Mariesol Fumy
Κική
Δημουλά «Τα «υπέρ» της συνήθειας»
Με φόρεσες – σε φόρεσα,
εκλογή μονοφόρι.
Πρώτα απ’ την καλή.
Με γύρισες μετά το μέσα έξω,
είχαν παρατριφτεί οι άκρες και οι
μόστρες,
είχαν στραβοστομιάσει κι οι
κουμπότρυπες
-θυμίζανε σιωπές ξεχειλωμένες-
απ’ το πολύ κούμπωνε ξεκούμπωνε
την προφύλαξη, την επιφύλαξη,
τη διαφύλαξη κούμπωνε ξεκούμπωνε
τις ασταθείς των ημερών θερμοκρασίες
στα βαριά της χρονικότητας κλίματα.
Σκιστήκανε κι οι τσέπες,
χώναν εκεί τα ξυραφάκια τους
οι σκέψεις των χεριών.
Πάλι με γύρισες μετά – σε γύρισα
πάλι το έξω μέσα,
σάμπως οι πριν φθορές
να ‘χαν στο μεταξύ ξεκουραστεί
και γιάνει,
και μια που το παλιό
δεν έχει πια καλή κι ανάποδη.
Όσο για το που θα χτυπήσεις
και που θα χτυπηθείς,
κανένα πρόβλημα.
Ούτε και τούτο έχει πια
όψη κι ανάποδη.
Έχει κι αυτό παλιώσει
- μέσα έξω γυρισμένες
τόσες φορές οι σφαίρες.
Η Κική Δημουλά προσεγγίζει το θέμα της
μακροχρόνιας σχέσης και της αναπόφευκτης τριβής και φθοράς ανάμεσα στο ζευγάρι
με την αλληγορική παρουσίαση των προσώπων ως ρούχων που καινούρια στην αρχή καταλήγουν
κατόπιν φθαρμένα από τη συνεχή χρήση.
Προσέχουμε πως ο τίτλος του ποιήματος
είναι σε μεγάλο βαθμό ειρωνικός, καθώς τα υποτιθέμενα «υπέρ» της συνήθειας, δεν
είναι παρά η από κοινού βίωση της φθοράς, της πλήξης και του πόνου που προκαλεί
η μακροχρόνια συνύπαρξη μ’ έναν άλλον άνθρωπο. Ό,τι θεωρητικά αποτελεί το θετικό
στοιχείο στη σχέση τους∙ το στοιχείο της διάρκειας, αποτελεί επί της ουσίας
πηγή ενόχλησης και δυσαρέσκειας, καθώς πρόκειται για μια παρατεταμένη συμβίωση
σ’ ένα πλαίσιο ολοένα και πιο έντονης φθοράς.
Με φόρεσες – σε φόρεσα,
εκλογή μονοφόρι.
Πρώτα απ’ την καλή.
Η έναρξη της σχέσης ή του γάμου δίνεται
μέσα από μια ιδιαιτέρως οικεία εικόνα. Ο ένας φοράει τον άλλον, σαν να είναι
κάποιο ρούχο∙ και μάλιστα σαν ρούχο αγαπημένο που δεν θέλει να το αλλάξει με
άλλο∙ μονοφόρι.
Στην αρχή ο ένας φοράει τον άλλον από
την καλή. Πρόκειται για το ξεκίνημα, όπου ο καθένας παρουσιάζει την καλή του
πλευρά και προσπαθεί ίσως να κρύψει ελαττώματα και ατέλειες. Όλα στη σχέση
είναι καινούρια, όπως το ρούχο που μόλις αποκτήθηκε.
Με γύρισες μετά το μέσα έξω,
είχαν παρατριφτεί οι άκρες και οι
μόστρες,
είχαν στραβοστομιάσει κι οι
κουμπότρυπες
-θυμίζανε σιωπές ξεχειλωμένες-
απ’ το πολύ κούμπωνε ξεκούμπωνε
την προφύλαξη, την επιφύλαξη,
τη διαφύλαξη κούμπωνε ξεκούμπωνε
τις ασταθείς των ημερών θερμοκρασίες
στα βαριά της χρονικότητας κλίματα.
Με τον καιρό, όμως, αναγκάζεται να
γυρίσει το μέσα έξω, αναγκάζεται να τη φορέσει από την ανάποδη, αφού η
εξωτερική πλευρά του ρούχου έχει φθαρεί σημαντικά. Οι άκρες του ρούχου -όπως κι
η εμφάνισή του εν γένει- είχαν παρατριφτεί κι αλλοιωθεί∙ το ρούχο είχε χάσει
την πρότερη καλή του εικόνα.
Με τον καιρό η σχέση φθείρεται, η καλή
πλευρά των προσώπων δεν μπορεί πια ν’ αντέξει στην καθημερινή συμβίωση, και
τότε αρχίζει να εμφανίζεται κι η ανάποδη∙ ό,τι στην αρχή αποτελούσε την καλή
εικόνα, αντικαθίσταται σταδιακά από την αληθινή, όπου τα ψεγάδια είναι όλα
ορατά. Η φθορά είναι διττή, αφού δεν φθείρονται μόνο τα πρόσωπα, ως άτομα, αλλά
και η μεταξύ τους επικοινωνία και συνύπαρξη.
Οι κουμπότρυπες είχαν χαλάσει και το
άνοιγμά τους είχε στραβώσει, σαν εκείνες τις ξεχειλωμένες και παρατεταμένες
σιωπές που συνοδεύουν τις παρεξηγήσεις και τους καβγάδες∙ σαν εκείνες τις ξεχειλωμένες
σιωπές που αποτελούν αδιάψευστους δείκτες κάμψης του ενδιαφέροντος.
