Κωνσταντίνος
Καβάφης «Επάνοδος από την Ελλάδα»
Ώστε κοντεύουμε να φθάσουμ’, Έρμιππε.
Μεθαύριο, θαρρώ· έτσ’ είπε ο πλοίαρχος.
Τουλάχιστον στην θάλασσά μας πλέουμε·
νερά της Κύπρου, της Συρίας, και της
Αιγύπτου,
αγαπημένα των πατρίδων μας νερά.
Γιατί έτσι σιωπηλός; Ρώτησε την καρδιά
σου,
όσο που απ’ την Ελλάδα μακρυνόμεθαν
δεν χαίροσουν και συ; Αξίζει να
γελιούμαστε; —
αυτό δεν θα ’ταν βέβαια ελληνοπρεπές.
Ας την παραδεχθούμε την αλήθεια πια·
είμεθα Έλληνες κ’ εμείς — τι άλλο
είμεθα; —
αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις της
Ασίας,
αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις
που κάποτε ξενίζουν τον Ελληνισμό.
Δεν μας ταιριάζει, Έρμιππε, εμάς τους
φιλοσόφους
να μοιάζουμε σαν κάτι μικροβασιλείς μας
(θυμάσαι πώς γελούσαμε με δαύτους
σαν επισκέπτονταν τα σπουδαστήριά μας)
που κάτω απ’ το εξωτερικό τους το
επιδεικτικά
ελληνοποιημένο, και (τι λόγος!)
μακεδονικό,
καμιά Αραβία ξεμυτίζει κάθε τόσο
καμιά Μηδία που δεν περιμαζεύεται,
και με τι κωμικά τεχνάσματα οι καημένοι
πασχίζουν να μη παρατηρηθεί.
A όχι δεν ταιριάζουνε σ’ εμάς αυτά.
Σ’ Έλληνας σαν κ’ εμάς δεν κάνουν
τέτοιες μικροπρέπειες.
Το αίμα της Συρίας και της Αιγύπτου
που ρέει μες στες φλέβες μας να μη
ντραπούμε,
να το τιμήσουμε και να το καυχηθούμε.
Έρμιππος: κοινό αρχαιοελληνικό όνομα. Αν τούτος
ο «δραματικός μονόλογος» δεν είναι ολότελα φανταστικός, ο σιωπηλός ακροατής του
ανώνυμου πρωταγωνιστή θα μπορούσε να είναι ο Ελληνοφοίνικας πρώην δούλος, λογιότατος
μαθητής του Φίλωνος από την Βύβλο (64-141 μ.Χ.).
Πβ. Τα ποιήματα «Φιλέλλην» (1912) και «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης» (1928).
Φίλων
ο Ερέννιος: γραμματικός και
ιστορικός από την Βύβλο της Φοινίκης (1ος μ.Χ. αιώνας). Έγραψε: Περί
κτήσεως και εκλογής βιβλίων, Περί πόλεων και ους εκάστη αυτών ενδόξους ήνεγκε,
Ρηματικόν (σχετικά με την κλίση των ρημάτων) και ένα λεξικό συνωνύμων. Κατέστη όμως
ονομαστός για την μετάφραση στα Ελληνικά του ιστορικού συγγράμματος του
Σαγχουνιάθωνος.
Έρμιππος: Έλληνας συγγραφέας από τη Βηρυττό που
έζησε τον 2ο μ.Χ. αιώνα. Κατά το λεξικό Σούδα καταγόταν από γένος
δούλων, ήταν μαθητής του Φίλωνος από τη Βύβλο, σχετιζόταν με τον Ερέννιο Σεβήρο
και ήταν σύγχρονος του Αλεξανδρινού γραμματικού Νικάνορος. Ως έργα του Ερμίππου
αναφέρονται τα Ονειροκριτικά σε πέντε βιβλία, τα οποία ίσως αποτέλεσαν πηγή
πληροφοριών για τον ονειροκρίτη Αρτεμίδωρο, το Περί Εβδομάδος και δύο
βιογραφικά έργα με τίτλο Περί των εν παιδεία διαπρεψάντων δούλων και Περί
ενδόξων ιατρών. Σώζονται επίσης λίγα αποσπάσματα από άγνωστα σε μας έργα του,
που αναφέρονται στον Κένταυρο Χείρωνα και σε ετυμολογικά ζητήματα.
