Richard T Pranke
Γιώργος Ιωάννου «Ο δούξ του Σπρούξ» παράλληλο στο «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς»
«Όταν πρωτοπήγα, ο δούξ του Σπρούξ είχε πελατεία από πελοποννήσιους κυρίως. Άνθρωποι μελαχρινοί, πονηροί και σπαθάτοι. Αναφέρομαι στους νεαρούς φυσικά, γιατί τότε γέρους δεν έβαζαν στο δωμάτιό μου. Ατέλειωτες συζητήσεις κάμναμε ξαπλωμένοι στα κρεβάτια μας. Τόσο καλές ώστε την επόμενη βραδιά μαζεύονταν νωρίς νωρίς και με περίμεναν. Προτιμούσαν τη δικιά μου παρέα κι από βόλτες κι από σινεμά κι από βρωμοέρωτες της Ομόνοιας. Και τι δε μάθαινα εκείνες τις νύχτες.
...
Όταν μετά από καιρό ξανακατέβηκα, η διεύθυνση είχε αλλάξει. Ο επιχειρηματίας ήταν τώρα απ’ τη Μακεδονία. Έφριξα με την τόλμη του. Τι γύρευε αυτός μες στου λύκου το στόμα; Και πράγματι οι δουλειές δεν πήγαιναν καθόλου καλά. Η πελοποννησιακή πελατεία είχε σχεδόν σύσσωμη ξεκόψει. Πολλά απ’ τα πονηρά δεν τα σήκωνε ή μάλλον δεν τα τολμούσε ο νέος αφέντης. Οι περισσότεροι πελάτες ήταν απ’ τη μακεδονική ύπαιθρο, πόντιοι κυρίως. Δεν ενδιαφέρονταν παρά για το πώς θα τελειώσουν το γρηγορότερο τις δουλειές τους. Το βράδυ στο δωμάτιο έκαμναν συνήθως λογαριασμούς και δεν μιλούσαν καθόλου. Ύστερα έπεφταν για ύπνο. Τους έλεγα πως είμαι πελοποννήσιος για να με φοβούνται. Ξέρω τη γνώμη τους για τους πελοποννήσιους.
Ο μακεδόνας, όπως ήταν επόμενο, γρήγορα παράτησε την επιχείρηση. Κι έτσι σε λίγους μήνες βρήκα αφεντικό έναν κερκυραίο. Αυτός τα παρακατάφερνε. Είχε ξαναφέρει αρκετή απ’ την παλιά πελατεία κι είχε γεμίσει το ξενοδοχείο του από επτανήσιους. Ευγενικοί, δειλοί, και φλύαροι άνθρωποι, παρόλο που πολλοί τους είχαν μια ασυνήθιστη σκληράδα στα χαρακτηριστικά. Ο δούξ του Σπρούξ άρχισε να ξαναγνωρίζει παλιές του δόξες. Μέχρι σιγανές καντάδες ακούγονταν στα δωμάτια. Και συχνά τις νύχτες απολάμβανα υπερβολικές περιγραφές των τοπίων της επτανήσου. Μέσα στον ευγενικό και θερμόαιμο εκείνο λαό ένιωθα όσο ποτέ σαν δούξ του Σπρούξ.
Τώρα μελετώ τους ηπειρώτες. Βάσκανος μοίρα σήκωσε τα μυαλά του κερκυραίου και άνοιξε άλλο μεγαλύτερο ξενοδοχείο. Φυσικά, μετέφερε και την ακολουθία του. Εγώ όμως παραμένω πιστός στα πάτρια. Δε λέμε και πολλά πράγματα με τους σοβαρούς ηπειρώτες. Άλλωστε, τα ρητά των προγόνων μας τα σχετικά με την αξία της σιωπής ουδέποτε είχαν τόση επικαιρότητα. Κανένας επαρχιώτης, και πολύ περισσότερο βόρειος, δεν κατεβαίνει πια στην πρωτεύουσα για γλέντι. Δεν υπάρχει κέφι –γενικό το κακό.»
Ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της προσωπικότητας του Ιωάννου είναι η αγάπη του στην παρατήρηση, η οποία δεν επικεντρώνεται τόσο στη φύση ή σε τοπία, όσο στους ανθρώπους που συναντά γύρω του. Αν και -από επιλογή- μοναχικός άνθρωπος ο Ιωάννου, εντούτοις αγαπά ιδιαίτερα τους ανθρώπους και αντλεί μεγάλη ευχαρίστηση από την παρατήρησή τους και πολύ συχνά από ευκαιριακές συζητήσεις με ανθρώπους που έχει μόλις συναντήσει.
