Dorothy Maier
Κωστής Παλαμάς «Το πανηγύρι στα σπάρτα»
Το ποίημα που ακολουθεί είναι από
τη συλλογή Ασάλευτη Ζωή. Ανήκει σ’ έναν κύκλο ποιημάτων με το γενικό τίτλο
Γυρισμός, όπου κυριαρχεί το μοτίβο του πόνου, της αδυναμίας και της
ανικανοποίητης επιθυμίας.
Για κοίτα πέρα και μακριά τι
πανηγύρι
που πλέκουν τα χρυσά τα σπάρτα
στο λιβάδι!
Στο πανηγύρι το πανεύοσμο απ’ τα
σπάρτα
με τη γλυκιάν ανατολή
γλυκοξυπνώντας
να τρέξω βούλομαι κι εγώ στο
πανηγύρι,
θησαυριστής να κλείσω μες στην
αγκαλιά μου
σωρούς τα ξανθολούλουδα και τα
δροσάνθια,
κι όλο το θησαυρό να τόνε
σπαταλέψω
στα πόδια της αγάπης μου και της
κυράς μου.
Όμως βαθιά είναι το ξανθόσπαρτο
λιβάδι.
Κι όπως μιας πρόσχαρης ζωής
είκοσι χρόνων
κόβει το λευκοστόλισμα θανάτου
λύπη,
έτσι τον άκοπο γοργό μου κόβει
δρόμο
ατέλειωτος ανάμεσα ξεφυτρωμένος
ο κακός δρόμος μες στα βάλτα και
στα βούρλα.
Τ’ αγκαθερά φυτά ξεσκίζουνε σα
νύχια
και σαν τα ξόβεργα το χώμα
παγιδεύει
του κάμπου του κακού στα βούρλα
και στα βάλτα,
εκεί που στο φλογοβόλο το αψύ του
ήλιου
(που δρόσος μιας πνοής; που
σκέπασμα ενός δέντρου;)
σαν αστραπή αργυρή χτυπάει τα
μάτια η άρμη.
Λιγοψυχώ, λυγίζομαι,
παραστρατίζω,
κι αποκάνω και πέφτω, κι
αποκαρωμένος
νιώθω στο μέτωπο τ’ αγκάθια, και
στα χείλια
νιώθω την πίκρα της αρμύρας, και
στα χέρια
νιώθω τη γλίνα της νοτιάς, και
στα ποδάρια
νιώθω το φίλημα του βάλτου, και
στα στήθη
νιώθω το χάιδεμα του βούρλου,
νιώθω εντός μου
τη μοίρα του γυμνού και τ’
ανήμπορου κόσμου.
(Ω! πού είσαι, αγάπη και κυρά
μου;) Και σε βάθη
δειλινών πορφυρών, πλούσια
ζωγραφισμένων,
το πανηγύρι που χρυσά τα σπάρτα
πλέκουν,
το πανηγύρι το πανεύοσμο στα
σπάρτα,
με βλέπει, με καλεί, και με
προσμένει ακόμα.
σπάρτα: θάμνοι με κίτρινα
λουλούδια
βούρλα: αγκαθωτά χόρτα του βάλτου
τα ξόβεργα: παγίδες
αποκαρώνω (ομαι): πέφτω σε
λήθαργο
γλίνα: λάσπη
Ο Κωστής Παλαμάς δημιουργεί στο
ποίημα αυτό μια ενδιαφέρουσα αλληγορία σχετικά με την επιθυμία των ανθρώπων να
βιώσουν στην πληρότητά της την ευδαιμονία της ζωής και τις ποικίλες δυσκολίες
που τελικά καθιστούν ανέφικτη την πραγμάτωση αυτής της επιθυμίας. Ό,τι στο
ποίημα δίνεται ως προσωπικό βίωμα και ως προσωπική αδυναμία του ποιητή, στην
πραγματικότητα εκφράζει μια κατάσταση κοινή για πολλούς ανθρώπους.
