίασε τρομαγμένη και το σήκωσε είδε το πρόσωπό του πλημμυρισμένο στα δάκρυα. Το ρώτησε ξαφνιασμένη τι έχει, κ’ εκείνο δεν ήξερε ν’ αποκριθεί και δεν είπε τίποτα. Όμως μια μητέρα είναι το πιο βαθύ πλάσμα του κόσμου, κ’ η δική μου, που κατάλαβε, με πήρε από τότε πολλές φορές και πήγαμε ψηλά στα Κιμιντένια, απ’ όπου μπορούσα να βλέπω τη θάλασσα. Κ’ ενώ εγώ αφαιριόμουνα στη μακρινή μαγεία του νερού, εκείνη δε μου μιλούσε, για να αισθάνομαι πως είμαστε μονάχοι, η θάλασσα κ’ εγώ. Περνούσε πολλή ώρα έτσι, τα μάτια μου κουράζονταν να κοιτάνε και γέρναν, έγερνα κ’ εγώ στη γη. Τότε τα δέντρα που με τριγύριζαν γίνονταν καράβια με ψηλά κατάρτια, τα φύλλα που θροούσαν πανιά, ο άνεμος ανατάραζε το χώμα, το σήκωνε σε ψηλά κύματα, τα μικρά τριζόνια και τα πουλιά ήταν χρυσόψαρα και πλέανε, κ’ εγώ ταξίδευα μαζί τους.

Ηλίας Βενέζης, «Αιολική Γη», Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1965, σσ. 24-25.

Στο απόσπασμα από την Αιολική Γη ο αφηγητής αναφερόμενος στα παιδικά του χρόνια παρουσιάζει την έντονη νοσταλγία που συγκλόνιζε την παιδική του ψυχή, όταν η οικογένειά του έφυγε από τον παράλιο τόπο όπου είχε περάσει τα πρώτα του χρόνια. Η απομάκρυνση του μικρού παιδιού από τη θάλασσα αποτέλεσε πηγή μεγάλης θλίψης, καθώς είχε μάθει να ζει κοντά της και επιθυμούσε να τη δει και να την αισθανθεί ξανά.
Αντιστοίχως, στο απόσπασμα από το Όνειρο στο κύμα, ο αφηγητής δηλώνει πως η τελευταία χρονιά που ήταν ακόμα φυσικός άνθρωπος, που έζησε δηλαδή κοντά στη φύση, όπως άλλωστε είναι και ο ιδανικός τρόπος διαβίωσης των ανθρώπων, υπήρξε η χρονιά του 187... που ήταν βοσκός στο αγαπημένο του νησί. Ο τρόπος με τον οποίο ο αφηγητής μιλά για εκείνη τη χρονιά, καθιστά σαφή τη νοσταλγική του διάθεση απέναντι στις ευδαιμονικές στιγμές εκείνης της περιόδου και υποδηλώνει πως τώρα πια δε ζει κοντά στη φύση, όπως το συνήθιζε και το επιθυμούσε.
Κυρίαρχη, επομένως, και στα δύο κείμενα είναι η διάθεση νοσταλγίας των ηρώων για την εποχή που ζούσαν κοντά στο αγαπημένο τους φυσικό τοπίο. Η αγάπη τους άλλωστε αυτή δεν αποτελεί μια επιφανειακή αίσθηση έλλειψης, αλλά μια ουσιαστική στέρηση, καθώς η επαφή τους με τη φύση προχωρούσε βαθύτερα από την απλή έννοια της διαβίωσης σ’ ένα συγκεκριμένο τόπο. Ο ήρωας από το Όνειρο στο κύμα, για παράδειγμα, παρουσιάζει τον εαυτό του να έχει μια σχέση ταύτισης με το φυσικό του περιβάλλον. Μιλώντας για τους δεσπόζοντες ανέμους του νησιού του, αποκαλύπτει πως αισθανόταν τον εαυτό του να έχει μεγάλη συγγένεια μαζί τους, μιας και ανέμιζαν τα μαλλιά του και τα έκαναν να είναι σγουρά σαν τους θάμνους και τα δέντρα του νησιού, που τα μαστίγωναν με την ασίγαστη πνοή τους. Ο νεαρός ήρωας παρουσιάζει έτσι τον εαυτό του ως αξεχώριστο κομμάτι του φυσικού περιβάλλοντος, που γίνεται αποδέκτης των φυσικών φαινομένων, όπως κάθε άλλο στοιχείο της γης.
Με παρόμοιο τρόπο ο αφηγητής του μυθιστορήματος αναφερόμενος στις φορές που η μητέρα του τον ανέβαζε στο βουνό για να μπορεί να βλέπει τη θάλασσα τονίζει εμφατικά τόσο τις ώρες που κοιτούσε αμίλητος τη θάλασσα, όσο και την ιδιαίτερη εμπειρία του κάθε φορά που τα μάτια του έκλειναν από την κούραση κι έγερνε στη γη. Ένιωθε τότε πως τα δέντρα γίνονταν καράβια και τα φύλλα τους πανιά, πως ο άνεμος σήκωνε μεγάλα κύματα και πως τα πουλιά και τα τριζόνια γίνονταν χρυσόψαρα κι έπλεαν στη φανταστική αυτή θάλασσα και πως ο ίδιος ταξίδευε μαζί τους. Η ανάγκη του μικρού παιδιού να αισθανθεί την επαφή με την αγαπημένη θάλασσα προβάλλει ισχυρή και μεταμορφώνει το γύρω του τοπίο, αποκαλύπτοντας πόσο δυνατός ήταν ο εσωτερικός του δεσμός με τη θάλασσα.
Η ταύτιση των δύο ηρώων με το φυσικό τους περιβάλλον και η βαθιά τους ανάγκη να ζουν και να κινούνται σε πλήρη ένωση με τα υπόλοιπα στοιχεία του φυσικού χώρου, αποτελούν την κοινή στάση των δύο συγγραφέων απέναντι στον ευδαιμονισμό της κατά φύση ζωής. Γεγονός που υποδηλώνει πως και οι δύο συγγραφείς γνώρισαν τον πόνο της απομάκρυνσης από το χώρο που ένιωθαν ως το μόνο μέρος που μπορούσαν να αισθανθούν πραγματικά ευτυχείς και που γίνεται σαφές, άλλωστε, από την αλήθεια των συναισθημάτων που αποτυπώνεται στα έργα τους.

Εξετάσεις Ομογενών 2003 «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου...»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Tarak Mahadi 

Εξετάσεις Ομογενών 2003 «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου...»

Κωνσταντίνος Καβάφης (1863 - 1933)  Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου  ποιητού εν Κομμαγηνή˙ 595 μ.Χ.

Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου
είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.
Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά.
Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάπως ξέρεις από φάρμακα˙
νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.

Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι. —
Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάμνουνε—για λίγο—να μη νοιώθεται η πληγή.
(1921)

1. νάρκης του άλγους δοκιμές˙ δοκιμές νάρκης του άλγους˙ απόπειρες να κατευνασθεί ο πόνος.

2. εν Φαντασία και Λόγω˙ με τη δύναμη της φαντασίας που συλλαμβάνει και με τη μαγική λειτουργία του λόγου, δηλ. της γλώσσας, που πραγματοποιεί τη σύλληψη.

Β΄. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

1. Σε ποια κατηγορία ποιημάτων του Κ. Καβάφη εντάσσεται το ποίημα: «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου ποιητού εν Κομμαγηνή˙ 595 μ.Χ.» (Μονάδες 5) Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας χρησιμοποιώντας συγκεκριμένα στοιχεία του ποιήματος. (Μονάδες 10)
Μονάδες 15

Το ποίημα αυτό τοποθετείται σε ιστορικό πλαίσιο, αποδίδει όμως σκέψεις ενός μη ιστορικά υπαρκτού προσώπου, οπότε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ψευδοϊστορικό ή ιστορικοφανές. Συνάμα, με βάση τον προβληματισμό του ποιητικού υποκειμένου, το ποίημα λαμβάνει φιλοσοφικό χαρακτήρα.
Το ιστορικό πλαίσιο του ποιήματος υπηρετείται, μέσω του τίτλου, με την τοποθέτηση του εσωτερικού μονολόγου που ακολουθεί, στα 595 μ.Χ., στο ιστορικό κρατίδιο της Κομμαγηνής. Η Κομμαγηνή που βρίσκεται στα βορειοανατολικά της Συρίας, υπήρξε τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι το 638 μ.Χ., οπότε και καταλήφθηκε από τους Άραβες.
Το γεγονός εντούτοις ότι το ποίημα αποδίδει σκέψεις του ποιητή Ιάσωνος Κλεάνδρου, ο οποίος είναι ένα φανταστικό πρόσωπο, δημιουργημένο από τον Καβάφη, καθιστά σαφή την επίπλαστη ιστορικότητα του ποιήματος.
Η ψευδοϊστορική διάσταση του ποιήματος εξαντλείται πάντως στα πλαίσια του τίτλου καθώς σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο δεν υπάρχουν αναφορές σε ιστορικά πρόσωπα ή γεγονότα. Έτσι, ο πόνος του ποιητή για το γήρασμα της μορφής του, η προσφυγή του στην Τέχνη της Ποιήσεως για την εξεύρεση μιας προσωρινής έστω παραμυθίας, και η αναφορά στην αναλγητική δράση της φαντασίας και του λόγου  αποκαλύπτουν τη φιλοσοφική διάσταση του ποιήματος.

2. «Είναι ένας από τους εκτενέστερους τίτλους ποιημάτων που έγραψε ποτέ ο Καβάφης. Όχι χωρίς λόγο γιατί το ιστορικό άλλοθι αυτού του εσωτερικού μονολόγου περιορίζεται στον τίτλο, και έτσι η ταύτιση των δύο ποιητών γίνεται σχεδόν αναπόφευκτη» (Γ.Π. Σαββίδης, Μικρά καβαφικά, Α΄, Ερμής 1996, σ. 294).
Να επαληθεύσετε την άποψη αυτή με συγκεκριμένες αναφορές στο ποίημα.
Μονάδες 20