Βύβλος: ελληνική ονομασία παραλιακής πόλης της
αρχαίας Φοινίκης, που βρισκόταν στα βόρεια της Βηρυτού και ονομαζόταν Goubla στα
σφηνοειδή κείμενα και Grbal
στην Αγία Γραφή. Πολύ γρήγορα (4η
π.Χ. χιλιετία) η Βύβλος έγινε σημαντικότατο εμπορικό κέντρο, μέσω του οποίου
γινόταν η αποστολή ξυλείας από τον Λίβανο στην Αίγυπτο. Η πόλη ήταν επίσης θρησκευτικό
κέντρο, όπου λατρευόταν η Αστάρτη, ο Άδωνις, ο Όσιρις και η Ίσις. Ο Πλούταρχος
παραδίδει ότι το φέρετρο του Οσίριδος μεταφέρθηκε από τη θάλασσα, που το
ξέβρασε στην παραλία της Βύβλου, όπου το βρήκε η Ίσις. Μετά τις επιδρομές των
Υξώς και την ασσυριακή κατάκτηση, η Βύβλος ακολούθησε την τύχη της Μεσογειακής
Ανατολής. Η πόλη φαίνεται ότι παρήκμασε μετά την αποψίλωση των δασών του
Λιβάνου.
Στο ποίημα «Επάνοδος από την Ελλάδα» ο
Κωνσταντίνος Καβάφης εξετάζει την έννοια της ελληνικής ταυτότητας σε όλο το
εκπληκτικό της εύρος, όπως αυτό προέκυψε χάρη στις εκτεταμένες κτήσεις του
Μεγάλου Αλεξάνδρου, αλλά και χάρη στην ιδιαίτερη ποιότητα του ελληνικού
πολιτισμού. Ακόμη κι όταν τα ελληνιστικά βασίλεια είχαν πλέον παρακμάσει και
τεθεί υπό τον έλεγχο των Ρωμαίων, οι άνθρωποι εκείνων των περιοχών που είχαν
λάβει ελληνική παιδεία, παρά το γεγονός ότι δεν είχαν γεννηθεί στην Ελλάδα και
παρά το γεγονός ότι δεν ζούσαν στον κυρίως ελληνικό χώρο, ένιωθαν εντούτοις
Έλληνες. Μπορεί να μην είχαν τους τρόπους των Ελλήνων και μπορεί οι συνήθειες
τους να είχαν έντονο το χρώμα του τόπου όπου κατοικούσαν, αλλά αυτό δεν
μπορούσε -και δεν έπρεπε- να τους αποτρέψει από το να προσδιορίζονται ως
Έλληνες, αφού η πνευματική τους διαμόρφωση είχε συντελεστεί υπό την ισχυρή
επιρροή του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής γλώσσας.
Ώστε κοντεύουμε να φθάσουμ’, Έρμιππε.
Μεθαύριο, θαρρώ∙ έτσ’ είπε ο πλοίαρχος.
Τουλάχιστον στην θάλασσά μας πλέουμε∙
νερά της Κύπρου, της Συρίας, και της
Αιγύπτου,
αγαπημένα των πατρίδων μας νερά.