Αναλυτικότερα:
Για κοίτα πέρα και μακριά τι
πανηγύρι
που πλέκουν τα χρυσά τα σπάρτα
στο λιβάδι!
Στο πανηγύρι το πανεύοσμο απ’ τα
σπάρτα
με τη γλυκιάν ανατολή
γλυκοξυπνώντας
να τρέξω βούλομαι κι εγώ στο
πανηγύρι,
θησαυριστής να κλείσω μες στην
αγκαλιά μου
σωρούς τα ξανθολούλουδα και τα
δροσάνθια,
κι όλο το θησαυρό να τόνε
σπαταλέψω
στα πόδια της αγάπης μου και της
κυράς μου.
Στους πρώτους εννέα στίχους ο
ποιητής παρουσιάζει με ιδιαίτερα θελκτικό τρόπο το λιβάδι με τα σπάρτα. Τα
κίτρινα λουλούδια, που στο φως του ήλιου μοιάζουν χρυσά, δημιουργούν ένα
εξαίσιο πανηγύρι χρωμάτων κι ευωδιάς. Ένα πανηγύρι που ξυπνά στον ποιητή την
επιθυμία να βρεθεί κι εκείνος κοντά στα σπάρτα και να μαζέψει στην αγκαλιά του
σωρούς απ’ τα όμορφα αυτά λουλούδια. Μάλιστα, τα λουλούδια θέλει να τα απλώσει
μπροστά στα πόδια της αγαπημένης του, αποκαλύπτοντας έτσι ένα σημαντικό κίνητρο
για την επιθυμία του.
Στα πλαίσια της αλληγορίας το
πανέμορφο λιβάδι με τα σπάρτα συμβολίζει το κάλλος και τον ευδαιμονισμό της
ζωής. Το πανηγύρι των λουλουδιών, που τόσο θέλει να γευτεί από κοντά ο ποιητής,
δεν είναι άλλο από το πανηγύρι της ζωής. Η επιθυμία, δηλαδή, του ποιητή δεν
είναι παρά η επιθυμία κάθε ανθρώπου να αφεθεί στο γλυκό κάλεσμα της ζωής και να
βιώσει τη χαρά, την ξεγνοιασιά και τις ποικίλες απολαύσεις που έχει να προσφέρει
η ζωή.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το
γεγονός πως απ’ τον πρώτο κιόλας στίχο ο ποιητής δηλώνει πως το πανηγύρι αυτό
των όμορφων λουλουδιών γίνεται «πέρα και μακριά» από εκεί που βρίσκεται ο
ίδιος. Στοιχείο που υποδηλώνει πως ο ποιητής είναι ήδη εγκλωβισμένος σε μια
σειρά υποχρεώσεων που τον κρατούν μακριά από τη γαλήνη και την ανέφελη απόλαυση
της ζωής.
Αξίζει να σημειωθεί πως ο
Παλαμάς, όντας ένας άνθρωπος των γραμμάτων και της μελέτης, που έχει στερηθεί
την επαφή με τη φύση, επιλέγει να παρουσιάσει την ομορφιά της ζωής, μέσα από
μια εικόνα του φυσικού περιβάλλοντος.
Σε μια δεύτερη ανάγνωση πάντως,
θα μπορούσαμε να διακρίνουμε πίσω απ’ το θελκτικό πανηγύρι στο λιβάδι με τα
σπάρτα, τις κάθε είδους επιθυμίες κι επιδιώξεις των ανθρώπων. Θα μπορούσαμε,
δηλαδή, να περιορίσουμε το συμβολισμό του πανηγυριού σε μερικότερες επιθυμίες
των ανθρώπων και όχι απαραίτητα στην ευρύτερη επιθυμία για την πλήρη βίωση της
ζωής.
Με το ρήμα «κοίτα», σε β΄
πρόσωπο, ο ποιητής δημιουργεί την αίσθηση πως απευθύνει την πρόσκληση προς
κάποιο πρόσωπο -ίσως και στον αναγνώστη-, προσδίδοντας ζωντάνια και
παραστατικότητα στο περιεχόμενο του ποιήματος. Ενώ, με τη χρήση των ρημάτων σε
α΄ πρόσωπο, προσδίδει στα περιγραφόμενα γεγονότα την αλήθεια ενός προσωπικού
βιώματος.
