Daniel Eskridge
Κωνσταντίνος Καβάφης «Ο Δαρείος»
Ο ποιητής Φερνάζης το σπουδαίον μέρος
του επικού ποιήματός του κάμνει.
Το πώς την βασιλεία των Περσών
παρέλαβε ο Δαρείος Υστάσπου. (Aπό αυτόν
κατάγεται ο ένδοξός μας βασιλεύς,
ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ).
Aλλ’ εδώ
χρειάζεται φιλοσοφία· πρέπει ν’
αναλύσει
τα αισθήματα που θα είχεν ο Δαρείος:
ίσως υπεροψίαν και μέθην· όχι όμως —
μάλλον
σαν κατανόησι της ματαιότητος των
μεγαλείων.
Βαθέως σκέπτεται το πράγμα ο ποιητής.
Aλλά τον διακόπτει ο υπηρέτης του που
μπαίνει
τρέχοντας, και την βαρυσήμαντην είδησι
αγγέλλει.
Άρχισε ο πόλεμος με τους Pωμαίους.
Το πλείστον του στρατού μας πέρασε τα
σύνορα.
Ο ποιητής μένει ενεός. Τι συμφορά!
Πού τώρα ο ένδοξός μας βασιλεύς,
ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ,
μ’ ελληνικά ποιήματα ν’ ασχοληθεί.
Μέσα σε πόλεμο — φαντάσου, ελληνικά
ποιήματα.
Aδημονεί ο Φερνάζης. Aτυχία!
Εκεί που το είχε θετικό με τον «Δαρείο»
ν’ αναδειχθεί, και τους επικριτάς του,
τους φθονερούς, τελειωτικά ν’
αποστομώσει.
Τι αναβολή, τι αναβολή στα σχέδιά του.
Και νάταν μόνο αναβολή, πάλι καλά.
Aλλά να δούμε αν έχουμε κι ασφάλεια
στην Aμισό. Δεν είναι πολιτεία εκτάκτως
οχυρή.
Είναι φρικτότατοι εχθροί οι Pωμαίοι.
Μπορούμε να τα βγάλουμε μ’ αυτούς,
οι Καππαδόκες; Γένεται ποτέ;
Είναι να μετρηθούμε τώρα με τες
λεγεώνες;
Θεοί μεγάλοι, της Aσίας προστάται,
βοηθήστε μας.—
Όμως μες σ’ όλη του την ταραχή και το
κακό,
επίμονα κ’ η ποιητική ιδέα πάει κι
έρχεται —
το πιθανότερο είναι, βέβαια, υπεροψίαν
και μέθην·
υπεροψίαν και μέθην θα είχεν ο Δαρείος.
Ο Δαρείος Α΄ ήταν γιος του Σατράπη της
Παρθίας Υστάσπη και καταγόταν από ένα παρακλάδι των Αχαιμενιδών. Οι συνθήκες υπό τις οποίες ανέβηκε
στο θρόνο θεωρούνται σκοτεινές και ύποπτες. Όταν το 522 π.Χ. ο τότε βασιλιάς
των Περσών Καμβύσης, γιος και διάδοχος του Κύρου Β΄, βρισκόταν στην Αίγυπτο -με
την κατάκτηση της οποίας επέκτεινε το κράτος των Αχαιμενιδών- ξέσπασε
επανάσταση στην περσική αυτοκρατορία υπό τον μάγο Gaumata. Ο μάγος αυτός παρουσιάστηκε στο λαό
ως ο αδερφός του Καμβύση, Σμέρδις, διεκδικώντας την εξουσία. Εντούτοις ο
αδερφός του Καμβύση είχε ήδη δολοφονηθεί είτε από τον ίδιο τον Καμβύση είτε από
τον Δαρείο. Επιστρέφοντας ο Καμβύσης από την Αίγυπτο για να καταπνίξει την
επανάσταση πέθανε, από φυσικά καθώς φαίνεται αίτια. Έτσι, ο θρόνος των Περσών
έμενε ουσιαστικά χωρίς διάδοχο. Ο Δαρείος θα επωφεληθεί του γεγονότος
σκοτώνοντας τον υποτιθέμενο αδερφό του Καμβύση, και ερχόμενος για ένα περίπου
χρόνο σε σύγκρουση με άλλους πιθανούς διεκδικητές του θρόνου, θα εδραιώσει την
εξουσία του επιδεικνύοντας άτεγκτη σκληρότητα.
