Jouko Lehto
Της Πάργας
Το τραγούδι αυτό ανήκει στην κατηγορία
των ιστορικών δημοτικών τραγουδιών. Η Πάργα από τις αρχές του 15ου αι.
βρισκόταν κάτω από βενετσιάνικη διοίκηση. Μετά την κατάλυση της Ενετικής
Δημοκρατίας από τον Ναπολέοντα, παραχωρήθηκε στη Γαλλία (συνθήκη Καμποφόρμιο,
1797) μαζί με τα Επτάνησα. Το 1799 ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων κυριεύει
τις γαλλικές κτήσεις στα παράλια του Ιονίου (Πρέβεζα, Βόνιτσα) και απειλεί την
Πάργα. Οι κάτοικοί της αρνήθηκαν να παραδοθούν και ζήτησαν την προστασία
της Ρωσίας «απειλώντας να σφάξουν όλα τα γυναικόπαιδα και να αμυνθούν ως τον
ένα». Κατά τη διάρκεια των αγώνων του Σουλίου η Πάργα αποτελούσε κέντρο
ανεφοδιασμού και καταφύγιο των Σουλιωτών. Το 1814, μετά την ήττα του
Ναπολέοντα, οι νικήτριες δυνάμεις την παραχώρησαν στους Άγγλους, οι οποίοι
ύστερα από λίγο (1817) την πούλησαν στον Αλή Πασά. Η παράδοσή της
πραγματοποιήθηκε στις 28 Απριλίου 1819. Λίγο πριν από την επίσημη παράδοση
ανέσκαψαν τους τάφους, συγκέντρωσαν τα οστά των προγόνων τους και αφού τα
έκαψαν στην αγορά, για να τα γλιτώσουν από τη βεβήλωση, κατέφυγαν στην Κέρκυρα
παίρνοντας μαζί τους την τέφρα, τις εικόνες και τα ιερά των εκκλησιών. Σ’ αυτό
το τελευταίο περιστατικό αναφέρεται το δημοτικό τραγούδι που ακολουθεί.
Τρία πουλιά απ’ την Πρέβεζα διαβήκανε
στην Πάργα.
Το ‘να κοιτάει την ξενιτιά, τ’ άλλο τον
Aϊ-Γιαννάκη,
το τρίτο το κατάμαυρο μοιριολογάει και
λέει:
«Πάργα, Τουρκιά σε πλάκωσε, Τουρκιά σε
τριγυρίζει.
Δεν έρχεται για πόλεμο, με προδοσιά σε
παίρνει.
Βεζίρης δε σ’ ενίκησε με τα πολλά τ’
ασκέρια.
Έφευγαν Τούρκοι σα λαγοί το παργινό
τουφέκι,
κι οι Λιάπηδες δεν ήθελαν να ‘ρτουν να
πολεμήσουν.
Είχες λεβέντες σα θεριά, γυναίκες
αντρειωμένες,
πότρωγαν βόλια για ψωμί, μπαρούτι για
προσφάγι.
Τ’ άσπρα πουλήσαν το Χριστό, τ’ άσπρα
πουλούν και σένα.
Πάρτε, μανάδες, τα παιδιά, παπάδες,
τους Αγίους.
Άστε, λεβέντες, τ’ άρματα κι αφήστε το
τουφέκι,
σκάψτε πλατιά, σκάψτε βαθιά όλα σας τα
κιβούρια,
και τ’ αντρειωμένα κόκαλα ξεθάψτε του
γονιού σας.
Τούρκους δεν επροσκύνησαν, Τούρκοι μην
τα πατήσουν».
[Ν. Γ. Πολίτη, Εκλογαί από τα τραγούδια
του ελληνικού λαού]
Αϊ-Γιαννάκης: όρμος στ’ ανατολικά της
Πάργας.
ασκέρι: στράτευμα
άσπρα: ασημένια νομίσματα, γενικά τα
χρήματα.
άστε: αφήστε.
κιβούρι: τάφος.
Λιάπηδες: Εξισλαμισμένοι Αλβανοί,
κάτοικοι της Λιαπουριάς της ΝΔ Αλβανίας∙ ομάδες αυτών εγκαταστάθηκαν σε
διάφορες περιοχές της Ν. Ελλάδας κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο.
«Τρία πουλιά απ’ την Πρέβεζα διαβήκανε
στην Πάργα.
Το ‘να κοιτάει την ξενιτιά, τ’ άλλο τον
Aϊ-Γιαννάκη,
το τρίτο το κατάμαυρο μοιριολογάει και
λέει:»
Ο ερχομός των πουλιών από την Πρέβεζα
δίνει από την αρχή κιόλας του τραγουδιού έναν αρνητικό χαρακτήρα, καθώς η
Πρέβεζα είχε καταληφθεί από τον Αλή Πασά ήδη από το 1798, κι είχε υποστεί την
καταστροφική δράση των στρατευμάτων του. Η λεηλασία της Πρέβεζας, που
αποτελούσε μια οδυνηρή μνήμη, λειτουργεί ως δυσοίωνος συσχετισμός για την τύχη
της Πάργας.
