Connie Bryson
Γιώργος Σεφέρης «Ο Μαθιός Πασκάλης ανάμεσα στα τριαντάφυλλα »
Ημερολόγιο Καταστρώματος, Α΄
Καπνίζω χωρίς να σταματήσω απ’ το πρωί
αν σταματήσω τα τριαντάφυλλα θα μ’ αγκαλιάσουν
μ’ αγκάθια και με ξεφυλλισμένα πέταλα θα με πνίξουν
φυτρώνουν στραβά όλα με το ίδιο τριανταφυλλί
κοιτάζουν· περιμένουν να ιδούν κάποιον· δεν περνά κανείς·
πίσω από τον καπνό της πίπας μου τα παρακολουθώ
πάνω σ’ ένα κοτσάνι βαριεστημένο χωρίς ευωδιά,
στην άλλη ζωή μια γυναίκα μου έλεγε μπορείς να γγίξεις αυτό το χέρι
κι είναι δικό σου αυτό το τριαντάφυλλο είναι δικό σου μπορείς να το πάρεις
τώρα ή αργότερα, όταν θελήσεις.
Κατεβαίνω καπνίζοντας ολοένα, τα σκαλοπάτια
τα τριαντάφυλλα κατεβαίνουν μαζί μου ερεθισμένα
κι έχουνε κάτι στο φέρσιμό τους απ’ τη φωνή
στη ρίζα της κραυγής εκεί που αρχίζει
να φωνάζει ο άνθρωπος: "μάνα" ή "βοήθεια"
ή τις μικρές άσπρες φωνές του έρωτα.
Είναι ένας μικρός κήπος όλο τριανταφυλλιές
λίγα τετραγωνικά μέτρα που χαμηλώνουν μαζί μου
καθώς κατεβαίνω τα σκαλοπάτια, χωρίς ουρανό·
κι η θεία της έλεγε: "Αντιγόνη ξέχασες σήμερα
τη γυμναστική σου
στην ηλικία σου δε φορούσα κορσέ, στην εποχή μου"
Η θεία της ήταν ένα θλιβερό κορμί μ' ανάγλυφες φλέβες
είχε πολλές ρυτίδες γύρω στ' αυτιά μια ετοιμοθάνατη μύτη
αλλά τα λόγια της ήταν γεμάτα φρόνηση πάντα
Την είδα μια μέρα να γγίζει το στήθος της Αντιγόνης
σαν το μικρό παιδί που κλέβει ένα μήλο.
Τάχα θα τη συναπαντήσω τη γριά γυναίκα έτσι που κατεβαίνω;
Μου είπε σαν έφυγα: "Ποιος ξέρει πότε θα ξαναβρεθούμε;"
κι έπειτα διάβασα το θάνατό της σε παλιές εφημερίδες
το γάμο της Αντιγόνης και το γάμο της κόρης της Αντιγόνης
χωρίς να τελειώσουν τα σκαλοπάτια μήτε ο καπνός μου
που μου δίνει μια γέψη στοιχειωμένου καραβιού
με μια γοργόνα σταυρωμένη τότες που ήταν όμορφη, πάνω στο τιμόνι
Κορυτσά, καλοκαίρι '37
Από το 1936 ο Σεφέρης βρίσκεται ως πρόξενος της Ελλάδας στην Κορυτσά της Αλβανίας, όπου και γίνεται δέκτης της γενικότερης αναστάτωσης που επικρατεί στην Ευρώπη και σύντομα θα οδηγήσει στο ξέσπασμα του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου. Στο ποίημα «Ο Μαθιός Πασκάλης ανάμεσα στα τριαντάφυλλα» ο Σεφέρης αποτυπώνει με μοναδικό τρόπο το αίσθημα της αναμονής και της αδράνειας του ανθρώπου που ενώ γνωρίζει ότι τα γεγονότα που έρχονται θα είναι κοσμοϊστορικής σημασίας, ο ίδιος δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο παρά να περιμένει.
