Brent
Schreiber
Ν. Γλώσσα Α΄ Λυκείου: Ακρόαση, ακοή και ομιλία: σύντομες σκέψεις για τη σχέση τους με τον διάλογο
Ακρόαση, ακοή και ομιλία: σύντομες σκέψεις για τη σχέση τους με τον διάλογο.
Το παρακάτω κείμενο αποτελεί απόσπασμα άρθρου της Harlene Anderson, ψυχολόγου, συμβούλου και οικογενειακής θεραπεύτριας, το οποίο ανακτήθηκε από την ιστοσελίδα http://www.psychological-opinions.gr/el στις 23-03- 2021. (διασκευή)
Ο διάλογος προξενεί στους συμμετέχοντες μια αίσθηση αμοιβαιότητας, γνήσιου σεβασμού και ειλικρινούς ενδιαφέροντος για τον άλλο, εφόσον απαιτεί συνεργατικό σχεδιασμό σχετικά με την εστίαση, τη διεργασία και το αποτέλεσμά του. Αυτό είναι μέρος της διαδικασίας της συν-δημιουργίας νέων εννοιών και δράσεων.
Ο διάλογος απαιτεί εμπιστοσύνη και δεκτικότητα στον συνομιλητή και τη διαφορετικότητά του, καθώς και ανοχή στην αμφισβήτηση, την επίκριση και τη διαφωνία από την άλλη πλευρά. Είναι σημαντικό να είμαστε προσεκτικοί για να μην υποθέσουμε αμέσως ότι ξέρουμε τι εννοεί ο συνομιλητής και να μην συμπληρώνουμε τα κενά ή τις λεπτομέρειες της ιστορίας του συνομιλητή, ή ό,τι θεωρούμε ότι κρύβεται πίσω από την αφήγηση. Αντίθετα, χρειάζεται να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τη λογική του συνομιλητή, όχι τη δική μας. Αυτό απαιτεί αποστασιοποίηση, προκειμένου να βεβαιωθούμε ότι έχουμε κατανοήσει την οπτική γωνία του άλλου όσο καλύτερα μπορούμε, και να έχουμε πάντα κατά νου ότι κατανόηση δεν σημαίνει συμφωνία.
Ορισμένες πράξεις δεν ενθαρρύνουν το διάλογο. Για παράδειγμα, διάλογος δεν είναι να προσπαθείτε να πείσετε τον άλλο να καταλάβει ή να συμφωνήσει μαζί σας. Αν προσπαθείτε να κάνετε κάτι τέτοιο, τότε δεν είστε σε διάλογο ούτε με τον εαυτό σας ούτε και με τον άλλο. Επίσης, διάλογος δεν είναι η επιδίωξη για συναίνεση ή σύνθεση.
Ομοίως, το να θέτετε ερωτήσεις στις οποίες νομίζετε ότι ξέρετε την απάντηση ή για να πάρετε την απάντηση που θέλετε, δεν ενθαρρύνει το διάλογο. Με άλλα λόγια, για να εμπλακείτε πραγματικά σε διάλογο, πρέπει να είστε σε θέση να αφήσετε τα πάθη, την εμπιστοσύνη και τις αντιλήψεις σας να αμφισβητηθούν από τους άλλους και από εσάς τους ίδιους.
Εν κατακλείδι, η πρόθεση και η ελπίδα αυτού που προσκαλεί σε διάλογο είναι να προσκαλέσει και να εμπλέξει και τον εαυτό του και τον άλλον στη διαδικασία. Με δυο λόγια, ο διάλογος απαιτεί τη δυνατότητα ακρόασης, ομιλίας και ακοής.
[Το παρελθόν της Ρίτας]
Το παρακάτω κείμενο είναι απόσπασμα από το μυθιστόρημα της Λένας Διβάνη «Ενικός αριθμός» (Αθήνα 2002, εκδ. Καστανιώτη). Συνομιλούν δύο γυναίκες, η μητέρα (Ρίτα) και η κόρη (Ήρα) και αναφέρονται στο παρελθόν της μητέρας.
«Αυτός τουλάχιστον μ’ αγαπούσε. Και το έλεγε κιόλας».