Η αναφορά στα τρία πουλιά υπακούει στο
σύνηθες για τη δημοτική ποίηση μοτίβο των τριών, ενώ η ικανότητά
τους να μιλούν συνιστά έκφανση του παμψυχισμού που διακρίνει
την πλειονότητα αυτών των τραγουδιών∙ όλα δηλαδή τα άψυχα (βουνά, ποτάμια,
δέντρα κτλ.) αποκτούν φωνή και συμπεριφέρονται ως ανθρώπινες οντότητες. Τα
πουλιά αποκτούν έτσι όχι μόνο ανθρώπινες ιδιότητες, αλλά και ακριβή γνώση των
όσων συμβαίνουν, και πολύ περισσότερο συμμετέχουν στη θρηνητική διάθεση του
λαού.
Η παρουσίαση των πουλιών ακολουθεί μια
κλιμάκωση, υπό την έννοια πως το πρώτο κοιτάζει προς την ξενιτιά, προς την
Κέρκυρα πιθανώς, όπου και είχαν συμφωνήσει να μεταφερθούν οι κάτοικοι της
Πάργας∙ το δεύτερο προς τον Αϊ-Γιαννάκη, προς ό,τι θα αναγκαστούν με πόνο να
εγκαταλείψουν οι Παργινοί, ενώ το τρίτο, το οποίο είναι κατάμαυρο, και
συμβολίζει έτσι την τραγικότητα της κατάστασης, αναλαμβάνει να μοιρολογήσει
την πατρίδα που χάνεται, και να εκφράσει τον πόνο των ανθρώπων της.
«Πάργα, Τουρκιά σε πλάκωσε, Τουρκιά σε
τριγυρίζει.
Δεν έρχεται για πόλεμο, με προδοσιά σε
παίρνει.
Βεζίρης δε σ’ ενίκησε με τα πολλά τ’
ασκέρια.»
Το μοιρολόγι του πουλιού και ο πόνος
που εκφράζεται μέσω αυτού, δίνει ιδιαίτερη έμφαση σε αυτό που πληγώνει
περισσότερο τους ανθρώπους εκείνη τη στιγμή, στο γεγονός δηλαδή πως η
πόλη τους δεν κατακτήθηκε με τη δύναμη των όπλων, αλλά πουλήθηκε. Οι
Τούρκοι που έρχονται, οι Τούρκοι που τριγυρίζουν την Πάργα, δεν έρχονται για να
πολεμήσουν τους ηρωικούς υπερασπιστές της, έρχονται να παραλάβουν μια πόλη που
τους παραδόθηκε με προδοσία, με δόλιο τρόπο. Οι Παργινοί δεν έχουν καν την
ευκαιρία να αγωνιστούν για την πατρίδα τους∙ εμπιστεύτηκαν τους Άγγλους κι
εκείνοι τους πρόδωσαν για να εισπράξουν χρήματα από τον Αλή Πασά.
Κι είναι αυτή η προδοσία των Άγγλων που
καθιστά την απώλεια της πατρίδας ακόμη πιο επώδυνη, καθώς αν την είχαν χάσει πολεμώντας
μ’ έναν μεγάλο και δυνατό στρατό, θα είχαν τουλάχιστον την παρηγοριά πως έκαναν
ό,τι μπορούσαν, πως έθεσαν τη ζωή τους στην υπηρεσία της πατρίδας τους. Τώρα
όμως τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά∙ τώρα πρέπει να υπομείνουν την
ταπείνωση και την αγανάκτηση που τους προκαλεί ο πλάγιος και άνανδρος τρόπος με
τον οποίο ο εχθρός τους έλαβε την κυριότητα της πόλης.
«Έφευγαν Τούρκοι σα λαγοί το παργινό
τουφέκι,
κι οι Λιάπηδες δεν ήθελαν να ‘ρτουν να
πολεμήσουν.
Είχες λεβέντες σα θεριά, γυναίκες
αντρειωμένες,
πότρωγαν βόλια για ψωμί, μπαρούτι για
προσφάγι.»
Το μοιρολόι περνά πλέον στον έπαινο των
κατοίκων της Πάργας, οι οποίοι απέδειξαν πολλές φορές την ανδρεία και την
πολεμική τους ικανότητα,
όταν ήρθαν σε απευθείας αναμέτρηση με τους εχθρούς τους. Οι Τούρκοι έτρεμαν τα
όπλα και τις σφαίρες των Παργινών, κι οι Λιάπηδες που πολεμούσαν για λογαριασμό
των Τούρκων, δεν ήθελαν καν να βρεθούν αντιμέτωποι με τους δεινούς αγωνιστές
της Πάργας.