Το ποιητικό υποκείμενο -πιθανώς ο
Φίλων- απευθύνεται στον Έρμιππο με τον οποίο κάνουν μαζί το ταξίδι της
επιστροφής από την Ελλάδα. Τον ενημερώνει πως το ταξίδι τους κοντεύει πια να
ολοκληρωθεί, αφού μάλλον μεθαύριο, όπως του είπε ο πλοίαρχος, θα έχουν φτάσει
στον προορισμό τους. Παράλληλα, μιας και αντιλαμβάνεται πως δεν είναι τόσο
μικρό το διάστημα που απομένει, του επισημαίνει πως είναι τουλάχιστον ευχάριστο
το ότι πλέουν πια στη δική τους θάλασσα∙ στα αγαπημένα νερά των πατρίδων τους,
τα νερά της Κύπρου, της Συρίας και της Αιγύπτου.
Μια προσπάθεια του Φίλωνα να φτιάξει τη
διάθεση του Έρμιππου, ο οποίος φαίνεται πως έχει χάσει την ευδιαθεσία του κατά
τη διάρκεια του ταξιδιού.
Γιατί έτσι σιωπηλός; Ρώτησε την καρδιά
σου,
όσο που απ’ την Ελλάδα μακρυνόμεθαν
δεν χαίροσουν και συ; Αξίζει να
γελιούμαστε; —
αυτό δεν θα ’ταν βέβαια ελληνοπρεπές.
Όπως γίνεται πάντως αντιληπτό ούτε το
τελευταίο σχόλιο του Φίλωνα σχετικά με το γεγονός ότι βρίσκονται πλέον στα
αγαπημένα νερά των πατρίδων τους στάθηκε αρκετό να προκαλέσει κάποια αντίδραση
του Έρμιππου, ο οποίος παραμένει επίμονα σιωπηλός. Σιωπή που έχει ιδιαίτερη
σημασία, αφού σε αυτή εντοπίζεται ένα σημαντικό μέρος του προβληματισμού του
ποιήματος.
Ο Έρμιππος εμφανίζεται κακοδιάθετος και
σιωπηλός, παρά τις προσπάθειες του Φίλωνα να του αποσπάσει κάποια κουβέντα,
αφού βιώνει έναν εσωτερικό διχασμό. Από τη μία αισθάνεται Έλληνας και θα έπρεπε
να είναι χαρούμενος που βρέθηκε στην Ελλάδα, μα από την άλλη δεν ένιωθε όσο
βρισκόταν εκεί πως ανήκει πραγματικά σ’ εκείνο το περιβάλλον. Χάρηκε, λοιπόν,
που έφυγε από εκεί, αλλά και πάλι δεν μπορεί να κατανοήσει το πώς θα μπορούσε
να δικαιολογηθεί η ελληνική του ταυτότητα αν αισθάνεται την Ασία περισσότερο ως
πατρίδα του. Πώς, άρα, συμβιβάζεται το να θεωρεί τον εαυτό του Έλληνα, όταν η
ίδια η Ελλάδα του φαίνεται ξένη και δεν του προκάλεσε την ανάγκη να παραμείνει
εκεί; Πώς γίνεται κάποιος που θεωρεί τον εαυτό του Έλληνα να μη νιώθει την
Ελλάδα ως φυσικό του χώρο;
Όλα αυτά τα καταλαβαίνει ο Φίλωνας, που
έχει ωστόσο μια πιο ξεκάθαρη σκέψη σε σχέση με την ελληνικότητά τους, γι’ αυτό
και παροτρύνει τον Έρμιππο να δει με μεγαλύτερη ειλικρίνεια την κατάσταση.