Ο Δαρείος Α΄ είναι πιο γνωστός σε μας
από τις επιχειρούμενες εκστρατείες του εναντίον των Ελλήνων και την ήττα του
εκστρατευτικού του σώματος στο Μαραθώνα το 490 π.Χ.
Ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ Ευπάτωρ (132 π.Χ. - 63
π.Χ.), πρωτότοκος γιος του Μιθριδάτη Ε΄ Ευεργέτη, βασιλιά του Πόντου, και της
Λαοδίκης, κόρης του Αντιόχου Δ΄ Επιφανούς βασιλιά των Σελευκιδών, ήταν μόλις 12 χρονών όταν πέθανε ο
πατέρας του. Η παρουσία του ανήλικου Μιθριδάτη στη βασιλική αυλή θεωρήθηκε
ανεπιθύμητη, καθώς η φιλόδοξη μητέρα του Λαοδίκη επιθυμούσε να διατηρήσει την
εξουσία για τον εαυτό της και για τον επίσης ανήλικο γιο της Μιθριδάτη Χρηστό.
Ο Μιθριδάτης θα περιπλανηθεί για τα επόμενα επτά χρόνια στην ύπαιθρο, όπου θα
σκληραγωγηθεί και θα συνηθίσει μάλιστα τον οργανισμό του στη λήψη δηλητηρίων,
ώστε να μην είναι δυνατή η με αυτόν τον τρόπο δολοφονία του. Επιστρέφοντας στη
Σινώπη θα κατορθώσει να καταλάβει την εξουσία, παραμερίζοντας πλήρως λίγο καιρό
αργότερα τη μητέρα του, η οποία και θα πεθάνει στη φυλακή. Παρόμοια τύχη είχε
και ο αδερφός του για τον οποίο εικάζεται πως εκτελέστηκε καθ’ υπόδειξη του
Μιθριδάτη. Ο Μιθριδάτης αντλούσε την καταγωγή του από τη δυναστεία των
Αχαιμενιδών είτε μέσω του Κύρου Β΄ είτε μέσω του Δαρείου Α΄.
Ο Μιθριδάτης θέλοντας να επεκτείνει την
κυριαρχία του κράτους του στις γύρω περιοχές θα έρθει σε σύγκρουση με τους
Ρωμαίους ξεκινώντας από το 89 π.Χ. μια σειρά πολέμων εναντίον τους, οι οποίοι έμειναν γνωστοί ως οι
μιθριδατικοί πόλεμοι. Στις συγκρούσεις αυτές ο Μιθριδάτης σημείωσε αρκετές
νίκες, τα αποτελέσματα των οποίων υπήρξαν ωστόσο βραχύβια. Το ποίημα
τοποθετείται πιθανότατα στο πλαίσιο του τρίτου μιθριδατικού πολέμου (74-67
π.Χ.), κατά τη λήξη του οποίου ο Μιθριδάτης, αν και ηττημένος, είχε κατορθώσει
να επανακτήσει το μεγαλύτερο μέρος του κράτους του. Η πλήρης συντριβή και ο
θάνατος του Μιθριδάτη θα επέλθουν κατά τη διάρκεια του τέταρτου μιθριδατικού
πολέμου (66-63 π.Χ.), με το ρωμαϊκό στρατό να βρίσκεται υπό την ηγεσία του
Γνάιου Πομπήιου.
Ο Καβάφης με την αναφορά σε πραγματικά
ιστορικά πρόσωπα τοποθετεί τη δράση του ποιήματος σ’ ένα προγενέστερο ιστορικό
πλαίσιο αποδεσμεύοντάς
το αφενός από το παρόν του ίδιου του ποιητή και τονίζοντας αφετέρου τη διαχρονικότητα
των προβληματισμών που πραγματεύεται. Ο ποιητής απέφευγε να συνδέει τα ποιήματά
του και τις σε αυτά προβαλλόμενες ιδέες και διαπιστώσεις με γεγονότα της εποχής
του, καθώς θεωρούσε πως κάτι τέτοιο δε θα επέτρεπε στους αναγνώστες του να
κατανοήσουν τη διαχρονική διάσταση και την επαναλαμβανόμενη φύση τους, μιας και
εκείνοι θα παρέμεναν προσκολλημένοι στο συγχρονικό γεγονός και στο κατά πόσο
αυτό αποδόθηκε, ερμηνεύτηκε και παρουσιάστηκε σωστά, σύμφωνα με τη δική τους
κρίση.
