Ερμηνευτική Προσέγγιση Στο Ποίημα Του Κ. Π. Καβάφη, «Καισαρίων», Νεοελληνική Λογοτεχνία, Γ΄ Λυκείου, Θεωρητικής Κατεύθυνσης
“Πώς γεννιέται ένα ποίημα; - Κων/νος Kαβάφης, Καισαρίων”
Στον “Καισαρίωνα” η ποίηση δρα επανορθωτικά αποκαθιστώντας την αδικία της ιστορίας εις βάρος του μικρού Καισαρίωνα. Η πρώτη πράξη του δράματος που ερήμην του νεαρού ήρωα του ποιήματος έχει παίξει η ιστορία, έχει βρει την ποιητική της έκφραση στο ποίημα του Καβάφη “Αλεξανδρινοί βασιλείς” (βλ. Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Β΄ Λυκείου), όπου παρακολουθούμε μέσα στα μεθυστικά αρώματα των υακίνθων την αναγόρευση του δεκατριάχρονου τότε Καισαρίωνα, πρεσβύτερου γιου της Κλεοπάτρας, σε Καίσαρα. Το γεγονός ως ύλη αντλείται από το Βίο του Αντωνίου του Πλουτάρχου και ιστορικά τοποθετείται το 34 π.Χ. Όταν τέσσερα χρόνια αργότερα (30 π.Χ.), οι ρωμαϊκές λεγεώνες εισβάλλουν στην Αλεξάνδρεια, ο Καισαρίων, δεκαεφτά περίπου ετών, κοσμεί πρώτα τον θρίαμβο του Οκτάβιου και στη συνέχεια θανατώνεται, όταν οι σύμβουλοι του αυτοκράτορα –οι φαύλοι του ποιήματος- του ψιθυρίζουν πως ουκ αγαθόν πολυκαισαρίη, παραλλάσσοντας το ομηρικό ουκ αγαθόν πολυκοιρανίη (=δεν είναι καλό πράγμα η πολυαρχία). Ο Καισαρίων, δηλαδή, θανατώνεται σε ηλικία ίδια με εκείνη του ανώνυμου νέου, του οποίου παρακολουθούμε το μαρτυρικό θάνατο στο ποίημα “27 Ιουνίου 1906, 2μ.μ.”(βλ. Κ.Ν.Λ., Γ΄ Γυμνασίου). Και στα δύο ποιήματα η ποίηση απονέμει το εύσημα της μνήμης στην τραγικά αγνοημένη από την ιστορία παιδική αθωότητα.
Θα άξιζε να σταθούμε στον ωραίο τίτλο: μια ονομαστική χωρίς άρθρο για να λειτουργεί και ως κλητική, ως κάλεσμα δηλαδή και ως ανακάλημα του νεαρού Καισαρίωνος από το σκοτεινό χώρο της ιστορικής λήθης, στον κόσμο της ποίησης ένθα πάσα λύπη απέδρα. Παράλληλα το ίδιο το όνομα του Καισαρίωνα (ο μικρός Καίσαρας) είναι από μόνο του ένα σχόλιο που υπογραμμίζει την τραγικότητα του ήρωά του· ο Καβάφης παίρνει το σχόλιο έτοιμο από την ιστορία και το αξιοποιεί ποιητικά. (Το έχει ήδη κάνει στους Αλεξανδρινούς βασιλείς: αυτόν τον είπαν πιότερο απ’ τους μικρούς αυτόν τον είπαν βασιλέα των βασιλέων)
Στον “Καισαρίωνα” παρατηρούμε την ποιητική αυτονόμηση του τελευταίου ημίσεος του ποιήματος, ήδη με την πρώτη ανάγνωσή του. Στους πρώτους 14 στίχους έχουμε μία συνειδητή επιλογή ενός ύφους πεζολογικού απόλυτα εναρμονισμένου στην κατάσταση του ποιητικού υποκειμένου, που δεν είναι άλλο από τον ίδιο τον ποιητή, ο οποίος μας μεταφέρει στην ανία του παρόντος του: εν μέρει για να εξακριβώσω μια εποχή: (“Εγώ είμαι ποιητής ιστορικός” έχει δηλώσει ο Καβάφης) ο σκοπός λοιπόν εδώ υπηρετείται από τον ιστορικό και είναι η διακρίβωση ενός ιστορικού στοιχείου, ως ιστορικός καταγράφει με ακρίβεια ακόμα και την προσωπική του διάθεση, δηλώνοντας πως ίσως η ενασχόληση αυτή με τις ιστορικές επιγραφές να είναι και ένα άλλοθι για τον ποιητή που πλήττει: (“εν μέρει και την ώρα να περάσω”).