«Ρώτησε την καρδιά σου», τον παροτρύνει, όσο απομακρυνόμασταν από την Ελλάδα,
χαιρόσουν και συ, αφού το ένιωθες ότι δεν ανήκουμε εκεί. Αξίζει, λοιπόν, να
γελιόμαστε και να προσπαθούμε να κρύψουμε το πώς πραγματικά νιώθουμε; Όχι,
βέβαια, διότι αυτό δεν θα ήταν ελληνοπρεπές, προσθέτει ύστερα από μια μικρή
παύση, και παρουσιάζει έτσι μια ιδιαίτερη ποιότητα των Ελλήνων -όλων των
Ελλήνων, είτε αυτοί ανήκουν στον κυρίως ελληνικό χώρο, είτε αυτοί ανήκουν σε
κάποια από τις περιφερειακές περιοχές του ελληνισμού και ειδικότερα των
ελληνιστικών βασιλείων-∙ μια ποιότητα που σχετίζεται με την τάση των Ελλήνων να
αποδέχονται πάντοτε την πραγματικότητα για τον εαυτό τους και να μην προσπαθούν
να προσποιούνται ή να κρύβονται. Για τους Έλληνες εκείνο που έχει σημασία είναι
να φανερώνουν την αλήθεια τους κι όχι να υιοθετούν υποκριτικά συμπεριφορές και
στάσεις μόνο και μόνο για να κρύψουν κάτι που πιθανώς δεν τους τιμά ή δεν το
θεωρούν αρκετά αξιόλογο.
Ας την παραδεχθούμε την αλήθεια πια∙
είμεθα Έλληνες κ’ εμείς — τι άλλο
είμεθα; —
αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις της
Ασίας,
αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις
που κάποτε ξενίζουν τον Ελληνισμό.
Ο Φίλων διατυπώνει κατόπιν με
κατηγορηματικό τρόπο τη δική του σκέψη. Η αλήθεια που πρέπει να παραδεχτούν
είναι πως κι εκείνοι είναι Έλληνες∙ τι άλλο θα μπορούσαν να είναι άλλωστε.
Είναι Έλληνες, αλλά με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ασιατικού χώρου∙ με
αγάπες και συγκινήσεις της Ασίας∙ με αγάπες και συγκινήσεις που αν και
συνηθισμένες στα μέρη της Ασίας κάποτε ξενίζουν τον ελληνισμό.
Το γεγονός ότι έχουν γεννηθεί στον
ασιατικό χώρο κι έχουν υιοθετήσει τους τρόπους της Ασίας, κι ιδίως στοιχεία του
αισθητισμού και του ερωτισμού της Ασίας, δεν τους καθιστά λιγότερο Έλληνες. Η
παιδεία, η γλώσσα κι η σκέψη τους έχουν πάνω απ’ όλα το στοιχείο της
ελληνικότητας∙ έχουν πάνω απ’ όλα διαμορφωθεί με βάση τον ελληνικό πολιτισμό.
Δεν μας ταιριάζει, Έρμιππε, εμάς τους
φιλοσόφους
να μοιάζουμε σαν κάτι μικροβασιλείς μας
(θυμάσαι πώς γελούσαμε με δαύτους
σαν επισκέπτονταν τα σπουδαστήριά μας)
που κάτω απ’ το εξωτερικό τους το
επιδεικτικά
ελληνοποιημένο, και (τι λόγος!)
μακεδονικό,
καμιά Αραβία ξεμυτίζει κάθε τόσο
καμιά Μηδία που δεν περιμαζεύεται,
και με τι κωμικά τεχνάσματα οι καημένοι
πασχίζουν να μη παρατηρηθεί.