Όμως βαθιά είναι το ξανθόσπαρτο
λιβάδι.
Κι όπως μιας πρόσχαρης ζωής είκοσι
χρόνων
κόβει το λευκοστόλισμα θανάτου
λύπη,
έτσι τον άκοπο γοργό μου κόβει
δρόμο
ατέλειωτος ανάμεσα ξεφυτρωμένος
ο κακός δρόμος μες στα βάλτα και
στα βούρλα.
Με τον αντιθετικό σύνδεσμο «όμως»
στον δέκατο στίχο, ο ποιητής παρουσιάζει τις δυσκολίες που συναντά καθώς ξεκινά
για να βρεθεί στο λιβάδι με τα σπάρτα. Το λιβάδι βρίσκεται πολύ μακριά κι όπως
απροσδόκητα ο χαμός ενός αγαπημένου προσώπου διακόπτει τη χαρά ενός νέου
ανθρώπου (τα λευκά ρούχα αντικαθίσταται από σκούρα και πένθιμα), έτσι χωρίς να
το περιμένει ο ποιητής βρίσκεται αντιμέτωπος μ’ έναν δύσβατο, μακρύ δρόμο, γεμάτο
βάλτους και αγκαθωτά χόρτα, χάνοντας γρήγορα τον αρχικό του ενθουσιασμό.
Η συσχέτιση της αλληγορικής αυτής
εικόνας με την πραγματικότητα είναι εύλογη, μιας και πολύ συχνά οι άνθρωποι
διαπιστώνουν πως η επιθυμία τους να χαρούν ανεμπόδιστα την ευτυχία της ζωής,
δεν είναι εύκολο να πραγματοποιηθεί. Υπάρχουν συχνά πολλές δυσκολίες και
προβλήματα που τους κρατούν δέσμιους σε μια ζωή γεμάτη υποχρεώσεις,
απογοητεύσεις και πόνο.
Έτσι, ενώ το λιβάδι με τα σπάρτα
αποτελεί ένα γοητευτικό κάλεσμα της φύσης κι ο ποιητής θεωρούσε πως εύκολα θα
μπορούσε να φτάσει εκεί, συνειδητοποιεί τελικά πως ο δρόμος που πρέπει να
διανύσει είναι ανέλπιστα μεγάλος και δύσκολος.
Τ’ αγκαθερά φυτά ξεσκίζουνε σα
νύχια
και σαν τα ξόβεργα το χώμα
παγιδεύει
του κάμπου του κακού στα βούρλα
και στα βάλτα,
εκεί που στο φλογοβόλο το αψύ του
ήλιου
(που δρόσος μιας πνοής; που
σκέπασμα ενός δέντρου;)
σαν αστραπή αργυρή χτυπάει τα
μάτια η άρμη.
Οι πολλαπλές δυσκολίες που
προκύπτουν στους ανθρώπους και τους στερούν τελικά τη δυνατότητα να χαρούν τις
απολαύσεις της ζωής δίνονται με εξαιρετικά παραστατικό τρόπο απ’ τον ποιητή,
καθώς παρουσιάζει το δύσβατο δρόμο που επιχειρεί να διαβεί.
Τα αγκάθια των φυτών ξεσκίζουν το
σώμα του σα νύχια και το χώμα τον παγιδεύει σαν ξόβεργα (παγίδα που φτιάχνεται
για την παγίδευση μικρών πουλιών, βάζοντας κολλώδη ουσία πάνω σε μια βέργα). Ο
δρόμος που προσπαθεί να περάσει ο ποιητής είναι βαλτώδης, με βούρλα ολόγυρα
(φυτά που μεγαλώνουν κοντά σε ποτάμια ή και βάλτους).
