Σπέτσες
Ερωτήσεις ΚΕΕ Γιώργης Παυλόπουλος "Τα Αντικλείδια"
Ερωτήσεις ΚΕΕ Γιώργης Παυλόπουλος "Τα Αντικλείδια"
Ποια γνωρίσματα της ποιητικής γραφής του Γιώργη Παυλόπουλου προκύπτουν
από το συγκεκριμένο ποίημα;
Η ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου
είναι φτιαγμένη με απλά υλικά, ο ποιητής αυτός δεν επιδίδεται σε λυρικά λεκτικά
παιχνίδια, προτιμά να περάσει με τους στίχους του ένα μήνυμα, όσο απλό κι αν
είναι αυτό ή να δημιουργήσει ένα μικρό αίνιγμα για τον αναγνώστη. Ο Παυλόπουλος
είναι λιτός στη γραφή του καθώς γνωρίζει καλά πως ακόμη και με τις πιο απλές
λέξεις μπορούν δημιουργηθούν αξιόλογα ποιήματα, αρκεί το περιεχόμενο του
ποιήματος να είναι ικανό να διεγείρει τη φαντασία και τη σκέψη του αναγνώστη.
Στα Αντικλείδια ο Παυλόπουλος μας
προσφέρει τα πλέον χαρακτηριστικά στοιχεία της γραφής του, λιτότητα στην
έκφραση, φυσικότητα του ποιητικού λόγου, κυριαρχία του πεζολογικού τόνου και
μια παραστατική απόδοση της σκέψης του που επιτυγχάνεται μέσω του συμβολισμού.
Παράλληλα, ο ποιητής επιδίδεται σε μια αγαπημένη του τακτική η οποία συνίσταται
στη δημιουργία ενός αντιφατικού συνδυασμού που παγιδεύει τη σκέψη του αναγνώστη
σε μια κυκλική πορεία όπου δεν υπάρχει μια σαφής διέξοδος. Η πόρτα της ποίησης
είναι ανοιχτή, αλλά μάταια θα επιχειρήσει κανείς να τη διαβεί καθώς τελικά
είναι -και πάντοτε ήταν- κλειστή. Ο ποιητής αρέσκεται στο να προβάλλει τις
εύλογες αντιφάσεις της ζωής και της τέχνης μέσα από τέτοιους παράδοξους
συνδυασμούς. Χαρακτηριστικό ως προς αυτό το στοιχείο είναι και το υπέροχο
ποίημά του «Το παιδί και οι ληστές»:
Το παιδί και οι ληστές
Ήταν ένα παιδί και κάτω απ’ το
κρεβάτι του
πλαγιάζανε τις νύχτες δύο ληστές.
Άκουγε κάθε νύχτα τα μαχαίρια
τους
άκουγε τα σκοτεινά τους λόγια.
Κι έλεγε ο ένας να τον πάμε να
τον κάνουμε ληστή.
Κι έλεγε ο άλλος να του βγάλουμε
τα μάτια
να τον κάνουμε ζητιάνο βιολιτζή.
Κάθε νύχτα το παιδί τρελό απ’ το
φόβο του
μες από κάμαρες και σκάλες και
διαδρόμους
τους ξέφευγε για να χωθεί στην
αγκαλιά της.
Κι εκείνη το ‘παιρνε και το
χάιδευε.
το κοίμιζε πάντα με το ίδιο
παραμύθι:
Ήταν ένα παιδί και κάτω απ’ το
κρεβάτι του
πλαγιάζανε τις νύχτες δύο ληστές.
Άκουγε κάθε νύχτα τα μαχαίρια
τους
άκουγε τα σκοτεινά τους λόγια.
Κι έλεγε ο ένας να τον πάμε να
τον κάνουμε ληστή.
Κι έλεγε ο άλλος να του βγάλουμε
τα μάτια
να τον κάνουμε ζητιάνο βιολιτζή.
Κάθε νύχτα το παιδί τρελό απ’ το
φόβο του
μες από κάμαρες και σκάλες και
διαδρόμους
τους ξέφευγε για να χωθεί στην
αγκαλιά της.
Κι εκείνη το ‘παιρνε και το
χάιδευε.