Ειδικότερα, η αναφορά στο Δαρείο,
ο οποίος κατέχει καίριο ρόλο στο ποίημα, όπως αυτό προκύπτει από τη χρήση του
ονόματός του τόσο στον τίτλο του ποιήματος του Καβάφη, όσο και στον τίτλο του
ποιήματος του Φερνάζη, φέρνει στο επίκεντρο το θέμα της εξουσίας και
της διάθεσης των ανθρώπων που τη διεκδικούν να φτάσουν σε οποιαδήποτε ακρότητα.
Τα πιθανολογούμενα συναισθήματα του Δαρείου, όταν μετά από πολλές δολοφονίες
και ποικίλες βιαιότητες, κατέλαβε την εξουσία∙ η υπεροψία κι η μέθη από τη
δύναμη που περιήλθε στα χέρια του, συνιστούν το ένα μέρος του προβληματισμού
που τίθεται στο ποίημα.
Με τον προβληματισμό αυτό σχετίζεται
και η αναφορά στον Μιθριδάτη -το ιστορικό παρόν του οποίου λειτουργεί και ως
παρόν της ποιητικής δράσης-,
καθώς μερικούς αιώνες μετά τον πρόγονό του, βρίσκεται κι εκείνος υπό την
επήρεια της ίδιας αλαζονείας και υπεροψίας που τον ωθούν να θεωρήσει τον εαυτό
του ικανό να αντιμετωπίσει την ισχυρότατη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, διεκδικώντας
ακόμη μεγαλύτερη εξουσία και δύναμη. Η διπλή αυτή αναφορά και η χρονική
απόσταση ανάμεσα στα δύο ιστορικά πρόσωπα αποτελεί ήδη μια πρώτη πιστοποίηση
της αλήθειας και της διαχρονικότητας όσων επιχειρεί να αναδείξει ο ποιητής.
«Ο ποιητής Φερνάζης το σπουδαίον μέρος
του επικού ποιήματός του κάμνει.
Το πώς την βασιλεία των Περσών
παρέλαβε ο Δαρείος Υστάσπου. (Aπό αυτόν
κατάγεται ο ένδοξός μας βασιλεύς,
ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ).
Aλλ’ εδώ
χρειάζεται φιλοσοφία· πρέπει ν’
αναλύσει
τα αισθήματα που θα είχεν ο Δαρείος:
ίσως υπεροψίαν και μέθην· όχι όμως —
μάλλον
σαν κατανόησι της ματαιότητος των
μεγαλείων.
Βαθέως σκέπτεται το πράγμα ο ποιητής.»
Ο επινοημένος ποιητής Φερνάζης συνθέτει
ένα επικό ποίημα για τον Δαρείο Α΄ γιο του Υστάσπη, πρόγονο του Μιθριδάτη ΣΤ΄, στο οποίο επιχειρεί να υμνήσει τη
δράση και τη βασιλεία του μεγάλου Πέρση ηγεμόνα. Το σημείο που τον απασχολεί
ιδιαίτερα είναι το πώς «παρέλαβε» την εξουσία ο Δαρείος μετά το θάνατο του
προκατόχου του. Το ρήμα παρέλαβε, που υποδηλώνει μια ήπια μετάβαση της
εξουσίας, αποκρύπτει επί της ουσίας τη βία που χρειάστηκε να ασκήσει ο Δαρείος,
αλλά και τα σκοτεινά σημεία που καλύπτουν το πέρασμα του βασιλείου των
Αχαιμενιδών στα χέρια του.
Ο Φερνάζης επιθυμεί να παρουσιάσει τα
συναισθήματα του Δαρείου κατά τη στιγμή που πέρασε σε αυτόν ο θρόνος του
εκτενούς και ισχυρού βασιλείου της Περσίας. Η πρώτη σκέψη του ποιητή είναι πως φυσικά ο νέος βασιλιάς
θα αισθανόταν υπεροψία, υπερβολική υπερηφάνεια για το κατόρθωμά του να
υπερισχύσει έναντι όλων των άλλων διεκδικητών και να γίνει εκείνος ο ηγεμόνας
των Περσών, καθώς και μέθη, ένα αίσθημα παραζάλης από την έκταση και το μέγεθος
της δύναμης που αποκτούσε. Τα συναισθήματα αυτά, τα οποία αντανακλούν πλήρως τη
συναισθηματική κατάσταση κάθε φιλόδοξου ανθρώπου, ο οποίος με μηχανορραφίες,
φόνους και δολιότητες κατορθώνει να αποκτήσει μια τεράστια εξουσία, ηχούν
ωστόσο μάλλον προσβλητικά για τον Δαρείο κι αυτό προβληματίζει τον Φερνάζη,
καθώς είναι πιθανό πως θα ενοχλήσει με αυτά τον Μιθριδάτη, την εύνοια του
οποίου εν τέλει διεκδικεί.