“Τη νύχτα χθες”: το χθες τόσο εύστοχο διατηρεί νωπό και εις το διηνεκές μεταδόσιμο στον αναγνώστη ένα ανεπανάληπτο βίωμα ποιητικό, ταυτοχρόνως όμως είναι απολύτως συνεπές προς τις επιταγές μιας ιστορικής αφήγησης, στις οποίες οφείλει να υποτάσσεται και ο ίδιος ο αφηγητής (“πήρα μία συλλογή επιγραφών των Πτολεμαίων να διαβάσω”): ένα βιβλίο με επιγραφές, δηλαδή με σήματα ιστορικά, με συνοπτικούς,
δηλαδή, απολογισμούς της αξίας των βασιλέων –εν προκειμένω της δυναστείας των Πτολεμαίων–, της τελευταίας προ της οριστικής επικράτησης των ρωμαϊκών λεγεώνων στην Αλεξάνδρεια. Ο απολογισμός όμως είναι μία σειρά από επίθετα ανιαρά επαναλαμβανόμενα: “ένδοξοι, κραταιοί, αγαθοεργοί, καθ’ επιχείρησίς των σοφοτάτη. Αν πεις για τες γυναίκες της γενιάς κι αυτές... θαυμαστές”. Το ειρωνικό σχόλιο που λανθάνει και υπονομεύει τους βασιλείς, είναι του ιστορικού που δεν ικανοποιείται από μια τέτοια παράθεση αλυσιδωτή ηχηρών κολακειών και επαίνων: “θ’ άφινα το βιβλίο αν μια μνεία μικρή κι ασήμαντη δεν είλκυε την προσοχή μου αμέσως”. Το μικρό και το ασήμαντο ελκύει όχι πλέον τον ιστορικό, αλλά τον ποιητή. Με τους ήχους από τις διάσπαρτες ομοιοκαταληξίες που συντελούν μάλλον σε μια συνειδητά επιλεγμένη ηχητική παραφωνία, με τις επιτακτικές της ανίας επαναλήψεις, με τις πεζολογικές εκφράσεις κλείνει το πρώτο μέρος του ποιήματος.
Στο δεύτερο μέρος εισβάλλει η ποίηση αναπάντεχα (Α, να ήρθες συ με την αόριστη γοητεία σου) κομίζοντας τα μαγικά της φάρμακα αυτά για τα οποία εκλιπαρεί ο ποιητής στη “Μελαγχολία του ποιητού Ιάσονος Κλεάνδρου”, για να αποκαταστήσει την αδικία της ιστορίας, για να κομίσει τη δική της δικαιοσύνη, για να αποδώσει μνήμη εκεί που υπάρχει λήθη, για να διαγράψει τα χαρακτηριστικά του κάλλους εκεί όπου είναι σβησμένα τα πρόσωπα, για να μετατρέψει το παρελθόν σε διηνεκές παρόν, για να μιλήσει σε δεύτερο πρόσωπο, και για να νικήσει τέλος τον ίδιο το θάνατο σώζοντας την καίρια στιγμή το μικρό Καισαρίωνα από τα χέρια των φαύλων που ψιθύριζαν το πολυκαισαρίη. Ο διασυρμένος Καισαρίων ένα παιδί-άθυρμα μιας ιστορικής συγκυρίας, ένας τραγικός πρωταγωνιστής ενός δράματος που παίζεται ερήμην του, δεν ανασύρεται απλώς από τη λήθη. Για χάρη του ο ποιητής διακόπτει την ιστορική ροή, τον ανασύρει ως από μηχανής θεός από το χώρο της ιστορίας και τον οδηγεί στην κάμαρή του για να μας τον παραδώσει για πάντα “ωραίο κ’ αισθηματικό”, μόνιμο ένοικο του ποιητικού του κόσμου.