Οι άντρες της Πάργας ήταν λεβέντες,
αλλά και οι γυναίκες διακρίνονταν για τη γενναιότητά τους, κάτι που το είχαν
αποδείξει πολεμώντας στο πλευρό των αντρών της πόλης. Κι ήταν τέτοια η ανδρεία
και τέτοιο το θάρρος των ανθρώπων της Πάργας, ώστε τρέφονταν με βόλια και
μπαρούτι. Χαρακτηριστικό εδώτο θέμα του αδυνάτου, που χρησιμοποιείται
στη δημοτική ποίηση για να παρουσιάσει εμφατικά μια ιδιότητα ή μια κατάσταση.
Ο δίκαιος αυτός έπαινος έρχεται να
φανερώσει με ακόμη μεγαλύτερη ένταση την αγανάκτηση και την οδύνη των Παργινών,
οι οποίοι μπορούσαν -και το είχαν αποδείξει πολλές φορές- να αντιμετωπίσουν το
στρατό του Αλή Πασά, μπορούσαν να υπερασπιστούν την ελευθερία τους και την
πατρίδα τους, αν η αναμέτρηση γινόταν στο πεδίο της μάχης. Αυτό, άλλωστε, το
γνώριζε καλά και ο Αλή Πασάς, γι’ αυτό και κατέφυγε σ’ αυτόν τον πλάγιο τρόπο
για να αποκτήσει την Πάργα.
«Τ’ άσπρα πουλήσαν το Χριστό, τ’ άσπρα
πουλούν και σένα.»
Η προδοσία που τους στερεί την πατρίδα
τους∙ ο ύπουλος τρόπος με τον οποίο κινήθηκε ο Αλή Πασάς, επισκιάζει
προς στιγμήν ακόμη και τον καθαυτό πόνο για την απώλεια της πόλης τους.
Ό,τι κυριαρχεί εδώ είναι η οργή, η αγανάκτηση και η αίσθηση της κατάφωρης
αδικίας. Βιώνουν, μάλιστα, και αντικρίζουν αυτή την προδοσία ως ένα γεγονός
τέτοιας βαρύτητας, που επιτρέπει ακόμη και τον παραλληλισμό με την προδοσία που
γνώρισε ο Χριστός, όταν για τριάντα αργύρια ο Ιούδας οδήγησε τους στρατιώτες
του Καϊάφα στη σύλληψή του.
Ο στίχος αυτός εμπεριέχει ένα σαφές
μήνυμα για τη δύναμη των χρημάτων να διαφθείρουν τους ανθρώπους και
να τους οδηγούν σε πράξεις που υπονομεύουν κάθε έννοια σεβασμού και τιμής. Όπως
ο Ιούδας πρόδωσε τον ιερό δάσκαλό του, έτσι και οι Άγγλοι, παρά τις
διαβεβαιώσεις και παρά τις συμφωνίες που είχαν κάνει με τους Παργινούς, δε
διστάζουν στο όνομα του κέρδους να οδηγήσουν χιλιάδες ανθρώπους μακριά από την
πατρίδα τους.
«Πάρτε, μανάδες, τα παιδιά, παπάδες,
τους Αγίους.
Άστε, λεβέντες, τ’ άρματα κι αφήστε το
τουφέκι,
σκάψτε πλατιά, σκάψτε βαθιά όλα σας τα
κιβούρια,
και τ’ αντρειωμένα κόκαλα ξεθάψτε του
γονιού σας.
Τούρκους δεν επροσκύνησαν, Τούρκοι μην
τα πατήσουν».
Στο κλείσιμο του τραγουδιού, κι αφού
έχει προηγουμένως δοθεί με κάθε έμφαση η προδοσία που υπέστησαν οι Παργινοί, έχουμε
το πέρασμα σε όσα πρέπει να γίνουν τώρα προκειμένου να ολοκληρωθεί η αποχώρησή
τους από την πόλη. Όσο κι αν υπήρξε επώδυνη η δόλια στάση των Άγγλων, όσο
κι αν υποφέρουν για την απώλεια της πατρίδας τους, οφείλουν να συνεχίσουν την
πορεία τους, οφείλουν να διασφαλίσουν όσα πολύτιμα μπορούν από το βέβηλο χέρι
των Τούρκων.