το κοίμιζε πάντα με το ίδιο
παραμύθι:
Ήταν ένα παιδί και κάτω απ’ το
κρεβάτι του
πλαγιάζανε τις νύχτες δύο
ληστές...
Ο ποιητής παγιδεύει τον αναγνώστη
του σ’ έναν αέναο κύκλο όπου η αρχή συμπίπτει με το τέλος και το τέλος με την
αρχή, θέλοντας να δηλώσει την άρρηκτη σχέση μεταξύ των πραγμάτων αλλά και τη
συνύπαρξη αντιφάσεων σε κάθε κατάσταση της ζωής.
Στα Αντικλείδια γίνεται σαφής η
πρόθεση του ποιητή να προβληματίσει τον αναγνώστη επισημαίνοντας τη διττή φύση
της ποίησης, η οποία αν και είναι πάντοτε διαθέσιμη ως μέσο έκφρασης δεν είναι
ποτέ προσβάσιμη, υπό την έννοια ότι είναι δύσκολο να κατακτηθεί η τέχνη αυτή.
Πέρα πάντως από την ειδικότερη
νοηματική διάσταση του ποιήματος, μπορούμε να διακρίνουμε την ιδιαίτερη χρήση
του συμβόλου της πόρτας, στο οποίο ο ποιητής παίζει με την παράλληλη δυνατότητα
μιας πόρτας να ανοίγει και να κλείνει. Το σύμβολο αυτό βοηθά τον ποιητή να
εκφράσει την άποψή του για την ποίηση με τρόπο παραστατικό και σαφή.
Εύκολα διακρίνει κανείς στην
ποίηση του Παυλόπουλου την επίδραση του καβαφικού κόσμου, τόσο στη χρήση των
συμβόλων όσο και στην πεζολογική έκφανση του ποιητικού λόγου. Ο Παυλόπουλος
δημιουργεί, όπως και ο Καβάφης, ποίηση με πεζολογικά εκφραστικά μέσα, καθώς
σκοπός του ποιητή δεν είναι η δημιουργία λυρικών εικόνων ή η απόλαυση του
λεκτικού πλούτου και των ηχητικά καλαίσθητων συνδυασμών, σκοπός του είναι η
απόδοση ενός μηνύματος που ο ποιητής θεωρεί σημαντικό για τον αναγνώστη.
Διαβάζοντας τα Αντικλείδια έχουμε την αίσθηση πως ακούμε τον ποιητή να μας
απευθύνει το λόγο, να μας εξηγεί τις θέσεις του σχετικά με την ποίηση και να
μοιράζεται μαζί μας τους προβληματισμούς του. Το ποίημα αυτό του Παυλόπουλου
κινείται στα όρια του καθημερινού λόγο, όχι γιατί ο ποιητής δεν μπορεί να
στηρίξει μια λυρικότερη έκφραση, αλλά γιατί επιθυμεί κυρίως να ακουστεί η σκέψη
του χωρίς να καλύπτεται από περιττούς λεκτικούς ακκισμούς. Η ποίηση, άλλωστε,
όπως μας έχει διδάξει και ο Καβάφης μπορεί να γεννηθεί ακόμη και μέσα από μια
διατύπωση σχεδόν αντιποιητική. Η απλότητα άλλωστε στο λόγο του Παυλόπουλου δεν
πρέπει να εκλαμβάνεται ως απλότητα του μεταδιδόμενου μηνύματος, καθώς οι
προβληματισμοί του Παυλόπουλου συχνά προχωρούν πέρα από το προφανές και το
εύλογο, δυσκολεύοντας έτσι τις επιφανειακές προσεγγίσεις.
Ποια στοιχεία της αφήγησης διακρίνετε στο ποίημα και ποιο είναι το
πρόσωπο που «αφηγείται»;
Η ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου
είναι κυρίως αφηγηματική καθώς η συνήθης τάση του ποιητή είναι να περνά το
μήνυμά του μέσα από την οπτική γωνία ενός αφηγητή που μας διηγείται την ιστορία
του ή μια ιστορία. Τα ποιήματά του, επομένως, αποτελούν σύντομες διηγήσεις,
όπου συναντάει κανείς μια υποτυπώδη πλοκή και αρκετά ενδιαφέρουσες ανατροπές.
