Az Jackson
Κωνσταντίνος
Μούσσας «Όχι τώρα»
Και τώρα που πάμε; Και τώρα πώς; Σημάδι
επιστροφής.
Δεν ακολουθείς και τηρείς την υπόσχεση
της προδοτικής
σιωπής σου.
Η τελευταία έκκληση, θυμός δεν έγινε
ποτέ. Αυτό φταίει;
Αυτό βαραίνει εσωτερικά και καταλύει;
Πιάνεται η απουσία στο κενό, στις
πληγές που ανοίγουν με
φως κέρινο
στις ρίζες των ματιών, στ’ αστέρια που
αφήσαμε πίσω μας
αναμμένα, στο μέλλον
που πέρασε για πάντα. Μην έρθεις. Μην
έρχεσαι. Όχι άλλο.
Όχι πια. Όχι τώρα.
Ο Κωνσταντίνος Μούσσας συνθέτει ένα
έξοχο στη λιτότητά του ποίημα για το πρόωρο τέλος μιας ερωτικής σχέσης και για
την οδύνη που αυτό επιφέρει. Η απουσία συγχρονισμού -ελλείψει καλύτερου όρου-
ως προς την ένταση του ερωτικού συναισθήματος και ως προς το χρόνο ωρίμανσης
αυτού, συντελούν στο να μην επιθυμούν κι οι δύο τη συνέχιση μιας κοινής
πορείας∙ τουλάχιστον όχι εκείνη ακριβώς τη στιγμή που για το ποιητικό
υποκείμενο φαίνεται να αποτελεί καθοριστικό σημείο για τη διατήρηση αυτής της
σχέσης.
Και τώρα που πάμε; Και τώρα πώς; Σημάδι
επιστροφής.
Δεν ακολουθείς και τηρείς την υπόσχεση
της προδοτικής
σιωπής σου.
Τα ερωτήματα που απευθύνονται προς την
αγαπημένη γυναίκα προσδίδουν μια αίσθηση θεατρικότητας στο ποίημα και
ζωντανεύουν τη μεταξύ τους τελική συζήτηση, σαν να συμβαίνει αυτή τη στιγμή.
Επιλογή που καθηλώνει σ’ ένα αέναα επαναλαμβανόμενο παρόν μια πράξη τετελεσμένη
και την «καταδικάζουν» να συμβαίνει ξανά και ξανά, όπως ακριβώς επαναληπτικά
βιώνει ο βαθιά ερωτευμένος άνθρωπος τα γεγονότα ή το γεγονός που του στερεί τη
συνύπαρξη με το αγαπημένο του πρόσωπο.
Τώρα που πάμε, ρωτά εναγωνίως το
ποιητικό υποκείμενο, αναζητώντας τη συγκατάνευση εκείνης πως υπάρχει ακόμη το
περιθώριο να συνεχίσουν μαζί∙ πως υπάρχει ακόμη, έστω και την τελευταία στιγμή,
η ελπίδα να επαναφέρουν τη σχέση τους σ’ ένα πρότερο σημείο, όταν τα
συναισθήματά τους ήταν εναρμονισμένα και ο έρωτάς τους έβρισκε την επιθυμητή
αμοιβαιότητα.
Το ποιητικό υποκείμενο αποζητά αυτή την
επιστροφή, που θεωρεί πως θα μπορούσε να φανεί σωτήρια για τη σχέση τους, όμως
εκείνη δε συναινεί. Δεν θέλει ν’ αποτολμήσει μαζί του μιαν ακόμη προσπάθεια, κι
ούτε θέλει -ίσως και να μην μπορεί- να του προσφέρει τις αναγκαίες εξηγήσεις.
Σιωπά κι η σιωπή της τον πληγώνει, αφού ανιχνεύει σ’ αυτήν μια επώδυνη
προδοσία.
Η σιωπή αποτελεί ίσως την εύκολη λύση,
όταν τα λόγια μοιάζουν πιο δύσκολα από ποτέ∙ όταν τίποτε δεν μπορεί να εξηγηθεί
χωρίς να ειπωθούν αλήθειες που θα πονέσουν. Εντούτοις, το ποιητικό υποκείμενο
θα προτιμούσε προφανώς τα επώδυνα λόγια, που θα του φανέρωναν ωστόσο το πώς
αισθάνεται εκείνη, από εκείνη την ανυπόφορη σιωπή που είναι ανοιχτή σ’ όλες τις
ερμηνείες, ακόμη και στις πιο δυσβάσταχτες.
