Gustave Moreau, Oedipus and the Sphinx
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Ο Οιδίπους»
Εγράφη έπειτα από ανάγνωσιν περιγραφής
της ζωγραφιάς
«Ο Οιδίπους και η Σφιγξ» του Gustave Moreau.
Επάνω του η Σφιγξ είναι πεσμένη
με δόντια και με νύχια τεντωμένα
και μ’ όλην της ζωής την αγριάδα.
Ο Οιδίπους έπεσε στην πρώτη ορμή της,
τον τρόμαξεν η πρώτη εμφάνισή της —
τέτοια μορφή και τέτοιαν ομιλία
δεν είχε φαντασθή ποτέ έως τότε.
Μα μ’ όλο που ακκουμπά τα δυο του πόδια
το τέρας στου Οιδίποδος το στήθος,
συνήλθε εκείνος γρήγορα — και διόλου
τώρα δεν την φοβάται πια, γιατί έχει
την λύσιν έτοιμη και θα νικήση.
Κι’ όμως δεν χαίρεται γι’ αυτήν την
νίκη.
Το βλέμμα του μελαγχολία γεμάτο
την Σφίγγα δεν κυττάζει, βλέπει πέρα
τον δρόμο τον στενό που πάει στας
Θήβας,
και που στον Κολωνό θ’ αποτελειώση.
Και καθαρά προαισθάνεται η ψυχή του
που η Σφιγξ εκεί θα τον μιλήση πάλι
με δυσκολώτερα και πιο μεγάλα
αινίγματα που απάντησι δεν έχουν.
Το ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη «Ο
Οιδίπους» (1896) ανήκει στα Αποκηρυγμένα του∙ σ’ εκείνα, δηλαδή, τα ποιήματα τα
οποία αν και αρχικώς ο ποιητής τα είχε δημοσιοποιήσει, κατόπιν, θεωρώντας πως
δεν ανταποκρίνονται στο επίπεδο ωριμότητας της μεταγενέστερης παραγωγής, τα
αποκήρυξε, αποφεύγοντας να τα ενσωματώσει σε κάποια από τις επόμενες συλλογές
των ποιημάτων του.
Το «Ο Οιδίπους» είναι το πρώτο ποίημα
του Καβάφη που είναι εμπνευσμένο -έμμεσα- από ζωγραφικό έργο, κι έχουμε εδώ την
πρώτη -έμμεση- αναφορά σε θέμα αρχαίας ελληνικής τραγωδίας.
Σε αντίθεση με το «Ζωγραφισμένα» όπου η
επαφή του Καβάφη με το έργο ζωγραφικής είναι άμεση, καθώς είναι ο ίδιος που
παρατηρεί με προσοχή και απολαμβάνει το περιεχόμενο και την αρτιότητα ενός
πίνακα (Κάθομαι και κυττάζω έτσι πολλήν ώρα. / Και μες στην τέχνη πάλι,
ξεκουράζομαι απ’ την δούλεψή της.), στο «Ο Οιδίπους» η έμπνευση προκύπτει από
την ανάγνωση της περιγραφής μιας ζωγραφιάς, κι όχι άμεσα από το ίδιο το έργο.
Επάνω του η Σφιγξ είναι πεσμένη
με δόντια και με νύχια τεντωμένα
και μ’ όλην της ζωής την αγριάδα.
Ο Οιδίπους έπεσε στην πρώτη ορμή της,
τον τρόμαξεν η πρώτη εμφάνισή της —
τέτοια μορφή και τέτοιαν ομιλία
δεν είχε φαντασθή ποτέ έως τότε.