Ο Φίλωνας θεωρεί πως οφείλουν να
αποδεχτούν το γεγονός ότι αποτελούν ένα αμάλγαμα πολιτισμών και να είναι
περήφανοι γι’ αυτό. Οι ίδιοι, άλλωστε, είναι φιλόσοφοι, είναι άνθρωποι της
σκέψης, και θα ήταν αστείο γι’ αυτούς να κάνουν ό,τι και κάποιοι μικροβασιλείς
από τα μέρη τους, οι οποίοι προσπαθούν με κάθε τρόπο να φέρονται και να
ντύνονται σαν Έλληνες. Θυμίζει, μάλιστα, στον Έρμιππο πόσο γελούσαν με
«δαύτους» τους τοπικούς ηγεμονίσκους, όταν σε επισκέψεις εκείνων στο
σπουδαστήριο των δύο φιλοσόφων, φαινόταν η αγωνία τους να κρύψουν την αραβική
και τη μηδική τους ταυτότητα. Αν και η εξωτερική τους εμφάνιση ήταν έντονα
ελληνοποιημένη, κάποτε μάλιστα ακόμα και μακεδονική∙ «τι λόγος!», αναφωνεί εδώ
ο Φίλωνας για να τονίσει πόσο θράσος διακατείχε αυτούς τους ηγεμονίσκους που
ήθελαν να υιοθετούν τη μακεδονική εμφάνιση σε μια προσπάθεια να δείξουν ή
καλύτερα να υποκριθούν καταγωγή και ταύτιση με τη μητρική γη όλων των
ελληνιστικών βασιλείων. Η αλήθεια για την πραγματική τους εθνολογική ταυτότητα,
εντούτοις, δεν μπορούσε με τίποτα να κρυφτεί, αφού όλο και κάποιο αραβικό ή
μηδικό χαρακτηριστικό στη συμπεριφορά ή στο λόγο ξεμυτούσε, που δεν μπορούσε να
περιμαζευτεί με τίποτα, όσο κι αν εκείνοι οι καημένοι πάσχιζαν με κάθε είδους
κωμικά τεχνάσματα να το καλύψουν για να μην το προσέξουν οι συνομιλητές τους.
- Η τάση των ανθρώπων να προσποιούνται
πως είναι κάτι που προφανώς δεν είναι ή πως έχουν προτερήματα που προφανώς δεν
τα έχουν, προκαλεί ιδιαίτερη ενόχληση στον Καβάφη, ο οποίος συνηθίζει στην
ποίησή του να στηλιτεύει με ιδιαίτερα ειρωνικό τρόπο τέτοιου είδους ανώριμες συμπεριφορές.
A όχι δεν ταιριάζουνε σ’ εμάς αυτά.
Σ’ Έλληνας σαν κ’ εμάς δεν κάνουν
τέτοιες μικροπρέπειες.
Το αίμα της Συρίας και της Αιγύπτου
που ρέει μες στες φλέβες μας να μη
ντραπούμε,
να το τιμήσουμε και να το καυχηθούμε.
Οι δύο φιλόσοφοι δεν θα μπορούσαν ποτέ
να καταφύγουν σε μια τόσο γελοία συμπεριφορά και να φτάσουν να μιλούν και να
ντύνονται σαν να είναι γεννημένοι και μεγαλωμένοι στην Ελλάδα, αφού από τη μία
αυτό θα ήταν υποτιμητικό γι’ αυτούς και από την άλλη δεν θα έπειθαν ποτέ
κανέναν. Είναι, άρα, προτιμότερο να αποδεχτούν το γεγονός ότι ανήκουν στον
ευρύτερο ελληνισμό και πως τόσο η εμφάνισή τους όσο και η υπόστασή τους
εμπεριέχει συνδυασμό στοιχείων, παρά να γελοιοποιούνται, όπως εκείνοι οι
συντοπίτες τους που θέλουν να αποκρύψουν και να αποποιηθούν την ασιατική πτυχή
του εαυτού τους.
Ο Φίλωνας, λοιπόν, προτείνει στον
Έρμιππο την οδό της ειλικρίνειας, αφού σε Έλληνες όπως είναι αυτοί δεν
ταιριάζουν οι υποκρισίες και οι μικροπρέπειες. Ως Έλληνες του χώρου των
ελληνιστικών βασιλείων, οφείλουν να τιμήσουν το αίμα της Συρίας και της
Αιγύπτου που ρέει στις φλέβες τους. Δεν θα πρέπει να ντραπούν για την
εθνολογική τους καταγωγή, αλλά αντιθέτως θα πρέπει να καυχηθούν γι’ αυτή, αφού
τους καθιστά μέλη ενός νέου κόσμου∙ ενός εκπληκτικού νέου κόσμου που προέκυψε
από την εξάπλωση του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής παιδείας.