Έτσι, οι μανάδες καλούνται να πάρουν
μαζί τους τα μικρά παιδιά, κι οι ιερείς τις εικόνες των Αγίων, ενώ οι νέοι
άντρες της πόλης πρέπει να αφήσουν για λίγο τα όπλα τους και να μεριμνήσουν
για τα οστά των γονιών και των προγόνων τους. Οι νέοι καλούνται να σκάψουν
βαθιά όλους τους τάφους της οικογένειάς τους και να ξεθάψουν τα ανδρειωμένα και
ένδοξα κόκαλα των προγόνων τους, που με τους αγώνες τους διαφύλαξαν για αιώνες
την ελευθερία της Πάργας. Οι ανδρείοι αυτοί πρόγονοι, που δεν προσκύνησαν ποτέ
τους Τούρκους, που δεν γνώρισαν ποτέ αυτό τον ατιμασμό, όσο ζούσαν, πρέπει να
διασωθούν από την ανόσια έλευση των Τούρκων. Τα οστά τους έπρεπε να καούν, ώστε
οι Παργινοί να μπορέσουν να πάρουν μαζί τους τη στάχτη έστω των προγόνων τους.
Οι άνθρωποι της Πάργας οφείλουν,
επομένως, να γλιτώσουν από τη βέβηλη παρουσία των Τούρκων τα ιερά τους
κειμήλια και τα οστά των προσφιλών και τιμημένων τους προγόνων. Καθώς
γνωρίζουν καλά πως οι ασεβείς Τούρκοι μόλις εισέλθουν στην πόλη θα επιδοθούν σε
μια δίχως προηγούμενο καταστροφική λεηλασία∙ ό,τι αποτελούσε μέχρι τότε
σημαντικό και ιερό για τους Έλληνες, θα βρεθεί έρμαιο στη μανία των ξένων και
αλλόθρησκων κατακτητών.
- Το τραγούδι της Πάργας ακολουθεί ως
προς τη σύνθεσή του τα μορφολογικά χαρακτηριστικά της δημοτικής ποίησης. Είναι
γραμμένο έτσι σε ιαμβικό μέτρο και σε στίχο
δεκαπεντασύλλαβο, που χωρίζεται σε δύο ημιστίχια (το πρώτο είναι
οκτασύλλαβο, το δεύτερο επτασύλλαβο).
Ο ίαμβος βασίζεται σε δισύλλαβους
πόδες, όπου η πρώτη συλλαβή είναι άτονη, ενώ η δεύτερη τονισμένη. Έχουμε,
επομένως, το ακόλουθο σχήμα:
«Πάρτε,- μανά- δες, τα-
παιδιά,- // παπά-δες, τους- Αγί-ους»
- Στο τραγούδι αυτό, όπως συνηθίζεται
στη δημοτική ποίηση, δεν υπάρχει ομοιοκαταληξία. Ενώ συναντάμε κι
εδώ την τάση το δεύτερο ημιστίχιο να επαναλαμβάνει το πρώτο ή
να συνιστά νοηματική του αναδίπλωση:
«Πάργα, Τουρκιά σε πλάκωσε, // Τουρκιά
σε τριγυρίζει»
- Οι στίχοι του τραγουδιού εκφράζουν
ένα πλήρες και ολοκληρωμένο νόημα∙ χαρακτηρίζεται δηλαδή ο κάθε στίχος και από
συντακτική αυτοτέλεια και από νοηματική πληρότητα:
«Βεζίρης δε σ’ ενίκησε με τα πολλά τ’
ασκέρια»
Τηρείται έτσι η αρχή της ισομετρίας, μιας και κάθε μετρική ενότητα (ημιστίχιο,
στίχος ή δίστιχο) περιέχει ένα ολοκληρωμένο νόημα, χωρίς να
συναντάμε διασκελισμούς, την ανάγκη δηλαδή μιας ακόμη μετρικής ενότητας για να
ολοκληρωθεί το νόημα.
«Το ‘να κοιτάει την ξενιτιά, τ’ άλλο
τον Aϊ-Γιαννάκη,
το τρίτο το κατάμαυρο μοιριολογάει και
λέει»
- Έχουμε κι εδώ τα παγιωμένα εκφραστικά
μοτίβα της δημοτικής ποίησης: το μοτίβο των τριών, το θέμα του αδυνάτου, τον
παμψυχισμό που επιτρέπει την προσωποποίηση κάθε πιθανού όντος.
- Εντοπίζουμε, επίσης, το σχήμα
της συνεκδοχής (στο σχήμα αυτό δηλώνεται: το ένα αντί για τα πολλά
ομοειδή, το μέρος ενός συνόλου αντί για το σύνολο, η ύλη αντί για εκείνο που
είναι κατασκευασμένο από αυτή, το όργανο αντί για την ενέργεια που παράγεται ή
γίνεται με αυτό):
το παργινό τουφέκι = τους
πυροβολισμούς, τις τουφεκιές
Τ’ άσπρα = τα χρήματα
τους Αγίους = τις εικόνες
- Έχουμε ακόμη, παρομοιώσεις:
Έφευγαν Τούρκοι σα λαγοί / Είχες λεβέντες σα θεριά, επαναλήψεις:
σκάψτε πλατιά, σκάψτε βαθιά / Άστε, λεβέντες, τ’ άρματα κι αφήστε το
τουφέκι, υπερβολή: πότρωγαν βόλια για ψωμί, μπαρούτι για προσφάγι.