Η Σφίγγα -το μυθολογικό τέρας με κεφάλι
γυναίκας, σώμα λιονταριού και φτερά-, στον πίνακα του Gustave Moreau, είναι
πεσμένη πάνω στον Οιδίποδα, έχοντας τεντωμένα τα νύχια και τα δόντια της,
δείχνοντας όλη την αγριάδα της ζωής και απειλώντας την ύπαρξή του. Επιτίθεται
στον ήρωα με τέτοια ορμή και τον αιφνιδιάζει τόσο με το τρομακτικό της
εμφάνισής της, ώστε κατορθώνει να τον ρίξει κάτω∙ κατορθώνει να του προκαλέσει
έντονα συναισθήματα φόβου, καθώς τίποτα δεν είχε προετοιμάσει τον Οιδίποδα για
το αλλόκοτο της μορφής και της ομιλίας της. Παρά τις σχετικές φήμες για το
τρομακτικό της Σφίγγας, ο ήρωας δεν μπορούσε να συλλάβει με τη φαντασία του
κάτι το τόσο αποτρόπαιο και τρομακτικό.
Μα μ’ όλο που ακκουμπά τα δυο του πόδια
το τέρας στου Οιδίποδος το στήθος,
συνήλθε εκείνος γρήγορα — και διόλου
τώρα δεν την φοβάται πια, γιατί έχει
την λύσιν έτοιμη και θα νικήση.
Η αιφνίδια επίθεση της Σφίγγας βρίσκει
τον Οιδίποδα απροετοίμαστο και της επιτρέπει να φτάσει στο σημείο να ακουμπήσει
τα πόδια της πάνω στο στήθος του. Είναι έτοιμη να αφαιρέσει τη ζωή του ήρωα, αν
εκείνος δεν κατορθώσει να λύσει το αίνιγμά της. Ωστόσο, ο Οιδίποδας συνέρχεται
γρήγορα από την οδυνηρή έκπληξη της πρώτης εμφάνισής της και, πλέον, δεν τη
φοβάται καθόλου, διότι έχει έτοιμη τη λύση του γρίφου και γνωρίζει καλά πως θα
τη νικήσει.
Σύμφωνα με το μύθο η Σφίγγα είχε
σταλθεί από την Ήρα και τον Άρη στη Θήβα, όπου έθετε το αίνιγμά της στους
περαστικούς (Τί ἐστίν
ὁ μίαν ἔχον φωνήν τετράπουν και δίπουν και
τρίπουν γίνεται;) κι όποιον δεν μπορούσε να το λύσει, τον έπνιγε, σφίγγοντάς
τον. Αίνιγμα το οποίο ο Οιδίποδας επρόκειτο να λύσει, μιας και γνώριζε πως η
απάντηση ήταν ο «άνθρωπος», αφού αυτός είναι που πρώτα μπουσουλάει στα τέσσερα,
έπειτα περπατάει κανονικά με τα δυο του πόδια κι ύστερα, μόλις γερνάει,
χρησιμοποιεί μπαστούνι, αποκτώντας έτσι ένα τρίτο πόδι.
Κι’ όμως δεν χαίρεται γι’ αυτήν την
νίκη.
Το βλέμμα του μελαγχολία γεμάτο
την Σφίγγα δεν κυττάζει, βλέπει πέρα
τον δρόμο τον στενό που πάει στας
Θήβας,
και που στον Κολωνό θ’ αποτελειώση.
Ο Οιδίποδας, αν και σύντομα θα νικήσει
τη Σφίγγα και θα απαλλάξει τους κατοίκους της Θήβας από τη φονική της δράση,
δεν φαίνεται να είναι σε θέση να χαρεί γι’ αυτή του νίκη. Το βλέμμα του είναι
γεμάτο μελαγχολία, δημιουργώντας την αίσθηση πως ο ήρωας γνωρίζει από τώρα τη
μελλοντική του πορεία και την τραγική κατάληξή του. Ο Οιδίποδας δεν κοιτάζει τη
Σφίγγα∙ βλέπει πέρα από εκείνη το στενό που θα τον οδηγήσει στη Θήβα, όπου και
θα γίνει βασιλιάς, λαμβάνοντας ως σωτήρας της πόλης τον θρόνο που ούτως ή άλλως
του ανήκε, έστω κι αν κανείς δεν το γνώριζε τότε αυτό, αφού κανείς δεν γνώριζε
την πραγματική του ταυτότητα∙ κι ακόμη παραπέρα, ο ήρωας βλέπει το τέλος της
διαδρομής του στον Κολωνό, όπου ντροπιασμένος και σε πλήρη ξεπεσμό θα
αναγκαστεί να ζητήσει καταφύγιο.