Από τα 256 σωζόμενα ποιήματα του Καβάφη τα 100 περίπου είναι ποιήματα που κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο έχουν ως θέμα τους την ίδια την ποίηση· ανάμεσά τους εξέχουσα θέση κατέχει ο Καισαρίων όχι μόνον επειδή στο ποίημα αυτό η ποίηση δρα επανορθωτικά έναντι των αδικιών της ιστορίας, αλλά επειδή είναι ένα λαμπρό επιχείρημα υπέρ της ίδιας της ποίησης που μαγικά νικά τη φθορά και το θάνατο επιτυγχάνοντας μέσα στον χώρο της μία κάθαρση που στην περίπτωσή μας είναι διπλή: σώζει τον Καισαρίωνα από το βέβαιο τέλος, αλλά και τον ποιητή από τους μικρούς καθημερινούς θανάτους, που συνεπάγεται η συνάντηση με την ασχήμια του καθημερινού βίου. Στο “Εκόμισα εις την Τέχνην” ο Καβάφης δηλώνει για τη ποίηση: “ξέρει να σχηματίζει μορφήν της καλλονής, σχεδόν ανεπαισθήτως τον βίον συμπληρούσα”. Συμπληρώνει λοιπόν τον βίον η ποίηση και γι’ αυτό ο Καβάφης δεν επιλέγει να δημοσιεύσει μόνο το δεύτερο μέρος του ποιήματος –εκείνο που αυτονομείται ποιητικά– ακριβώς για να δείξει εύγλωττα πως η ποίηση ανθεί πάνω στο άνυδρο έδαφος της πραγματικότητας για να την υπερβεί σε όλα τα επίπεδα: και στο επίπεδο της ιστορίας και στο επίπεδο του ανιαρού καθημερινού βίου και στο επίπεδο του υπαρξιακού άγχους που γεννά η γνώση της φθοράς και του θανάτου.
Στον “Καισαρίωνα” πραγματώνεται το “εν φαντασία και λόγω” της καβαφικής “Μελαγχολίας”. Με αυτά τα δύο εφόδια (ας προσέξουμε το “πιο ελεύθερα σ’ έπλασα μες στο νου μου”, αλλά και το “τόσο πλήρως σε φαντάσθηκα”), τη δύναμη δηλαδή τη μαγική της φαντασίας που συλλαμβάνει και με το λόγο που πραγματοποιεί τη σύλληψη, όταν σβήνει η λάμπα στην κάμαρα του ποιητή, όταν καταργούνται, δηλαδή οι γέφυρες με το πραγματικό, τότε εισβάλλει το άλλο φως, αυτό που επιτρέπει και σε μας μαζί με τον ποιητή να γίνουμε κοινωνοί της μοναδικής εμπειρίας να βλέπουμε και μέσα στο σκοτάδι. Εξάλλου, γι’ αυτό το άλλο φως δεν είναι που επιδιώκουμε την επικοινωνία των παιδιών με την ποίηση;
Πηγή: Οδηγίες για τη διδασκαλία των φιλολογικών μαθημάτων στο Ενιαίο Λύκειο (ΟΕΔΒ)
“Πώς γεννιέται ένα ποίημα; - Κων/νος Kαβάφης, Καισαρίων”
Στον “Καισαρίωνα” η ποίηση δρα επανορθωτικά αποκαθιστώντας την αδικία της ιστορίας εις βάρος του μικρού Καισαρίωνα. Η πρώτη πράξη του δράματος που ερήμην του νεαρού ήρωα του ποιήματος έχει παίξει η ιστορία, έχει βρει την ποιητική της έκφραση στο ποίημα του Καβάφη “Αλεξανδρινοί βασιλείς” (βλ. Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Β΄ Λυκείου), όπου παρακολουθούμε μέσα στα μεθυστικά αρώματα των υακίνθων την αναγόρευση του δεκατριάχρονου τότε Καισαρίωνα, πρεσβύτερου γιου της Κλεοπάτρας, σε Καίσαρα. Το γεγονός ως ύλη αντλείται από το Βίο του Αντωνίου του Πλουτάρχου και ιστορικά τοποθετείται το 34 π.Χ. Όταν τέσσερα χρόνια αργότερα (30 π.Χ.), οι ρωμαϊκές λεγεώνες εισβάλλουν στην Αλεξάνδρεια, ο Καισαρίων, δεκαεφτά περίπου ετών, κοσμεί πρώτα τον θρίαμβο του Οκτάβιου και στη συνέχεια θανατώνεται, όταν οι σύμβουλοι του αυτοκράτορα –οι φαύλοι του ποιήματος- του ψιθυρίζουν πως ουκ αγαθόν πολυκαισαρίη, παραλλάσσοντας το ομηρικό ουκ αγαθόν πολυκοιρανίη (=δεν είναι καλό πράγμα η πολυαρχία). Ο Καισαρίων, δηλαδή, θανατώνεται σε ηλικία ίδια με εκείνη του ανώνυμου νέου, του οποίου παρακολουθούμε το μαρτυρικό θάνατο στο ποίημα “27 Ιουνίου 1906, 2μ.μ.”(βλ. Κ.Ν.Λ., Γ΄ Γυμνασίου). Και στα δύο ποιήματα η ποίηση απονέμει το εύσημα της μνήμης στην τραγικά αγνοημένη από την ιστορία παιδική αθωότητα.