- Η γλώσσα του τραγουδιού είναι
ιδιαίτερα δραστική, ζωντανή και παραστατική∙ αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η
ποιητική έκφραση στηρίζεται κυρίως στην πληθωρική χρήση του ρήματος και του
ουσιαστικού.
Αποσπάσματα από την Ιστορία της Πάργας
του Χριστόφορου Περραιβού:
«Δια τοιούτων και τοσούτων αγώνων και
κινδύνων διετήρησεν η Πάργα την ελευθερίαν της υπέρ τους τέσσαρας
αιώνας∙ τουτέστιν, υπό μεν την Αριστοκρατίαν των Ενετών και αυτονομίαν
αυτών υπέρ τα τριακόσια πεντήκοντα έτη, υπό των Γάλλων την Δημοκρατίαν, μήνας
δεκαοκτώ∙ υπό τους Ρώσους έτη πέντε∙ υπό τον Σουλτάνον τρία ήμισυ∙ και πάλιν
υπό τους Γάλλους, μετά την μάχην του Τελσίτ, επτά∙ έτι υπό τους Άγγλους πέντε∙
κατά δε το 1814 έτος, καθ’ ο η εν Παρισίοις συγκροτηθείσα γενική των Βασιλέων
συνέλευσις παρέδωκε δια συνθηκών την Επτάνησον εις τους Άγγλους, φοβούμενοι
οι Πάργιοι την καταδρομήν του Αλή Πασά, πριν αναχωρήσωσιν οι Γάλλοι, έσπευσαν
να υποτάξωσι την Πατρίδα των εις τους Άγγλους, οι οποίοι τους εδέχθησαν
ευχαρίστως υψώσαντες την σημαίαν των εις το φρούριον, διορίσαντες και μικράν
φρουράν∙ τους υπεσχέθησαν την ένωσιν της Πατρίδος, ως το πρώτον, συν τη
Επτανήσω, την παντελή εκ μέρους του Αλή Πασά αφοβίαν, και το παρά πρώτον
ελεύθερον θαλάσσιον εμπόριον.
Τοιαύται γενναίαι υποσχέσεις
εκφρασθείσαι υπό τοιούτου ισχυρού Κράτους, προ πάντων δε θαλασσοκράτορος,
αναμφιβόλως έμελλον παρ’ άλλοτε ευτυχήσειν τους Παργίους∙ αλλά, κατά
δυστυχίαν, μετά τέσσαρα σχεδόν έτη εφάνησαν ψευδείς, απατηλαί, ολέθριαι,
διότι το έθνος αυτό, το καυχώμενον σοφόν, πολιτισμένον, δίκαιον, φιλελεύθερον,
φιλάνθρωπον και συνταγματικόν, προδίδει ασυνειδήτως και εν εκπλήξει όλου του
κόσμου τέσσαρας χιλιάδας ψυχάς προ τεσσάρων αιώνων ελευθέρας, ευνομουμένας! και
εις τίνος άρα τας χείρας; Εις τους αιμοσταγείς όνυχας του προ πολλών ετών
διψώντος του αίματος αυτών, «Αλή Πασά»!!! τοιαύτης ασπλαχνίας και
μισανθρωπότητος παραδείγματα και εις αυτάς πιθανόν περί των βαρβάρων και αγρίων
Εθνών τας ιστορίας σπανίως ευρίσκομεν.»
Ο Περραιβός παραθέτει και την
απαντητική επιστολή των κατοίκων της Πάργας προς τον Άγγλο αρμοστή των Ιονίων
Νήσων, Μαίτλαντ, όταν ενημερώθηκαν από αυτόν ότι είχε παραχωρήσει στον
Αλή Πασά το δικαίωμα να φέρει μέρος του στρατού του στην Πάργα, προτού καν
ολοκληρωθεί η συμφωνηθείσα ασφαλής αποχώρηση των κατοίκων από την πόλη τους.
«Εξοχώτατε!
Οι Πάργιοι δια τέσσαρας ολοκλήρους
αιώνας υπεράσπισαν την Πατρίδα των κατά των γειτόνων Οθωμανών με την τελευταίαν
ρανίδα του αίματός των. Κατά το 1814 έτος δοθέντες θεληματικώς υπό την
προστασίαν της μεγάλης Βρετανίας, ύψωσαν εις τα τείχη των την αήττητον αυτών
σημαίαν, ελπίζοντες, κατά την υπόσχεσίν των, παντοτεινήν ασφάλειαν.