Παράλληλα, ο ήλιος, που δεν
εμποδίζεται από κάποιο ψηλό δέντρο, φλέγει τον τόπο και βασανίζει τον ποιητή,
που νιώθει στα μάτια του την αλμυρή αίσθηση του ιδρώτα. Ο ποιητής καθώς περπατά
κάτω απ’ το αδιάκοπο και καυτό χτύπημα του ήλιου, σκέφτεται πως δεν υπάρχει
ούτε ένα ελάχιστο αεράκι, για να τον δροσίσει, αλλά ούτε κι η σκιά ενός δέντρου,
για να γλιτώσει απ’ τις ακτίνες του ήλιου. Οι αντίστοιχες ερωτήσεις που
τίθενται στην παρένθεση, αποτυπώνουν ουσιαστικά τις σκέψεις του ποιητή και
προσδίδουν στο ποίημα μια πιο εσωτερική διάσταση, δημιουργώντας την αίσθηση πως
συντίθεται συγχρονικά με τη βίωση των δυσκολιών που καταγράφει.
Λιγοψυχώ, λυγίζομαι,
παραστρατίζω,
κι αποκάνω και πέφτω, κι
αποκαρωμένος
νιώθω στο μέτωπο τ’ αγκάθια, και
στα χείλια
νιώθω την πίκρα της αρμύρας, και
στα χέρια
νιώθω τη γλίνα της νοτιάς, και
στα ποδάρια
νιώθω το φίλημα του βάλτου, και
στα στήθη
νιώθω το χάιδεμα του βούρλου,
νιώθω εντός μου
τη μοίρα του γυμνού και τ’
ανήμπορου κόσμου.
Το περπάτημα στον βαλτώδη δρόμο
κάτω απ’ τον ανελέητο ήλιο εξουθενώνει τον ποιητή, ο οποίος νιώθει τις δυνάμεις
του να τον εγκαταλείπουν, χάνει τον προσανατολισμό του και τελικά πέφτει κάτω
εξαντλημένος. Η ένταση της ψυχικής και σωματικής εξάντλησης του ποιητικού
υποκειμένου δίνεται αρχικά με ασύνδετο σχήμα (λιγοψυχώ, λυγίζομαι,
παραστρατίζω) και κατόπιν με πολυσύνδετο (κι αποκάνω και πέφτω, κι
αποκαρωμένος), αποδίδοντας με παραστατικό τρόπο την ραγδαία απώλεια της δύναμής
του και την πτώση του.
Ο ποιητής καταγράφει το τι
αισθάνεται σωματικά, αλλά και συναισθηματικά από τη στιγμή που θα πέσει στο
βαλτώδες χώμα, χρησιμοποιώντας έξι φορές το ρήμα νιώθω (επαναφορά). Δίνει έτσι
με ιδιαίτερη έμφαση την εικόνα της πτώσης του, η οποία έρχεται σε πλήρη αντίθεση
με την εικόνα της ομορφιάς του λιβαδιού που θέλησε να γνωρίσει από κοντά. Με
αυτό τον τρόπο γίνεται σαφέστερη η απογοήτευση του ποιητή, καθώς συνειδητοποιεί
πως αντί να βρεθεί στα χρυσά σπάρτα, κατέληξε πεσμένος στο βάλτο, χωρίς τη
δύναμη να συνεχίσει πια το δρόμο του.
Ο ποιητής, λοιπόν, νιώθει στο
πρόσωπό του τα αγκάθια, στα χείλη του την πίκρα της αρμύρας (είτε απ’ το
κάθιδρο μέτωπό του είτε απ’ τα δάκρυά του), στα χέρια του τη λάσπη, στα πόδια
του την επαφή με τον βάλτο, που υποχωρεί υπό το βάρος τους, και στο στήθος του
το άγγιγμα των βούρλων. Το σημαντικότερο είναι, όμως, πως μέσα του αισθάνεται
την τραγική μοίρα του γυμνού και ανήμπορού κόσμου, υπό την έννοια πως βιώνει
πια την απογοήτευση όλων εκείνων των ανθρώπων που δεν έχουν τη δύναμη να αντιμετωπίσουν
τις δυσκολίες της ζωής και καταρρέουν σωματικά και ψυχικά. Ο στίχος αυτός έχει
ιδιαίτερη νοηματική βαρύτητα, μιας και αποτυπώνει την οδύνη πολλών ανθρώπων που
αντί να βιώνουν την ευδαιμονία της ζωής, γνωρίζουν μόνο τους πόνους και τις
ανυπέρβλητες δυσκολίες. Άνθρωποι κάθε ηλικίας, που δεν έχουν ούτε την ψυχική
δύναμη, αλλά ούτε και τα υλικά μέσα, για να ξεπεράσουν τα εμπόδια που τους
παρουσιάζονται, φτάνοντας στην πλήρη παραίτηση και απελπισία.