Θα άξιζε να σταθούμε στον ωραίο τίτλο: μια ονομαστική χωρίς άρθρο για να λειτουργεί και ως κλητική, ως κάλεσμα δηλαδή και ως ανακάλημα του νεαρού Καισαρίωνος από το σκοτεινό χώρο της ιστορικής λήθης, στον κόσμο της ποίησης ένθα πάσα λύπη απέδρα. Παράλληλα το ίδιο το όνομα του Καισαρίωνα (ο μικρός Καίσαρας) είναι από μόνο του ένα σχόλιο που υπογραμμίζει την τραγικότητα του ήρωά του· ο Καβάφης παίρνει το σχόλιο έτοιμο από την ιστορία και το αξιοποιεί ποιητικά. (Το έχει ήδη κάνει στους Αλεξανδρινούς βασιλείς: αυτόν τον είπαν πιότερο απ’ τους μικρούς αυτόν τον είπαν βασιλέα των βασιλέων)
Στον “Καισαρίωνα” παρατηρούμε την ποιητική αυτονόμηση του τελευταίου ημίσεος του ποιήματος, ήδη με την πρώτη ανάγνωσή του. Στους πρώτους 14 στίχους έχουμε μία συνειδητή επιλογή ενός ύφους πεζολογικού απόλυτα εναρμονισμένου στην κατάσταση του ποιητικού υποκειμένου, που δεν είναι άλλο από τον ίδιο τον ποιητή, ο οποίος μας μεταφέρει στην ανία του παρόντος του: εν μέρει για να εξακριβώσω μια εποχή: (“Εγώ είμαι ποιητής ιστορικός” έχει δηλώσει ο Καβάφης) ο σκοπός λοιπόν εδώ υπηρετείται από τον ιστορικό και είναι η διακρίβωση ενός ιστορικού στοιχείου, ως ιστορικός καταγράφει με ακρίβεια ακόμα και την προσωπική του διάθεση, δηλώνοντας πως ίσως η ενασχόληση αυτή με τις ιστορικές επιγραφές να είναι και ένα άλλοθι για τον ποιητή που πλήττει: (“εν μέρει και την ώρα να περάσω”).
“Τη νύχτα χθες”: το χθες τόσο εύστοχο διατηρεί νωπό και εις το διηνεκές μεταδόσιμο στον αναγνώστη ένα ανεπανάληπτο βίωμα ποιητικό, ταυτοχρόνως όμως είναι απολύτως συνεπές προς τις επιταγές μιας ιστορικής αφήγησης, στις οποίες οφείλει να υποτάσσεται και ο ίδιος ο αφηγητής (“πήρα μία συλλογή επιγραφών των Πτολεμαίων να διαβάσω”): ένα βιβλίο με επιγραφές, δηλαδή με σήματα ιστορικά, με συνοπτικούς,
δηλαδή, απολογισμούς της αξίας των βασιλέων –εν προκειμένω της δυναστείας των Πτολεμαίων–, της τελευταίας προ της οριστικής επικράτησης των ρωμαϊκών λεγεώνων στην Αλεξάνδρεια. Ο απολογισμός όμως είναι μία σειρά από επίθετα ανιαρά επαναλαμβανόμενα: “ένδοξοι, κραταιοί, αγαθοεργοί, καθ’ επιχείρησίς των σοφοτάτη. Αν πεις για τες γυναίκες της γενιάς κι αυτές... θαυμαστές”. Το ειρωνικό σχόλιο που λανθάνει και υπονομεύει τους βασιλείς, είναι του ιστορικού που δεν ικανοποιείται από μια τέτοια παράθεση αλυσιδωτή ηχηρών κολακειών και επαίνων: “θ’ άφινα το βιβλίο αν μια μνεία μικρή κι ασήμαντη δεν είλκυε την προσοχή μου αμέσως”. Το μικρό και το ασήμαντο ελκύει όχι πλέον τον ιστορικό, αλλά τον ποιητή. Με τους ήχους από τις διάσπαρτες ομοιοκαταληξίες που συντελούν μάλλον σε μια συνειδητά επιλεγμένη ηχητική παραφωνία, με τις επιτακτικές της ανίας επαναλήψεις, με τις πεζολογικές εκφράσεις κλείνει το πρώτο μέρος του ποιήματος.