Βλέπομεν ήδη, ότι πολιτικοί σκοποί
έφεραν την εσχάτην δυστυχίαν εις τους Παργίους, αφαιρούντες διόλου απ’ αυτών
την προστασίαν των, και παραδίδοντες αυτούς υπό την εξουσίαν των Οθωμανών δια
τινος συνθήκης διαλαμβανούσης, ότι όσοι δεν ευχαριστούνται να καθήσουν εις την
Πατρίδα, να λαμβάνωσι την δικαίαν τιμήν των ακινήτων αγαθών των, και μετά
τούτο, αφού αναχωρήσουν, να ημπορούν να εμβαίνουν Τούρκοι.
Τυφλά υποταχθέντες εις αυτά, και τέλος
πάντων ιδόντες το κήρυγμα δια του οποίου ειδοποιούνται δια την πληρωμήν της
Πάργας, πληρωμήν λίαν ευτελή, έκλιναν ν’ αναχωρήσουν ελπίζοντες πάντοτε εις την
δικαιοσύνην του Βασιλέως, ότι δεν θέλει αδικηθώσι.
Με έκπληξιν όμως μεγάλην ήκουσαν οι
Πάργιοι σήμερον εκ στόματος της αυτού εκλαμπρότητος του Κυρίου εξουσιαστού
Πάργας και επιτρόπου Βρετανικού, ότι πριν αναχωρήσουν οι Πάργιοι τα
στρατεύματα του Αλή Πασά μέλλει να εμβώσιν εις την Πάργαν.
Εξοχώτατε! η τρομερή αυτή και
απροσδόκητος είδησις του εμβασμού των Τούρκων κατεσκότισε γενικώς τον νουν των
Παργίων, και σχεδόν κατήντησεν αυτούς εις ακμήν απελπισίας, το να ίδωσι παρά
καιρόν εις τον τόπον των τους σκληρούς και άσπονδους εχθρούς και επιβούλους των
πριν του αναχωρισμού των∙ να ίδωσι, λέγομεν, εις τον τόπον των εκείνους, τους
οποίους δι’ άλλης μας αναφοράς δεν ενέκρινες τότε το έμβασμά των προς του
αναχωρισμού μας.
Εξοχώτατε! επειδή οι Πάργιοι άπαντες
απεφάσισαν βεβαίως ν’ αναχωρήσωσι, παρακαλούσι θερμώς το έλεος της εξοχότητός
της να σπλαχνισθή, ως φιλόστοργος πατήρ, όλον τούτον τον λαόν, άνδρας, γυναίκας
και βρέφη, και να μη συγχωρήση να έμβωσι Τούρκοι πριν της αναχωρήσεώς
των, συγχρόνως δε ας ενεργηθή ο αυτός αναχωρισμός όσον ταχύτερος εγκριθή
παρά της εξοχότητός της, πριν όμως έμβωσιν οι Τούρκοι.
Είμεθα βέβαιοι, εξοχώτατε! ότι τούτο το
ζήτημα δίκαιον, πρέπον και σύμφωνον ον με τας διαφόρους βεβαιώσεις, τας οποίας
εις την περίστασιν ταύτην η διοίκησις μας έδωκε, θέλει εισακουσθή.
Με βαθύτατον σέβας και υπόκλισιν
υποσημειούμεθα.
Πάργα, 6 Απριλίου 1819, Όλοι οι
Πάργιοι.»
Αποσπάσματα από το έργο του François
Pouqueville «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως ήτοι η Αναγέννησις της Ελλάδος»:
«Δύο ημέρας μετά την προκήρυξιν κατά
την ανατολήν του ηλίου, έδει ν’ απέλθωσιν∙ έκαστος σπεύδει να σημειώση δια
σταυρού την θύραν της κατοικίας αυτού!... Φωνή υψούται, ο αήρ κλονίζεται εξ
αυτής∙ προ μικρού είδον τους Τούρκους επί των υψωμάτων του Πεζοβόλου. Βαθύτατη
απελπισία καταλαμβάνει τα πνεύματα∙ τρέχουσιν εις τα όπλα και
ορκίζονται ομοθυμαδόν να συναποθάνωσι μετά της πατρίδος, αν προχωρήσωσιν οι
εχθροί, προ της ορισθείσης ώρας, ίνα καταλάβωσι τους τόπους, ους θα
εγκαταλείψωσιν. Ακολούθως αναμιμνησκόμενοι των αθλιοτήτων αυτών και θρηνούντες
φέρονται προς την εικόνα της Παναγίας της Πάργας, αρχαίον παλλάδιον της
ακροπόλεως αυτών, ότε φωνή εξελθούσα του βωμού, αναγγέλλει ότι οι θυσιάσαντες
αυτούς Άγγλοι ελησμόνησαν εν τη συνθήκη να πωλήσωσι και τας ψυχάς των
επιζώντων.
