Νίκος Εγγονόπουλος
Νίκος Εγγονόπουλος «Περί Κροκοδείλου
Κλαδά»
; ποιος είταν ο Κροκόδειλος Κλαδάς;
; είταν πραγματικά κορκόδειλος
και ψεύτικα κι απατηλά
τα κλαύματά του
μεσ’ στη νύχτα;
όχι: πραγματικά είταν αιτός
που έκλαιγε αληθινά
τη νύχτα
(δηλαδή κατά της νύχτας τη διάρκεια
και για τη νύχτα της σκλαβιάς
που έπνιγε άσπλαχνα -βαρειά-
ολόκληρη τη χώρα)
αλλά τα κλαύματα γι’ αυτόν είσαν
εκτόνωση
κάποτε τα δάκρυα στέρευαν
και μέσα του ξύπναγε ο πόθος κι η
ελπίδα της αυγής:
όλα να τα βαρέση χάμου
και ν’ ανοίξη
τα φτερά του
Ο Νίκος Εγγονόπουλος με το ποίημά του
τιμά έναν από τους σημαντικότερους ήρωες της προεπαναστατικής ελληνικής
ιστορίας, τον Κροκόδειλο Κλαδά (1425-1490), ο οποίος αναδείχθηκε στην
Πελοπόννησο την περίοδο του πρώτου πολέμου των Ενετών με τους Οθωμανούς
(1463-1479), συνεχίζοντας αμέσως μετά τη συνθηκολόγηση των Ενετών (1479) τον
δικό του σκληρό αγώνα κατά των Τούρκων.
Σημεία της ιστορίας του Κροκόδειλου
Κλαδά μπορούμε να παρακολουθήσουμε μέσα από το έργο του Κωνσταντίνου Σάθα «Τουρκοκρατούμενη
Ελλάς, Ιστορικόν δοκίμιον περί των προς αποτίναξιν του Οθωμανικού ζυγού
επαναστάσεων του ελληνικού έθνους (1453-1821)».
Αρκετοί οπλαρχηγοί της Πελοποννήσου
αφού μάταια ζήτησαν την αναγνώρισή τους από τον Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή
ετοιμάστηκαν να διενεργήσουν την αντίστασή τους στην επέκταση των Οθωμανών.
Ανάμεσα στους οπλαρχηγούς αυτούς ξεχώριζε ο Κροκόδειλος Κλαδάς, του οποίου η
οικογένεια είχε μεταναστεύσει από την Ήπειρο πολλά χρόνια προτού ξεκινήσει η
οθωμανική εισβολή κι είχε λάβει σημαντικές τιμές από τους δεσπότες της
Πελοποννήσου για τις στρατιωτικές της υπηρεσίες. Ο πατέρας του, Θεόδωρος
Κλαδάς, οπλαρχηγός επίσης, είχε καταλάβει το φρούριο του Αγίου Γεωργίου στην
περιοχή της Μάνης.
Ο Μωάμεθ εκστρατεύοντας με πολυάριθμο
στρατό κατά της Πελοποννήσου, κατόρθωσε να υποτάξει σταδιακά τους εκεί
οπλαρχηγούς (1459-1460),
κι ο Κροκόδειλος που είχε απομείνει τελευταίος αναγκάστηκε να υποταχθεί κι
αυτός στον σουλτάνο, ο οποίος του προσέφερε ως αντάλλαγμα την πλούσια πεδιάδα
του Έλους στη Λακωνία.
Ωστόσο, όταν κατά το 1463 ξέσπασε
πόλεμος ανάμεσα στους Ενετούς και τους Τούρκους, ο Κροκόδειλος έλαβε μέρος υπέρ
των Ενετών στους αγώνες που έγιναν στην περιοχή της Σπάρτης. Ενώ, μετά την
κατάπνιξη της επανάστασης σ’ αυτή την περιοχή κατέφυγε στη Μάνη, κι οι Ενετοί
για να τιμήσουν τη γενναία του προσφορά και την στρατιωτική του αξία των
διόρισαν αρχηγό των Ελλήνων αρματολών. Οι Ενετοί ίσως θεώρησαν πως με τις τιμές
που προσέφεραν στον Κροκόδειλο Κλαδά μπορούσαν κιόλας να τον ελέγχουν, ωστόσο
προς μεγάλη τους έκπληξη, όταν υπέγραψαν τη συνθήκη ειρήνης με τους Τούρκους
(Κωνσταντινούπολη, Ιανουάριος 1479), εκείνος συνέχισε την πολεμική του
προσπάθεια αντιδρώντας βίαια στην πρόθεση των Ενετών να παραχωρήσουν την Μάνη
στους Τούρκους.