Στο δεύτερο μέρος εισβάλλει η ποίηση αναπάντεχα (Α, να ήρθες συ με την αόριστη γοητεία σου) κομίζοντας τα μαγικά της φάρμακα αυτά για τα οποία εκλιπαρεί ο ποιητής στη “Μελαγχολία του ποιητού Ιάσονος Κλεάνδρου”, για να αποκαταστήσει την αδικία της ιστορίας, για να κομίσει τη δική της δικαιοσύνη, για να αποδώσει μνήμη εκεί που υπάρχει λήθη, για να διαγράψει τα χαρακτηριστικά του κάλλους εκεί όπου είναι σβησμένα τα πρόσωπα, για να μετατρέψει το παρελθόν σε διηνεκές παρόν, για να μιλήσει σε δεύτερο πρόσωπο, και για να νικήσει τέλος τον ίδιο το θάνατο σώζοντας την καίρια στιγμή το μικρό Καισαρίωνα από τα χέρια των φαύλων που ψιθύριζαν το πολυκαισαρίη. Ο διασυρμένος Καισαρίων ένα παιδί-άθυρμα μιας ιστορικής συγκυρίας, ένας τραγικός πρωταγωνιστής ενός δράματος που παίζεται ερήμην του, δεν ανασύρεται απλώς από τη λήθη. Για χάρη του ο ποιητής διακόπτει την ιστορική ροή, τον ανασύρει ως από μηχανής θεός από το χώρο της ιστορίας και τον οδηγεί στην κάμαρή του για να μας τον παραδώσει για πάντα “ωραίο κ’ αισθηματικό”, μόνιμο ένοικο του ποιητικού του κόσμου.
Από τα 256 σωζόμενα ποιήματα του Καβάφη τα 100 περίπου είναι ποιήματα που κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο έχουν ως θέμα τους την ίδια την ποίηση· ανάμεσά τους εξέχουσα θέση κατέχει ο Καισαρίων όχι μόνον επειδή στο ποίημα αυτό η ποίηση δρα επανορθωτικά έναντι των αδικιών της ιστορίας, αλλά επειδή είναι ένα λαμπρό επιχείρημα υπέρ της ίδιας της ποίησης που μαγικά νικά τη φθορά και το θάνατο επιτυγχάνοντας μέσα στον χώρο της μία κάθαρση που στην περίπτωσή μας είναι διπλή: σώζει τον Καισαρίωνα από το βέβαιο τέλος, αλλά και τον ποιητή από τους μικρούς καθημερινούς θανάτους, που συνεπάγεται η συνάντηση με την ασχήμια του καθημερινού βίου. Στο “Εκόμισα εις την Τέχνην” ο Καβάφης δηλώνει για τη ποίηση: “ξέρει να σχηματίζει μορφήν της καλλονής, σχεδόν ανεπαισθήτως τον βίον συμπληρούσα”. Συμπληρώνει λοιπόν τον βίον η ποίηση και γι’ αυτό ο Καβάφης δεν επιλέγει να δημοσιεύσει μόνο το δεύτερο μέρος του ποιήματος –εκείνο που αυτονομείται ποιητικά– ακριβώς για να δείξει εύγλωττα πως η ποίηση ανθεί πάνω στο άνυδρο έδαφος της πραγματικότητας για να την υπερβεί σε όλα τα επίπεδα: και στο επίπεδο της ιστορίας και στο επίπεδο του ανιαρού καθημερινού βίου και στο επίπεδο του υπαρξιακού άγχους που γεννά η γνώση της φθοράς και του θανάτου.
Στον “Καισαρίωνα” πραγματώνεται το “εν φαντασία και λόγω” της καβαφικής “Μελαγχολίας”. Με αυτά τα δύο εφόδια (ας προσέξουμε το “πιο ελεύθερα σ’ έπλασα μες στο νου μου”, αλλά και το “τόσο πλήρως σε φαντάσθηκα”), τη δύναμη δηλαδή τη μαγική της φαντασίας που συλλαμβάνει και με το λόγο που πραγματοποιεί τη σύλληψη, όταν σβήνει η λάμπα στην κάμαρα του ποιητή, όταν καταργούνται, δηλαδή οι γέφυρες με το πραγματικό, τότε εισβάλλει το άλλο φως, αυτό που επιτρέπει και σε μας μαζί με τον ποιητή να γίνουμε κοινωνοί της μοναδικής εμπειρίας να βλέπουμε και μέσα στο σκοτάδι. Εξάλλου, γι’ αυτό το άλλο φως δεν είναι που επιδιώκουμε την επικοινωνία των παιδιών με την ποίηση;
Πηγή: Οδηγίες για τη διδασκαλία των φιλολογικών μαθημάτων στο Ενιαίο Λύκειο (ΟΕΔΒ)