Η προσοχή του συγγραφέα στη λεπτομέρεια και η επιμονή του στη μελέτη των ανθρώπων, του παρέχει τη δυνατότητα να εντοπίζει τα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των Ελλήνων ανάλογα με τον τόπο καταγωγής του. Όπως, αντίστοιχα, κατορθώνει να αντιλαμβάνεται τον τόπο καταγωγής των προσφύγων της Θεσσαλονίκης, μόνο και μόνο από την εξωτερική τους εμφάνιση ή την ιδιαίτερη προφορά τους.
Σε αντίθεση με άλλους συγγραφείς που αντλούν ιδιαίτερη ευχαρίστηση από την ομορφιά του ελληνικού τοπίου, ο Ιωάννου απολαμβάνει περισσότερο τα «ταξίδια» του στα χαρακτηριστικά και στις συμπεριφορές των ανθρώπων της Ελλάδας. Παρατηρεί με αγάπη, διαπιστώνει και καταγράφει συνήθειες, τρόπους και αντιλήψεις, των απλών ανθρώπων της χώρας, με τον ίδιο θαυμασμό που ένας φυσιολάτρης θα παρατηρούσε με ευλάβεια μια όμορφη ακρογιαλιά.
Ο Ιωάννου δεν αποζητά για τα κείμενά του ηρωικά γεγονότα και ξεχωριστούς ανθρώπους, προτιμά κι επιλέγει ανθρώπους καθημερινούς, που γνωρίζουν καλά τους καημούς της βιοπάλης. Δεν επιθυμεί, άλλωστε, να καταγράψει εντυπωσιακές ιστορίες, που να ξεπερνούν το μέτρο, μιας και ο ίδιος είναι ένας απλός άνθρωπος με τις ίδιες ανησυχίες και τους ίδιους πόνους, που βιώνουν και οι συμπολίτες του. Έτσι, παρόλο που δε θα βρούμε στο έργο του επώνυμους ήρωες με καθηλωτικές ιστορίες, έχουμε εντούτοις την ευκαιρία να γνωρίσουμε καλύτερα την καθημερινότητα και τα προβλήματα των ανθρώπων της εποχής του συγγραφέα.
Στο φτηνό ξενοδοχείο της Ομόνοιας ο Ιωάννου θα «μελετήσει» τους Πελοποννήσιους
και θα εκτιμήσει την εξυπνάδα και τη ντομπροσύνη τους, θα γνωρίσει τους εργατικούς Πόντιους, αλλά και τους ευγενικούς Επτανήσιους, όπως και τους σοβαρούς και λιγομίλητους Ηπειρώτες. Με ανυπόκριτο ενδιαφέρον θ’ ακούσει τις ιστορίες και τα προβλήματα κάθε ανθρώπου που καταλύει στο μικρό εκείνο ξενοδοχείο, παίρνοντας απ’ αυτούς μαθήματα ζωής και γνωρίζοντας -χωρίς καν να μετακινηθεί- την ελληνική ύπαιθρο.
Με παρόμοιο τρόπο, συχνάζοντας στους προσφυγικούς συνοικισμούς της Θεσσαλονίκης, θα γνωρίσει όλους εκείνους τους ανθρώπους, με την ιδιαίτερη ιστορία και κληρονομιά, που συγκεντρώθηκαν στη μακεδονική πρωτεύουσα, από κάθε πιθανό σημείο του ευρύτερου ελληνισμού. Θα αισθανθεί έντονα δεμένος με τους Θρακιώτες -μιας κι ο ίδιος κατάγεται από τα μέρη της Ανατολικής Θράκης- και θα νιώσει το κάλεσμα της ιδιαίτερης πατρίδας του, έστω κι αν δεν την έχει επισκεφτεί ποτέ.
Ο Ιωάννου, που ως εκπαιδευτικός θα μετατεθεί σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, φτάνοντας ακόμη και στη Λιβύη, θα περάσει στο έργο του, όχι τους τόπους και την όμορφή φύση τους, αλλά τους ανθρώπους. Άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, μα πάντοτε γνήσιοι, που με τη ζωή τους αποδίδουν εξαίρετα τις πολυποίκιλες διακυμάνσεις και περιπέτειες της ελληνικής ιστορίας.