Στον τίτλο: «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου  ποιητού εν Κομμαγηνή˙ 595 μ.Χ.», εντοπίζονται οι μοναδικές αναφορές του ποιήματος στον ιστορικό τόπο της Κομμαγηνής, στο χρόνο της υποτιθέμενης δράσης (595 μ.Χ.) και στο φανταστικό πρόσωπο του Ιάσωνος Κλεάνδρου. Ενώ το υπόλοιπο ποίημα, που δίνεται ως ο εσωτερικός μονόλογος ενός ποιητή, δεν περιέχει αναφορές ή στοιχεία που θα μπορούσαν να αποκλείσουν την ταύτιση του ποιητή με τον Καβάφη.
Η κτητική αντωνυμία του πρώτου στίχου «Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου» τονίζει την προσωπική διάσταση του βιώματος, που αποδίδεται στον ποιητή Κλεάνδρου μόνο λόγω της αναφοράς που γίνεται σ’ αυτόν στα πλαίσια του τίτλου. Εφόσον διαβάζουμε για τη μελαγχολία του ποιητή Ιάσωνος Κλεάνδρου, εικάζουμε πως τα λόγια που ακολουθούν ανήκουν σ’ εκείνον. Εντούτοις, στο περιεχόμενο του ποιήματος δεν υπάρχει κανένα στοιχείο ή ένδειξη που να καθιστά αναγκαία την ταύτιση του αφηγούμενου προσώπου με τον Ιάσονα Κλεάνδρου.
Το πρώτο πρόσωπο του ποιήματος κυριαρχεί «Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά. / Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως», αλλά σε κανένα σημείο δεν αποδίδεται κατηγορηματικά στον φανταστικό ποιητή. Έτσι, αν η ανάγνωση του ποιήματος γίνει χωρίς να ληφθεί υπόψη ο τίτλος του ή αν υιοθετηθεί ο αρχικός του τίτλος «Μαχαίρι», τότε η μελαγχολία και ο πόνος που εκφράζεται στο ποίημα, μπορεί να εκληφθεί ως μια επώδυνη και ιδιαιτέρως προσωπική εξομολόγηση του ίδιου του Καβάφη.
Κατανοούμε, λοιπόν, πως ο εκτενής τίτλος του ποιήματος λειτουργεί ως το μοναδικό μέσο αποστασιοποίησης του Καβάφη από το περιεχόμενο του ποιήματος. Το γεγονός ότι στο κύριο μέρος του ποιήματος δεν εντάσσει τοπικές ή χρονολογικές αναφορές, ούτε κάποια ρητή αναφορά στον Ιάσονα, καθιστά σαφή την πρόθεση του Καβάφη να επιτρέψει την εν μέρει ταύτισή του με το φανταστικό προσωπείο του Ιάσονα. Παρά, δηλαδή, τις λεπτομέρειες που δίνει ο τίτλος σχετικά με τον τόπο, το χρόνο και το πρωταγωνιστικό πρόσωπο του ποιήματος, περνώντας στο ίδιο το ποίημα ο Καβάφης ενδιαφέρεται κυρίως για την ειλικρινή αποτύπωση του συναισθήματος και όχι για την απόκρυψη της προσωπικής του εμπλοκής.
Ό,τι απασχολεί τον Ιάσονα Κλεάνδρου, ό,τι προκαλεί τόσο έντονο πόνο στον φανταστικό ποιητή, πονά και τον ίδιο τον Καβάφη και πολύ περισσότερο απηχεί διαχρονικές ανησυχίες πολλών ανθρώπων.

3. Με ποια εκφραστικά μέσα ο ποιητής:
α) εκφράζει την αγωνία του για τη φθορά που συμπορεύεται με τα γηρατειά;
β) επιτυγχάνει την επικοινωνία του με την “Τέχνη της Ποιήσεως”;
Μονάδες 20

α) Η αγωνία του ποιητή δίνεται με ιδιαίτερη ενάργεια μέσω του εσωτερικού μονολόγου, που χάρη στο πρώτο πρόσωπο, εκφράζει την εξομολογητική διάθεση του ποιητή και την ειλικρίνεια των λόγων του.
Η βασική έκφραση της έντασης του πόνου που αισθάνεται ο ποιητής δίνεται με το στίχο: «είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι». Στον στίχο αυτό εντοπίζουμε το σχήμα της υπαλλαγής, καθώς το επίθετο «φρικτό» αντί να προσδιορίζει το ουσιαστικό «πληγή» (φρικτή πληγή), τίθεται ως επιθετικός προσδιορισμός του ουσιαστικού «μαχαίρι». Με το σχήμα αυτό ο ποιητής στρέφει την προσοχή του αναγνώστη στη λέξη μαχαίρι, που αποκαλύπτει πολύ εμφατικά την οξύτητα του πόνου, που βιώνει ο ποιητής.
Παράλληλα στο στίχο αυτό έχουμε και τη μεταφορική χρήση της λέξης «πληγή», με την οποία ο ποιητής παρουσιάζει τον εσωτερικό του πόνο ως ένα σωματικό τραύμα, μια μαχαιριά.
Η επανάληψη αυτού του στίχου «Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι. —» και στη δεύτερη στροφή του ποιήματος, αποδίδει με έμφαση τον πόνο του ποιητή. Συνάμα, η παύλα με την οποία κλείνει η δεύτερη επανάληψη του στίχου, καλεί τον αναγνώστη σε μια παύση, ώστε να αντιληφθεί πληρέστερα το μέγεθος του πόνου που συγκλονίζει τον ποιητή.
«Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά.» Η άρνηση στον στίχο αυτό που δίνεται τόσο με το αρνητικό μόριο όσο και με την αρνητική έννοια της αόριστης αντωνυμίας, εκφράζουν την πλήρη απουσία υπομονής και ελπίδας του ποιητή.
β) «Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως» στο στίχο αυτό ο ποιητής με μια αποστροφή διακόπτει τη ροή των σκέψεών του και απευθύνεται στην προσωποποιημένη Τέχνη της Ποιήσεως. Η κλητική της λέξης Τέχνη αποκαλύπτει και το σχήμα της προσφώνησης που ενυπάρχει στην αποστροφή του ποιητή προς την Τέχνη του. Αντιστοίχως, αποστροφή και προσφώνηση έχουμε και στο στίχο «Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως».
Ο ποιητής με τη χρήση του β΄ προσώπου (εις σε – φέρε), απευθύνει το λόγο στην προσωποποιημένη Τέχνη της Ποιήσεως, αναδεικνύοντας την αίσθηση οικειότητας, αλλά και εμπιστοσύνης που χαρακτηρίζει την επικοινωνία του με την Τέχνη που επί χρόνια υπηρετεί.
Επιπλέον, ο ποιητής προσωποποιεί όχι μόνο την τέχνη του, αλλά και τη Φαντασία και το Λόγο, τους δύο φορείς της αναλγητικής δράσης που μπορεί να επιτευχθεί μέσω της ποιητικής δημιουργίας.
Στα πλαίσια της επικοινωνίας του ποιητή με την τέχνη του, τονίζεται πως τα φάρμακά της δεν είναι παρά «νάρκης του άλγους δοκιμές». Στο στίχο αυτό εντοπίζουμε το σχήμα της αναστροφής καθώς οι λέξεις δεν τίθενται στη φυσική τους σειρά «δοκιμές νάρκης του άλγους». Ο ποιητής προτάσσει τη λέξη «νάρκης» για να δώσει έμφαση στην αναλγητική δράση της τέχνης του. Επίσης, στο στίχο αυτό έχουμε και σχήμα υπερβατό, μιας και ανάμεσα στις λέξεις «δοκιμές» και «νάρκης» που έχουν στενή σχέση μεταξύ τους, παρεμβάλλεται η λέξη «άλγους».

4. Να σχολιάσετε σε μία παράγραφο τους παρακάτω στίχους του ποιήματος:
Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι —
Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάμνουνε—για λίγο—να μη νοιώθεται η πληγή.
Μονάδες 25

Με τον πρώτο στίχο ο ποιητής εκφράζει την ένταση του πόνου που του προκαλεί η φθορά του χρόνου, πόνο που αισθάνεται σαν μια μαχαιριά. Ο στίχος αυτός μάλιστα κλείνει με μια παύλα, σημείο στίξης που απαιτεί μια παύση στην ανάγνωση, ώστε να γίνει πληρέστερα αντιληπτός ο πόνος που βιώνει ο ποιητής. Κατόπιν, ο ποιητής στρέφεται στην Τέχνη της Ποιήσεως, την τέχνη που έχει για χρόνια υπηρετήσει με συνέπεια και με τη συνδρομή της οποίας ελπίζει να βρει παρηγοριά για τη μεγάλη του θλίψη. Με τα φάρμακα της ποίησης, με τη δημιουργική δύναμη δηλαδή της ποιητικής τέχνης, ο ποιητής προσδοκά να απομακρύνει τη σκέψη του από τη σωματική του φθορά που τόσο τον πληγώνει. Εντούτοις, ο ποιητής γνωρίζει πως η παραμυθία που μπορεί να του προσφέρει η ποίηση δεν μπορεί παρά να είναι πρόσκαιρη, καθώς το γήρασμα της μορφής είναι μη αναστρέψιμο. Το μόνο που μπορεί να επιτύχει ο ποιητής είναι σύντομες καταφυγές στον δημιουργικό κόσμο της φαντασίας, κατά τις οποίες θα λησμονεί για λίγο το γήρασμα της μορφής του που τόσο τον στενοχωρεί.

5. Να συγκρίνετε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται το θέμα της σχέσης που έχει η Ποίηση με το Χρόνο που περνά στο ποίημα του Κ. Καβάφη : «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου ποιητού εν Κομμαγηνή˙ 595 μ.Χ.» και στο απόσπασμα από το ποίημα του Τ. Λειβαδίτη «Φύλλα Ημερολογίου» που ακολουθεί :

Τάσος Λειβαδίτης, «Φύλλα ημερολογίου» (απόσπασμα)

Ποιος ξέρει τι θα συμβεί αύριο, ή ποιος έμαθε ποτέ τι συνέβη χτες,
τα χρόνια μου χάθηκαν εδώ κι εκεί, σε δωμάτια, σε τραίνα, σε όνειρα (. . .)
Κύριε1, αδίκησες τους ποιητές δίνοντάς τους μόνο έναν κόσμο,
κι όταν πεθάνω θα ’θελα να με θάψουν σ’ ένα σωρό από φύλλα ημερολογίου
για να πάρω και το χρόνο μαζί μου.
Κι ίσως ό,τι μένει από μας2 να ’ναι στην άκρη του δρόμου μας
ένα μικρό μη με λησμόνει3.

(Τάσος Λειβαδίτης, «Τα χειρόγραφα του Φθινοπώρου», Κέδρος, Αθήνα 1990, σ.13).

1. Κύριε˙ επίκληση στο Θεό.
2. Κι ίσως ό,τι μένει από μας˙ από μας τους ποιητές.
3. ένα μικρό μη με λησμόνει˙ αγριολούλουδο. Εδώ χρησιμοποιείται μεταφορικά και σημαίνει μη με ξεχνάς.