Τις ιστορίες του μάλιστα ο ποιητής της παρουσιάζει συνήθως υπό τη μορφή εικόνων
ή κινηματογραφικών πλάνων, φροντίζοντας να μας καθοδηγεί κάθε φορά στη
δημιουργία της κατάλληλης εικόνας, ώστε να δούμε το ξεδίπλωμα της ιστορίας όπως
ο ίδιος το έχει πλάσει στη σκέψη του. Είναι ενδιαφέρον παράλληλα το γεγονός ότι
ο Παυλόπουλος δεν επιδιώκει να μεταφέρει την ιστορία του με τη χρήση ενός
αμιγώς λυρικού λεξιλογίου, απεναντίας προτιμά τις απλές καθημερινές λέξεις,
δημιουργώντας έτσι μια αίσθηση οικειότητας στον αναγνώστη. Στα Αντικλείδια
συναντάμε στίχους όπως: «κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι», στους
οποίους κυριαρχεί η καθημερινή φράση και το ύφος είναι περισσότερο πεζολογικό
παρά ποιητικό. Σημασία, άλλωστε, για τον ποιητή έχει να περάσει το μήνυμά του
και όχι να εντυπωσιάσει τον αναγνώστη με τη λεξιλογική του εμβρίθεια και τη
δυνατότητά του να χειρίζεται τον ποιητικό λόγο. Ο Παυλόπουλος ανήκει στους
ποιητές που δε νιώθουν την ανάγκη να μεγαλουργήσουν σε λυρικό επίπεδο, καθώς
πιστεύουν ότι εκείνο που έχουν να μοιραστούν με τους αναγνώστες τους, σε
επίπεδο περιεχομένου, είναι σαφώς σημαντικότερο. Για το λόγο αυτό η ιστορία του
ποιήματος μας δίνεται με λιτό τρόπο, σχεδόν σαν να μας μιλά ο ποιητής και
επικεντρώνεται περισσότερο στην ουσία του μεταφερόμενου μηνύματος.
Στο συγκεκριμένο ποίημα η ιστορία
που μας παρουσιάζεται αναφέρεται στις προσπάθειες που γίνονται διαχρονικά από
τους ποιητές να ανοίξουν την πόρτα της ποίησης για να μπορέσουν να εισέλθουν
στον ποιητικό κόσμο που τόση μαγεία έχει να προσφέρει στους μυημένους. Οι
προσπάθειες αυτές έχουν ξεκινήσει από τότε που υπάρχει ο κόσμος μα δεν είναι
επιτυχείς καθώς η πόρτα της ποίησης είναι κλειστή.
Η ιστορία αυτή μας δίνεται από
έναν αφηγητή που έχει συνολική εποπτεία τόσο του χώρου όσο και του χρόνου των
προσπαθειών που έχουν γίνει και συνεχίζουν να γίνονται για να ανοιχτεί η πόρτα
της ποίησης. Η γνώση του αφηγητή σχετικά με την αξία της ποίησης και τις τόσες
προσπάθειες που γίνονται από τους ποιητές για να μπορέσουν να κατακτήσουν τα
μυστικά της ποιητικής τέχνης, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το πρόσωπο που
αφηγείται δεν μπορεί παρά να έχει ασχοληθεί σε μεγάλο βαθμό με την ποίηση και
πιθανότατα να είναι και ο ίδιος ένας ποιητής. Ενδεικτικό, ως προς την άμεση
σχέση του αφηγητή με την ποιητική δημιουργία, είναι το γεγονός ότι
συμπεριλαμβάνει τον εαυτό του σε αυτούς που προσπαθούν να ανοίξουν την πόρτα
της ποίησης: «Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν / από τότε που υπάρχει ο κόσμος /
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια / για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της
Ποίησης.» Ο αφηγητής μιλώντας για τις διαχρονικές προσπάθειες των ποιητών δε
λέει για να ανοίξουν την πόρτα της Ποίησης, αλλά επιλέγει να πει για να
ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης, εντάσσοντας και τον εαυτό του σε αυτούς που
επιχειρούν ή έστω ενδιαφέρονται πάρα πολύ για το άνοιγμα της σημαντικής αυτής
πόρτας. Άλλωστε ο τρόπος με τον οποίο μιλά για τις αγωνιώδεις προσπάθειες των
ποιητών να δημιουργήσουν το κατάλληλο αντικλείδι, αποκαλύπτει μια εναργέστερη
εμπλοκή με την προσπάθεια αυτή και μια ιδιαίτερη γνώση της αφοσίωσης και της
αποφασιστικότητας που χαρακτηρίζει όσους υπηρετούν την ποιητική τέχνη.
