Erik Brede
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Η ψυχές των γερόντων»
Μες στα παληά τα σώματά των τα φθαρμένα
κάθονται των γερόντων η ψυχές.
Τι θλιβερές που είναι η πτωχές
και πώς βαρυούνται την ζωή την άθλια
που τραβούνε.
Πώς τρέμουν μην την χάσουνε και πώς την
αγαπούνε
η σαστισμένες κι αντιφατικές
ψυχές, που κάθονται —κωμικοτραγικές—
μες στα παληά των τα πετσιά τ’
αφανισμένα.
Τι απατηλό πράγμα που είναι η Τέχνη,
όταν θέλεις να εφαρμόσεις ειλικρίνεια. Κάθεσαι και γράφεις -εξ εικασίας
πολλάκις- δια αισθήσεις, και έπειτα αμφιβάλλεις, με τον καιρό, αν δεν
επλανήθης. Έγραψα τα “Κεριά”, τες “Ψυχές των Γερόντων”, και τον “Γέρο”, περί
γήρατος. Προχωρώντας προς το γήρας, ή προς την μέσην ηλικίαν, ηύρα που το
τελευταίο μου ποίημα δεν περιέχει σωστή εκτίμησι. Οι “Ψυχές των Γερόντων” ακόμη
θαρρώ πως είναι σωστές. Αλλά όταν γίνω 70 χρονών, ίσως τες βρω κ’ εκείνες
ψεύτικες. Τα “Κεριά” ελπίζω να είναι ασφαλή» (Μικρά Καβαφικά).
Ο Καβάφης συνθέτει το ποίημα «Η ψυχές
των γερόντων» το 1898 σε ηλικία 35 ετών και δίνει μια εξαιρετικά έντονη εικόνα
της γεροντικής ηλικίας, η οποία παρουσιάζεται ως περίοδος πλήρους παρακμής και
εξαθλίωσης. Ο ποιητής αντικρίζει με απαξίωση το γήρας, μιας και αυτό αποτελεί
έναν από τους μεγαλύτερους δικούς του φόβους. Για έναν αισθητιστή, άλλωστε, που
ταυτίζει την άρτια βίωση της ζωής με τη νεότητα, ο ερχομός των γηρατειών κι η
φθορά που αυτά επιφέρουν, δεν μπορεί παρά να γίνει αντιληπτός με αμιγώς
αρνητικό τρόπο.
Μες στα παληά τα σώματά των τα φθαρμένα
κάθονται των γερόντων η ψυχές.
Τα παλιά και φθαρμένα σώματα, που αποτελούν
τον «τόπο» παραμονής των γεροντικών ψυχών, είναι, αν ιδωθούν από άποψη
αισθητικής, ένα θέαμα απογοητευτικό, αν όχι αποκρουστικό. Ο Καβάφης θεωρεί πως
ένα γεροντικό σώμα δεν έχει πια καμία δυνατότητα να βιώσει κάποια ουσιαστική
ευδαιμονία, αφού, πέρα από το γεγονός ότι είναι ασθενικό, είναι συνάμα και
φθαρμένο ως προς την εξωτερική του εικόνα.
Τι θλιβερές που είναι η πτωχές
και πώς βαρυούνται την ζωή την άθλια
που τραβούνε.
Στα μάτια ενός εξωτερικού παρατηρητή οι
ψυχές των γερόντων -και άρα η ζωή τους- μοιάζουν θλιβερές, εφόσον δεν έχουν πια
κανένα μερίδιο απ’ όλα εκείνα που συνιστούν τις πραγματικές απολαύσεις του ανθρώπινου
βίου. Αδρανείς, εξασθενημένες, απέχουσες από την πραγματική ζωή, βαριούνται τις
άθλιες συνθήκες που είναι αναγκασμένες να αντιμετωπίζουν. Η ζωή τους, δίχως
άλλο, δίνει την εντύπωση ενός αδιάκοπου μαρτυρίου, με πλήθος ενοχλήσεων και
δυσκολιών, και με καμία ουσιαστική ευχαρίστηση.