Η τελευταία έκκληση, θυμός δεν έγινε
ποτέ. Αυτό φταίει;
Αυτό βαραίνει εσωτερικά και καταλύει;
Μη λαμβάνοντας τις εξηγήσεις που θα
ήθελε, το ποιητικό υποκείμενο σπεύδει να δώσει τη δική του πιθανή απάντηση στο
γιατί εκείνη δεν θέλει να τον ακολουθήσει. Φταίει, ίσως, πως η τελευταία του
έκκληση να συνεχίσουν μαζί δεν έγινε από την εσωτερική ένταση, που όφειλε να
έχει, ξέσπασμα, θυμός και οργή. Φταίει, ίσως, πως δεν είδε τα λόγια του να
συνοδεύονται και από ένα ισχυρό αίσθημα που να τον πλημμυρίζει και να του
αφαιρεί τον έλεγχο. Άκουσε τα λόγια του, μα της φάνηκαν κενά, χωρίς νόημα, αφού
εκείνος που τα έλεγε δεν έμοιαζε και να τα νιώθει.
Ο ποιητής συναισθάνεται τώρα πως ίσως η
απουσία ενός δικού του ξεσπάσματος -που είτε δεν ένιωσε είτε πάλεψε να
συγκρατήσει- αποτέλεσε το καθοριστικό στοιχείο για την απόφασή της∙ ήταν ίσως
εκείνο που βάρυνε περισσότερο.
Πιάνεται η απουσία στο κενό, στις
πληγές που ανοίγουν με
φως κέρινο
στις ρίζες των ματιών, στ’ αστέρια που
αφήσαμε πίσω μας
αναμμένα, στο μέλλον
που πέρασε για πάντα.
Έτσι, ό,τι απομένει πλέον είναι μια
απουσία τόσο έντονη που μοιάζει σχεδόν χειροπιαστή. Μια απουσία παράδοξα απτή
και μια αναπόφευκτη επίταση της ευαισθησίας∙ τώρα πια δεν χρειάζεται παρά το
ελάχιστο για να αισθανθούν ν’ ανοίγεται πάνω τους μια πληγή∙ τώρα πια και το
ελάχιστο είναι αφορμή δακρύων, αφού γνωρίζουν πως άφησαν πίσω τους τα όνειρα
και τις προσδοκίες που κάποτε φώτιζαν την ψυχή τους. Τώρα γνωρίζουν πως με την
αδυναμία τους να ξεπεράσουν ό,τι τους πλήγωνε και δεν επέτρεπε στη σχέση τους να
συνεχιστεί, άφησαν το κοινό τους μέλλον να τους προσπεράσει και να χαθεί για
πάντα.
Ο ποιητής βιώνει βαθιά μέσα του τη
διάψευση και την οριστική ματαίωση όλων όσων κάποτε αποτελούσαν την -φαινομενικά-
αδιάψευστη υπόσχεση ενός φωτεινού κι ευτυχισμένου μέλλοντος. Η αγάπη εκείνης
που του επέτρεπε να ονειρεύεται και να ελπίζει χάθηκε για πάντα.
Μην έρθεις. Μην έρχεσαι. Όχι άλλο.
Όχι πια. Όχι τώρα.
Η υπέρμετρη οδύνη που προκαλείται στην
ψυχή του ποιητή από την απουσία εκείνης, τον οδηγεί σε μια ολοκληρωτική άρνηση
της αγάπης της. Ο ποιητής δεν θέλει να νιώσει ξανά τις ελπίδες του να
γεννιούνται, μόνο και μόνο για να τις δει κατόπιν να συνθλίβονται από μια νέα
απροθυμία της. Δεν επιθυμεί να της αφήσει το περιθώριο της επιστροφής∙ δεν
επιθυμεί το ημίμετρο μιας προσωρινής απομάκρυνσης. Θέλει τη βεβαιότητα ενός
οριστικού χωρισμού.
Έτσι, οι πολλαπλές αρνήσεις των
καταληκτικών στίχων φανερώνουν κυρίως την ένταση του πόνου που του προκάλεσε. Ο
ποιητής πλέον φοβάται πως αν την αφήσει να έρθει και πάλι κοντά του, δεν θ’
αντέξει μετά να ζήσει μια νέα αποχώρησή της.
Όταν, λοιπόν, της λέει: «Μην έρθεις.
Μην έρχεσαι.», τα λόγια του θυμίζουν περισσότερο μια παράκληση να του δείξει
έλεος, παρά την άρνηση ενός ανθρώπου που πραγματικά δεν θέλει να την ξαναδεί.