«Το ποίημα είναι αφήγηση ενός
προσώπου - δεν ενδιαφέρει νομίζω αν ταυτίζεται ή όχι με τον ποιητή∙ η αφήγηση δεν αφορά ένα
συγκεκριμένο συμβάν, αλλά μια επαναλαμβανόμενη ανά τους αιώνες διαδικασία
απόπειρας να παραβιασθεί η ανοιχτή πόρτα της ποίησης. Το πρόσωπο που αφηγείται
δεν εμφανίζεται στο ποίημα ως υποκείμενο ενός άμεσου πρώτου ρηματικού προσώπου∙ τα όσα λέγει διεκδικούν την
εγκυρότητα του αντικειμενικού, αυτού που αορίστως επαναλαμβανόμενο συμβαίνει
και που περιγράφεται στο ποίημα από ένα πρόσωπο που διαθέτει μία συνολική
εποπτεία στον χώρο - που είναι ο κόσμος -το σύμπαν- και στον χρόνο που είναι από τότε που υπάρχει ο κόσμος.» Τασούλα
Καραγεωργίου, «Τα αντικλείδια του Γιώργη Παυλόπουλου μια διδακτική δοκιμή»,
Γράμματα και Τέχνες.
Το ποίημα χαρακτηρίζεται από γλωσσική απλότητα και σαφήνεια, παρά το
«φευγαλέο» νόημά του. Ποιοι εκφραστικοί τρόποι δημιουργούν αυτή την εντύπωση;
Ο Παυλόπουλος επιλέγει τη
διαμόρφωση του ποιητικού του λόγου με τα πλέον σαφή και λιτά εκφραστικά μέσα. Η
κυριαρχία των κύριων προτάσεων, η χρήση καθημερινών εκφράσεων και παράλληλα η -σχεδόν
πλήρης- έλλειψη επιθέτων και σχημάτων λόγου προσφέρουν στην ποίηση του Παυλόπουλου
μια εκπληκτική σαφήνεια. Ο αναγνώστης έρχεται σ’ επαφή μ’ ένα λόγο πολύ κοντά
στην καθημερινή ομιλία που του επιτρέπει την άμεση πρόσληψη του μεταφερόμενου
μηνύματος, παρά το γεγονός ότι στην πραγματικότητα η προσέγγιση του ποιητικού
νοήματος προσκρούει στην αινιγματική παρουσίαση της ποίησης. Ο Παυλόπουλος
συχνά στην ποίησή του αναδεικνύει τις αντιφάσεις που ενυπάρχουν ακόμη και σε
έννοιες ή καταστάσεις που φαινομενικά δείχνουν ξεκάθαρες, ενώ παράλληλα
αρέσκεται στην παρουσίαση δραματοποιημένων ιστοριών που καταλήγουν σε μια
διλημματική ή και αινιγματική προσέγγιση.
Στα Αντικλείδια η πόρτα της
ποίησης είναι ανοιχτή μα παράλληλα απροσπέλαστη καθώς στην πραγματικότητα δεν
άνοιξε ποτέ. Ο βασικός προβληματισμός του ποιήματος, παρά το γεγονός ότι παρέχεται
στον αναγνώστη με σαφή και λιτό τρόπο, παραμένει δυσεπίλυτος, καθώς πράγματι η
πόρτα της ποίησης, δηλαδή η γνώση της ποιητικής τέχνης δεν είναι εύκολο να
κατακτηθεί, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ποίηση δεν είναι πάντοτε διαθέσιμη ως
μέσο έκφρασης για κάθε πιθανό ενδιαφερόμενο.
