Daryl Macintyre
Κωνσταντίνος Καβάφης «Αλέξανδρος
Ιανναίος, και Αλεξάνδρα»
Επιτυχείς και πλήρως ικανοποιημένοι,
ο βασιλεύς Αλέξανδρος Ιανναίος,
κ’ η σύζυγός του η βασίλισσα Αλεξάνδρα
περνούν με προπορευομένην μουσικήν
και με παντοίαν μεγαλοπρέπειαν και
χλιδήν,
περνούν απ’ τες οδούς της Ιερουσαλήμ.
Ετελεσφόρησε λαμπρώς το έργον
που άρχισαν ο μέγας Ιούδας Μακκαβαίος
κ’ οι τέσσαρες περιώνυμοι αδελφοί του·
και που μετά ανενδότως συνεχίσθη εν μέσω
πολλών κινδύνων και πολλών δυσχερειών.
Τώρα δεν έμεινε τίποτε το ανοίκειον.
Έπαυσε κάθε υποταγή στους αλαζόνας
μονάρχας της Aντιοχείας. Ιδού
ο βασιλεύς Aλέξανδρος Ιανναίος,
κ’ η σύζυγός του η βασίλισσα Aλεξάνδρα
καθ’ όλα ίσοι προς τους Σελευκίδας.
Ιουδαίοι καλοί, Ιουδαίοι αγνοί,
Ιουδαίοι πιστοί —προ πάντων.
Αλλά, καθώς που το απαιτούν η
περιστάσεις,
και της ελληνικής λαλιάς ειδήμονες·
και μ’ Έλληνας και μ’ ελληνίζοντας
μονάρχας σχετισμένοι— πλην σαν ίσοι,
και ν’ ακούεται.
Τωόντι ετελεσφόρησε λαμπρώς,
ετελεσφόρησε περιφανώς
το έργον που άρχισαν ο μέγας Ιούδας
Μακκαβαίος
κ’ οι τέσσαρες περιώνυμοι αδελφοί του.
Ιστορικό πλαίσιο
Ο Αλέξανδρος Ιανναίος ήταν ο διασημότερος και ο πλέον
αδίστακτος βασιλιάς των Ιουδαίων. Βασίλεψε (103-76 π.Χ.) κατά την σύντομη
περίοδο της εβραϊκής αυτονομίας που αρχίζει στα 142 π.Χ. και διαρκεί σχεδόν 80
χρόνια. Η γυναίκα του, Αλεξάνδρα-Σαλώμη, ήταν χήρα του αδελφού του,
Αριστοβούλου Α΄ (104-103 π.Χ.), ιδρυτή της κοσμικής δυναστείας των Ασαμωναίων
(Ασμοναίων), και μητέρα του πρόωρα δολοφονημένου Αριστοβούλου Γ΄∙ διαδέχθηκε
τον Αλέξανδρο από το 76 ως το 69 π.Χ.
Ιούδας Μακκαβαίος: Ιερέας του οίκου των Ασμοναίων,
πρωτοστάτησε, το 167 π.Χ., στη λαϊκή εξέγερση των ορθόδοξων Εβραίων εναντίον
του Αντιόχου Δ΄ Επιφανούς και της ελληνίζουσας αριστοκρατίας του Ιουδαϊκού
κλήρου.
Ο Αντίοχος Δ΄, βασιλιάς των Σελευκιδών, υπό τον
έλεγχο του οποίου βρίσκονταν οι Ιουδαίοι, θεώρησε
σκόπιμο και απαραίτητο για το
ενδεχόμενο μελλοντικών επιχειρήσεων κατά της Αιγύπτου, αλλά και για την
εσωτερική ασφάλεια του κράτους του, να
αποκλείσει κάθε δυνατότητα αναβίωσης της ιουδαϊκής αντίδρασης εξαλείφοντας την
ιδιοτυπία του ιουδαϊκού λαού με τον πλήρη εξελληνισμό του. Αυτό βέβαια
προκάλεσε νέες αντιδράσεις, ιδιαίτερα στους κύκλους των νομοδιδασκάλων και των
ιερέων, που κατέφυγαν στην ύπαιθρο και οργάνωσαν εκεί την αντίσταση του
αγροτικού πληθυσμού.