Ο άνθρωπος που σε λίγο θα συντρίψει την
τόσο επίφοβη Σφίγγα και θα ανταμειφθεί επάξια για τη σωτήρια παρέμβασή του,
αδυνατεί να χαρεί, σαν να γνωρίζει την ολέθρια παγίδα που του έχει στήσει η
μοίρα.
Και καθαρά προαισθάνεται η ψυχή του
που η Σφιγξ εκεί θα τον μιλήση πάλι
με δυσκολώτερα και πιο μεγάλα
αινίγματα που απάντησι δεν έχουν.
Είναι σαν να προαισθάνεται ο Οιδίποδας
πως θα συναντηθεί ξανά με τη Σφίγγα στο τέλος της διαδρομής του, κι εκεί θα του
θέσει πολύ πιο ουσιώδη και πολύ δυσκολότερα αινίγματα, στα οποία δεν θα μπορεί
να δοθεί απάντηση. Η ίδια η ζωή του Οιδίποδα, άλλωστε, αποτελεί ένα άλυτο
αίνιγμα, εφόσον κανείς δεν γνωρίζει πώς να κρίνει έναν άνθρωπο που έχοντας
άγνοια για την πραγματική του ταυτότητα προχώρησε σε πράξεις εγκληματικές και
ανόσιες. Ο γάμος με την Ιοκάστη, για παράδειγμα, αποτέλεσε θεωρητικά την επιβράβευσή
του για τον αφανισμό της Σφίγγας, μα υπήρξε, συνάμα, κι ένα από τα φρικτότερα
λάθη του, αφού επρόκειτο για τη γυναίκα που τον είχε γεννήσει. Πώς όμως να
καταλογιστεί ευθύνη γι’ αυτό στον ίδιο τον Οιδίποδα, αφού δεν είχε καμία ιδέα
για το ποιος ήταν πραγματικά και για το ποια ήταν η μητέρα του; Ο ίδιος,
εντούτοις, θα θεωρήσει τον εαυτό του ένοχο και θα θελήσει να αυτοτιμωρηθεί,
χωρίς να καταδέχεται να αποδεχτεί το ελαφρυντικό της άγνοιας.
Κι είναι τελικά το αίνιγμα της
αυτογνωσίας το δυσκολότερο που μπορεί να τεθεί σε κάθε άνθρωπο, καθώς οι
περισσότεροι, έστω κι αν δεν διαπράττουν τόσο επώδυνα και φρικτά σφάλματα, όπως
ο Οιδίποδας, αδυνατούν, σε κάθε περίπτωση, να γνωρίσουν πλήρως τον ίδιο τους
τον εαυτό και σπαταλούν τη ζωής τους σε λανθασμένες επιδιώξεις, αισθανόμενοι
δυστυχείς, διότι δεν κατορθώνουν να βρουν εκείνα που πράγματι προορίζονται γι’
αυτούς.