Ο ποιητής χρησιμοποιεί εδώ ένα προσωπείο παρμένο από το μυθιστόρημα του Πιραντέλο «Ο μακαρίτης Ματτίας Πασκάλ», θέλοντας να αποστασιοποιηθεί από το συναίσθημα της ενοχλητικής αυτής αδράνειας που τον έχει κυριεύσει κι ίσως για να παραπέμψει τον ενημερωμένο αναγνώστη στην ανάγκη του Ματτία Πασκάλ να αλλάξει τον εαυτό του. Ο Σεφέρης βρίσκεται εγκλωβισμένος σε μια πόλη που δεν έχει να του προσφέρει τις διεξόδους που θα έβρισκε σε μια μεγαλύτερη πόλη, και παράλληλα σε μια πόλη που τον κρατά μακριά από τα κέντρα ενημέρωσης, που τόσο σημαντικά ήταν σε μια τόσο έντονη χρονική περίοδο που μέρα με τη μέρα οδηγεί τους ανθρώπους και πιο κοντά στην καταστροφή.
Καπνίζω χωρίς να σταματήσω απ’ το πρωί
αν σταματήσω τα τριαντάφυλλα θα μ' αγκαλιάσουν
μ’ αγκάθια και με ξεφυλλισμένα πέταλα θα με πνίξουν
Η εικόνα με την οποία ξεκινά το ποίημα είναι ίσως από τις καλύτερες αποτυπώσεις της επιβεβλημένης αδράνειας που έχουμε στη λογοτεχνία μας. Ο ποιητής καπνίζει ασταμάτητα και κοιτάζει επί τόση ώρα τα τριαντάφυλλα ώστε πλέον αισθάνεται ότι αν σταματήσει τις κινήσεις που κάνει για να καπνίσει, θα χαθεί πλήρως σ’ αυτά. Το βλέμμα του, δηλαδή, είναι καρφωμένο στα τριαντάφυλλα για πάρα πολύ ώρα, με αποτέλεσμα να μη βλέπει πια τίποτε άλλο πέρα από αυτά και το μόνο πράγμα που τον κρατά από το να χαθεί το μυαλό του πλήρως στην εικόνα τους είναι η κίνηση που κάνει για να φέρει την πίπα στα χείλη του.
φυτρώνουν στραβά όλα με το ίδιο τριανταφυλλί
κοιτάζουν· περιμένουν να ιδούν κάποιον· δεν περνά κανείς·
πίσω από τον καπνό της πίπας μου τα παρακολουθώ
πάνω σ’ ένα κοτσάνι βαριεστημένο χωρίς ευωδιά,
Ο ποιητής βρίσκεται από το πρωί στο ίδιο σημείο και απλά κοιτάζει τα τριαντάφυλλα, χωρίς να έχει τίποτε άλλο να κάνει ή καλύτερα χωρίς να έχει τη διάθεση να κάνει κάτι άλλο. Κι είναι τέτοια η ταύτιση που έχει αρχίσει να αισθάνεται με τα τριαντάφυλλα, ώστε τις δικές του ελπίδες ότι θα περάσει κάποιος από εκεί, τις αποδίδει σ’ αυτά. Ο ποιητής είναι μόνος, αισθάνεται μια απελπιστική ανία και φυσικά δεν έχει καλή διάθεση γι’ αυτό και παρατηρώντας τα τριαντάφυλλα, αντί να διακρίνει τα όμορφα στοιχεία τους εκείνος εστιάζει στα ελαττώματά τους, βρίσκει ότι φυτρώνουν στραβά, ότι έχουν όλα το ίδιο τριανταφυλλί χρώμα – ακόμη και η ομορφιά του χρώματός τους αναιρείται, καθώς είναι το ίδιο σε όλα – και εν τέλει δεν έχουν καν ευωδιά. Αν, βέβαια, ο ποιητής βρισκόταν σε καλύτερη διάθεση θα διέκρινε πολύ περισσότερη ομορφιά σε αυτά.
στην άλλη ζωή μια γυναίκα μου έλεγε μπορείς να γγίξεις αυτό το χέρι
κι είναι δικό σου αυτό το τριαντάφυλλο είναι δικό σου μπορείς να το πάρεις
τώρα ή αργότερα, όταν θελήσεις.
Όπως είναι λογικό τις στιγμές της μεγάλης ανίας οι άνθρωποι αρχίζουν να σκέφτονται πράγματα που έχουν περάσει και συνήθως επικεντρώνονται σε περασμένους έρωτες ή απασχολούν το μυαλό τους σκεπτόμενοι τα απλά και τετριμμένα γεγονότα της καθημερινότητας. Ο ποιητής ανατρέχει συνειρμικά στο παρελθόν του και θυμάται την ιδιαίτερη ερωτική παράδοση μιας γυναίκας, η οποία του δίνει το ελεύθερο να την αγγίξει και να έρθει σε αυτήν είτε τώρα είτε όποτε το θελήσει. Μια προσφορά που έμοιαζε τόσο θελκτική όσο και παραπλανητική, καθώς στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν ποτέ ελεύθερα χρονικά όρια στη διεκδίκηση του έρωτα. Ο ποιητής έπρεπε να αποδεχτεί την πρόταση όταν του είχε γίνει, καθώς τώρα είναι πλέον αργά και το μόνο που του έχει απομείνει είναι η ανάμνηση αυτού του έρωτα.