Σπεύδουσι πάραυτα προς τα κοιμητήρια∙
οι τάφοι ηνοίχθησαν∙ αποσπώσιν εξ αυτών τα οστά και τα ατελώς σεσηπότα πτώματα
των πάππων και των σβεσθεισών οικογενειών. Ρίπτουσιν αυτά επί μεγάλης πυράς
γενομένης δια των ελαιών, του μόνου στολισμού της γενετείρας γης. Τα
πνεύματα παροξύνονται∙ αι διαταγαί του άγγλου αρχηγού παρεγνωρίσθησαν τινά και
δι’ ομοθύμου αποφάσεως σταματώσιν, ίνα σφάξωσι τας γυναίκας και τα παιδιά.
Αν οι Μωαμεθανοί μολύνωσι δια της παρουσίας αυτών πόλιν τινά, έρημον μόνον δέον
να κατέχωσιν αυτήν. Επιφορτίζουσιν ακολούθως ταχυδρόμον, ίνα φέρη την απόφασιν
ταύτην εις γνώσιν του Θ. Μαίτλαντ, αγγέλλουσιν αυτώ ότι, αν η πορεία των ορδών
του Αλή πασσά μη επισχεθή, η θυσία, ης ο Σαγόντος άλλοτε προσέφερε το θέαμα εν
τω κόσμω, μέλλει ν’ ανανεωθή ενώπιον της χριστιανικής Ευρώπης.
Ο διάγγελος επιφορτισθείς δια της
διαταγής ταύτης διέρχεται την θάλασσαν βοηθούμενος υπό των ανέμων, και
αναφαίνεται πάραυτα μετά του στρατηγού Αδάμ, ον ενόμιζον συμπαθούντα τους
Παργίους, διότι νυμφευθείς Κερκυραίαν κόρην ανέμιξε το αίμα αυτού μετά του των
Ελλήνων. Λέγουσιν ότι επανήρχετο πλήρης αδημονίας, ότε εσερχόμενος εις τον
λιμένα παρετήρησε την φλόγα του πυρός κατακαίουσαν τα οστά και τα πτώματα των
Παργίων, οίτινες ήσαν πολλώ ευτυχέστεροι των επιζώντων τοιαύτης δουλείας.
Προσαράζει, βλέπει τους άρχοντας ηγουμένου του ιεράρχου μετά των αρχιμανδριτών,οίτινες
υποδέχονται αυτόν μετά σεβασμού και αγανακτήσεως λέγοντες αυτώ ότι το μελετηθέν
σχέδιον θα εκτελεσθή αυθωρεί, αν δεν κατορθώση να επισχέση την είσοδον των
στρατευμάτων του Αλή πασσά.
Δίδει λόγους ελπίδος∙ ανέρχεται εις την
ακρόπολιν, ούχι ως άλλοτε, ότε αι βρεττανικαί σημαίαι είχον ανυψωθή
ανευφημούντων των απογόνων, των πολεμιστών Πελασγών, αλλ’ υπό βαθυτάτην σιγήν
προάγγελον της σφαγής. Ευρίσκει τους άνδρας ενόπλους παρά τας θύρας των οικιών εν
μόνον αναμένοντας νεύμα ίνα σφάξωσι τας οικογενείας των πριν στρέψωσι τα όπλα
κατά των Άγγλων, και μάχωνται έως ότε ουδέν άτομον μείνη μεταξύ αυτών, ίνα
διηγηθή την καταστροφή αυτών. Εξορκίζει αυτούς να περιμένωσι∙ πορεύεται εις
τους προχωρήσαντας∙ διαπραγματεύεται, και οι Μωαμεθανοί, ουχ ήττον ανήσυχοι της
βρεττανικής φρουράς, παραχωρήσαντες την ορισθείσαν προθεσμίαν συνομωτούσιν την
εσχάτην των επιφυλαχθεισών δια τους Παργινούς δυστυχιών.
Τη 9 Μαΐου περί την δύσιν του ηλίου η
Αγγλική σημαία εξηφανίσθη των φρουρίων της Πάργας παρομοίας προς τους φάρους
εκείνους, οίτινες έλαμψαν επί τινα στιγμήν, ίνα εξαπατήσωσι τας ελπίδας των
θαλασσοπόρων∙ και οι χριστιανοί μετά νύκτα θυσιασθείσαν εις τα δάκρυα και
προσευχάς εζήτησαν το σημείον της αναχωρήσεως.
Μόλις ανεφάνησαν αι πρώται της ημέρας
λάμψεις, εγκατέλιπον τας κατοικίας αυτών, και διασκορπισθέντες επί της παραλίας
ενησχολούντο συλλέγοντες λείψανα της πατρίδος. Οι μεν επλήρουν σάκκους
οστών των πατέρων αυτών, άτινα απέσπων των φλογών, ας η θρησκευτική αυτών
ευσέβεια είχεν ανάψει∙ άλλοι μετέφερον δράκα της των οικογενειών αυτών γης, ενώ
αι γυναίκες και τα παιδία συνέλεγον χάλικας και κογχύλια εσπαρμένα επί της
παραλίας, κρύπτουσαι αυτά υπό τα ενδύματα αυτών μετ’ αγάπης εραστού πειρωμένου
να διασώση την προσφιλή αυτού εν καιρώ κλεψιγαμίας. Χαίρε γη πατρική, έλεγον οι
γέροντες∙ χαίρετε σεπτοί ναοί, ιεροί βωμοί του αληθούς Θεού! ανέκραζον οι
ιερείς. ...