Πώς, λοιπόν, να απαντηθεί το ερώτημα «ποιος
είσαι» από τον Οιδίποδα -ή κι από κάθε άνθρωπο-, όταν το ποιος πραγματικά είναι
βρίσκεται αξεδιάλυτα μπλεγμένο με όσα έκανε κι όσα έγινε στην προσπάθειά του να
φτάσει στην αυτογνωσία. Θα γινόταν ο Οιδίποδας πατροκτόνος και αιμομίκτης, αν
γνώριζε την ταυτότητά του; Προφανώς και όχι. Κι όμως αυτό ακριβώς έγινε, έστω
και άθελά του, κι είναι τώρα αυτή μια «ταυτότητα» από την οποία δεν μπορεί να
ξεφύγει, διότι, είτε το θέλησε είτε όχι, σ’ αυτό τον οδήγησαν οι ίδιες του οι
πράξεις. Το ίδιο συμβαίνει και με τους περισσότερους ανθρώπους, οι οποίοι όσο
αναζητούν τον εαυτό τους και πολύ προτού φτάσουν -αν φτάσουν ποτέ- στην
αυτογνωσία, παίρνουν αποφάσεις, κάνουν επιλογές και προχωρούν σε πράξεις που
σταδιακά διαμορφώνουν γι’ αυτούς μια ταυτότητα απ’ την οποία έπειτα δεν μπορούν
πια να ξεφύγουν.
Η μοιραία απόφαση των γονιών του Οιδίποδα
να τον αφήσουν να πεθάνει μόλις γεννήθηκε, η καθοριστική πράξη συμπόνοιας του
βοσκού, η ανάγκη του ήρωα να γνωρίσει την πραγματική του ταυτότητα, όλα μαζί
συνέθεσαν ένα πλέγμα επιλογών που οδήγησε τη ζωή του Οιδίποδα σ’ έναν φρικτό
δρόμο. Κι αν ο Οιδίποδας θεωρείται -και είναι- ανεύθυνος για τις ανόσιες
πράξεις του, αυτό δεν τον απαλλάσσει διόλου από το μαρτύριο να βιώνει το ποιος
κατέληξε να γίνει, όσο κι αν αυτό απέχει από το ποιος θα ήθελε ή θα μπορούσε να
γίνει. Η σκληρότητα της συντελεσμένης πραγματικότητας δεν απαλύνεται από την
αγαθότητα των προθέσεων ή από το ποιες υπήρξαν κάποτε οι προσδοκίες κι οι
επιθυμίες του ατόμου. Ό,τι έγινε, αυτό μόνο είναι και υπάρχει.
Ο
μύθος του Οιδίποδα όπως παρουσιάζεται από τον Σοφοκλή
Ο Σοφοκλής αντλώντας τις πηγές του από
το άφθονο μυθολογικό υλικό και αξιοποιώντας, κατάλληλα, τις ποικίλες παραλλαγές
και λεπτομέρειες του μύθου, τροποποιώντας ανάλογα μερικά σημεία της μυθικής
παράδοσης, δραματοποίησε έξοχα την τραγική μοίρα του Οιδίποδα· ειδικότερα, από
τις εφτά διασωθείσες τραγωδίες του οι τρεις αναφέρονται στην πολύπαθη μορφή του
Λαβδακίδη και στα παιδιά του.
Ο πανίσχυρος βασιλιάς (κράτιστος πᾶσιν) της Θήβας Λάιος, γιος του
Λάβδακου, έλαβε κάποτε χρησμό από το θεό Απόλλωνα ότι θα φονευόταν από το παιδί
που θα αποκτούσε από τη σύζυγό του Ιοκάστη.
Όταν αργότερα η Ιοκάστη, παρά τη θεϊκή
πρόρρηση, γέννησε ένα αγόρι, ο Λάιος τρομαγμένος και για να αποφύγει την απειλή
του δελφικού χρησμού, το παρέδωσε σ’ ένα πιστό του δούλο-βοσκό, -αφού πρώτα
τρύπησε και έδεσε τους αστραγάλους του-, με την εντολή να αφήσει το νεογέννητο
έκθετο στον άγριο Κιθαιρώνα.
Ο βοσκός, όμως, που θα εκτελούσε την
εντολή, λυπήθηκε το νήπιο και το παρέδωσε σ’ έναν άλλο βοσκό από την Κόρινθο, ο
οποίος το μετέφερε στην πόλη αυτή και το έδωσε στον κύριό του Πόλυβο, βασιλιά
της Κορίνθου. Ο Πόλυβος και η σύζυγός του Μερόπη, που δεν είχαν παιδιά, το
υιοθέτησαν με χαρά και το ονόμασαν Οιδίποδα (οἰδέω + πούς), εξαιτίας των πρησμένων
ποδιών του.