Οι κουμπότρυπες είχαν «στραβοστομιάσει»
από το συνεχές κούμπωνε ξεκούμπωνε (από τις αδιάκοπες προστριβές κι
επανενώσεις, από τους καυγάδες και τις συμφιλιώσεις)∙ είχαν χαλάσει από την
προφύλαξη και την επιφύλαξη (τα στοιχεία ένωσης του ζευγαριού, οι αρμοί της
σχέσης, είχαν χαλαρώσει από τη διάθεση του καθενός να προφυλαχθεί από τον
άλλον, αφού η τόση οικειότητα τους είχε καταστήσει υπερβολικά ευάλωτους τον
έναν απέναντι στον άλλον, οδηγώντας κατ’ ανάγκη σε μια στάση αυτοπροστασίας, σε
μια επιφυλακτική στάση, προκειμένου να γλιτώσουν το κάθε επόμενο «χτύπημα»)∙
είχαν χαλάσει από τη διαφύλαξη του αδιάκοπου κούμπωνε ξεκούμπωνε (τα σημεία
επαφής είχαν χαλαρώσει, αφού σταδιακά ο καθένας προσπαθούσε να διαφυλάξει τον
εαυτό του από τις διαρκείς απομακρύνσεις και επαναπροσεγγίσεις)∙ είχαν χαλάσει
από τις ασταθείς θερμοκρασίες των ημερών (καμία μέρα δεν χαρακτηριζόταν από την
ίδια διάθεση με την προηγούμενη, αφού άλλοτε μεταξύ τους υπήρχε έλξη και
θερμότητα κι άλλοτε ψυχρότητα και απομάκρυνση), στα βαριά κλίματα της χρονικότητας
(κατάσταση εύλογη, εφόσον καμία σχέση δεν μπορεί να αντέξει και να παραμείνει
αλώβητη υπό το βάρος του χρόνου, της διάρκειας και της συνεχούς επαφής).
Σκιστήκανε κι οι τσέπες,
χώναν εκεί τα ξυραφάκια τους
οι σκέψεις των χεριών.
Ακόμη κι οι τσέπες του ρούχου
σκιστήκανε, αφού εκεί έχωναν τα «ξυραφάκια» τους οι σκέψεις των χεριών. Ακόμη, δηλαδή,
κι οι στιγμές της μόνωσης, οι στιγμές που ο καθένας περνούσε χωριστά από τον
άλλον, λειτουργούσαν κατά τρόπο φθοροποιό για τη σχέση, αφού οι σκέψεις, οι
προθέσεις κι οι προσδοκίες τους στρέφονταν κατά της συνεχούς αυτής συνύπαρξης.
Μη έχοντας χώρο ν’ αναπνεύσουν και να υπάρξουν αυτόνομα, κρατούσαν μέσα τους
πλήθος ανάλογων σκέψεων, που έμοιαζαν με ξυράφια φθοράς ή αυτοκαταστροφής.
Πάλι με γύρισες μετά – σε γύρισα
πάλι το έξω μέσα,
σάμπως οι πριν φθορές
να ‘χαν στο μεταξύ ξεκουραστεί
και γιάνει,
και μια που το παλιό
δεν έχει πια καλή κι ανάποδη.
Κι όταν η φθορά ήταν πια ακόμη πιο
έκδηλη αποφάσισαν να γυρίσουν πάλι τις πλευρές του ρούχου, σαν να ήταν δυνατόν
να έχουν ξεκουραστεί οι φθορές του παρελθόντος και να έχουν θεραπευτεί με τον
καιρό. Μια αμοιβαία αλλαγή συμπεριφοράς, μια αμοιβαία προσπάθεια ηπιότερης
συμβίωσης και ηπιότερης αντιμετώπισης του άλλου. Μια μάταιη προσπάθεια
επιστροφής στους τρόπους της αρχής, αφού είναι σαφές πως ό,τι πάλιωσε δεν έχει
πια καλή κι ανάποδη. Όπως και να φορεθεί είναι πια ολότελα φθαρμένο.
Όσο για το που θα χτυπήσεις
και που θα χτυπηθείς,
κανένα πρόβλημα.
Ούτε και τούτο έχει πια
όψη κι ανάποδη.
Έχει κι αυτό παλιώσει
- μέσα έξω γυρισμένες
τόσες φορές οι σφαίρες.
Σε ό,τι αφορά, άλλωστε, το που θα χτυπήσει
ο ένας τον άλλον και το που θα δεχτεί το χτύπημα∙ σε ό,τι αφορά το τι θα
πονέσει τον έναν και τι τον άλλον, τα πράγματα είναι απολύτως ξεκάθαρα. Ούτε σ’
αυτό το θέμα υπάρχει πια καλή κι ανάποδη πλευρά∙ έχει κι αυτό φθαρεί τόσες
φορές που οι σφαίρες (οι προσβολές, οι κατηγορίες, τα θέλω που διαψεύστηκαν, οι
απογοητεύσεις κι οι συμβιβασμοί) γυρίστηκαν μέσα έξω∙ από τις τόσες φορές που η
κάθε κατηγορία διατυπώθηκε και επαναδιατυπώθηκε χτυπώντας πότε τον έναν και
πότε τον άλλον∙ από τις τόσες φορές που η αλήθεια ειπώθηκε πότε από την οπτική
του ενός και πότε από την οπτική του άλλου, μέχρι που στρεβλώθηκε και
παραποιήθηκε πλήρως.
Τώρα πια δεν έχουν ν’ ανησυχούν αν θα
πληγώσουν ή αν θα πληγωθούν αφού κάθε τους λέξη είναι κι ένα δίκοπο μαχαίρι.
Κάθε πληγή είναι αμφίδρομη και κάθε νέα διαφωνία παρασύρει και τους δύο σε μια
δίνη επώδυνων συναισθημάτων.