Γιώργος Ιωάννου «Στου Κεμάλ το Σπίτι»
Πώς ερμηνεύετε τη στάση της γυναίκας στο αφήγημα; Με ποιο τρόπο επηρέασαν οι ιστορικές συνθήκες την εξέλιξη της προσωπικής ζωής της γυναίκας;
Η ηρωίδα του διηγήματος είναι κυριευμένη από συναισθήματα νοσταλγίας και πόνου για τη ζωή που έχασε, όταν η οικογένειά της αναγκάστηκε, στα πλαίσια της ανταλλαγής πληθυσμών, να εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη. Εγκλωβισμένη από την εθνική της ταυτότητα αναγκάζεται να εγκαταλείψει την πόλη που αναγνωρίζει ως πατρίδα της για να πάει σε μια πατρίδα που μοιάζει με ξενιτιά ή εξορία και δεν κατορθώνει ποτέ να ξεχάσει όλες τις ευτυχισμένες στιγμές που έζησε στη Θεσσαλονίκη στα παιδικά της χρόνια, γι’ αυτό και επιστρέφει ξανά και ξανά στην πόλη που γεννήθηκε και στο σπίτι που μεγάλωσε.
Η νοσταλγία που αισθάνεται η γυναίκα αυτή ίσως επιτάθηκε από τις απώλειες αγαπημένων της προσώπων κι αυτό την έκανε να θέλει ακόμη περισσότερο να έρθει σε επαφή με το παρελθόν της, με το πατρικό της σπίτι και όλες εκείνες τις αναμνήσεις των χρόνων που η ζωή της ήταν πραγματικά ευτυχισμένη. Είναι, άλλωστε, λογικό για κάθε άνθρωπο να θέλει να διατηρεί μια συνεχή επαφή με τον τόπο που γεννήθηκε, με τα μέρη στα οποία μεγάλωσε και έζησε πολλές και σημαντικές εμπειρίες για τη διαμόρφωσή του.
Η Τουρκάλα ζει πλέον στα πλαίσια του τουρκικού κράτους, αλλά η ίδια αισθάνεται πως είναι στην πραγματικότητα εξορισμένη από την πατρίδα της, από την πόλη της κι αυτό την ωθεί σε μια συνεχή διάθεση επιστροφής στα μέρη που η ίδια αντιλαμβάνεται ως πατρογονικά. Παρά τη συμφωνία μεταξύ των δύο κρατών για την ανταλλαγή των πληθυσμών και το μοίρασμα των εδαφών, οι άνθρωποι που αναγκάστηκαν να εκπατριστούν δεν μπορούσαν έτσι απλά με μία συμφωνία να ξεχάσουν το παρελθόν τους, να ξεχάσουν τον τόπο που γεννήθηκαν και να ξεκινήσουν από την αρχή σ’ ένα καινούριο τόπο, χωρίς να αισθάνονται πόνο για την πατρίδα που μόλις εγκατέλειψαν.
Η γυναίκα αυτή αποτελεί ένα από τα εκατομμύρια πρόσωπα που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα πατρογονικά τους εδάφη, και το γεγονός ότι δεν είναι μια Ελληνίδα, αλλά μια Τουρκάλα, έρχεται απλώς να επισημάνει το αυτονόητο. Ο πόνος της προσφυγιάς είναι ίδιος για όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους. Μπορεί σε ιστορικό επίπεδο η ανταλλαγή των πληθυσμών να έφερε μια ισορροπία στην εθνολογική σύσταση των περιοχών που επιδικάστηκαν σε κάθε κράτος, αλλά σε προσωπικό επίπεδο αποτέλεσε μια τραυματική εμπειρία για όλους αυτούς τους ανθρώπους, οι οποίοι μέχρι το τέλος της ζωής τους δεν έπαψαν να θυμούνται με πόνο την πατρίδα που άφησαν πίσω.
Στο διήγημα «Η μόνη κληρονομιά», μάλιστα, ο Ιωάννου μας περιγράφει πως η γιαγιά του, που είχε έρθει ως πρόσφυγας στη Θεσσαλονίκη από την Ανατολική Θράκη, ξεκίνησε κάποια στιγμή με τα πόδια και γύρισε στο σπίτι της στη Θράκη, γιατί δεν μπορούσε να ζήσει μακριά από την πατρίδα της. Το ίδιο ισχυρό αίσθημα νοσταλγίας που ώθησε τη γιαγιά του συγγραφέα να περπατήσει ως την Ανατολική Θράκη, είναι που ωθούσε και την Τουρκάλα να έρχεται ανά διαστήματα στη Θεσσαλονίκη για να περάσει λίγες στιγμές στο κατώφλι του παλιού της σπιτιού, να πιει νερό από το πηγάδι και να γευτεί μούρα από το δέντρο του σπιτιού.