Όταν μεγάλωσε ο Οιδίπους, μια μέρα, σε
κάποιο συμπόσιο, αποκλήθηκε υβριστικά από έναν ομοτράπεζο του νόθος· επειδή ο
Πόλυβος και η Μερόπη δεν κατόρθωσαν να δώσουν ικανοποιητικές εξηγήσεις, όταν
ερωτήθηκαν από τον προσβληθέντα Οιδίποδα, κατευθύνθηκε ο ίδιος στους Δελφούς
για να μάθει ποιοι ήταν οι γονείς του. Η απάντηση της Πυθίας ήταν ρητή: να μην
επιστρέψει πια στην πατρίδα του, γιατί, αν γύριζε, θα σκότωνε τον πατέρα του
και θα έπαιρνε γυναίκα την ίδια τη μητέρα του. Έτσι, για να αποφύγει την
πατροκτονία και την αιμομιξία αποφάσισε να μην ξαναγυρίσει στην Κόρινθο, αλλά
να ακολουθήσει τον αντίθετο δρόμο προς τη Βοιωτία.
Σ’ ένα φωκικό τρίστρατο, «σχιστή οδό»,
κοντά στη Δαύλεια, γίνεται η μοιραία συνάντηση με τον Λάιο και την ακολουθία
του· ύστερα από μια σφοδρή λογομαχία, ο Οιδίπους τους σκοτώνει όλους εκτός από
ένα δούλο, που κατόρθωσε να διασωθεί· ήταν ακριβώς αυτός που παρέλαβε κάποτε
τον Οιδίποδα – βρέφος για να το εγκαταλείψει στον Κιθαιρώνα.
Ο βοσκός πανικόβλητος επέστρεψε στη
Θήβα και ανακοίνωσε ότι ο Λάιος σκοτώθηκε σ’ ένα σταυροδρόμι, ἐν τριπλαῖς ἁμαξιτοῖς ὁδοῖς, από ληστές που του είχαν στήσει
ενέδρα.
Όταν ο Οιδίπους έφτασε στη Θήβα, βρήκε
τους πολίτες τρομοκρατημένους εξαιτίας της αινιγματικής Σφίγγας (ποικιλῳδὸς Σφίγξ), η οποία καθισμένη σ’ ένα
βράχο, κοντά στην πόλη, προκαλούσε τους διαβάτες με το γνωστό αίνιγμά της. Ο
Οιδίπους έδωσε εύστοχη απάντηση, λύνοντας με την ευφυΐα και το θάρρος του, το
αίνιγμα και υποχρεώνοντας το τέρας να γκρεμιστεί από το βουνό Φίκιο.
Έτσι, ανακηρύχθηκε σωτήρας της πόλης
και πήρε το έπαθλο, που ο προσωρινός βασιλιάς της Θήβας Κρέων είχε ορίσει: τη
χήρα βασίλισσα Ιοκάστη ως γυναίκα και το θρόνο.
Ως λαοπρόβλητος βασιλιάς ο Οιδίπους
ζούσε ευτυχισμένος και μεγάλη ευδαιμονία επικρατούσε στη χώρα του. Από το γάμο
του με την Ιοκάστη απέκτησε τέσσερα παιδιά: τον Ετεοκλή, τον Πολυνείκη, την
Αντιγόνη και την Ισμήνη, που ήταν ταυτόχρονα και αδέλφια του. Ξαφνικά, όμως,
μεγάλη συμφορά ενέσκηψε στην πόλη του Κάδμου (ἄστυ Καδμεῖον): φοβερή επιδημία (λοιμὸς ἔχθιστος), που απειλούσε κάθε ζωντανό
στη φύση και στην πόλη, μάστιζε τη χώρα, παράλληλα με την αφορία της γης και
την αποβολή, στον τοκετό, των γυναικών και των ζώων. Για να βρει την αιτία της
συμφοράς και το μέσο για τη λύτρωση, ο Οιδίπους ζήτησε χρησμό από το μαντείο
των Δελφών.