Η επόμενη σκέψη, επομένως, του Φερνάζη
είναι να αποδώσει στον Δαρείο μια αίσθηση ωριμότητας, η οποία ταιριάζει
περισσότερο σε εξαιρετικά καλλιεργημένους και απόλυτα συνειδητοποιημένους
ηγέτες, οι οποίοι και αναγνωρίζουν απ’ την πρώτη στιγμή το μέγεθος της ευθύνης
που αναλαμβάνουν.Σκέφτεται, δηλαδή, να αποδώσει στον Δαρείο την επίγνωση και
την κατανόηση της ματαιότητας όλων αυτών των μεγαλείων, τα οποία όσο
σημαντικά κι αν φαίνονται δεν έχουν να προσθέσουν τίποτε περισσότερο στην αξία
ενός ανθρώπου με άρτια και συγκροτημένη προσωπικότητα. Για έναν πραγματικά
ευσυνείδητο ηγέτη, άλλωστε, εκείνο που θα είχε σημασία θα ήταν η ευθύνη του
απέναντι στους πολίτες του κράτους και η υποχρέωσή του να τους υπηρετήσει με
τον καλύτερο δυνατό τρόπο, κι όχι η προσωπική του ανάδειξη και φήμη.
Ωστόσο, η δεύτερη αυτή επιλογή,
μολονότι θα ήταν τιμητική για τον Δαρείο και αρεστή στον Μιθριδάτη, δεν
ικανοποιεί πλήρως τον ποιητή, ο οποίος γνωρίζει πως κάτι τέτοιο δεν ήταν αληθές. Ο Δαρείος χρειάστηκε να εξουδετερώσει
πάρα πολλούς αντιπάλους, να φανεί εξαιρετικά σκληρός και να καταφύγει σε
ακραίες βιαιότητες προκειμένου να πάρει την εξουσία. Κι όλα αυτά δεν τα έκανε
από βαθιά αίσθηση χρέους απέναντι στους μελλοντικούς υπηκόους του, αλλά
προκειμένου να καταστεί ένας από τους ισχυρότερους άνδρες της Ασίας,
αποκομίζοντας υπέρμετρα οφέλη για τον εαυτό του.
Ο Φερνάζης, λοιπόν, βρίσκεται
αντιμέτωπος μ’ ένα ουσιώδες δίλημμα, υπό την έννοια πως από τη μία έχει ό,τι
αποτελούσε πιθανότατα την ιστορική αλήθεια κι από την άλλη μια ψευδή κατάσταση, η οποία θα πρόδιδε την εγκυρότητα του
ποιήματος, αλλά θα εξυπηρετούσε άριστα τον σκοπό του να κολακεύσει τον
Μιθριδάτη. Μένει, λοιπόν, αβέβαιος για το αν θα πρέπει να σεβαστεί την ποιητική
του τέχνη και να καταγράψει την αλήθεια, διακινδυνεύοντας όμως μ’ αυτόν τον
τρόπο το προσωπικό του όφελος, ή αν θα πρέπει να προτάξει την προσωπική του
ανάδειξη και να καταγράψει στο ποίημά του μια αναληθή εικόνα της
πραγματικότητας.
«Aλλά τον διακόπτει ο υπηρέτης του που
μπαίνει
τρέχοντας, και την βαρυσήμαντην είδησι
αγγέλλει.
Άρχισε ο πόλεμος με τους Pωμαίους.
Το πλείστον του στρατού μας πέρασε τα
σύνορα.
Ο ποιητής μένει ενεός. Τι συμφορά!»