Ο Τάσος Λειβαδίτης στο απόσπασμα του ποιήματός του πραγματεύεται σημαντικές πτυχές της έννοιας του χρόνου. Αρχικά αναφέρεται στην ελλιπή αντίληψη των ανθρώπων για το χρόνο που περνά ή το χρόνο που έρχεται, η οποία επί της ουσίας συνίσταται σε αποσπασματικές μόνο κατανοήσεις στιγμών και όχι σε μια συνολική πρόσληψή του. Οι πολλαπλοί περιορισμοί της ανθρώπινης σκέψης δεν επιτρέπουν παρά μόνο τη μερική θέαση του χρόνου, γεγονός που αιτιολογεί την αδυναμία των ανθρώπων να αντιληφθούν στις πλήρεις προεκτάσεις τους γεγονότα που συνέβησαν και άρα γεγονότα που εξ ανάγκης θα ακολουθήσουν.
Έπειτα, ο ποιητής στρέφει την προσοχή του στη θεματική που κυρίως τον απασχολεί, στην αδυναμία του δηλαδή να αξιοποιήσει πλήρως το χρόνο που του δόθηκε. Τα χρόνια του πέρασαν σε δωμάτια, σε ταξίδια και επιδιώξεις ονείρων, τη στιγμή που θα έπρεπε ως ποιητής να αξιοποιεί κάθε στιγμή, αφιερώνοντάς τη στην ποίηση. Όπως είναι λογικό η σαρωτική δύναμη της καθημερινότητας, με τις πλείστες υποχρεώσεις αλλά και με τις καίριες επιδιώξεις, κρατά τον ποιητή μακριά από το έργο που θα έπρεπε κυρίως να τον απασχολεί, από την ποιητική δημιουργία. Γι’ αυτό ο ποιητής εκφράζει το παράπονό του προς το Θεό που έδωσε στους ποιητές μόνο ένα κόσμο, υπό την έννοια πως ο ποιητής που είναι υποχρεωμένος να ζει και να κινείται αποκλειστικά στον κόσμο της καθημερινής πραγματικότητας, δεν μπορεί να αφοσιωθεί πλήρως στην τέχνη του. Είναι αναπόφευκτο πως θα παρασυρθεί από τα σημαντικά ή λιγότερο σημαντικά γεγονότα της ζωής, χάνοντας πολύτιμο χρόνο.
Έτσι, η επιθυμία του Λειβαδίτη είναι να ταφεί μαζί με πολλά φύλλα ημερολογίου, για να πάρει μαζί του το χρόνο. Εκεί στην απόλυτη απραξία και γαλήνη, θα έχει ίσως τη δυνατότητα να υποτάξει το χρόνο, καθώς όχι μόνο θα είναι ελεύθερος να τον αξιοποιήσει όπως ακριβώς θέλει, αλλά και να κατανοήσει τις ποικίλες διασυνδέσεις που το πέρασμα του προκαλεί και φυσικά τους τρόπους που επηρεάζει την πραγματικότητα και τη συνέχεια των γεγονότων.
Η αδυναμία, άλλωστε, των ποιητών να απομακρυνθούν από τις υποχρεώσεις της πραγματικότητας και να αφιερώσουν το χρόνο τους αποκλειστικά στην ποιητική δημιουργία είναι ο λόγος που στο τέλος δεν μένει από αυτούς τίποτε περισσότερο από ένα λουλούδι, από ένα «μη με λησμόνει». Οι ποιητές, δηλαδή, κατορθώνουν να δώσουν ένα ελάχιστο έργο σε σχέση με αυτό που έχουν τη διάθεση και την ικανότητα να δημιουργήσουν. Η ποίηση, άλλωστε, είναι μια τέχνη που απαιτεί αφθονία χρόνου, καθώς για κάθε ποίημα ο δημιουργός οφείλει να δουλέψει πολύ τόσο για τη σύλληψη του θέματος όσο και για την άρτια αποτύπωσή του.
Ο Λειβαδίτης, επομένως, στη σύνθεσή του αντικρίζει το χρόνο ως βασικό απαιτούμενο της τέχνης του και εκφράζει την απογοήτευσή του για το γεγονός ότι οι ποιητές είναι αναγκασμένοι να χάνουν πολύτιμο χρόνο μπλεγμένοι στα δίχτυα της καθημερινότητας και των πολλαπλών υποχρεώσεων της ζωής.
Με μια διαφορετική προσέγγιση ο Κωνσταντίνος Καβάφης αντικρίζει το πέρασμα του χρόνου σε σχέση με τη φθοροποιό του δράση και την καταστροφική απώλεια της νεότητας. Ο χρόνος που περνά είναι η αιτία που προκαλεί ανείπωτο πόνο στον ποιητή, όχι γιατί δεν τον αξιοποιεί για χάρη της τέχνης του, αλλά γιατί τον φθείρει σωματικά και άρα του στερεί τη χαρά της ζωής που μόνο η νεότητα μπορεί να γνωρίσει. Μπροστά, λοιπόν, σ’ αυτή την επώδυνη κίνηση του χρόνου ο Καβάφης βρίσκει ως μόνη ελπίδα παρηγοριάς την Ποίηση. Η ενασχόλησή του με την Τέχνη του είναι η μόνη δυνατότητα που έχει ο ποιητής να λησμονήσει, έστω και για λίγο, τις τραγικές συνέπειες που έχει επιφέρει στη μορφή του το πέρασμα του χρόνου.
Με την ποίηση, επομένως, ο Καβάφης προσδοκά μερικές στιγμές πράυνσης του πόνου, καθώς αφοσιωμένος στην απαιτητική ποιητική δημιουργία θα λησμονεί την αιτία του πόνου του.
Ο χρόνος, επομένως, είτε ως πηγή πόνου λόγω της φθοροποιού του δράσης είτε ως στιγμές που διαβαίνουν ανεκμετάλλευτες ωθεί και τους δύο ποιητές στην ποιητική δημιουργία.

Επαναληπτικές Απολυτήριες Εξετάσεις 2004 "Όνειρο στο Κύμα"

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Sandi Whetzel

Επαναληπτικές Απολυτήριες Εξετάσεις 2004

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Ὄνειρο στό κῦμα» (απόσπασμα)

Μίαν ἑσπέραν, καθώς εἶχα κατεβάσει τά γίδια μου κάτω εἰς τόν αἰγιαλόν.... εἶδα
πράγματι ὅτι ἡ Μοσχούλα εἶχε πέσει ἀρτίως εἰς τό κῦμα γυμνή, κ' ἐλούετο...

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1. Στον Παπαδιαμάντη «φύση και άνθρωπος αλληλοεξαρτώνται και αλληλοεπηρεάζονται» (Κυριάκος Πλησής, Προσεγγίσεις: Λογοτεχνικά δοκίμια για 12 Νεοέλληνες Συγγραφείς, «Αστήρ» Αλ. και Ε. Παπαδημητρίου, 1955). Να δώσετε τρία παραδείγματα από το κείμενο με τα οποία επιβεβαιώνεται η παραπάνω άποψη (Μονάδες 9) και με βάση αυτά να χαρακτηρίσετε το είδος της πεζογραφίας του Παπαδιαμάντη (Μονάδες 6).
Μονάδες 15

Η ιδιαίτερη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, σχέση αλληλεπίδρασης και αλληλεξάρτησης, προβάλλεται με εξαιρετική ενάργεια στην ενότητα αυτή του διηγήματος. Ο ήρωας μαγεύεται από την ομορφιά της φύσης και χάρη σ’ αυτή βιώνει μια καθαρή αίσθηση ελευθερίας και ευδαιμονισμού, ενώ η φύση με τη σειρά της μετέχει στα συναισθήματα του ήρωα, γίνεται ο χώρος που συντελείται το γιόρτασμα της νεότητας και συνάμα αυτονομείται και αποκτά διαστάσεις συμβόλου.
Πιο συγκεκριμένα, με την πρώτη παράγραφο της ενότητας: «Μιαν εσπέρα, καθώς είχα κατεβάσει τα γίδια μου κάτω εις τον αιγιαλόν, ανάμεσα εις τους βράχους.... ήτον μεγάλη χαρά και μαγεία, και την “ελιμπίστικα”, κ’ ελαχτάρησα να πέσω να κολυμβήσω. Ήτον τον Αύγουστον μήνα.», παρουσιάζεται μια εξαίσια εικόνα της θάλασσας και της ακρογιαλιάς που μαγνητίζει τον ήρωα και του δημιουργεί μια έντονη επιθυμία να κολυμπήσει. Ο νεαρός βοσκός έκθαμβος από την ομορφιά του φυσικού τοπίου αποφασίζει να ενδώσει στο κάλεσμα της θάλασσας, γεγονός που αναδεικνύει αφενός το βαθμό στον οποίο η φύση επηρεάζει τον ήρωα και αφετέρου εξυπηρετεί την οικονομία του έργου, καθώς θα «παγιδεύσει» τον νεαρό στο συγκεκριμένο χώρο.
Το κάλλος του φυσικού τοπίου παρουσιάζεται εκ νέου στην πορεία του κειμένου: «Εγύρισα οπίσω, κατέβην πάλιν τον κρημνόν, κ’ έφθασα κάτω εις την θάλασσαν. Την ώρα εκείνην είχε βασιλέψει ο ήλιος... ή ήτον ο τάπης, που του έστρωνε, καθώς λέγουν, η μάννα του, δια να καθίση να δειπνήση.». Η εικόνα της ομορφιάς διευρύνεται σ’ αυτό το χωρίο περιλαμβάνοντας πλέον και τον ουρανό, σχηματίζοντας έτσι ένα πλήρες σκηνικό θεσπέσιας ωραιότητας. Από τη θάλασσα ως τον ουρανό, όπου κι αν στρέψει το βλέμμα του ο ήρωας είναι περιτριγυρισμένος από τη μαγεία της φύσης. Το σημείο αυτό -όπως και το προηγούμενο χωρίο- έχει διττή λειτουργία καθώς από τη μία ενισχύει κι επιβεβαιώνει το μάγεμα του νεαρού από τη θέαση του φυσικού περιβάλλοντος κι από την άλλη τονίζει την αυτονομία της φύσης. Η φύση δεν είναι προέκταση του ανθρώπου, είναι ένα θεϊκό κτίσμα που επενεργεί δραστικά στον άνθρωπο και κατέχει τη δική της αυτούσια αξία.
«Επέταξα αμέσως το υποκάμισόν μου, την περισκελίδα μου, κ’ έπεσα εις την θάλασσαν. Επλύθην, ελούσθην... ως να μετείχον της φύσεως αυτού, της υγράς και αλμυράς και δροσώδους.». Η στιγμή που ο νεαρός ήρωας θα πέσει στη θάλασσα, είναι η στιγμή που θα του δώσει την ευκαιρία να γευτεί πλήρως την ομορφιά που μέχρι τότε θαύμαζε ως παρατηρητής. Ο ήρωας αισθάνεται γλύκα και ανείπωτη μαγεία, βιώνει έναν καθολικό ευδαιμονισμό και πολύ περισσότερο φαντάζεται τον εαυτό του να ενώνεται με τη φύση του κύματος, νιώθει δηλαδή σα να γίνεται ένα με την υγρή και δροσερή υπόσταση του θαλασσινού νερού. Το χωρίο αυτό έχει ιδιαίτερη αξία όχι μόνο γιατί αναδεικνύει την ευτυχία που προσφέρει η επαφή με τη φύση στο νεαρό, αλλά και γιατί καθιστά τη φύση ως τον καθαυτό χώρο όπου είναι εφικτή η βίωση της απόλυτης ελευθερίας και ευδαιμονίας. Η φύση χάρη στην ευδαιμονική εμπειρία του νεαρού ήρωα, αποδεσμεύεται από τη στατική εικόνα του όμορφου τοπίου, αποκτά ζωτικό παλμό και αναδεικνύεται ως σύμβολο ελευθερίας και γνήσιου ευδαιμονισμού.