«Και λοιπόν; Στα λόγια κολλάς; Ξύπνα, κορόιδο! Αυτοί που λεν ότι μας αγαπάν, αυτοί μας την κάνουν τη δουλειά. Για ρώτα κι εμένα. Ποιος με ξευτίλισε; Αυτός που έλεγε ότι μ’ αγαπούσε με ξευτίλισε. Μόλις βρήκε την προίκα, μην το είδατε μην τον απαντήσατε. Τρεις μήνες αρραβωνιασμένοι είχαμε, στο σπίτι μας μπαινόβγαινε, η γειτονιά τον ήξερε. Άντε να βγω εγώ στο δρόμο μετά. Περνούσα κι από πίσω μου μου σούρνανε. Η πείσα, η δείξα η παστρικιά1 …».
«Για ποιον μιλάμε τώρα; Μπερδεύτηκα.».
«Για τον αρραβωνιαστικό μου, που κακό ψόφο να ’χει. Δεν είχε όμως. Ο πατέρας σου, ο άγιος ο άνθρωπος, πέθανε. Αυτός ζει και βασιλεύει με τη βλαχάρα του».
«Μπα; Είχες κι άλλον αρραβωνιαστικό; Αυτά δεν μας τα ’χες πει.»
«Πότε να σ’ τα πω; Μιλιόσουνα εσύ; Ήρθες μια φορά σαν παιδί να με πλησιάσεις; Σαν να ’χα χολέρα έκανες. Σου χάριζα τα ακριβότερα φουστάνια και μετά τα έβρισκα στα σκουπίδια».
«Σιγά τα φουστάνια…»
Η Ρίτα βούρκωσε. Την έπνιξε η οργή.
«Σιγά τα φουστάνια, ε; Επειδή τα είχες στοίβες. Για ρώτα κι εμένα που έκανα μετάνοιες για να ράψω ένα τσιτάκι2. Αχάριστη, ε, αχάριστη.»
Η Ήρα την κοιτούσε. Ε, θα την τρελάνει αυτή η γυναίκα. Όλα τα κατάπιε με ψυχραιμία, αλλά στο φουστάνι δάκρυσε. Τι να πεις…
«Εγώ, κυρά μου, για να αρραβωνιαστώ κατέβασα την κουρτίνα απ΄ το σαλόνι, της γιαγιάς μου ένα κέντημα, κοφτό, και την έκανα φουστάνι. Κι ήρθε αυτή η σκρόφα3 η αδελφή του και τη γνώρισε. “Ωραίο το φουστανάκι σου, μπράβο”, μου είπε. “Τι θα βάλετε τώρα για κουρτίνα;”. Με χαντάκωσε. Να το σόι μετά να κοιτάει την κουρτίνα και να χαχανίζει. Μου ’ρθε να πάω μέσα και να κρεμαστώ».
2. Φτηνό και κακής ποιότητας ύφασμα.
3. Στρίγγλα (μειωτικός χαρακτηρισμός που απευθύνεται σε γυναίκα)
1ο υποερώτημα
Ποιες είναι οι προϋποθέσεις του διαλόγου, σύμφωνα με το Κείμενο 1, και ποιες πράξεις ή συμπεριφορές δεν ενθαρρύνουν την ανάπτυξή του; (60-70 λέξεις)
[Λέξεις: 72]
Να επισημάνετε με ποιον τρόπο εισάγονται οι 3 πρώτες παράγραφοι του Κειμένου 1 και να εξηγήσετε ποιον ρόλο διαδραματίζει η εισαγωγή αυτή στη διασφάλιση της νοηματικής αλληλουχίας.
- Ο διάλογος είναι …
- Ο διάλογος προξενεί …
- Ο διάλογος απαιτεί …
Το δομικό αυτό σχήμα (σχεδόν αυτούσια επαναφορά) διαμορφώνει τη νοηματική αλληλουχία του κειμένου, εφόσον εισάγει διαδοχικά και παρατακτικά τρεις βασικές παραμέτρους του διαλόγου, ως πράξης και συμπεριφοράς. Ειδικότερα, στην 1η παράγραφο ο διάλογος προσδιορίζεται ως μορφή σκέψης και επικοινωνίας και δίδονται οι βασικές του ιδιότητες (αναζήτηση, ερμηνεία, αναθεώρηση, παραγωγή ιδεών)· στη 2η παράγραφο παρουσιάζεται η επίδραση του διαλόγου στους συμμετέχοντες και τα είδη συμπεριφοράς που προκαλεί (αμοιβαιότητα, σεβασμός, ενδιαφέρον)· στην 3η παράγραφο αναλύονται οι προϋποθέσεις του λειτουργικού και παραγωγικού διαλόγου.