Κατεβαίνω καπνίζοντας ολοένα, τα σκαλοπάτια
τα τριαντάφυλλα κατεβαίνουν μαζί μου ερεθισμένα
κι έχουνε κάτι στο φέρσιμό τους απ’ τη φωνή
στη ρίζα της κραυγής εκεί που αρχίζεινα φωνάζει ο άνθρωπος: "μάνα" ή "βοήθεια"
ή τις μικρές άσπρες φωνές του έρωτα.
Ο ποιητής με την ανάμνηση του έρωτα που δεν απόλαυσε ξεκινά μια κατάβαση περισσότερο μεταφορική παρά πραγματική, μια κατάβαση στις επώδυνες κάποτε περιοχές της μνήμης, όπου φυλάσσονται ευλαβικά στιγμές όχι μόνο ευχάριστες, αλλά και στιγμές δυσάρεστες, στιγμές που δεν κατανοήσαμε σωστά τότε, ακόμη και στιγμές που αφήσαμε ανεκμετάλλευτες. Η πορεία αυτή στα σκαλοπάτια της μνήμης δημιουργεί μια συναισθηματική ένταση, την οποία ο ποιητής προβάλλει στα τριαντάφυλλα και τους αποδίδει έναν ερεθισμό και ένα φέρσιμο που μας παραπέμπει στις οριακές αυτές στιγμές που ο άνθρωπος θέλει να επιστρέψει στην πρωταρχική μορφή αγάπης, να επιστρέψει στην αγάπη της μητέρας ή να ζητήσει βοήθεια, νιώθοντας ανίκανος να διαχειριστεί την ένταση των συναισθημάτων, μια στιγμή πλήρους παράδοσης που τη συναντάμε ακόμη και την ώρα του έρωτα που το πρόσκαιρο χάσιμο της συνείδησης δημιουργεί άχρωμες φωνές, κάπου ανάμεσα στην ευχαρίστηση και το φόβο.
Είναι ένας μικρός κήπος όλο τριανταφυλλιές
λίγα τετραγωνικά μέτρα που χαμηλώνουν μαζί μου
καθώς κατεβαίνω τα σκαλοπάτια, χωρίς ουρανό·
Οι ώρες που ο ποιητής έμεινε μόνος με τις σκέψεις του ήταν αρκετές για να τον φέρουν σ’ ένα ταξίδι αυτοελέγχου και να του θυμίσουν επώδυνες εμπειρίες, όπως αυτή που σταδιακά μας ξεδιπλώνει με τους στίχους του. Μια κοπέλα του προσέφερε τον έρωτά της κι εκείνος έμεινε άπραγος, αφήνοντας την ευκαιρία να τον προσπεράσει και τώρα που βρίσκεται μόνος και δεν έχει τίποτε να κάνει, τη θυμάται ξανά και αφήνεται σε μια αθέλητη σχεδόν επιστροφή στο παρελθόν. Ζει ξανά τις στιγμές εκείνες και διαρκώς βυθίζεται στις σκέψεις του και τον πόνο που φέρνουν οι αναμνήσεις σε μια συνεχή κατάβαση, που δεν του επιτρέπει πια την επιστροφή, «κατεβαίνω τα σκαλοπάτια, χωρίς ουρανό». Μαζί του έχει ως μόνη συντροφιά τα τριαντάφυλλα, τα οποία συνεχίζουν να τον ακολουθούν, μιας κι εκείνος συνεχίζει την πορεία του στις μνήμες, έχοντας μπροστά του συνεχώς τα τριαντάφυλλα αυτά.
κι η θεία της έλεγε: "Αντιγόνη ξέχασες σήμερα
τη γυμναστική σου
στην ηλικία σου δε φορούσα κορσέ, στην εποχή μου"
Η θεία της ήταν ένα θλιβερό κορμί μ' ανάγλυφες φλέβες
είχε πολλές ρυτίδες γύρω στ' αυτιά μια ετοιμοθάνατη μύτη
αλλά τα λόγια της ήταν γεμάτα φρόνηση πάντα.