Τα χωρία αυτά που φανερώνουν τη σχέση αλληλεπίδρασης ανάμεσα στη φύση και στον άνθρωπο, αναδεικνύουν παράλληλα και την πολύπλευρη διάσταση της πεζογραφίας του Παπαδιαμάντη. Μπορούμε δηλαδή να διαπιστώσουμε ότι η αναφορά στην ηθογραφία και το ρεαλισμό δεν καλύπτει πλήρως τις ποικίλες αποχρώσεις του αφηγηματικού λόγου του συγγραφέα.
Όπως προκύπτει, λοιπόν, από τα συγκεκριμένα χωρία το Όνειρο στο κύμα είναι ηθογραφικό, υπό την έννοια ότι αναφέρεται στα βιώματα ενός νεαρού βοσκού στην επαρχιακή γενέτειρά του και συνάμα προβάλλει την ειδυλλιακή και γαλήνια ζωή κοντά στη φύση. Χαρακτηριστικό, άλλωστε, γνώρισμα της ηθογραφίας είναι και η καταγραφή λαϊκών παραδόσεων, στοιχείο που γίνεται ιδιαίτερα σαφές όταν ο αφηγητής μας παραπέμπει («καθώς λέγουν») στη λαϊκή παράδοση σχετικά με τον τάπητα που στρώνει η μητέρα του ήλιου στο γιο της για να δειπνήσει.
Το διήγημα βέβαια έχει και στοιχεία ρομαντισμού τα οποία προκύπτουν τόσο από το υποβλητικό σκηνικό που δημιουργεί ο συγγραφέας με το φως του φεγγαριού, όσο και από τη γενικότερη κυριαρχία της φύσης στη διήγησή του.
Επίσης, θα πρέπει να τονιστεί η ποιητικότητα του κειμένου που γίνεται εμφανής στην περιγραφή της ακρογιαλιάς, με τα ποικίλα σχήματα λόγου, αλλά και με τη γενικότερη λυρική διάθεση που κινεί το λόγο του συγγραφέα.
Στο κείμενο διακρίνουμε παράλληλα έντονο το στοιχείο του συμβολισμού, καθώς η περιγραφή της επαφής του νεαρού ήρωα με τη θάλασσα και η βαθιά ευδαιμονία που βιώνει, καθιστούν τη θάλασσα ως ένα σύμβολο της ελευθερίας και της πραγματικής ευτυχίας.
Η ειδυλλιακή εικόνα της ζωής του νεαρού βοσκού κοντά στη φύση και οι εικόνες απαράμιλλης ομορφιάς που μας παρουσιάζονται, κάνουν αισθητή την απήχηση του Αρκαδισμού στο συγκεκριμένο διήγημα. Η απλότητα της ζωής, η ομορφιά της φύσης και η βαθιά ευδαιμονία του ήρωα από την αρμονική συνύπαρξή του με το φυσικό περιβάλλον, μας παραπέμπουν σε ανάλογες θεματικές της βουκολικής ποίησης.
Συμπληρωματικά θα πρέπει να αναφέρουμε την ψυχογραφική διάσταση του κειμένου, με τη συνεχή φροντίδα του συγγραφέα να καταγράφει τις ψυχικές διακυμάνσεις του νεαρού ήρωα και την ένταση της ευδαιμονίας που του προσφέρει η επαφή του με τη φύση. Στο σημείο μάλιστα που ο ήρωας κολυμπά και φαντάζεται τον εαυτό του να γίνεται ένα με το κύμα, εντοπίζουμε και τη μεταφυσική διάσταση του κειμένου, όπου η αίσθηση της απόλαυσης και της ευτυχίας διατρέχει τόσο βαθιά τον ήρωα, ώστε του δημιουργείται η εντύπωση πως έχει πια ενωθεί με την πηγή του ασύγκριτου ευδαιμονισμού του, πως μετέχει δηλαδή της υγρής φύσης της θάλασσας.  

2. Αφού διαβάσετε προσεκτικά το απόσπασμα από το «Ὄνειρο στό κῦμα» του Αλ. Παπαδιαμάντη, να αναγνωρίσετε τον τύπο του αφηγητή και την εστίαση και να εντοπίσετε πέντε (5) εκφραστικά μέσα στην πρώτη παράγραφο του αποσπάσματος «Μίαν ἑσπέραν ... Ἦτον τόν Αὔγουστον μῆνα».
Μονάδες 20

Ο αφηγητής της ιστορίας είναι ομοδιηγητικός, υπό την έννοια ότι διηγείται την ιστορία του και κατ’ επέκταση δραματοποιημένος, αφού συμμετέχει ως πρόσωπο της ιστορίας που αφηγείται.
Η αφήγηση των γεγονότων γίνεται με εσωτερική εστίαση από τον ήρωα της ιστορίας, το νεαρό βοσκό. Η θέαση δηλαδή είναι περιορισμένη και ανήκει στον κεντρικό ήρωα, ο οποίος σε αντίθεση με τον παραδοσιακό παντογνώστη αφηγητή, δεν γνωρίζει καθετί που σχετίζεται με την ιστορία. Η εσωτερική εστίαση επιτρέπει έτσι την παρουσίαση δραματικών απροόπτων, όπως είναι το «σφοδρόν πλατάγισμα εις την θάλασσαν», που ξαφνιάζει τον νεαρό ήρωα.

Εκφραστικά μέσα
«εσχημάτιζε χίλιους γλαφυρούς κολπίσκους»: υπερβολή
«(εσχημάτιζε) αγκαλίτσες το κύμα»: μεταφορά
«αλλού εκυρτώνοντο οι βράχοι εις προβλήτας και αλλού εκοιλαίνοντο εις σπήλαια»: αντίθεση
«το οποίον ειρεχώρει μορμυρίζον, χορεύον»: προσωποποίηση του νερού
«όμοιον με το βρέφος του ψελλίζον...» παρομοίωση

3. Να εξετάσετε τη λειτουργία της περιγραφής στο συγκεκριμένο απόσπασμα.
Μονάδες 20

Η περιγραφή της ομορφιάς του φυσικού τοπίου, με την ανάδειξη της μαγείας που ασκεί η ακρογιαλιά στον νεαρό ήρωα, ενέχει σημαντική αξία για το όλο διήγημα. Ο Παπαδιαμάντης επιθυμεί να παρουσιάσει την ωραιότητα της φύσης τονίζοντας παράλληλα και την αυτονομία της έναντι του ανθρώπου. Σε αντίθεση με το λαϊκό ανιμισμό της φύσης, όπως δίνεται στα δημοτικά τραγούδια, όπου η φύση νοείται ως τμήμα του ανθρώπινου βίου και αποκτά υπόσταση μόνο όταν σχετίζεται με τη δράση των ανθρώπων, ο Παπαδιαμάντης θέλει να αναδείξει την αυτονομία της.
Η φύση για τον Παπαδιαμάντη δεν αποτελεί προέκταση του ανθρώπου, είναι ένα θείο δημιούργημα με ανυπέρβλητη ομορφιά που αξίζει απόλυτα την προσοχή του αναγνώστη-ανθρώπου. Μέσω της περιγραφής, επομένως, ο συγγραφέας κατορθώνει να παραστήσει το κάλλος του φυσικού τοπίου και να δείξει την εύλογη επίδραση που ασκεί στον ήρωα της ιστορίας. Η ποιητική περιγραφή του συγγραφέα έρχεται να καταστήσει σαφές το γεγονός ότι η φύση αποτελεί φορέα ευδαιμονίας για τον άνθρωπο που είναι έτοιμος να αφεθεί στο κάλεσμά της.
Χάρη στις εξαίρετες περιγραφές του Παπαδιαμάντη, άλλωστε, πραγματώνεται πληρέστερα η ηθογραφική διάσταση του κειμένου, καθώς η ειδυλλιακή εικόνα για τη ζωή στην ύπαιθρο εμπλουτίζεται με την κυρίαρχη ομορφιά του φυσικού τοπίου. Έτσι, η μαγεία που αισθάνεται ο ήρωας και η βαθιά συγκίνησή του μπροστά στο μεγαλείο του φυσικού περιβάλλοντος αιτιολογείται άριστα μέσα από τη λυρικότητα των περιγραφών του συγγραφέα. Ο αναγνώστης αντικρίζει μέσα από τα μάτια του αφηγητή την ομορφιά του τοπίου και αισθάνεται μια παρόμοια συγκίνηση.
Συνοπτικά θα μπορούσαμε να πούμε πως η περιγραφή είναι το μέσο του συγγραφέα για να μεταδώσει στον αναγνώστη την αγάπη του για το σκιαθίτικο τοπίο, αλλά και τη βαθιά του πεποίθηση πως μόνο κοντά στη φύση είναι εφικτή η ευτυχία του ανθρώπου.
Εύλογο είναι τέλος πως με την περιγραφή του τοπίου ο συγγραφέας παρουσιάζει το σκηνικό χώρο στον οποίο εκτυλίσσεται η ιστορία που μας αφηγείται.


4. «Ὁ κρότος ἤρχετο δεξιόθεν, ... συνήθως ἐλούετο». Να σχολιάσετε σε μία παράγραφο το χωρίο (περίπου 130 λέξεις).
Μονάδες 25

Ο νεαρός ήρωας ακούγοντας τον πλαταγισμό στο νερό αντιλαμβάνεται πως κάποιος έχει πέσει στη θάλασσα κι αμέσως η σκέψη του πηγαίνει στη Μοσχούλα, μιας και γνώριζε πως στο σημείο εκείνο συνήθιζε να κολυμπά η κοπέλα τα πρωινά. Η επιλογή του να κολυμπήσει σ’ εκείνο το μέρος αποτελεί, ως ένα βαθμό,  φανέρωμα των συναισθημάτων του για την κοπέλα, εφόσον συνειδητά διαλέγει το χώρο που συνήθως κολυμπά κι εκείνη. Εντούτοις, η έκπληξή του είναι γνήσια, καθώς αντιλαμβάνεται πλήρως την αρνητική εντύπωση που θα προκαλούσε η εκεί παρουσία του στη Μοσχούλα. Είναι σαφές πως η κοπέλα θα τον αντιμετώπιζε ως ένα σατυρίσκο, αν τον έβλεπε ξαφνικά μπροστά της. Η υποκοριστική χρήση της λέξης σάτυρος, έρχεται να κάνει πιο ήπια την αρνητική χροιά της, που συνδέεται με τους ασελγούς, λάγνους και ερωτικά παρενοχλητικούς ανθρώπους.
[Λέξεις 130]

5. Αφού συγκρίνετε το απόσπασμα από το «Ὄνειρο στό κῦμα» του Αλ. Παπαδιαμάντη με το επόμενο απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Λεμονοδάσος» του Κοσμά Πολίτη να επισημάνετε τις ομοιότητες ως προς το περιεχόμενο.
Μονάδες 20

Κοσμάς Πολίτης, «Λεμονοδάσος» (απόσπασμα)

Χαρά Θεοῦ. Εἶναι νωρίς ἀκόμα κι ὁ μπάτης δέ σηκώθηκε. Ἡ θάλασσα γαλάζια κι ἀρυτίδωτη, μιά πάχνη ἀνάρια κάθεται χαμηλά, τριγύρω στόν ὁρίζοντα, σπαρμένη ἐδῶ κι ἐκεῖ μ’ ἀκίνητα λευκά πανάκια.
Πέρα, μακριά, στό θάμπος τοῦ πελάγου, ἕνα βραχάκι ὁλόρθο στέκεται μοναχικό καταμεσῆς τῆς θάλασσας. Ὁ ἥλιος τό ντύνει μ’ ἕνα φῶς ξανθό -τριανταφυλλί καί τό ἐξαϋλώνει. Λές κ' εἶν' ὁ Ἰησοῦς ἐπί τῶν ὑδάτων.
Νιώθω μέσα μου τήν πρωινή γαλήνη, χαμογελῶ σ’ ὅλους τούς ἐπιβάτες. Δέν εἶναι γνώριμα τά μέρη τοῦτα πού τά ξαναπέρασα πρίν ἀπό δεκαπέντε μέρες. Ἡ ἀκρογιαλιά, τόσο κοντά, πού ξεχωρίζω κάθε σκισιά τοῦ βράχου, κάθε χορτάρι πάνω στό βουναλάκι ψηλά.
Τώρα γίνηκε ἀπότομη. Τά πεῦκα, ξέχωρα φυτρωμένα, φτάνουνε ὥς τήν ἄκρη ἀπό τά βράχια. Ἕνα τους φύτρωσε ἀπόμερα πάνω στήν κάθετη πλαγιά· γέρνει πάνω στή θάλασσα νά τή φιλήσει.
Τά βουναλάκια χαμηλώνουν, ἀλλάζουν σέ πλατειές ταράτσες, ἡ μιά πάνω ἀπό τήν ἄλλη, φυτεμένες λιόδεντρα. Πίσω τους ἡ βαθυγάλαζη βουνοσειρά. Ὁ δρόμος ἀσπρίζει χαμηλά, πλάϊ στ’ ἀκρογιάλι.
Ἡ θάλασσα παίρνει ἕνα χρῶμα πιό βαθύ, ἀρχίζει νά ζαρώνη μέ τήν πρώτη ἀνάλαφρη πνοή. [...] Χάνω τό αἴσθημα τοῦ χρόνου -φαντάζομαι νά κυβερνῶ τή γρήγορη τριήρη τοῦ Ἰάσονα στό θριαμβευτικό ταξίδι της πρός τήν Κολχίδα.- Κάποιο καστανόχρυσο δέρας θά’ ναι τό ζηλεμένο ἔπαθλο. Ἀνοίξαν τά βουνά διάπλατα στό σίμωμά μας, ὅπως σέ παραμύθι, καί πλέομε ἀνάμεσα σέ καταπράσινες ἀκρογιαλιές πού ὅσο πᾶνε καί στενεύουν. [...] Ὁ ἥλιος καίει καλοκαιριάτικος.