Με αυτόν τον τρόπο το φαινόμενο του διαλόγου περιγράφεται επαρκώς και το κείμενο κερδίζει σε συνεκτικότητα – γίνεται εύληπτο για τον αναγνώστη.
Να μεταγράψετε στο απαντητικό σου φύλλο τον παρακάτω πίνακα, έχοντας συμπληρώσει τα κενά για το κάθε αφηρημένο ουσιαστικό του κειμένου, που έχει υπογράμμιση, με το παράγωγο ρήμα ή το παράγωγο επίθετο ή και τα δύο. Τι προσφέρει, κατά τη γνώμη σας, η διαδοχική χρήση αφηρημένων ουσιαστικών στο κείμενο;
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ |
ΡΗΜΑ |
ΕΠΙΘΕΤΟ |
παραδειγμα: διάλογος |
διαλέγομαι |
διαλογικός |
αντιλήψεις |
αντιλαμβάνομαι |
|
αίσθηση |
|
|
εμπιστοσύνη |
|
|
επίκριση |
|
επικριτικός |
αφήγηση |
|
|
συναίνεση |
συναινώ |
|
σύνθεση |
|
|
ακρόασης |
|
|
αίσθηση – αισθάνομαι – αισθησιακός
εμπιστοσύνη – εμπιστεύομαι – εμπιστευτικός
επίκριση – επικρίνω – επικριτικός
αφήγηση – αφηγούμαι – αφηγηματικός
συναίνεση – συναινώ – συναινετικός
σύνθεση – συνθέτω – συνθετικός
ακρόασης – ακροώμαι – ακροαματικός
Σε ένα άρθρο 350-400 λέξεων καλείστε να παρουσιάσετε αφενός τις προϋποθέσεις που είναι αναγκαίες προκειμένου ο διάλογος να είναι αποτελεσματικός και να διεξάγεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, κι αφετέρου το πώς μπορούν να καλλιεργηθούν στους νέους οι ζητούμενες ποιότητες, προκειμένου να καταστούν κατάλληλοι συνομιλητές.
Μια πρώτη καίριας σημασίας προϋπόθεση για τη συμμετοχή σε μια γόνιμη συζήτηση είναι η δεκτικότητα του ατόμου απέναντι στη διαφορετικότητα τόσο των απόψεων όσο και της προσωπικότητας του συνομιλητή του. Ζητούμενο είναι να μπορεί το άτομο να ακούει προσεκτικά την αντίθετη ή τη διαφορετική άποψη επιδιώκοντας να κατανοήσει τον ιδιαίτερο τρόπο ερμηνείας και αντίληψης των πραγμάτων από τον συνομιλητή του. Η προσεκτική αυτή ακρόαση δεν αποσκοπεί, άλλωστε, στην υιοθέτηση της άλλης άποψης, αλλά στη σε βάθος διερεύνησή της, προκειμένου να εντοπιστούν τα αληθή και τα ορθά στοιχεία που πιθανώς εμπεριέχονται σε αυτή.
Αντίστοιχη διερεύνηση, μάλιστα, οφείλει να διενεργήσει ο συνομιλητής, ώστε να κατανοήσει και να ελέγξει τις απόψεις του ατόμου. Ό,τι έπεται συνεπάγεται την ύπαρξη μιας ακόμη βασικής προϋπόθεσης για τη συμμετοχή στο διάλογο, τη δεκτικότητα των ατόμων στην αμφισβήτηση και στον αυστηρό έλεγχο των απόψεων και των επιχειρημάτων τους. Έτσι, μετά την προσεκτική ακρόαση των αντιτιθέμενων απόψεων οι συνομιλητές οφείλουν να δεχτούν, χωρίς να δυσανασχετούν, την αντίκρουση των ιδεών τους και τον πιθανό, ακόμη, κλονισμό επιχειρημάτων που ίδιοι ίσως θεωρούσαν στέρεων και πληρέστατων.