Πώς τρέμουν μην την χάσουνε και πώς την
αγαπούνε
η σαστισμένες κι αντιφατικές
ψυχές, που κάθονται —κωμικοτραγικές—
μες στα παληά των τα πετσιά τ’
αφανισμένα.
Κι όμως, αυτή τη δύσκολη, βαρετή και
στερημένη από απολαύσεις ζωή, οι ψυχές των γερόντων τρέμουν μήπως και τη
χάσουν. Οι ηλικιωμένοι αγαπούν υπέρμετρα τη ζωή, έστω κι αν έχει πάψει προ
πολλού να τους προσφέρει εκείνες τις ευδαιμονικές στιγμές που τους προσέφερε
στα νεανικά τους χρόνια. Έτσι, οι ψυχές των γερόντων, αν και βιώνουν μια
κατάσταση συνεχούς φθοράς, στέκουν σαστισμένες απέναντι στο ενδεχόμενο να
χάσουν τη ζωή τους, και παρουσιάζουν κατ’ αυτό τον τρόπο μια έντονη
αντιφατικότητα, αφού αν και βαριούνται φρικτά τη ζωή που είναι αναγκασμένες να
ζουν, εντούτοις δεν θέλουν να τη στερηθούν.
Η εμμονή με την οποία οι ψυχές των
γερόντων κρατιούνται στη ζωή, έστω και μέσα στα παλιά και αφανισμένα από τη
φθορά «πετσιά» τους, δημιουργεί μια κωμικοτραγική εντύπωση. Κωμική από την
άποψη πως αυτό που θέλουν με τόση αποφασιστικότητα να διατηρήσουν, δεν είναι
παρά η σκιά μιας άλλοτε γεμάτης έντασης και ζωτικότητας ύπαρξης, αλλά και
τραγική, διότι είναι αναγκασμένες να διατηρούν στη μνήμη τους το πλήθος των
νεανικών απολαύσεων, τη δυναμικότητα και τη ζωντάνια του παρελθόντος, και να τα
συγκρίνουν όλα αυτά με την κατάπτωση και την εξουθένωση του παρόντος.
Αναγκάζονται, δηλαδή, οι ηλικιωμένοι να γίνονται μάρτυρες της ίδιας τους της πνευματικής
και σωματικής κατάρρευσης, και να είναι εν τέλει οι μόνοι που θυμούνται πως
αυτό το παλιό και αφανισμένο πετσί, που αποτελεί πια το σώμα τους, ήταν κάποτε
ένα νεανικό και σφριγηλό σώμα, ικανό να λάβει και να προσφέρει ηδονή και
ευχαρίστηση.
Ο ποιητής αποτυπώνει με ιδιαίτερα
ειρωνικό τρόπο την παράδοξη ένταση με την οποία οι ηλικιωμένοι επιθυμούν να
παραμείνουν στη ζωή∙ επιθυμία που μοιάζει ακατανόητη, από τη μεριά των
νεότερων, αφού ό,τι αντικρίζουν στους ηλικιωμένους είναι ένα φθαρμένο σώμα, ένα
πνεύμα που έχει χάσει την ικμάδα του παρελθόντος και, φυσικά, πλήθος
προβλημάτων που δεν επιτρέπουν την πραγματική βίωση της ζωής. Πρόκειται,
βέβαια, για μια θέαση της γεροντικής ηλικίας που στέκει μονόπλευρα σε ορισμένες
μόνο πτυχές και δεν αποδίδει στην πληρότητά της την περίοδο αυτή του ανθρώπινου
βίου, που μπορεί σαφώς να μην έχει αντίστοιχες απολαύσεις μ’ εκείνες της νεότητας,
εμπεριέχει εντούτοις τα δικά της ιδιαίτερα στοιχεία.