Η αντίφαση, άλλωστε, που
δημιουργείται στα πλαίσια της αλληγορικής παρουσίασης της Ποίησης -μια πόρτα
που μένει πάντοτε κλειστή, ενώ είναι πάντοτε ανοιχτή-, δημιουργεί την αίσθηση
πως το νόημα του ποιήματος παραμένει «φευγαλέο».
Μπορεί τελικά να βρεθεί, σύμφωνα με το ποίημα, το κλειδί για την πόρτα
της Ποίησης; Αν όχι, τότε τι εκπροσωπούν τα αντικλείδια;
Το κλειδί για την πόρτα της
ποίησης, σύμφωνα με τον Παυλόπουλο, δεν μπορεί να βρεθεί μιας και κανείς δε
γνωρίζει ποιος το έχει. Η εύρεση του κλειδιού, άλλωστε, θα σήμαινε ότι κάποιος
θα μπορούσε να κατακτήσει πλήρως την τέχνη της ποιήσεως, κάτι που προφανώς δεν
μπορεί να συμβεί. Ο Παυλόπουλος εκφράζει την άποψη ότι είναι αδύνατο να
γνωρίσει κάποιος τα μυστικά της ποιητικής τέχνης, υπό την έννοια ότι η ποίηση
είναι στην ουσία μια τέχνη που δεν μπορεί να προσδιοριστεί και δεν μπορεί να
γίνει αντιληπτή στην ολότητά της. Η ποίηση ήταν και παραμένει μια απρόσιτη
μορφή δημιουργίας, που ενώ έχει την ικανότητα να μαγεύει τους ανθρώπους με την
αρμονία της, δεν επιτρέπει εντούτοις την οριοθέτηση και την κατάκτησή της.
Το μόνο που μπορούν να κάνουν οι
επίδοξοι ποιητές είναι να δημιουργούν τις ποιητικές του απόπειρες με την ελπίδα
ότι κάποιο από τα έργα τους θα κριθεί αρκετά αξιόλογο. Τα αντικλείδια,
επομένως, αποτελούν τις προσπάθειες των ποιητών ή επίδοξων ποιητών να
προσεγγίσουν την ποίηση, ανάλογα με το πώς ο καθένας την αντιλαμβάνεται και
ανάλογα πάντα με τις δυνατότητές του. Τα αντικλείδια είναι τα ποιήματα που
έχουν κατά καιρούς γραφτεί, είναι παράλληλα οι ποιητικές προσπάθειες που δεν
απέδωσαν, είναι τελικά ο κορμός του ποιητικού έργου. Η ποίηση είναι άλλωστε
απρόσιτη, σε όποιον θεωρήσει ότι μπορεί να γνωρίσει σε βάθος τα μυστικά της,
αλλά είναι παράλληλα προσιτή σε όλους. Ο Παυλόπουλος δηλαδή παρόλο που αρνείται
τη δυνατότητα σε κάποιον να κατακτήσει απόλυτα την ποίηση, δεν αρνείται εν
γένει τη δημιουργία της ποίησης. Τα αντικλείδια είναι η προσφορά όλων των
ποιητών που έχουν κατά καιρούς ασχοληθεί με την τέχνη αυτή κι ενώ κανείς από αυτούς
δεν έφτασε στο σημείο να αποκτήσει το κλειδί, εντούτοις ο καθένας προσέφερε και
κάτι στη συλλογική γνώση της ποίησης. Ίσως η προσφορά κάθε ποιητή να ήταν μόλις
ένα ακέραιο ποίημα, ίσως πάλι να ήταν μόνο μερικοί άρτιοι στίχοι, σε κάθε
περίπτωση πάντως το ποιητικό έργο που βρίσκεται πίσω από την πόρτα της ποίησης
δημιουργήθηκε σταδιακά από όλους εκείνους που ο καθένας μόνος του απέτυχε να
ανοίξει την πόρτα, αλλά όλοι μαζί κατόρθωσαν να δώσουν ζωή σε ό,τι σήμερα εμείς
αποκαλούμε ποίηση.