Οι ομοιότητες των δύο κειμένων προκύπτουν από τη θεματική της φύσης που κυριαρχεί στα συγκεκριμένα αποσπάσματα και από την προσπάθεια των συγγραφέων να περιγράψουν αναλυτικά το τοπίο που οι ήρωες των δύο ιστοριών αντικρίζουν γύρω τους.
Ειδικότερα ομοιότητες έχουμε:
-          Στην αναφορά της επίδρασης που ασκεί το φυσικό τοπίο στη συναισθηματική κατάσταση των ηρώων. Ο νεαρός βοσκός θέλγεται από τη θάλασσα και όταν πέφτει στα νερά της νιώθει ανείπωτη μαγεία και φαντάζεται τον εαυτό του να γίνεται ένα με το κύμα, μετέχοντας της υγρής του φύσης. Αντιστοίχως, ο ήρωας-αφηγητής του Κοσμά Πολίτη νιώθει μέσα του τη γαλήνη του πρωινού κι αισθάνεται ευδιάθετος χάρη στην ομορφιά που τον περιβάλλει, ενώ από τη στιγμή που αφήνεται στην παρατήρηση της θάλασσας, χάνει την επαφή με το χρόνο και φαντάζεται τον εαυτό του να κυβερνά την τριήρη του Ιάσονα. Είναι χαρακτηριστική εδώ η δυνατότητα της φύσης να αποσπά τα πρόσωπα από το παρόν κι από την υπόστασή τους και να τους δημιουργεί την αίσθηση πως κινούνται σ’ ένα διαφορετικό κόσμο, άχρονο, όπου δεν ισχύουν οι περιορισμοί της πραγματικότητας.
-          Στην περιγραφή του τοπίου, όπου κυριαρχεί βέβαια η θάλασσα, με το παιχνίδισμα του νερού και των χρωματισμών της, εμπλουτίζεται όμως και με λεπτομερείς αναφορές στην ακρογιαλιά. Η παρουσία των βράχων και οι ποικίλες εναλλαγές που προσδίδουν στη σύσταση της ακρογιαλιάς, αναφέρεται και στα δύο κείμενα. Η εικόνα της απότομης ακρογιαλιάς με τους μεγάλους βράχους, πάντως, που αποδίδεται κι από τους δύο συγγραφείς μας παραπέμπει στο οικείο ελληνικό τοπίο των νησιών και των παραθαλάσσιων περιοχών. Η εικόνα, άλλωστε, συμπληρώνεται και στα δύο κείμενα με τα βουνά, τους λόγγους και τα μεταξύ τους μονοπάτια, που συνθέτουν την ιδιαιτερότητα του τοπίου που συνδυάζει ορεινά σημεία, επίπεδες επιφάνειες και φυσικά τις βραχώδεις ακρογιαλιές.
-          Στην ιδιαίτερη έμφαση που δίνεται σ’ έναν ορισμένο βράχο. Στο Όνειρο στο κύμα ο βράχος αυτός που χαρακτηρίζεται από τον ήρωα ως δικός του, οριοθετεί το χώρο ανάμεσα στην ακρογιαλιά που πέφτει να κολυμπήσει και στο σημείο που έχει αφήσει το κοπάδι του, αλλά και έχει δέσει την κατσίκα του. Από την στο Λεμονοδάσος έχουμε έναν μικρότερο βράχο που βρίσκεται μέσα στη θάλασσα, κι όπως λούζεται από το φως του ήλιου μοιάζει να εξαϋλώνεται. 

Μαρία Πολυδούρη «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες», Εξετάσεις Εσπερινών Λυκείων 2005

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Sigitas Staniunas

Μαρία Πολυδούρη «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες»

(Εξετάσεις Εσπερινών Λυκείων 2005)

"Τα ποιήματα της Πολυδούρη μοιάζουν με σελίδες ημερολογίου, όπως γράφει και ο ποιητής Κώστας Στεργιόπουλος, ή με ερωτικές επιστολές που έχουν συγκεκριμένο αποδέκτη". Να εντοπίσετε τρία στοιχεία που επιβεβαιώνουν την παραπάνω άποψη στο συγκεκριμένο ποίημα.

Η Μαρία Πολυδούρη στο ποίημα «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες» καταγράφει τα συναισθήματα καθώς και τις αλλαγές που βιώνει χάρη στον έντονο έρωτα που αισθάνεται για τον αγαπημένο της. Οι εμπειρίες αυτές αποτελούν προσωπικά βιώματα και δεν πηγάζουν τόσο από τη διάθεση της ποιήτριας να εκφράσει μια καθολική αλήθεια όσο από την ανάγκη της να μιλήσει για τον έρωτα αυτό που υπήρξε απόλυτα καθοριστικός για τη ζωή της. Η ποιήτρια παρουσιάζει σε πρώτο πρόσωπο «Δεν τραγουδώ, παρά γιατί μ’ αγάπησες» όλη εκείνη την καταιγιστική επίδραση του έρωτα, σε ό,τι αφορά πάντα τα προσωπικά της συναισθήματα, δίνοντας μια αμιγώς ατομική διάσταση στο λόγο της. Η αίσθηση, επομένως, ότι τα ποιήματά της μοιάζουν με σελίδες ημερολογίου δικαιολογείται και από τη χρήση του πρώτου προσώπου, αλλά και από το περιεχόμενό τους που αφορά κατά κύριο λόγο ατομικές σκέψεις και βιώματα της ποιήτριας.
Παράλληλα, το γεγονός ότι όλες οι στροφές του ποιήματος απευθύνονται σ’ ένα εσύ «Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου», καθιστούν έγκυρη τη διαπίστωση ότι τα ποιήματά της μοιάζουν με ερωτικές επιστολές που έχουν συγκεκριμένο αποδέκτη. Η ποιήτρια, λοιπόν, πέραν από το γεγονός ότι αποτυπώνει στους στίχους της το πώς η ίδια βίωσε και βιώνει την επίδραση του έρωτά της, απευθύνει τις σκέψεις και τις παραδοχές της στον αγαπημένο της. Η επίγνωση, βέβαια, ότι εκείνος δεν υπάρχει πια δημιουργεί την αίσθηση πως η ποιήτρια καταγράφει όλα τα συναισθήματα αυτά στα πλαίσια μιας αναβίωσης, ενός επίπονου -μα αναγκαίου- μηρυκασμού συναισθημάτων, ο οποίος τη βοηθά να αποδεχτεί τον τραγικό χαμό του αγαπημένου της. Η Πολυδούρη βρίσκει, έστω κι εκ των υστέρων, την ευκαιρία να εξυμνήσει το αγαπημένο της πρόσωπο, για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη που αισθάνεται για το πέρασμά του από τη ζωή της. Το ιδιαίτερο αυτό ποίημα αποτελεί μια διαδικασία πένθους που πραγματώνεται με λόγια αγάπης και εξιδανίκευσης, καθώς η ποιήτρια γνωρίζει πως παρά το χαμό του αγαπημένου της, η ίδια βιώνει ακόμη την κατακλυσμιαία επίδραση που είχε εκείνος στη ζωή και την προσωπικότητά της.

Ολόκληρο το ποίημα δομείται σε μια σχέση ενέργειας-αποτελέσματος. Να επιβεβαιώσετε τη διαπίστωση αυτή με δύο παραδείγματα από το κείμενο. Τι πετυχαίνει η ποιήτρια με την επιλογή αυτής της σχέσης;

Στους πρώτους στίχους κάθε στροφής η ποιήτρια αναφέρεται σε μια πράξη του αγαπημένου της και ύστερα καταγράφει τα αποτελέσματα που είχε η πράξη αυτή σε συναισθηματικό επίπεδο, αλλά και ακόμη βαθύτερα στην ψυχή και στην ίδια τη σύσταση της προσωπικότητάς της.
«Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν / με την ψυχή στο βλέμμα»: Το γεγονός ότι στα μάτια του αγαπημένου της μπορούσε να διακρίνει την ειλικρίνεια και την ένταση των συναισθημάτων του, (με την ψυχή στο βλέμμα), έδωσε στην ποιήτρια τη δύναμη να αποδεχτεί πλήρως τον εαυτό της και να προβάλει με όλη την εσωτερική της ομορφιά. Στα μάτια του αγαπημένου της, η ποιήτρια μπορούσε να διακρίνει την αγνότητα των συναισθημάτων του, την αλήθεια του έρωτά του, αλλά και την αφοσίωσή του, στοιχεία που ενεργοποίησαν την αυτοπεποίθησή της, τη βοήθησαν να αγαπήσει και ίδια τον εαυτό της και να μπορέσει να παρουσιαστεί με τα αληθινά της χρώματα, χωρίς να κρατά τίποτε κρυφό, μιας και δεν είχε πλέον κανένα λόγο να νιώθει επισφαλής για την ομορφιά της υπόστασής της. Η ποιήτρια σχολιάζει χαρακτηριστικά «περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο / της ύπαρξης μου στέμμα», αναφερόμενη στην πολύ σημαντική στιγμή που η ίδια μέσα από την αγάπη και την αποδοχή εκείνου, κατόρθωσε να αποδεχτεί πλήρως τον εαυτό της και να παρουσιάσει κάθε ιδιαίτερο στοιχείο του χαρακτήρα της, κάθε πτυχή του εαυτού της, χωρίς να διστάζει πια και χωρίς να αισθάνεται πια την ανάγκη να λάβει την έγκριση και την αποδοχή των άλλων, εφόσον εκείνος την είχε γνωρίσει και την είχε αγαπήσει όπως ακριβώς ήταν.
«Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου / μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα»: Το άγγιγμα και το φιλί του αγαπημένου της, είχαν καταλυτική επίδραση στην ποιήτρια η οποία ένιωσε όλη της την ομορφιά να ξεπροβάλει, καθώς η αγάπη εκείνου και το ερωτικό του κάλεσμα ξύπνησαν μέσα της το πάθος και την ανάγκη της ερωτικής συνύπαρξης. Όπως ένα λουλούδι ανθίζει για να δείξει την ομορφιά του σε όλη της την αρτιότητα, έτσι και η ποιήτρια ανταποκρινόμενη στο φιλί του, ξεδίπλωσε την ομορφιά της, στην πληρότητά της. Ο έρωτας του αγαπημένου της την ωθεί σε μια ωρίμανση όχι μόνο συναισθηματική αλλά και σωματική, καθώς η ποιήτρια είναι έτοιμη κοντά του να βιώσει κάθε νέο αναβαθμό της αγάπης. Άλλωστε, η ένταση των συναισθημάτων που ανακίνησε το φιλί του ήταν τέτοια, ώστε η ποιήτρια ακόμη και τη στιγμή που γράφει τους στίχους αυτούς αισθάνεται στην ψυχή της ένα ρίγος.
Με τη συσχέτιση ενέργειας – αποτελέσματος η ποιήτρια επιτυγχάνει να παρουσιάσει με μεγαλύτερη ενάργεια την επίδραση που είχε η αγάπη εκείνου στη ζωή της. Η επίδραση αυτή ξεκινά από το γεγονός ότι μόνο για την αγάπη του γράφει τα τραγούδια της και σταδιακά κλιμακώνεται σε πολύ ουσιαστικότερες παραδοχές, καθώς η ποιήτρια αναγνωρίζει πως γεννήθηκε και έζησε μόνο γιατί εκείνος την αγάπησε. Από την ανάγκη να εκφράσει με ποιητικό λόγο τα συναισθήματά της, από το γεγονός ότι η αγάπη και η αποδοχή εκείνου τη βοήθησαν να αποδεχτεί και η ίδια τον εαυτό της και να παρουσιάσει περήφανα την υπόστασή της, φτάνουμε στην παραδοχή πως όλη της η ζωή δικαιώθηκε χάρη στη δική του αγάπη. Η ποιήτρια αποδίδει σε εκείνον και στην αγάπη του, κάθε σημαντική και καίρια διαβάθμιση στη ζωή της, καθώς μέσα από τον έρωτά του κατόρθωσε να έρθει σε επαφή με την τέχνη της, με τον ίδιο της τον εαυτό κι εν τέλει κατόρθωσε να βρει δικαίωση και νόημα στην ύπαρξή της.