Ο Κλαδάς ξεκινώντας με τους στρατιώτες
του από την Κορώνη συγκέντρωσε στρατό 16 χιλιάδων ανδρών, αποτελούμενο από επικηρυγμένους
κλέφτες και άλλους αντάρτες, και φτάνοντας στην περιοχή της Μέσης Μάνης
προέτρεπε τους κατοίκους σε επανάσταση. Επικεφαλής, ύστερα, του πολυάριθμου
αυτού στρατού ο Κροκόδειλος Κλαδάς υπέταξε τους Οθωμανούς της περιοχής,
κυρίευσε το φρούριο και τον πύργο του Τριγοφίλου και του Οιτύλου. Κατόπιν, αφού
κατέλαβε τις κλεισούρες των όρων Μεγάλου και Μάνης, κατέκτησε τα φρούρια και
τους πύργους της Καστανιάς, Γαστίλας, Λεφτίνης, Ανδρούσας, Βάσκου, Πιάγας και
το χωριό Παπαφίγγο.
Ο Ενετός φρούραρχος της Κορώνης
Νικόλαος Νοβαγέρ και ο αρμοστής Νικόλαος Κονταρίνης, μη θέλοντας να
ενοχοποιηθεί απέναντι στον Μωάμεθ η Ενετική Δημοκρατία, συνέλαβαν τη γυναίκα, τα παιδιά και
δύο αδερφούς του Κροκόδειλου που βρίσκονταν στην Κορώνη, και διακήρυξαν
δημόσια προς όλους τους αρματολούς πως τους απαγορευόταν η συμμετοχή στη δράση
του Κροκόδειλου επί ποινή θανάτου. Συνάμα, έστειλαν επιστολές ανοικτές προς
όλους τους Μανιάτες, στους οποίους διακήρυτταν πως ο Κλαδάς έλαβε τα όπλα χωρίς
τη συναίνεση των Ενετών∙ πληροφορία που φρόντισαν να φτάσει μέχρι τον Μωάμεθ
προκειμένου ν’ αποφευχθούν επιζήμιες συγκρούσεις με τους Τούρκους.
Ο σουλτάνος έχοντας πεισθεί για την
ειλικρίνεια των Ενετών αποφάσισε να λάβει δραστικά μέτρα για την τιμωρία των
ανταρτών του Κλαδά,
διέταξε έτσι τον Σουλεϊμάνη και τον βεηλέρβεη της Ρούμελης Αλή Βούμικο να
εκστρατεύσουν κατά του Κροκόδειλου (5-10 Νεομβρίου 1479).
Εντωμεταξύ στη δύναμη του Κλαδά
προστέθηκε και ο περιβόητος Μερκούριος Μπούας με τους άνδρες του, τον οποίο ο
προβλεπτής του Ναυπλίου Μίμης Βόρτολης έσπευσε να αποκηρύξει προσδιορίζοντας
αμοιβή για τη σύλληψη ή τον φόνο του. Ενώ, στις 23 Ιανουαρίου του 1480
δημοσιεύτηκε επικήρυξη και κατά του Κλαδά με υψηλή αμοιβή για όποιον κατόρθωνε
να τον συλλάβει ζωντανό.
Λίγες μέρες πριν, στις 16 Ιανουαρίου ο βεηλέρβεης
Βούμικος συγκέντρωσε δύναμη
που περιελάμβανε μεταξύ άλλων 6 χιλιάδες πεζούς και ιππείς, και ξεκινώντας από τη Σπάρτη επιτέθηκε
στη Μάνη. Μετά από μερικές ασήμαντες επιτυχίες συγκρούστηκε στις 19 του
μηνός με τις δυνάμεις του Κλαδά, όπου και υπέστη μεγάλη ήττα. Οι δυνάμεις του
Κλαδά έσφαξαν 700 Οθωμανούς και ανάγκασαν τον βεηλέρβεη να επιστρέψει στη Σπάρτη.