(Ω! πού είσαι, αγάπη και κυρά
μου;) Και σε βάθη
δειλινών πορφυρών, πλούσια
ζωγραφισμένων,
το πανηγύρι που χρυσά τα σπάρτα
πλέκουν,
το πανηγύρι το πανεύοσμο στα
σπάρτα,
με βλέπει, με καλεί, και με
προσμένει ακόμα.
Η πορεία του ποιητή, που ξεκίνησε
«με τη γλυκιάν ανατολή» για να βρεθεί στα χρυσά σπάρτα και να μαζέψει άφθονα
απ’ αυτά, ώστε να τα προσφέρει στην αγαπημένη του, διακόπηκε απροσδόκητα υπό
την πίεση των πολλαπλών δυσκολιών που συνάντησε μπροστά του. Έτσι, πεσμένος στο
χώμα, πάνω στα βούρλα, σκέφτεται πως όχι μόνο δεν κατόρθωσε να φτάσει στα σπάρτα,
αλλά και πως απομακρύνθηκε απ’ την αγαπημένη του που τώρα τη νοσταλγεί και τη
χρειάζεται κοντά του.
Κι ενώ η μέρα έχει πια περάσει,
το πανηγύρι στο λιβάδι με τα χρυσά σπάρτα, συνεχίζεται ακόμη. Στο βάθος τ’
ουρανού, που χρωματίζεται με τα πορφυρά χρώματα του δειλινού, το
προσωποποιημένο πανεύοσμο πανηγύρι βλέπει, καλεί και προσμένει ακόμη τον
ποιητή, έστω κι αν εκείνος δεν έχει πια τη δύναμη και το κουράγιο να συνεχίσει
την προσπάθειά του.
Η διαπίστωση πως η ομορφιά της
ζωής και η υπόσχεση μιας πλέριας ευτυχίας, συνεχίζει να υπάρχει, ακόμη κι όταν
ο ποιητής έχει πια καταρρεύσει σωματικά και συναισθηματικά, καθιστά ακόμη πιο
πικρή την αποτυχία της προσπάθειάς του. Παρόλο που ο ποιητής (και ο κάθε
άνθρωπος γενικότερα) ενδέχεται να λυγίσει υπό το βάρος των δυσκολιών που
αντιμετωπίζει, δε σημαίνει πως η ζωή παύει να είναι ένα διαρκές κάλεσμα
ευτυχίας. Σημαίνει, όμως, πως οι άνθρωποι οφείλουν να συνεχίσουν τη δύσκολη
πορεία τους, εγκλωβισμένοι στις υποχρεώσεις και τα προβλήματα, γνωρίζοντας πως
δεν έχουν τη δυνατότητα να ζήσουν τη ζωή όπως θα έπρεπε, ως ένα πανηγύρι
ευδαιμονισμού και απόλαυσης.
Το κλείσιμο του ποιήματος πάντως
είναι αμφίσημο καθώς μπορεί είτε να εκληφθεί ως κάλεσμα προς τον ποιητή για μια
νέα προσπάθεια να φτάσει στα χρυσά σπάρτα είτε ως η πικρή επίγνωση πως παρά τη
δική του αποτυχία η ζωή συνεχίζει να προσφέρει απλόχερα ευτυχία σ’ εκείνους που
έχουν τη δυνατότητα και τη δύναμη να τη διεκδικήσουν.