Το κυκλικό σχήμα επανέρχεται σε κάθε στροφή του ποιήματος. Να εντοπίσετε δύο συγκεκριμένες λειτουργίες του μέσα στο κείμενο.

Η ποιήτρια αρχίζει και ολοκληρώνει κάθε στροφή με τον ίδιο στίχο, δημιουργώντας κάθε φορά ένα νέο σχήμα κύκλου, επιδιώκοντας σε γενικότερο πλαίσιο να ενισχύσει τη μουσικότητα του ποιήματός της, αλλά και επιχειρώντας σε κάθε στροφή να τονίσει μια συγκεκριμένη διάσταση του ερωτικού της συναισθήματος.
«Δεν τραγουδώ, παρά γιατί μ’ αγάπησες»: Ο στίχος με τον οποίο δημιουργείται το σχήμα κύκλου στην πρώτη στροφή, έρχεται να εκφράσει με εμφατικό τρόπο την άρρηκτη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην αγάπη εκείνου και στην τέχνη της ποιήτριας. Τα ποιήματά της, τα τραγούδια της, γράφονται μόνο για εκείνον, καθώς η αγάπη του είναι η κινητήριος δύναμη του ποιητικού της λόγου. Η ποιήτρια δεν μπαίνει στη διαδικασία να συνθέσει τα ποιήματά της γιατί επιδιώκει να καταξιωθεί στο χώρο της ποιητικής τέχνης, γράφει τους στίχους της μόνο και μόνο για να εκφράσει την αγάπη της για εκείνον, γράφει για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη που αισθάνεται για την αγάπη του και πολύ περισσότερο γράφει γιατί εκείνος με την αγάπη του της παρέχει το μοναδικό λόγο να υπάρχει και να τραγουδά.
«Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα»: Ο στίχος αυτός που με ένα προφανές στοιχείο υπερβολής διακηρύττει το βάθος της αγάπης που αισθάνεται η ποιήτρια για εκείνον, έρχεται με την επανάληψή του να επιβεβαιώσει την αλήθεια της παραδοχής αυτής. Η ποιήτρια νιώθει πως σε όλη της τη ζωή το μοναδικό γεγονός που την έκανε να βγει από τη θλίψη και την αδιαφορία ήταν η αγάπη εκείνου, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε να αισθάνεται πως η ζωή της, της δόθηκε μόνο και μόνο για να βιώσει την αγάπη του. Αν και η διατύπωση αυτή ιδωμένη εντελώς αποστασιοποιημένα μπορεί να κριθεί υπερβολική και να προσπεραστεί, επί της ουσίας ο στίχος αυτός κρύβει όλη τη δύναμη του ποιήματος. Η Πολυδούρη φτάνει στην παραδοχή αυτή με μια προσεκτική κλιμάκωση ώστε η αλήθεια της αυτή να μη θεωρηθεί μια ακόμα λυρική υπερβολή. Η ποιήτρια νιώθει τον έρωτά αυτό και τις στιγμές που έζησε κοντά του ως τη μοναδική ευκαιρία που είχε να έρθει σ’ επαφή με το πραγματικό νόημα της ζωής και με την συγκλονιστική εκείνη αίσθηση ότι βιώνεις πραγματικά τη ζωή σε όλης της την ένταση και γνωρίζει πλέον πως ποτέ ξανά δεν θα έχει τη δυνατότητα να βιώσει κάτι ανάλογο.

Να σχολιάσετε σε μια παράγραφο το νόημα της τελευταίας στροφής ("Μονάχα γιατί … ὡραῖα μ’ ἀγάπησες").

Η ποιήτρια αναγνωρίζει στον αγαπημένο της πως χάρη στην ειλικρίνεια και την αγνότητα των συναισθημάτων του της προσέφερε την ευκαιρία να ζήσει κοντά του με πληρότητα, καθώς είχε σαν πολύτιμο σκοπό της να πληθαίνει τα όνειρά του, να βιώνει δηλαδή μαζί του τη μαγική επενέργεια του έρωτα που προσφέρει στους ερωτευμένους τη δυνατότητα να διαγράφουν ένα υπέροχο μέλλον γεμάτο προοπτικές και όνειρα. Άλλωστε, η αγάπη του υπήρξε τόσο σημαντική για την ποιήτρια, ώστε ακόμη και μετά το χαμό του, εκείνη συνεχίζει να βιώνει την ομορφιά και τη δύναμη των συναισθημάτων που μοιράστηκαν μαζί, με αδιάψευστη επιβεβαίωση την απουσία φόβου που διακρίνει την αναμονή και του δικού της τέλους. Η ποιήτρια αισθανόμενη πως έζησε κοντά του το ισχυρότερο συναίσθημα στην πληρότητά του, όχι μόνο δε φοβάται να πεθάνει αλλά οδεύει προς το τέλος της με μια γλυκιά εγκαρτέρηση.

Ράινερ Μαρία Ρίλκε «ΣΒΗΣΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ...»

Σβήσε τα μάτια μου∙ μπορώ να σε κοιτάζω,
τ’ αυτιά μου σφράγισέ τα, να σ’ ακούω μπορώ.
Χωρίς τα πόδια μου μπορώ να’ρθω σ’ εσένα,
και δίχως στόμα, θα μπορώ να σε παρακαλώ.
Κόψε τα χέρια μου, θα σε σφιχταγκαλιάζω,
σαν να ήταν χέρια, όμοια καλά, με την καρδιά.
Σταμάτησέ μου την καρδιά, και θα καρδιοχτυπώ
με το κεφάλι.
Κι αν κάμεις το κεφάλι μου σύντριμμα, στάχτη, εγώ
μέσα στο αίμα μου θα σ’ έχω πάλι.


μτφρ. Κωστής Παλαμάς


Να επισημάνετε τέσσερις φράσεις με τις οποίες δηλώνεται η δύναμη του έρωτα στο ποίημα "ΣΒΗΣΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ…" του Ράινερ Μαρία Ρίλκε. Ποια χαρακτηριστικά του έρωτα αποκαλύπτονται μέσα από αυτές;

«Σβήσε τα μάτια μου∙ μπορώ να σε κοιτάζω»: Ο ποιητής που αισθάνεται τη μορφή της αγαπημένης του να έχει εμποτίσει κάθε πτυχή του είναι του, δηλώνει πως ακόμη κι αν έχανε το φως του, ακόμη και αν δεν μπορούσε να κοιτάζει την αγαπημένη του, θα μπορούσε να τη βλέπει, καθώς ακόμη και η πιο μικρή λεπτομέρεια που συνθέτει την ύπαρξή της είναι χαραγμένη στη σκέψη και στην ψυχή του. Ο ερωτευμένος ποιητής έχει παρατηρήσει με αφοσίωση και λατρεία την αγαπημένη του και έχει καταγράψει στο μυαλό του κάθε χαρακτηριστικό του προσώπου της, κάθε ιδιαίτερη ατέλεια, κάθε έκφραση και κάθε μικρή σύσπαση, που συνθέτει την ξεχωριστή ομορφιά του αγαπημένου προσώπου.
«Χωρίς τα πόδια μου μπορώ να’ρθω σ’ εσένα»: Η ένταση του ερωτικού συναισθήματος είναι τέτοια που ο ποιητής νιώθει πώς ακόμη κι αν δεν μπορούσε να περπατήσει, ακόμη και χωρίς τα πόδια του, θα ήταν ικανός να φτάσει στην αγαπημένη του, καθώς κανένα εμπόδιο δεν είναι ικανό να τον αποτρέψει από το να βρίσκεται κοντά της. Η αίσθηση του ποιητή πως θα μπορούσε να ξεπεράσει οτιδήποτε προκειμένου να βρίσκεται κοντά στο πρόσωπο που αγαπά, αποτελεί ένα βασικό χαρακτηριστικό των ερωτευμένων, οι οποίοι είναι πάντοτε διατεθειμένοι να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις ή να υποβληθούν σε μεγάλους κόπους και ταλαιπωρίες μόνο και μόνο για να περάσουν μερικές στιγμές μαζί.
«Κόψε τα χέρια μου, θα σε σφιχταγκαλιάζω, / σαν να ήταν χέρια, όμοια καλά, με την καρδιά.»: Ο ποιητής αισθάνεται πως ακόμη κι αν η αγαπημένη του, του έκοβε τα χέρια, δεν θα μπορούσε να τον αποτρέψει από το να την αγκαλιάζει, καθώς θα χρησιμοποιούσε αντί για τα χέρια του, την καρδιά του. Η αγάπη που αισθάνεται ο ποιητής και η ανάγκη του να έρχεται σ’ επαφή με την αγαπημένη του, να την αγγίζει και να τη νιώθει κοντά του είναι τόσο έντονη ώστε θα μπορούσε να εσωτερικεύσει τα συναισθήματα αυτά και θα μπορούσε να βιώσει το άγγιγμα της αγαπημένης του νοητά, σαν να την αγκάλιαζε με την ίδια του την καρδιά. Η ευχαρίστηση δηλαδή που του προσφέρει το αγκάλιασμά της είναι τόσο μεγάλη, ώστε η επίδρασή του φτάνει στο κέντρο της συναισθηματικής του ύπαρξης, την ίδια του την καρδιά, γι’ αυτό και ο ποιητής δηλώνει πως τίποτε δεν θα μπορούσε να τον αποτρέψει από το να αποζητά και να επιδιώκει την επαφή με την αγαπημένη του. Η αίσθηση αυτή του ποιητή βρίσκει, βέβαια, πλήρη ανταπόκριση στους ερωτευμένους ανθρώπους, οι οποίοι επιδιώκουν να βρίσκονται πάντοτε σε συνεχή επαφή, ώστε να εκφράζουν την αγάπη τους με το χάδι και την αγκαλιά και ώστε να αισθάνονται το αγαπημένο τους πρόσωπο όσο πιο κοντά τους γίνεται.
«Σταμάτησέ μου την καρδιά, και θα καρδιοχτυπώ / με το κεφάλι.»: Ακόμη κι αν η αγαπημένη του μπορούσε να σταματήσει την καρδιά του, το κέντρο της ζωής αλλά και το κέντρο, όπως συνηθίζουμε να το χαρακτηρίζουμε, των συναισθημάτων, εκείνος θα συνέχιζε να καρδιοχτυπά, θα συνέχιζε να βιώνει τον έρωτά του με τη βοήθεια του μυαλού και της σκέψης του. Ακόμη κι αν έπαυε να χτυπά η καρδιά του, ο έρωτάς του θα παρέμενε ζωντανός και θα συνέχιζε να πάλλετε στο μυαλό του, σ’ ένα εγκεφαλικό επίπεδο, αλλά πάντοτε εξίσου δυνατός και κυρίαρχος. Ο ποιητής εδώ συνεχίζει την κλιμακωτή παρουσίαση της έντασης με την οποία βιώνει τον έρωτά του, δηλώνοντας πως δεν χρειάζεται ούτε καν την καρδιά του για να μπορεί να βιώνει την αγάπη του. Η υπερβολική αυτή έκφραση, έρχεται να αποδώσει την αίσθηση των ερωτευμένων πως ο έρωτας έχει κατακλύσει την ύπαρξή τους σε τέτοιο βαθμό, ώστε να βρίσκεται ισχυρός σε κάθε σημείο του σώματος, σε κάθε σκέψη και κάθε πράξη.


Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Όνειρο στο κύμα» (Πανελλήνιες 2006)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Υvonne Αyoub

Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Όνειρο στο κύμα»
Πανελλήνιες Λογοτεχνίας Θεωρητικής Κατεύθυνσης 2006

1. Έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι ο Παπαδιαμάντης είναι κατεξοχήν «βιωματικός» συγγραφέας. Τεκμηριώστε τη θέση αυτή με πέντε βιωματικού χαρακτήρα αναφορές στο κείμενο που σας δόθηκε.

Η ιδιαίτερη επιτυχία αυτού του διηγήματος βασίζεται στο γεγονός ότι ο Παπαδιαμάντης γράφει για κάτι που ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά, για τη ζωή στη Σκιάθο και μάλιστα, παρουσιάζει τα διαδραματιζόμενα μέσα από τα μάτια ενός νέου που έχει κοινά βιώματα με αυτά του συγγραφέα. Η γνώση, κατά πρώτον, της περιοχής στην οποία εκτυλίσσεται η ιστορία, με τις ακριβείς αναφορές για την ακτή, τη θάλασσα και τις μετακινήσεις των ψαράδων, αποτελούν σαφή ένδειξη ότι ο συγγραφέας έχει ζήσει σε αυτόν τον τόπο γι’ αυτό και μπορεί να τον περιγράφει με πραγματικές αναφορές και χαρακτηριστική παραστατικότητα.
Επίσης, η εκπαίδευση που αναφέρει ο αφηγητής ότι έχει λάβει σε ιερατικές σχολές συμπίπτει με το γεγονός ότι ο συγγραφέας ξεκίνησε την εκπαίδευσή του στην Ιερά Μονή του Ευαγγελισμού της Σκιάθου. Χάρη σε αυτή την επαφή με την εκκλησία ο Παπαδιαμάντης απέκτησε μια έντονη θρησκευτικότητα, η οποία αντανακλάται και στον ήρωα της αφήγησης ο οποίος αναφέρει ότι θα έπρεπε να έχει γίνει μοναχός. Η ματαίωση, άλλωστε, της επιθυμίας του νεαρού αφηγητή να αφοσιωθεί στην εκκλησία και να γίνει μοναχός, αποτελεί μια ακόμη παραλληλία με τη ζωή του συγγραφέα, ο οποίος είχε ζήσει για οκτώ μήνες στο Άγιο Όρος ως δόκιμος μοναχός, αλλά τελικά θεώρησε ότι δεν είναι άξιος για μια τέτοια τιμή.
Επιπλέον, παρατηρούμε ότι η έλλειψη ικανοποίησης του νεαρού αφηγητή από την ενήλικη ζωή του ως δικηγόρος και η επιθυμία που εκφράζει να μπορούσε να επιστρέψει στα βουνά της παιδικής του ηλικίας ως βοσκός, βρίσκουν πολλές αντιστοιχίες με τη ζωή του συγγραφέα. Ο Παπαδιαμάντης με τις ανολοκλήρωτες σπουδές στη Φιλοσοφική δεν κατόρθωσε να διασφαλίσει μια σταθερή δουλειά κι αναγκαζόταν να γράφει για διάφορες εφημερίδες και περιοδικά και να κάνει μεταφράσεις, χωρίς ποτέ να αποκτήσει οικονομική άνεση. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, μάλιστα, επέστρεψε στο νησί του για να γλιτώσει από την εξαντλητική διαβίωση στην Αθήνα, αλλά ακόμη και στη Σκιάθο συνέχισε να κάνει μεταφράσεις για να διασφαλίζει κάποια χρήματα.
Παρά το γεγονός ότι δε θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε το βασικό γεγονός της αφήγησης, τη διάσωση της Μοσχούλας, ως πραγματικό περιστατικό της ζωής του Παπαδιαμάντη, βρίσκουμε ωστόσο ότι η ζωή, τα συναισθήματα και η συμπεριφορά του αφηγητή έχουν πολλές αντιστοιχίες με τη ζωή του συγγραφέα. Η εικόνα, δηλαδή, που μας δίνεται για τον αφηγητή, ότι είναι θρησκευόμενος, με αγάπη για τη ζωή του στο νησί και ότι αργότερα καταλήγει να είναι εξαιρετικά απογοητευμένος από τη ζωή του μακριά από τη φύση και μακριά από τη Σκιάθο, μπορούμε κάλλιστα να πούμε ότι ανταποκρίνεται στην πορεία του Παπαδιαμάντη.

2. Να επισημάνετε και να σχολιάσετε τέσσερις αφηγηματικές τεχνικές που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας στο συγκεκριμένο απόσπασμα.

[Οι αφηγηματικές τεχνικές αναφέρονται:
- στο είδος της αφήγησης (οι αφηγηματικοί τρόποι)
- στο χρόνο και το ρυθμό της αφήγησης
- στον αφηγητή
- στην οπτική γωνία, στην εστίαση

Αφηγηματικοί τρόποι:
- Αφήγηση
- Διάλογος
- Περιγραφή
- Σχόλια
- Ελεύθερος πλάγιος λόγος
- Εσωτερικός μονόλογος

Αφηγηματικός χρόνος
- Ο χρόνος της ιστορίας (ιστορικός/ πραγματικός)
- Ο χρόνος της αφήγησης / αφηγημένος
- Αναχρονίες:
- Αναδρομικές αφηγήσεις / αναδρομές ή αναλήψεις και
- Πρόδρομες αφηγήσεις ή προλήψεις.
- Ρυθμός αφήγησης: επιτάχυνση, η παράλειψη, η περίληψη, η έλλειψη ή το αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση.

Είδη αφηγητών με βάση το αφηγηματικό επίπεδο

• Εξωδιηγητικός: αφηγείται την κύρια ιστορία είτε συμμετέχοντας είτε όχι.
• Ενδοδιηγητικός: βρίσκεται μέσα στην ιστορία και αφηγείται μια δεύτερη ιστορία.
• Μεταδιηγητικός: βρίσκεται μέσα στη δευτερεύουσα ιστορία (στη μετα-αφήγηση) και αφηγείται μια άλλη ιστορία

Ο αφηγητής είναι ένα φανταστικό πρόσωπο που επινοεί ο συγγραφέας για να αφηγηθεί μια ιστορία και δεν ταυτίζεται μαζί του.

Με βάση τη συμμετοχή του στην ιστορία ονομάζεται:

• Ομοδιηγητικός:
Συμμετέχει στην ιστορία την οποία αφηγείται είτε ως πρωταγωνιστής (αυτοδιηγητικός αφηγητής) είτε ως παρατηρητής ή αυτόπτης μάρτυρας.
• Ετεροδιηγητικός:
Δεν έχει καμιά συμμετοχή στην ιστορία που αφηγείται

Η εστίαση της αφήγησης

Μηδενική = Ο αφηγητής ξέρει περισσότερα από ό,τι τα πρόσωπα, είναι έξω από τη δράση (παντογνώστης)
Αφηγητής > Πρόσωπα
• Εσωτερική = Ο αφηγητής ξέρει όσα και τα πρόσωπα
Αφηγητής = Πρόσωπα
• Εξωτερική = Ο αφηγητής ξέρει λιγότερα από τα πρόσωπα
Αφηγητής < Πρόσωπα

Παντογνώστης είναι ο αφηγητής που γνωρίζει τα πάντα, εποπτεύει τα πάντα, αλλά δεν μετέχει στη δράση, δεν είναι δηλαδή ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας. Στον παντογνώστη αφηγητή αντιστοιχεί η αφήγηση χωρίς εστίαση (μηδενική), δεδομένου ότι αυτός δεν παρακολουθεί την αφήγηση από μια οπτική γωνία, αλλά είναι πανταχού παρών σαν ένας μικρός θεός.]

Στο συγκεκριμένο απόσπασμα η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο από τον αφηγητή που συμμετέχει στα γεγονότα, οπότε πρόκειται κυρίως για μίμηση, στην οποία όμως ενυπάρχουν και στοιχεία εσωτερικού μονολόγου, καθώς ο αφηγητής μας δίνει τις σκέψεις του για τα διαδραματιζόμενα. Η αφήγηση επίσης εμπλουτίζεται με σύντομα σημεία περιγραφής αλλά και μ’ έναν ατελή διάλογο, τη στιγμή που ο αφηγητής απευθύνεται στην κοπέλα. Ο χρόνος της ιστορίας μας έχει δοθεί με κάποια ασάφεια στην αρχή του διηγήματος και είναι κάποια χρονιά του 187..., και παραμένει ασαφής καθώς ούτε στην πορεία της αφήγησης μας δίνονται περισσότερα στοιχεία για το πότε ακριβώς συνέβησαν όσα περιγράφονται. Ο χρόνος της αφήγησης πάντως όπως γίνεται σαφές από το ως άνω απόσπασμα δίνεται με αναχρονίες, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του αποσπάσματος αποτελεί μια αναδρομή στο παρελθόν, όπου ο αφηγητής θυμάται ένα περιστατικό από τα εφηβικά του χρόνια. Ως προς το ρυθμό της αφήγησης μπορούμε να διαπιστώσουμε μια σχετικά επιβράδυνση στο σημείο της διάσωσης της νεαρής κοπέλας, όπου ο αφηγητής βρίσκει την ευκαιρία να εκφράσει τα συναισθήματα που ένιωσε από την επαφή με το γυμνό της σώμα. Στη συνέχεια όμως βλέπουμε ότι τα χρόνια που μεσολάβησαν από εκείνο το περιστατικό μέχρι το παρόν του ενήλικα δικηγόρου αφηγητή μας δίνονται πολύ συνοπτικά. Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός καθώς μας αφηγείται μια ιστορία στην οποία ο ίδιος συμμετέχει ως πρωταγωνιστής και παράλληλα χαρακτηρίζεται εξωδιηγητικός καθώς αφηγείται την κύρια ιστορία του κειμένου στην οποία συμμετέχει κιόλας. Η αφήγηση μας δίνεται με εσωτερική εστίαση καθώς είναι προφανές ότι ο αφηγητής γνωρίζει όσα και τα πρόσωπα της ιστορίας.