Στις 12 Φεβρουαρίου οι Ενετοί μετέφεραν
την αιχμάλωτη οικογένεια του Κλαδά σε φυλακή της Ενετίας. Ενώ, παράλληλα, ο
σουλτάνος ανακάλεσε τον βεηλέρβεη της Ρούμελης Βούμικο και διόρισε ως υπεύθυνο για τον πόλεμο
κατά του Κλαδά τον σανζιάκβεη Αχμέτ, ο οποίος με 2 χιλιάδες γενίτσαρους και
ιππείς κατέφτασε στις 16 Φεβρουαρίου 1480 στην Πελοπόννησο. Σταδιακά με την προσέλευση κι άλλων
δυνάμεων, καθώς και με την προσθήκη ντόπιων, η δύναμη του Αχμέτ έφτασε τις 10
χιλιάδες, τις οποίες αφού μοίρασε σε δύο τμήματα, έστειλε τον βοεβόδα με
χίλιους στην Καλαμάτα κι αυτός με τους υπόλοιπους κατευθύνθηκε προς την
Καστανιά. Στις 4 Απριλίου
κατόρθωσε να εισέλθει στη Μάνη και συγκρούστηκε με τον Κλαδά, που
αναγκάστηκε να καταφύγει σ’ ένα φρούριο της Καστανιάς.
Στη συνέχεια αφού ενώθηκαν εκ νέου τα
δύο τμήματα των δυνάμεων του Αχμέτ πέρασε στην κυρίως Μάνη και λεηλάτησε την
περιοχή κυριεύοντας αρκετά χωριά. Ήταν η πρώτη φορά που πάτησε οθωμανικό πόδι
σ’ εκείνα τα μέρη. Τη στιγμή, ωστόσο, που συνέβαιναν αυτά, έφτασαν στο ακρωτήριο του Αγίου
Αγγέλου της Μάνης τρεις γαλέρες του βασιλιά της Αραγονίας Φερδινάνδου, που
κατευθύνονταν προς τον Ελλήσποντο για να μάθουν αν ο Μωάμεθ σχεδίαζε να
επιτεθεί στη Νάπολη. Σε αυτές βρισκόταν κάποιος αδελφοποιτός του Κλαδά,
(Giangho da Venezia), και του διαμήνυσε πως μπορούσε να τον βοηθήσει
μεταφέροντάς τον όπου ήθελε. Έτσι, ο
Κλαδάς, αφού επιχείρησε μια τελευταία επίθεση κατά των δυνάμεων του Αχμέτ φονεύοντας και αιχμαλωτίζοντας
πολλούς, επιβιβάστηκε στις 13
Απριλίου μαζί με πενήντα συντρόφους του σε μία απ’ τις γαλέρες.
Στη Νάπολη ο Κροκόδειλος Κλαδάς έγινε
δεκτός με πολλές τιμές από τον βασιλιά Φερδινάνδο, με παρότρυνση του οποίου συνόδευσε τον γιο του Γεώργιου
Καστριώτη, Ιωάννη, στο Δυρράχιο. Σε αυτή την πρώτη εκστρατεία στις περιοχές
της Ηπείρου συνέβαλε στην επανάκτηση του Υδρούντα (Μάιος 1481)∙ υπηρεσία για
την οποία έλαβε πλούσια ανταμοιβή από τον Φερδινάνδο, επιστρέφοντας στη Νάπολη.
Έπειτα από την επιτυχή αυτή επέμβαση, ο Κροκόδειλος Κλαδάς και ο
Καστριώτης, αφού έλαβαν τέσσερις γαλέρες από τον Φερδινάνδο αποβιβάστηκαν εκ
νέου στην Ήπειρο, όπου καταδιώκοντας τους Τούρκους έφτασαν μέχρι την Αυλώνα
κι από εκεί στη Χιμάρα. Η εμφάνισή τους, μάλιστα, στην περιοχή ενέπνευσε τους
χριστιανούς κατοίκους σε περισσότερα από πενήντα χωριά να πάρουν τα όπλα και να
εκδιώξουν τους Τούρκους.