Φωτιζόμενοι υπό λάμψεως της ολεθρίας
πυρκαϊάς, ήτις κατέτρωγε τα λείψανα των προγόνων αυτών οι Πάργιοι απέπλευσαν κατά τας πρωϊνάς αύρας και
απεμακρύνθησαν του χιμαιρίου ακρωτηρίου, ενώ οι Τούρκοι γενόμενοι δεκτοί υπό
των Άγγλων ως αδελφοί, κατέλαβον την χριστιανικήν πόλιν, εγκαταλειφθείσαν τη 10
Μαΐου 1819 εποχή προωρισμένη ίνα κατέχη αξιοσημείωτον θέσιν εν τη ιστορία.»
...
«Ω αίσχος αξιομνημόνευτον! το
αγγλικόν υπουργείον εν τω υψίστω σημείω της ισχύος αυτού συγκατάνευσεν εις
παραχώρισιν, ην στρατηγός και πρόξενος της Γαλλίας, όντες ο μεν υπό το
κράτος των φρικωδεστέρων ανησυχιών και ο έτερος υπό την μαχαίραν αυτήν,
απώθησαν μετ’ αγανακτήσεως. Γενναίοι Άγγλοι! οι συγγραφείς πάσης χώρας μεμφθήτε
τους δημιουργούς πράξεως, ήτις ημαύρωσε το ευρωπαϊκόν όνομα εις τους οφθαλμούς
και αυτών έτι των Μωαμεθανών εκπλαγέντων δι’ επιτυχίαν, ην ουδέποτε θα
επετύγχανον εξ αυτών εναντίον άλλων Μωαμεθανών. ...»
Ο Pouqueville στην ιστορία του
καταγράφει κι ένα ακόμη δημοτικό τραγούδι για την Πάργα:
Ο ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΓΑΣ
Βουνά, λαγκάδια δροσερά, και τρυφερά
λιβάδια,
Δένδρα καλά και φουντωτά, χωράφια
ξακουσμένα!
Με δάκρυα για πάντοτε σας αποχαιρετάω.
Ω Πάργα, χώρα ξακουστή, γειτόνισσα του
Τούρκου,
Πάργα, πατρίδα μου καλή, πολύ
αγαπημένη,
‘Σ τον τύραννον τον πλειό σκληρό
Εγγλέζοι σε πουλούνε
«Φύγετε εσείς οι άποικοι της παλαιάς
Ηπείρου
Υστερινοί χριστιανοί άπιστοι
Παργινιώτες,»
Είπεν ο άνεμος Αμάν με λύσσαν και
φαρμάκι,
«Αφήσατέ μου τους ναούς και όλα τ’
αγαθά σας!
Ας πέσουν κάτω οι σταυροί που πάντα
θριαμβεύουν,
Και ας νικήση παρευθύς το άγιον Κοράνι.
Κι’ εσείς Γραικοί αδύνατοι, πάντοτε να
πλανάσθε,
Και να μην έχετε ποτέ ναούς και
βασιλέα.»
Αυτά εφώναξ’ ο σκληρός ο τύραννος ο
γέρος
Οπού υβρίζει Χριστιανούς και τους
αγίους νόμους
Άμποτ’ αυτό το άσμα μου σ’ ταυτιά σου
να βροντήση,
Σαν κεραυνός του ουρανού, και πάραυτα
ξυπνίζει,
Κάθε αχρείον τύραννον που ήσυχα
κοιμάται!
ΚΑΤΑΡΑ
Ω κεραυνοί του ουρανού
Και της δικαιοσύνης
Κάψατε τον Αλή Πασσά
Και τους κακούς Εγγλέζους
Για να ιδούν οι τύραννοι
Πώς ο Θεός παιδεύει.
Και συ φωστήρα Ήλιε, που ‘δες την
συμφορά μας,
Κ’ ετήραξες ν’ αρπάζωμε ‘πο μέσ’ από
τους τάφους,
Τα λείψανα τα ιερά όλων των συγγενών
μας,
Σβύσαι το φως σου παρευθύς, δείξαι πως
μας λυπάσαι.
Και σεις παιδιά του ουρανού Σελήνη και
Αστέρες,
Που φέγγετε ολόνυκτα ‘ς ανατολή και
δύσι,
Κρύψατε με καλύμματα τώρα τα πρόσωπά
σας,
Και κλάψατε τους Παργινούς τους
κακομοιριασμένους,
Και κλάψατε πολλαίς φοραίς και σεις κ’
ο κόσμος όλος.