Την είδα μια μέρα να γγίζει το στήθος της Αντιγόνης
σαν το μικρό παιδί που κλέβει ένα μήλο.
Μαζί με τις μνήμες του έρωτα, έρχονται και μνήμες επουσιωδών γεγονότων που μέσα στα πλαίσια της αδράνειας αναδύονται εκ νέου, καθώς δεν υπάρχει πια η ανάγκη αξιολόγησης των στοιχείων που απασχολούν τη σκέψη. Ο ποιητής βρισκόμενος για ώρες σε κατάσταση ανίας και αναπόλησης, φέρνει στο νου του ακόμη και τη θεία της κοπέλας.
Ο ποιητής μας αποκαλύπτει το όνομα της κοπέλας εκείνης και παράλληλα μας δίνει εικόνες από την καθημερινότητά της με τη θεία της που πιθανότατα είχε την ευθύνη της κοπέλας και προσπαθούσε να την καθοδηγήσει. Η όψη της θείας είναι αποκρουστική κι έρχεται σε αντίθεση με τη φρεσκάδα της κοπέλας που με τη σφριγηλότητα και τη νεότητα του σώματός της, θυμίζει στη θεία της πως ήταν κι η ίδια κάποτε. Η σκηνή που η θεία αγγίζει στα κλεφτά το στήθος της Αντιγόνης, είναι χαρακτηριστική για τους ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας που κάποτε αισθάνονται την ανάγκη να θυμηθούν την αίσθηση που αφήνει το άγγιγμα του νεανικού σώματος.
Τάχα θα τη συναπαντήσω τη γριά γυναίκα έτσι που κατεβαίνω;
Η πορεία του ποιητή στις αναμνήσεις του, μοιάζει με ταξίδι στο χρόνο κι αυτό του δημιουργεί την αίσθηση ότι θα μπορούσε ακόμη και να συναντήσει ξανά τη θεία της Αντιγόνης. Παράλληλα, είναι και μια έμμεση έκφραση φόβου του ποιητή, ο οποίος αφημένος στη διάθεση αναπόλησης και την αδράνεια, αισθάνεται ότι θα μπορούσε ακόμη και να χάσει τη ζωή του, χωρίς να μπορέσει καν να αντιδράσει.
Μου είπε σαν έφυγα: "Ποιος ξέρει πότε θα ξαναβρεθούμε;"
κι έπειτα διάβασα το θάνατό της σε παλιές εφημερίδες
το γάμο της Αντιγόνης και το γάμο της κόρης της Αντιγόνης
χωρίς να τελειώσουν τα σκαλοπάτια μήτε ο καπνός μου
που μου δίνει μια γέψη στοιχειωμένου καραβιού
με μια γοργόνα σταυρωμένη τότες που ήταν όμορφη, πάνω στο τιμόνι.
Παρά τη διάθεση που είχε εκδηλώσει η κοπέλα να περιμένει τον ποιητή και παρά το γεγονός ότι του είχε αφήσει το χρόνο να τη διεκδικήσει, όποτε εκείνος το ήθελε, στην πραγματικότητα η ζωή συνέχισε ακάθεκτη την πορεία της, φέρνοντας το θάνατο της θείας, το γάμο της κοπέλας, αλλά και το γάμο της κόρης της, γεγονός που τοποθετεί τον έρωτά της για τον ποιητή αρκετά χρόνια πριν.
Η κατάβαση στα σκαλοπάτια της μνήμης συνεχίζει αδιάκοπα, και μαζί συνεχίζεται και το κάπνισμα ως η κίνηση που συνοδεύει το ταξίδι του ποιητή στις μνήμες του παρελθόντος. Και καθώς ο ποιητής συνειδητοποιεί πώς τα χρόνια που έχουν περάσει από τότε είναι πολλά, δημιουργεί την εικόνα ενός στοιχειωμένου και άρα πολύ παλιού καραβιού, που στο τιμόνι του έχει μια γοργόνα που τοποθετήθηκε εκεί όταν ήταν ακόμη όμορφη. Η Αντιγόνη επανέρχεται στη μνήμη του ποιητή όπως ήταν τότε που την είχε γνωρίσει, νέα και όμορφη. Τώρα, βέβαια, που τα χρόνια πέρασαν η Αντιγόνη θα έχει χάσει τη νεότητα και την ομορφιά της κι αυτό ο ποιητής το γνωρίζει καλά.