Ο Κλαδάς επιτέθηκε στο φρούριο της
Χιμάρας, ερχόμενος σε σύγκρουση με τους 3.000 Τούρκους που κατέφθασαν για να το
υπερασπιστούν. Η ήττα
του τουρκικού στρατού ήταν μεγάλη, καθώς οι δυνάμεις του Κλαδά και οι ντόπιοι
χριστιανοί κατόρθωσαν να σκοτώσουν και να αιχμαλωτίσουν τουλάχιστον χίλιους απ’
αυτούς, ενώ οι υπόλοιποι οπισθοχώρησαν έντρομοι. Έτσι, στις 31 Αυγούστου 1481,
ο Κλαδάς κατέλαβε το φρούριο, που εγκαταλείφθηκε εσπευσμένα από τους
υπερασπιστές του.
Μετά τα γεγονότα της Ηπείρου η πορεία
του Κλαδά δεν είναι απολύτως γνωστή. Ωστόσο, είναι βέβαιο πως επέστρεψε στην
Πελοπόννησο για να συνεχίσει τον εκεί αγώνα. Τον
συνέλαβαν, όμως, οι Τούρκοι, το 1490, και τον θανάτωσαν με φρικτό τρόπο.
Το ποίημα
; ποιος είταν ο Κροκόδειλος Κλαδάς;
; είταν πραγματικά κορκόδειλος
και ψεύτικα κι απατηλά
τα κλαύματά του
μεσ’ στη νύχτα;
όχι: πραγματικά είταν αιτός
που έκλαιγε αληθινά
τη νύχτα
Ένα βασικό στοιχείο του ποιήματος, που
γίνεται εύκολα αντιληπτό, είναι η περιπαικτική διάθεση του Εγγονόπουλου, ο
οποίος αξιοποιεί με τρόπο εντελώς πρωτότυπο τα σημεία στίξης και καταφεύγει σ’
ένα εύλογο λογοπαίγνιο με το όνομα του ήρωα.
Το ερώτημα που τίθεται στον πρώτο
στίχο, με πρόταξη μάλιστα του ερωτηματικού -όπως συμβαίνει και στον δεύτερο
στίχο- αφορά την ταυτότητα του Κροκόδειλου Κλαδά. Ο ποιητής αντιλαμβάνεται πως
παρά τη γενναιότητα και τα ένδοξα κατορθώματά του, ο Κλαδάς, όπως και άλλοι
ήρωες της προεπαναστατικής περιόδου, δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός.
Αντιλαμβάνεται, συνάμα, πως το όνομα του ήρωα -μιας και οι περισσότεροι δεν
είναι εξοικειωμένοι με τη δράση του- κατευθύνει συνειρμικά στο γνωστό σαρκοβόρο
ερπετό∙ κι εφόσον αισθάνεται πως δεν μπορεί ν’ αποφύγει τον συνειρμό,
αποφασίζει να τον χρησιμοποιήσει, για να τονίσει τα γνήσια εθνικά συναισθήματα
του ήρωα.
Μήπως, λοιπόν, ο Κροκόδειλος ήταν
κορκόδειλος, και τα δάκρυά του ήταν ψεύτικα και υποκριτικά (κροκοδείλια
δάκρυα)∙ μήπως δεν ήταν ένας ειλικρινής επαναστάτης; Αναρωτιέται ο ποιητής,
μόνο και μόνο για να δώσει την κατηγορηματική απάντηση πως, όχι μόνο το κλάμα
του ήταν αληθινό, αλλά στην πραγματικότητα ο Κροκόδειλος Κλαδάς ήταν ένας
αετός∙ ένας ελεύθερος άνθρωπος που θρηνούσε τις νύχτες για τη σκλαβιά των
Ελλήνων.
