Το σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη
Στου Κεμάλ το Σπίτι
• Ο τίτλος του κειμένου μας παραπέμπει στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, όπου βρίσκεται ακόμη και σήμερα το σπίτι που γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Κεμάλ Ατατούρκ. Η αναφορά στο σπίτι του Κεμάλ μας περνά έμμεσα το μήνυμα της τουρκικής παρουσίας στο κείμενο αυτό.
• Το πεζογράφημα ξεκινά: «Δεν ξαναφάνηκε η μαυροφορεμένη εκείνη γυναίκα...», ορίζοντας ως χρονικό σημείο εκκίνησης την εποχή μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και συνεχίζει με μια διακριτική αναδρομή στο παρελθόν για να μας παρουσιάσει τα στοιχεία που συνιστούν την ιδιαίτερη ύπαρξη του κεντρικού προσώπου του κειμένου, της Τουρκάλας.
• Η ηρωίδα είναι μαυροφορεμένη, γεγονός που υποδηλώνει το πένθος της, αλλά παραμένει όμορφη και αρχοντική. Οι τρόποι της δείχνουν ότι έχει καλή ανατροφή κι αυτή η πληροφορία θα λάβει το πλήρες νόημά της όταν στο κλείσιμο του διηγήματος μια γριά γειτόνισσα θα μιλήσει για την κόρη ενός Τούρκου μπέη.
• Η Τουρκάλα ευχαριστεί την οικογένεια του Ιωάννου για το καλό που της κάνουν, προσφέροντάς της νερό, κι αυτό τους προβληματίζει, καθώς ακόμη δεν γνωρίζουν ότι η γυναίκα αυτή είχε μεγαλώσει στο σπίτι που τώρα κατοικούν εκείνοι.
• Η άγνοια που δηλώνει ο Ιωάννου για το καλό που υπονοεί η Τουρκάλα, καθώς για την εκεί παρουσία της, ενισχύει έντεχνα το ενδιαφέρον του αναγνώστη για την ταυτότητα της άγνωστης γυναίκας που ανά διαστήματα επισκέπτεται το πατρικό σπίτι του συγγραφέα.
• Η επίσκεψη της μαυροφορεμένης γυναίκας στο σπίτι του Ιωάννου περιλαμβάνει στοιχεία μιας ιεροτελεστίας με σταθερές κάθε φορά πράξεις. Η Τουρκάλα πίνει νερό, τρώει μούρα και περνά αρκετή ώρα κοιτάζοντας το σπίτι, ανακαλώντας τα ονόματα της οικογένειάς της και θυμούμενη όσα έζησε εκεί στο σπίτι “της”.
Περίληψη του κειμένου: Ο Ιωάννου θυμάται τις επισκέψεις μιας άγνωστης γυναίκας στο πατρικό του σπίτι στη Θεσσαλονίκη, όταν εκείνος ήταν ακόμη μικρό παιδί. Η γυναίκα αυτή που δεν τολμά να προχωρήσει πέρα από το κατώφλι της αυλής παρατηρεί με ιδιαίτερη συγκίνηση το σπίτι του συγγραφέα και γεύεται με ξεχωριστή ευχαρίστηση τα μούρα που της προσφέρουν από το μεγάλο δέντρο της αυλής. Η γυναίκα αυτή, όπως αποκαλύπτεται τελικά είναι Τουρκάλα, η οποία είχε μεγαλώσει στο σπίτι αυτό και είχε αναγκαστεί να φύγει για την Τουρκία με την ανταλλαγή των πληθυσμών.
• Το πεζογράφημα ξεκινά: «Δεν ξαναφάνηκε η μαυροφορεμένη εκείνη γυναίκα...», ορίζοντας ως χρονικό σημείο εκκίνησης την εποχή μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και συνεχίζει με μια διακριτική αναδρομή στο παρελθόν για να μας παρουσιάσει τα στοιχεία που συνιστούν την ιδιαίτερη ύπαρξη του κεντρικού προσώπου του κειμένου, της Τουρκάλας.
• Η ηρωίδα είναι μαυροφορεμένη, γεγονός που υποδηλώνει το πένθος της, αλλά παραμένει όμορφη και αρχοντική. Οι τρόποι της δείχνουν ότι έχει καλή ανατροφή κι αυτή η πληροφορία θα λάβει το πλήρες νόημά της όταν στο κλείσιμο του διηγήματος μια γριά γειτόνισσα θα μιλήσει για την κόρη ενός Τούρκου μπέη.
• Η Τουρκάλα ευχαριστεί την οικογένεια του Ιωάννου για το καλό που της κάνουν, προσφέροντάς της νερό, κι αυτό τους προβληματίζει, καθώς ακόμη δεν γνωρίζουν ότι η γυναίκα αυτή είχε μεγαλώσει στο σπίτι που τώρα κατοικούν εκείνοι.
• Η άγνοια που δηλώνει ο Ιωάννου για το καλό που υπονοεί η Τουρκάλα, καθώς για την εκεί παρουσία της, ενισχύει έντεχνα το ενδιαφέρον του αναγνώστη για την ταυτότητα της άγνωστης γυναίκας που ανά διαστήματα επισκέπτεται το πατρικό σπίτι του συγγραφέα.
• Η επίσκεψη της μαυροφορεμένης γυναίκας στο σπίτι του Ιωάννου περιλαμβάνει στοιχεία μιας ιεροτελεστίας με σταθερές κάθε φορά πράξεις. Η Τουρκάλα πίνει νερό, τρώει μούρα και περνά αρκετή ώρα κοιτάζοντας το σπίτι, ανακαλώντας τα ονόματα της οικογένειάς της και θυμούμενη όσα έζησε εκεί στο σπίτι “της”.