Επικεφαλής της νέας επανάστασης τέθηκε
ο ιερεύς Ματαθίας και μετά τον θάνατό του, το 166/5 π.Χ. οι γιοι του και
ιδιαίτερα ο Ιούδας, ο επιλεγόμενος Μακκαβαίος.
Ο Αντίοχος, που ήταν απασχολημένος με
τις προετοιμασίες της μεγάλης εκστρατείας του στην Ανατολή, απέτυχε παρά τις
αλλεπάλληλες αποστολές ισχυρών στρατευμάτων να συντρίψει τους επαναστάτες και
τελικά υποχρεώθηκε να δεχτεί κάποιο συμβιβασμό και να ανακαλέσει τα τελευταία
μέτρα. Ο Ιούδας όμως αποφάσισε να συνεχίσει τον αγώνα και το χειμώνα του 164/3
π.Χ. επιτέθηκε εναντίον των Ιεροσολύμων, κατέλαβε την πόλη, εκτός από την Άκρα,
και αποκατέστησε την πατροπαράδοτη λατρεία στο Ιερό. Ο επίτροπος του ανήλικου
Αντιόχου Ε΄ Ευπάτορος, Λυσίας -ο Αντίοχος Δ΄ είχε εν τω μεταξύ πεθάνει- έσπευσε
να βοηθήσει την πολιορκούμενη φρουρά της Άκρας. Αν και έφερε σε δύσκολη θέση
τον Ιούδα, τελικά αναγκάσθηκε εξαιτίας αυλικών δολοπλοκιών να συνάψει ειρήνη
για να επιστρέψει στην Αντιόχεια. Έτσι εξ ονόματος του νέου βασιλιά εκδόθηκε
διάταγμα που όριζε την αποκατάσταση του Μωσαϊκού Νόμου και της πατροπαράδοτης
θρησκείας. Ο ιουδαϊκός λαός, παρά τη διατήρηση της σελευκιδικής φρουράς στην
Άκρα και τον διορισμό του ελληνόφιλου Αλκίμου ως αρχιερέα στη θέση του Μενελάου
που εκτελέσθηκε, έμεινε προσωρινά τουλάχιστον ικανοποιημένος από την ειρήνη.
Μετά τον θάνατο του Ιούδα (160 π.Χ.), ο αγώνας των Μακκαβαίων συνεχίστηκε,
με ολοένα μεγαλύτερη πολιτική έμφαση, από τους τέσσερις αδελφούς και
συμπολεμιστές του: Ιωάννη, Σίμωνα, Ελεάζαρ και Ιωνάθαν. Από αυτούς, ιδιαίτερα
αξιοσημείωτοι είναι ο Ιωνάθαν (πέθανε το 143 π.Χ.), τον οποίο ο Αλέξανδρος
Βάλας (βλ. Εύνοια του Αλεξάνδρου Βάλα) διόρισε αρχιερέα (152 π.Χ.) και
κυβερνήτη της Ιουδαίας (150 π.Χ.), και ο Σίμων (πέθανε το 134 π.Χ.), ο
οποίος έδιωξε από τα Ιεροσόλυμα την φρουρά των Σελευκιδών (142 π.Χ.) και ορίστηκε αρχιερέας από την
εθνοσυνέλευση. Έκτοτε, η οικογένεια των Ασαμωναίων (Ασμοναίων)
εκράτησε ως κληρονομικό προνόμιο την θρησκευτική και πολιτική εξουσία, αλλά με
τμήμα τη φθίνουσα λαϊκή υποστήριξη και τον πολιτισμικό εξελληνισμό, ώσπου η
Ιουδαία υποτάχθηκε ολότελα στη Ρώμη (37 π.Χ.).
Επιτυχείς και πλήρως ικανοποιημένοι,
ο βασιλεύς Αλέξανδρος Ιανναίος,
κ’ η σύζυγός του η βασίλισσα Αλεξάνδρα
περνούν με προπορευομένην μουσικήν
και με παντοίαν μεγαλοπρέπειαν και
χλιδήν,
περνούν απ’ τες οδούς της Ιερουσαλήμ.
Ο Αλέξανδρος Ιανναίος, που διαδέχεται
τον αδερφό του Αριστόβουλο το 103 π.Χ., αναλαμβάνει το αρχιερατικό αξίωμα,
ανακηρύσσει τον εαυτό του βασιλέα των Ιουδαίων, και επιδίδεται στην κατάκτηση
των παραλιακών πόλεων της νότιας Φοινίκης. Ο Αλέξανδρος θα εκμεταλλευτεί τις
συνεχιζόμενες διαμάχες ανάμεσα στους Πτολεμαίους και του Σελευκίδες,
καταλαμβάνοντας τη Ραφία, την Ανθηδόνα, αλλά και την οχυρή Γάζα, την οποία και
θα καταστρέψει.