Η εναγώνια προσπάθεια του Οιδίποδα να
ανακαλύψει την ταυτότητά του θα τον οδηγήσει στην αποκάλυψη των τρομερών
αμαρτημάτων που διέπραξε άθελά του∙ ο άνδρας που σκότωσε δεν ήταν άλλος από τον
πατέρα του κι η γυναίκα που παντρεύτηκε και με την οποία απέκτησε τέσσερα
παιδιά δεν είναι άλλη από τη μητέρα του. Μπροστά σ’ αυτή τη φρικτή αλήθεια η
Ιοκάστη θα αυτοκτονήσει κι ο Οιδίποδας θα βγάλει τα ίδια του τα μάτια, κι
ύστερα θα φύγει από τη Θήβα ψυχικά συντετριμμένος και σε πλήρη απαξίωση από το
λαό που κάποτε υπηρετούσε.
- Ο Οἰδίπους Τύραννος αποβαίνει το αιώνιο
σύμβολο του τρόπου με τον οποίο το πεπρωμένο «εμπαίζει» τον άνθρωπο· μια μοίρα
τόσο αινιγματική και μυστηριώδης όσο και το δυσεπίλυτο αίνιγμα της Σφίγγας που,
όμως, έλυσε ο τραγικός ήρωας με την ευφυΐα και την οξύνοιά του.
- Η τραγική μοίρα του πολύπαθου Θηβαίου
βασιλιά, η άνοδος και η κατακόρυφη πτώση του, το μεγαλείο και η συντριβή του, η
αναζήτηση της αλήθειας και οι φρικτές πλάνες του δεν αποτελούν απλώς τους
σταθμούς μιας ατομικής περιπέτειας, αλλά συμβολίζουν την αέναη πορεία προς την
αυτοσυνειδησία ενός ολόκληρου πολιτισμού με τις επιτυχίες, τις αμφισβητήσεις
και τα αδιέξοδά του.
- Ο Οιδίπους ως τραγικός ήρωας είναι
μοναδικός. Υφίσταται τα πλήγματα της μοίρας, χωρίς να έχει διαπράξει
«αμπλακήματα», σφάλματα, για να υποστεί τις φρικτές συνέπειες. Δεν έχει παραβεί
ή δεν τείνει να αθετήσει συνειδητά τους νόμους των θεών ή την ηθική. Η τιμωρία
του για εγκλήματα που διέπραξε «ἐν ἀγνοίᾳ» προέρχεται από το σκοτεινό μέρος της
μοίρας, από μηχανισμούς που η ανθρώπινη λογική αδυνατεί να συλλάβει, γιατί
βρίσκονται πέρα από τη διανοητική εμβέλεια των θνητών. Αφορούν εκείνο το τμήμα της
θεϊκής λογικής ή θείας πρόνοιας που δε θα μπορέσουμε ποτέ να προσεγγίσουμε και
πολύ λιγότερο να κατανοήσουμε. Το μόνο ασφαλές συμπέρασμα είναι ότι ο Οιδίπους
συμβολίζει τον άνθρωπο ο οποίος τιμωρείται γιατί επιδιώκει να μάθει. Η γνώση
πληρώνει, αλλά και πληρώνεται με φοβερό αντίτιμο. Ο ήρωας μαθαίνει ότι, έστω
και ακούσια, είναι μέγας αμαρτωλός: πατροκτόνος και αιμομίκτης. Ο συμβολισμός
γίνεται προφανής. Αν η γνώση που περιλαμβάνει την αυτογνωσία συνιστά κορυφαίο
ιδεώδες, πρέπει ο άνθρωπος να το επιδιώκει, επειδή αυτό θα τον οδηγήσει στο
επίπεδο των θεών.