(δηλαδή κατά της νύχτας τη
διάρκεια
και για τη νύχτα της σκλαβιάς
που έπνιγε άσπλαχνα -βαρειά-
ολόκληρη τη χώρα)
Η αναφορά στη νύχτα γίνεται και
κυριολεκτικά και μεταφορικά, καθώς ο ήρωας παρουσιάζεται να κλαίει κατά τη
διάρκεια της νύχτας, για τη νύχτα, για το ψυχικό σκοτάδι της σκλαβιάς, που
πνίγει ολόκληρη τη χώρα. Ο Εγγονόπουλος ακολουθεί ελεύθερα τις διττές συνδηλώσεις
των λέξεων και τους δημιουργούμενους συνειρμούς, έχοντας ωστόσο ένα σαφή
προορισμό. Θέλει να δηλώσει εμφατικά πως ο Κροκόδειλος Κλαδάς -όπως και όλοι
εκείνοι που θυσίασαν τη ζωή τους για την ελευθερία της πατρίδας- ήταν όχι μόνο
βαθιά αφοσιωμένος στο εθνικό συμφέρον, αλλά και μια φύση ανυπότακτη, που δεν θα
μπορούσε ποτέ να αντέξει την επαχθή υποδούλωση στους Οθωμανούς.
αλλά τα κλαύματα γι’ αυτόν είσαν
εκτόνωση
κάποτε τα δάκρυα στέρευαν
και μέσα του ξύπναγε ο πόθος κι η
ελπίδα της αυγής:
όλα να τα βαρέση χάμου
και ν’ ανοίξη
τα φτερά του
Ο Κροκόδειλος Κλαδάς θρηνεί και
υποφέρει για την τραγική μοίρα της χώρας του∙ κλαίει για τη δουλεία που
γνώρισαν οι συνάνθρωποί του, μα δεν μένει σε αυτό, δεν εγκλωβίζεται στα
συναισθήματα πόνου. Το κλάμα του δεν είναι παρά μια εκτόνωση, μια παροδική
έκφραση της αγανάκτησής του, διότι τα δάκρυα κάποτε στερεύουν και τότε ξυπνά ο
πόθος και η ελπίδα της νέας ημέρας∙ ο πόθος της ελευθερίας. Άλλωστε, ο Κλαδάς
ήταν ένας αετός, ένας άνθρωπος γεννημένος να ζει ελεύθερος και να οδηγεί και
τους συνανθρώπους του προς την ελευθερία. Έτσι, όταν ένιωθε μέσα του να ξυπνά ο
πόθος της αυγής, ήξερε πως έπρεπε ν’ ανοίξει τα φτερά του και να τα ανατρέψει
όλα.
Ο Εγγονόπουλος δίνει με το σύντομο αυτό
ποίημα, όχι το ιστορικό πορτραίτο ενός ήρωα, μιας και δεν τον ενδιαφέρει να
προσφέρει μαθήματα ιστορίας∙ δίνει το πορτραίτο ενός ελεύθερου ανθρώπου∙ δίνει
το ιδανικό πρότυπο κάθε ανθρώπου, και μαζί μια υπονοούμενη προτροπή. Απέναντι
στις δυσκολίες της ζωής, απέναντι στους δυνάστες και τους κατακτητές, εκείνο
που οφείλουν να κάνουν οι άνθρωποι είναι να δείχνουν πως είναι γεννημένοι για
να ζουν περήφανοι κι ελεύθεροι, όπως ένας αετός, όπως ο Κροκόδειλος Κλαδάς.
Ο θρήνος κι η απογοήτευση αποτελούν
κομμάτια της ζωής, κι είναι συναισθήματα που κυριεύουν ακόμη και τους ήρωες,
δεν πρέπει ωστόσο κάποιος να μένει σε αυτά. Όσο κι αν οι συνθήκες μοιάζουν
αναπόδραστες, οι άνθρωποι δεν θα πρέπει ποτέ να παγιδεύονται στην αδράνεια του
πόνου και να νομίζουν πως δεν έχουν άλλη επιλογή, πως δεν υπάρχει διέξοδος.
Όπως, ακριβώς, ένας αετός ανοίγει τα φτερά του και σαρώνει τα πάντα γύρω του
καθώς ετοιμάζεται να πετάξει, έτσι και οι άνθρωποι οφείλουν να αντιμετωπίζουν
οτιδήποτε κι οποιονδήποτε τους κρατά δέσμιους. Οι άνθρωποι είναι παιδιά μόνο
της ελευθερίας.