Η επέκταση των Πάρθων και τα πολλαπλά
προβλήματα του βασιλείου των Σελευκιδών θα επιτρέψουν στον Αλέξανδρο να περάσει
τα περίπου τριάντα χρόνια της βασιλείας του διατηρώντας την αυτονομία του
Ιουδαϊκού κράτους. Ωστόσο, η εξαιρετικά επεκτατική του πολιτική, η ανάμιξή του
στις εσωτερικές διαμάχες των Πτολεμαίων, κι η σύγκρουσή του με τους Φαρισαίους
που αντιδρούσαν στην εμφανή παρέκκλισή του προς ελληνιστικά πρότυπα, θα
σημαδέψουν τη βασιλεία του με μια αδιάκοπη πολεμική δραστηριότητα και με
αιματηρές ήττες.
Ο Καβάφης παρουσιάζει με έντονα
στοιχεία θεατρικότητας τη μεγαλοπρεπή πορεία του Αλέξανδρου Ιανναίου και της
συζύγου του στους δρόμους της Ιερουσαλήμ. Η προπορευόμενη μουσική και η χλιδή
που διακρίνει την πομπή του βασιλικού ζεύγους δεν είναι, ωστόσο, παρά μια
επίπλαστη εικόνα για τον εντυπωσιασμό και μόνο των κατοίκων της πόλης. Επί της
ουσίας ο ποιητής χρησιμοποιεί την όλη θεατρικότητα αυτής της βασιλικής
παρουσίασης για να υπονομεύσει με έντονα ειρωνικό τρόπο την υποτιθέμενη
επιτυχία και την πλήρη ικανοποίηση του νέου βασιλικού ζεύγους.
Η ειρωνεία του ποιητή βρίσκει το
ανάλογό της στο «Αλεξανδρινοί Βασιλείς», όπου
ένα άλλο βασιλικό ζεύγος (Κλεοπάτρα – Αντώνιος) στήνει μια εξίσου μεγαλοπρεπή
και πλούσια παράσταση για να διασκεδάσει τις αρνητικές εντυπώσεις που σκιάζουν
τη δράση του.
Ετελεσφόρησε λαμπρώς το έργον
που άρχισαν ο μέγας Ιούδας Μακκαβαίος
κ’ οι τέσσαρες περιώνυμοι αδελφοί του∙
και που μετά ανενδότως συνεχίσθη εν μέσω
πολλών κινδύνων και πολλών δυσχερειών.
Με τη συνεχή χρήση φράσεων που τονίζουν
κατά τρόπο απόλυτο τη δικαίωση των Ιουδαίων στο πρόσωπο του Αλέξανδρου
(«επιτυχείς και πλήρως ικανοποιημένοι», «ετελεσφόρησε λαμπρώς»), ο Καβάφης
αφήνει να εννοηθεί -χωρίς εντούτοις να το δηλώνει-, πόσο απέχει η
πραγματικότητα από τη δήθεν αυτή επιτυχία.
Το έργο που άρχισε ο μέγας Ιούδας
Μακκαβαίος και οι τέσσερις αδερφοί του είχε φυσικά να κάνει με τη σθεναρή
αντίδραση των Ιουδαίων στα σχέδια του Αντιόχου Δ΄ για τον εξελληνισμό του
εβραϊκού λαού. Οι μάχες που δόθηκαν τότε κι η αιματηρή αντίσταση των Εβραίων
απέβλεπαν στη διαφύλαξη της ταυτότητάς τους και στην υπεράσπιση της θρησκείας
τους από την παρείσφρηση ελληνικών στοιχείων και επιδράσεων. Η πολιτική
διάσταση του αγώνα κι η διεκδίκηση της αυτονομίας τους προέκυψε στην πορεία,
χάρη στη συνειδητοποίηση της δύναμής τους, και φυσικά στη γοργή κατάρρευση του
βασιλείου των Σελευκιδών. Ωστόσο, η αρχική πρόθεση των Μακκαβαίων να μην
επιτρέψουν τη διείσδυση της ελληνικής επιρροής σίγουρα δεν έβρισκε τη δικαίωσή
της μ’ έναν εξελληνισμένο βασιλιά, όπως ήταν ο Αλέξανδρος, που διόλου δεν
έκρυβε τις φιλελληνικές του πεποιθήσεις.