Πώς ερμηνεύετε τη στάση της γυναίκας στο αφήγημα; Με ποιο τρόπο επηρέασαν οι ιστορικές συνθήκες την εξέλιξη της προσωπικής ζωής της γυναίκας;
Η ηρωίδα του διηγήματος είναι κυριευμένη από συναισθήματα νοσταλγίας και πόνου για τη ζωή που έχασε, όταν η οικογένειά της αναγκάστηκε, στα πλαίσια της ανταλλαγής πληθυσμών, να εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη. Εγκλωβισμένη από την εθνική της ταυτότητα αναγκάζεται να εγκαταλείψει την πόλη που αναγνωρίζει ως πατρίδα της για να πάει σε μια πατρίδα που μοιάζει με ξενιτιά ή εξορία και δεν κατορθώνει ποτέ να ξεχάσει όλες τις ευτυχισμένες στιγμές που έζησε στη Θεσσαλονίκη στα παιδικά της χρόνια, γι’ αυτό και επιστρέφει ξανά και ξανά στην πόλη που γεννήθηκε και στο σπίτι που μεγάλωσε.
Η νοσταλγία που αισθάνεται η γυναίκα αυτή ίσως επιτάθηκε από τις απώλειες αγαπημένων της προσώπων κι αυτό την έκανε να θέλει ακόμη περισσότερο να έρθει σε επαφή με το παρελθόν της, με το πατρικό της σπίτι και όλες εκείνες τις αναμνήσεις των χρόνων που η ζωή της ήταν πραγματικά ευτυχισμένη. Είναι, άλλωστε, λογικό για κάθε άνθρωπο να θέλει να διατηρεί μια συνεχή επαφή με τον τόπο που γεννήθηκε, με τα μέρη στα οποία μεγάλωσε και έζησε πολλές και σημαντικές εμπειρίες για τη διαμόρφωσή του.
Η Τουρκάλα ζει πλέον στα πλαίσια του τουρκικού κράτους, αλλά η ίδια αισθάνεται πως είναι στην πραγματικότητα εξορισμένη από την πατρίδα της, από την πόλη της κι αυτό την ωθεί σε μια συνεχή διάθεση επιστροφής στα μέρη που η ίδια αντιλαμβάνεται ως πατρογονικά. Παρά τη συμφωνία μεταξύ των δύο κρατών για την ανταλλαγή των πληθυσμών και το μοίρασμα των εδαφών, οι άνθρωποι που αναγκάστηκαν να εκπατριστούν δεν μπορούσαν έτσι απλά με μία συμφωνία να ξεχάσουν το παρελθόν τους, να ξεχάσουν τον τόπο που γεννήθηκαν και να ξεκινήσουν από την αρχή σ’ ένα καινούριο τόπο, χωρίς να αισθάνονται πόνο για την πατρίδα που μόλις εγκατέλειψαν.
Η γυναίκα αυτή αποτελεί ένα από τα εκατομμύρια πρόσωπα που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα πατρογονικά τους εδάφη, και το γεγονός ότι δεν είναι μια Ελληνίδα, αλλά μια Τουρκάλα, έρχεται απλώς να επισημάνει το αυτονόητο. Ο πόνος της προσφυγιάς είναι ίδιος για όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους. Μπορεί σε ιστορικό επίπεδο η ανταλλαγή των πληθυσμών να έφερε μια ισορροπία στην εθνολογική σύσταση των περιοχών που επιδικάστηκαν σε κάθε κράτος, αλλά σε προσωπικό επίπεδο αποτέλεσε μια τραυματική εμπειρία για όλους αυτούς τους ανθρώπους, οι οποίοι μέχρι το τέλος της ζωής τους δεν έπαψαν να θυμούνται με πόνο την πατρίδα που άφησαν πίσω.
Στο διήγημα «Η μόνη κληρονομιά», μάλιστα, ο Ιωάννου μας περιγράφει πως η γιαγιά του, που είχε έρθει ως πρόσφυγας στη Θεσσαλονίκη από την Ανατολική Θράκη, ξεκίνησε κάποια στιγμή με τα πόδια και γύρισε στο σπίτι της στη Θράκη, γιατί δεν μπορούσε να ζήσει μακριά από την πατρίδα της. Το ίδιο ισχυρό αίσθημα νοσταλγίας που ώθησε τη γιαγιά του συγγραφέα να περπατήσει ως την Ανατολική Θράκη, είναι που ωθούσε και την Τουρκάλα να έρχεται ανά διαστήματα στη Θεσσαλονίκη για να περάσει λίγες στιγμές στο κατώφλι του παλιού της σπιτιού, να πιει νερό από το πηγάδι και να γευτεί μούρα από το δέντρο του σπιτιού.