Συμμετοχή σε διάλογο, ούτως ή άλλως, σημαίνει την αποδοχή σε μια απαιτητική διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας οι απόψεις ελέγχονται, ερμηνεύονται και εξελίσσονται. Ο διάλογος εκ των πραγμάτων οδηγεί σε αλλαγές, εφόσον καμία άποψη δεν αποτελεί έκφραση μιας απόλυτης και αμφισβητήσιμης αλήθειας. Οφείλουν, άρα, οι συνομιλητές να είναι πρόθυμοι να θέσουν υπό αμφισβήτηση ακόμη και τον ίδιο τους τον εαυτό, καθώς μέσω του διαλόγου ενδέχεται να αναδυθούν νέες ιδέες και διαφοροποιημένες απόψεις.
Προκειμένου, εντούτοις, να είναι τα άτομα έτοιμα και σε θέση να ανταποκριθούν στις προκλήσεις και τις απαιτήσεις του διαλόγου, χρειάζεται να έχουν λάβει από νωρίς κατάλληλη αγωγή. Τόσο οι γονείς όσο και οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να αναδείξουν το πολύπλευρο της αλήθειας, ώστε να αποτρέψουν τους νέους από την παγίδα του δογματισμού. Οφείλουν, συνάμα, να παρέχουν πολλαπλές ευκαιρίες διαλόγου και εποικοδομητικών συζητήσεων, προκειμένου να μάθουν αφενός να στηρίζουν τις απόψεις τους κι αφετέρου να εξοικειωθούν με το ενδεχόμενο ανατροπής των επιχειρημάτων τους. Παραλλήλως, μάλιστα, απαιτείται από τους φορείς αγωγής να προβάλλουν ορθά πρότυπα διαλογικών διαδικασιών, για να εδραιώσουν στη σκέψη των νέων το σύνολο των αρετών εκείνων που διακρίνουν έναν ώριμο συνομιλητή.
Όσο σημαντικός είναι ο διάλογος για τις διαπροσωπικές ανάγκες και για τη δημοκρατία τόσο απαιτητικός είναι στην πραγμάτωσή του, εφόσον προϋποθέτει τη δυνατότητα των συμμετεχόντων να επιδεικνύουν σεβασμό, αδογμάτιστη σκέψη και συγκροτημένη σκέψη. Αρετές, δηλαδή, που κατακτούνται με συστηματική προσπάθεια και πολύχρονη καθοδήγηση.
Να καταγράψετε τέσσερις γλωσσικές επιλογές μέσω των οποίων διαφαίνεται η έντονη συναισθηματική κατάσταση της μητέρας στο Κείμενο 2 και να αιτιολογήσετε την ειδικότερη νοηματική λειτουργίας κάθε επιμέρους επιλογής.
Ποια σχέση εντοπίζεις ανάμεσα στα λόγια και τις πράξεις των ανθρώπων στο Κείμενο 2; Πώς η σχέση αυτή επηρεάζει τη μοίρα των ηρωίδων, κατά τη γνώμη σου; Να αναπτύξεις την απάντησή σου σε 100 - 150 λέξεις.
Αυτή η διάσταση λόγων και πράξεων των ανθρώπων, και ο τρόπος με τον οποίον την προσλαμβάνει η καθεμία από τις δύο ηρωίδες, επηρεάζει βαθύτατα τον ψυχισμό τους και καθορίζει τη μοίρα τους:
- η κόρη έχει ανάγκη να επιβεβαιώνει τα αισθήματα των άλλων προς αυτή με τα λόγια τους, γι’ αυτό και επισημαίνει ότι ο πατέρας της την αγαπούσε και το έλεγε («Αυτός τουλάχιστον… κιόλας»), ενώ ο κειμενικός δείκτης «τουλάχιστον» υποδεικνύει ότι πιστεύει πως η μητέρα της δεν την αγαπούσε και ούτε το έλεγε·
- η μητέρα από την άλλη πλευρά δίνει έμφαση και σημασία μόνο στις πράξεις, γι’ αυτό και κατηγορεί την κόρη για αχαριστία εφόσον απέρριπτε τα δώρα της («Η Ρίτα βούρκωσε… αχάριστη, ε, αχάριστη»), που γι’ αυτήν αποτελούν πράξεις αγάπης.
Δύο πλάσματα πληγωμένα από το παρελθόν τους και εγκλωβισμένα σε μία αλυσίδα παρεξηγήσεων.