Τώρα δεν έμεινε τίποτε το ανοίκειον.
Έπαυσε κάθε υποταγή στους αλαζόνας
μονάρχας της Aντιοχείας. Ιδού
ο βασιλεύς Aλέξανδρος Ιανναίος,
κ’ η σύζυγός του η βασίλισσα Aλεξάνδρα
καθ’ όλα ίσοι προς τους Σελευκίδας.
Τώρα πια δεν έμενε τίποτε το
αταίριαστο∙ οι Εβραίοι είχαν απαλλαγεί πλήρως από την κηδεμονία των Σελευκιδών∙
είχαν την αυτονομία τους. Μια αυτονομία, όμως, που θ’ αποδειχθεί ευάλωτη και
ένας βασιλιάς που θα δείξει το σκληρό του πρόσωπο, όχι μόνο στους εξωτερικούς
εχθρούς, αλλά και στους ίδιους τους Ιουδαίους που θα τολμήσουν να τον
αμφισβητήσουν.
Ο εξελληνισμός του Αλέξανδρου θα βρει
θετική ανταπόκριση από τους Σαδδουκαίους, οι οποίοι θεωρούσαν πως η αξία της
πίστης βρίσκεται στην ουσία των πραγμάτων κι όχι στους εξωτερικούς τύπους,
στοιχείο που τους επέτρεπε να ενστερνιστούν τα νεωτεριστικά ελληνικά πρότυπα.
Θα βρει, όμως, έντονη αντίδραση από τους Φαρισαίους, οι οποίοι εμμένοντας σε
μια συντηρητική προσκόλληση στους τύπους της εβραϊκής θρησκείας αρνούνταν οποιαδήποτε
παραχώρηση ή παρέκκλιση προς τους ελληνικούς τρόπους. Η αντίθεση μεταξύ τους,
μάλιστα, θα εκτραχυνθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε θα ξεκινήσει ένας φονικότατος
εμφύλιος πόλεμος. Οι Φαρισαίοι, που ασκούσαν μεγάλη επίδραση στους πιστούς
Ιουδαίους, θα επιδιώξουν την με κάθε τρόπο εξουδετέρωση του Αλέξανδρου, μόνο
και μόνο για να γνωρίσουν την απάνθρωπη βιαιότητα του βασιλιά τους.
Το πρώτο ξέσπασμα του πολέμου, το 94
π.Χ., θα οδηγήσει στη σφαγή 6.000 αντιφρονούντων Εβραίων από τον Αλέξανδρο,
αλλά δεν θα κάμψει την αντίδραση των Φαρισαίων. Ο εμφύλιος θα συνεχιστεί για
σχεδόν 8 χρόνια με χιλιάδες νεκρούς κι απ’ τις δύο πλευρές, και θα τερματιστεί
με μια επίδειξη ισχύος, αλλά και αγριότητας απ’ τη μεριά του Αλέξανδρου το 86
π.Χ., όταν θα καταδικάσει σε σταύρωση 800 επαναστάτες, αφού πρώτα σφαγιάσει
μπροστά τους τις γυναίκες και τα παιδιά τους.
Ιδού, λοιπόν, ο βασιλεύς Αλέξανδρος
Ιανναίος και η σύζυγός του η βασίλισσα Αλεξάνδρα, που τόσο θριαμβικά
παρουσιάζονται πλέον καθ’ όλα ίσοι με τους Σελευκίδες. Διότι, μπορεί ο
Αλέξανδρος να είναι πλέον ένας αυτόνομος και άρα ισότιμος προς τους
παρακμάζοντες Σελευκίδες βασιλιάς, αλλά είναι συνάμα κι ένας αιμοσταγής
σφαγέας, που δε δίστασε να θανατώσει χιλιάδες Εβραίους προκειμένου να εδραιώσει
τη βασιλεία του. Προφανής εδώ η ειρωνεία του ποιητή, που γνωρίζει καλά ποιο
ήταν το τίμημα της αυτόνομης βασιλείας του Αλέξανδρου για τους Εβραίους.