3. «[...] Ἡ βάρκα ἐκείνη ἀπεῖχεν ... εἰς τάς ἀγκάλας μου, καί ἀνῆλθον». Να εξετάσετε τη λειτουργία της περιγραφής στο συγκεκριμένο χωρίο.

Σε αυτό το απόσπασμα γίνεται ιδιαίτερα εμφανής η βιωματικότητα του Παπαδιαμάντη καθώς η περιγραφή που μας δίνεται καθιστά σαφή την άριστη γνώση της περιοχής από το συγγραφέα. Είναι φανερό ότι ο Παπαδιαμάντης σ’ αυτά τα νερά έχει κολυμπήσει πολλές φορές και ξέρει με κάθε λεπτομέρεια το χώρο μέσα κι έξω από τη θάλασσα. Χάρη στη γνώση της περιοχής η περιγραφή αυτή κερδίζει σε ρεαλιστικότητα και βοηθά τον αναγνώστη να αναδημιουργήσει στο μυαλό του ακόμη πιο αποτελεσματικά την εικόνα του πνιγμού, αλλά και της σωτήριας βουτιάς του αφηγητή. Η τέχνη του Παπαδιαμάντη βρίσκει την καλύτερη δυνατή της έκφραση στα περιγραφικά σημεία, μιας και ο συγγραφέας αυτός έχει την ικανότητα να δημιουργεί με εξαιρετική πιστότητα και ρεαλισμό υπέροχες εικόνες της ελληνικής φύσης.
Αφηγηματικά η περιγραφή αυτή λειτουργεί ως στοιχείο επιβράδυνσης, το οποίο σε συνδυασμό με τη δραματική διατύπωση του αφηγητή ότι η Μοσχούλα ήταν πιο κοντά στο θάνατο απ’ ότι στη ζωή επιτείνει την αγωνία του αναγνώστη.

4. «Ὀρθῶς ἔλεγεν ὁ γηραιός Σισώης ὅτι “ἄν ἤθελαν νά μέ κάμουν καλόγερον, δέν ἔπρεπε νά μέ στείλουν ἔξω ἀπό τό μοναστήρι…”. Διά τήν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς μου ἤρκουν τά ὀλίγα ἐκεῖνα κολλυβογράμματα, τά ὁποῖα αὐτός μέ εἶχε διδάξει, καί μάλιστα ἦσαν καί πολλά!...». Να σχολιάσετε το πιο πάνω χωρίο με 120-140 λέξεις.

Η γνωριμία του νεαρού αφηγητή με τη Μοσχούλα αποτέλεσε για εκείνον ανασταλτικό παράγοντα στην προσπάθειά του να αφοσιωθεί στο Θεό, καθώς είχε πλησιάσει την ομορφιά της ζωής και δεν μπορούσε πια να αποκλείσει τον εαυτό του από την ευκαιρία να γνωρίσει την ευτυχία του έρωτα. Η διάψευση όμως των προσδοκιών του και η απογοήτευση του από την πραγματικότητα της ζωής, επαναφέρουν στη μνήμη του τη συμβουλή του πατέρα Σισώη, ο οποίος έλεγε ότι ο καλύτερος τρόπος για να γίνει καλόγερος είναι να μην τον αφήσουν να βγει έξω από το μοναστήρι. Ο Σισώης είχε γνωρίσει τη δύναμη του έρωτα στην προσωπική του ζωή γι’ αυτό και ήξερε ότι αν ο νεαρός βρεθεί εκτός μοναστηριού το πιθανότερο είναι να έρθει αντιμέτωπος με τους εγκόσμιους πειρασμούς και να παραστρατήσει. Τώρα, λοιπόν, που ο ενήλικας αφηγητής είχε γνωρίσει τους πικρούς συμβιβασμούς της ζωής σκέφτεται ότι μάταια μπήκε στη διαδικασία και συνέχισε της σπουδές του. Αν είχε παραμείνει στα λίγα γράμματα, στις βασικές γνώσεις δηλαδή, θα ακολουθούσε μια απλούστερη μορφή ζωής, κοντά στη φύση και στο Θεό και θα ήταν σαφώς πιο ευτυχισμένος.

5. Να συγκρίνετε ως προς το περιεχόμενο το απόσπασμα που σας δόθηκε από το «Όνειρο στο κύμα» με το παρακάτω ποίημα του Κλείτου Κύρου, «Οπτική απάτη».

Κλείτος Κύρου «Οπτική απάτη»

Κατατρύχονταν
από μια μορφή γυναίκας
Την έβλεπε στον ύπνο του μ’ υψωμένα
Χέρια να παραληρεί με θέρμη
Την έβλεπε κάθε πρωί να γνέφει
Στο απέναντι παράθυρο να χαμογελά
Μ’ αστραπές στα μάτια και στα δόντια
Μες στο μισοσκότεινο δωμάτιο
Σύμβολο της άυλης παντοτινά γυναίκας
Έτσι νόμιζε τουλάχιστο δεν είχε διδαχθεί
Τους παράγοντες της οφθαλμαπάτης.
Όταν πια κατάλαβε είχε ξημερώσει
Σα να κύλησε μια ατελείωτη νύχτα
Κι ήταν μόνος πάλι και ξεφύλλιζε
Παλιές πολύ παλιές φωτογραφίες.


Η κοινή θεματική που διατρέχει τα δύο κείμενα είναι ο έρωτας για τη γυναίκα που φτάνει στη διάψευσή του όταν επέρχεται η συνειδητοποίηση ότι μια πραγματική σχέση δεν μπορεί να διατηρήσει τα στοιχεία του ονείρου και του έρωτα για πολύ καιρό. Στο κείμενο του Παπαδιαμάντη ο νεαρός ήρωας ερωτεύεται τη Μοσχούλα και παρόλο που δεν το παραδέχεται ξέρουμε ότι την παρατηρεί για καιρό και γνωρίζει τις συνήθειές της, καθώς και πολλές πληροφορίες για τη ζωή της. Ο έρωτας αυτός είναι βέβαια πλατωνικός και λειτουργεί κυρίως ως ενδιαφέρον από την πλευρά του ήρωα και ως ερωτική επιθυμία, η οποία κορυφώνεται όταν στην προσπάθειά του να σώσει την κοπέλα, παίρνει στην αγκαλιά του το γυμνό κορμί της και τη μεταφέρει στην ακτή. Το άγγιγμα αυτό παραμένει στη συνείδηση του νεαρού ως η επαφή με το όνειρο και διατηρείται έτσι μέχρι τα χρόνια της ενηλικίωσης του, χωρίς ποτέ να τεθεί σε κίνδυνο η ονειρικότητα και η τελειότητα αυτής της στιγμής.
Ο λόγος που στο μυαλό του αφηγητή η στιγμή αυτή παρέμεινε ως η ευτυχέστερη της ζωής του, είναι γιατί είχε εξιδανικεύσει τη νεαρή κοπέλα και την αντιμετώπιζε ως την προσωποποίηση του έρωτα. Άλλωστε, μεταξύ τους δεν υπήρξε ποτέ τίποτε πέρα από αυτό το σύντομο άγγιγμα, οπότε η αγνότητα του έρωτά τους και η απομάκρυνση του νέου από το νησί, οδήγησαν εύκολα αυτή τη στιγμή στο να θεωρηθεί μια τέλεια έκφανση του έρωτα. Όταν όμως ο νεαρός μεγάλωσε κι άρχισε να έρχεται σε επαφή με άλλες γυναίκες, στο κείμενο κάνει αναφορά για κυνέρωτες, άρχισε να απομυθοποιεί την αξία του έρωτα και σε συνδυασμό πάντοτε με την αίσθηση που είχε ότι εξαιτίας του έρωτά του για τη Μοσχούλα δεν αφοσιώθηκε πλήρως στο Θεό, απέκτησε μια αρνητική εικόνα για τις γυναίκες. Θεωρεί, μάλιστα, ότι ακόμη και η Μοσχούλα με το πέρασμα του χρόνου θα έγινε σαν τις άλλες, μια κόρη της Εύας δηλαδή, κάνοντας έτσι αναφορά στο ρόλο της γυναίκας στο προπατορικό αμάρτημα και παράλληλα υπενθυμίζοντας στον αναγνώστη τη θρησκευτικότητά του.
Με παρόμοιο τρόπο το πρόσωπο που πρωταγωνιστεί στο ποίημα του Κλείτου Κύρου, βρίσκεται αρχικά σε μια διαδικασία οραματισμού και εξιδανίκευσης της γυναίκας που αγαπά. Τη θεωρεί βασανιστικά ελκυστική και της αναγνωρίζει μια εξαιρετική ποιότητα ομορφιάς, που τον ωθούσε να πιστεύει ότι αντίστοιχα όμορφη και αγνή θα είναι και ψυχικά. Όπως όμως σχολιάζει ο ποιητής, δεν είχε ακόμη μάθει για τους παράγοντες της οφθαλμαπάτης, για τα γοητευτικά δηλαδή στοιχεία μιας γυναίκας που μπορούν να παρασύρουν έναν άντρα στο να την ερωτευτεί, χωρίς όμως να έχει γνωρίσει τον πραγματικό της εαυτό. Ο ήρωας του ποιήματος, επομένως, ενώ δίνεται στον έρωτα αυτής της γυναίκας τελικά καταλήγει να είναι μόνος του και να ανατρέχει σε μνήμες ενός μακρινού παρελθόντος, για να μας δηλώσει έτσι ο ποιητής ότι οι μόνες στιγμές που άξιζαν από την επαφή τους βρίσκονταν στην αρχή – αρχή του έρωτά τους.
Η γνωριμία των δύο αντρών με τις γυναίκες τους οδηγεί σε μια κατάσταση απογοήτευσης, καθώς και οι δύο καταλήγουν στη διαπίστωση ότι οι γυναίκες δεν είναι πάντοτε ακριβώς αυτό που φαίνονται. Η βασική διαφορά όμως στις δύο περιπτώσεις είναι ότι στο διήγημα του Παπαδιαμάντη η απογοήτευση του νεαρού εντάσσεται στο πλαίσιο μιας έντονης θρησκευτικής πίστης και μιας επιθυμίας να αφοσιωθεί στο Θεό, από την οποία τον απέτρεψε ο έρωτας για τη γυναίκα. Ενώ, στο ποίημα του Κύρου η απογοήτευση του ήρωα από τον έρωτα της γυναίκας δίνεται σε ένα καθαρό κοσμικό πλαίσιο, όπου δεν παρεμβαίνουν οι ενοχές που θα μπορούσε να δημιουργήσει στην ψυχή ενός θρησκευόμενου η πεποίθηση ότι οι γυναίκες κάποτε αποτελούν μια γοητευτική μορφή του πειρασμού.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...