Ιουδαίοι καλοί, Ιουδαίοι αγνοί,
Ιουδαίοι πιστοί —προ πάντων.
Αλλά, καθώς που το απαιτούν η
περιστάσεις,
και της ελληνικής λαλιάς ειδήμονες∙
και μ’ Έλληνας και μ’ ελληνίζοντας
μονάρχας σχετισμένοι— πλην σαν ίσοι,
και ν’ ακούεται.
Η ειρωνεία, άλλωστε, κορυφώνεται με την
εμφατικότατη δήλωση της πίστης του βασιλικού ζεύγους. Ιουδαίοι καλοί, αγνοί και
πιστοί (προ πάντων)∙ το δίχως άλλο χρειάζεται να είναι κανείς «αγνός» και
«πιστός» για να αιματοκυλήσει τη χώρα του προκειμένου να κρατηθεί στην εξουσία.
Η υποκρισία του αγνού Ιουδαίου Αλέξανδρου, που με τόση αγαθότητα μεριμνούσε για
το καλό του εβραϊκού λαού, καθίσταται ακόμη πιο τραγική με τη χλιδή και την
υπερβολή της πομπής που τον ακολουθεί στο πέρασμά του στους δρόμους της
Ιερουσαλήμ.
Αλλά, πέρα από καλοί Ιουδαίοι, ο
Αλέξανδρος και η Αλεξάνδρα ήταν και γνώστες της ελληνικής γλώσσας, κάτι που
τους επέτρεπε να συσχετίζονται με Έλληνες και με ελληνίζοντες μονάρχες. Η
διάκριση ανάμεσα στους μονάρχες που είναι Έλληνες και σ’ αυτούς που θα ήθελαν
να είναι Έλληνες -που συμπεριφέρονται σαν Έλληνες, έχει ιδιαίτερη σημασία,
καθώς ο υποτιθέμενα κοινωνός της ελληνικής παιδείας, Αλέξανδρος, δεν προδίδει
με το αδίστακτο του χαρακτήρα του μόνο την Ιουδαϊκή του πίστη, αλλά και τα
ελληνικά ιδανικά. Ένας αιμοσταγής μονάρχης που δεν εκφράζει με τη στάση του
ούτε τον εβραϊκό λαό, ούτε την ελληνική παιδεία. Ο εξελληνισμός, άλλωστε, του
Αλέξανδρου υπονομεύεται δραστικά κι απ’ την δεδηλωμένη απροθυμία μεγάλου μέρους
των Εβραίων πολιτών να ενστερνιστούν το παράδειγμά του.
Η επιθυμία του Αλέξανδρου να θεωρείται
ίσος με τους άλλους μονάρχες των ελληνιστικών βασιλείων (αφού είχε έρθει κι
αυτός σ’ επαφή με τον ελληνικό πολιτισμό), είναι επί της ουσίας κενό γράμμα∙ ο
εξελληνισμός του δεν ήταν παρά μια επιφανειακή προσπάθεια να φανεί
εκπολιτισμένος και προοδευτικός, χωρίς ωστόσο να μπορεί να κρύψει τον
αυταρχισμό και τη βιαιότητά του. Ένας εγωπαθής, φίλαρχος και υπέρμετρα σκληρός
μονάρχης ήταν που νόμιζε πως μια επίφαση ελληνικότητας θα μπορούσε να καλύψει
την πραγματική του φύση.
Τωόντι ετελεσφόρησε λαμπρώς,
ετελεσφόρησε περιφανώς
το έργον που άρχισαν ο μέγας Ιούδας
Μακκαβαίος
κ’ οι τέσσαρες περιώνυμοι αδελφοί του.
Αν μη τι άλλο, τελεσφόρησε πράγματι
λαμπρά και περήφανα το έργο που ξεκίνησε ο μέγας Ιούδας Μακκαβαίος. Οι αγώνες
οι δικοί του και των αδερφών του για το σεβασμό της εβραϊκής θρησκείας και για
το σεβασμό του εβραϊκού λαού, άνοιξαν το δρόμο για τον ερχομό του Αλέξανδρου
και τις προσωπικές του φιλοδοξίες∙ άνοιξαν το δρόμο για έναν εγωκεντρικό
βασιλιά, που δε δίστασε να κατασφάξει εκείνους που θέλησαν να ματαιώσουν την
προσωπική του ανάδειξη και κυριαρχία.