Ο Φερνάζης ασχολούμενος επίμονα με το
επικό του ποίημα είναι βέβαιος πως με αυτό θα κατορθώσει να αναδειχθεί ως
αξιόλογος ποιητής,
δίνοντας μια αποφασιστική απάντηση σε όσους τον επικρίνουν και αμφισβητούν τις
ποιητικές του ικανότητες. Ανυπομονεί, μάλιστα, σε τέτοιο βαθμό να έρθει η
στιγμή αυτής της δικαίωσης, ώστε όταν μαθαίνει πως έχει ξεκινήσει ο πόλεμος με
τους Ρωμαίους, αισθάνεται πως δέχεται ένα δεινό προσωπικό χτύπημα. Προσηλωμένος
στις εγωκεντρικές του επιδιώξεις αντιμετωπίζει το ξέσπασμα του πολέμου ως μια
αναβολή για τα δικά του σχέδια, αδυνατώντας να αντιληφθεί αμέσως τις πολύ
σημαντικότερες συνέπειες που ενδεχομένως θα έχει ένας τέτοιος πόλεμος για την
ασφάλεια του ίδιου και των συμπολιτών του. Η αγανάκτηση κι η απελπισία του
Φερνάζη φανερώνουν την αδημονία του να γνωρίσει επιτέλους την αναγνώριση που
θεωρεί πως του αξίζει.
«Πού τώρα ο ένδοξός μας βασιλεύς,
ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ,
μ’ ελληνικά ποιήματα ν’ ασχοληθεί.
Μέσα σε πόλεμο — φαντάσου, ελληνικά
ποιήματα.»
Ο Φερνάζης σκέφτεται πως με το ξέσπασμα
του πολέμου δεν υπάρχει πια περίπτωση να ασχοληθεί ο Μιθριδάτης με το επικό
ποίημα που συνθέτει για να τον τιμήσει.
Η εικόνα και μόνο του φαίνεται αδιανόητη, γι’ αυτό και σχολιάζει εμφατικά,
φαντάσου ν’ ασχολείται με ελληνικά ποιήματα μέσα σε πόλεμο. Ωστόσο, στη φράση
αυτή εντοπίζεται μια πολύ ουσιαστικότερη σκέψη σχετικά με το ρόλο της ποίησης
στις κρίσιμες στιγμές της ιστορίας. Το ερώτημα που λανθάνει είναι κατά
πόσο καθίσταται περιττή ή ανώφελη η ενασχόληση με την ποιητική τέχνη κατά τη
διάρκεια σημαντικών γεγονότων, όπως είναι μια περίοδος πολεμικών
συγκρούσεων. Κι ενώ η προφανής απάντηση για τον Φερνάζη είναι πως η ποίηση δεν
έχει θέσει σε μια τέτοια περίοδο, στην πραγματικότητα το ζήτημα επιλύεται με
μια διαφορετική προσέγγιση. Η ποίηση οφείλει να είναι παρούσα ακόμη και σε τόσο
κρίσιμες στιγμές και πολύ περισσότερο, ιδίως, σε τόσο κρίσιμες στιγμές,
διαπραγματευόμενη όμως ακριβώς τα αίτια, τις πηγές και τη φύση του ζητήματος
που απασχολεί και επηρεάζει τη ζωή των ανθρώπων εκείνη την περίοδο. Η ποίηση
δεν είναι μια επιφανειακή τέχνη που προορίζεται μόνο για τις στιγμές της σχόλης
και της αδράνειας. Είναι μια ζωντανή, ενεργή τέχνη που έχει να προσφέρει κάθε
στιγμή καίριους προβληματισμούς, ηθική στήριξη, αλλά και σκέψεις που μπορούν να
βοηθήσουν στην καθαρότερη και ουσιαστικότερη θέαση των πραγμάτων.
Ας σημειωθεί, επίσης, πως το επίθετο
ελληνικά, που υπενθυμίζει τη γενικευμένη χρήση της ελληνικής γλώσσας στα
ελληνιστικά βασίλεια,
λειτουργεί εδώ με τρόπο υπονομευτικό, καθώς ο Φερνάζης εμφανίζεται να θεωρεί
απίθανο όχι απλώς το γεγονός ν’ ασχοληθεί ο Μιθριδάτης με ποιήματα, αλλά
ειδικότερα με ελληνικά ποιήματα. Διαπίστωση που εμμέσως υποδηλώνει τη μη
ουσιαστική επαφή του Μιθριδάτη με την ελληνική παιδεία, παρά το γεγονός πως
ήταν γνώστης της ελληνικής γλώσσας και κατά τη διάρκεια της βασιλείας του
φρόντισε για τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού.
«Aδημονεί ο Φερνάζης. Aτυχία!
Εκεί που το είχε θετικό με τον «Δαρείο»
ν’ αναδειχθεί, και τους επικριτάς του,
τους φθονερούς, τελειωτικά ν’
αποστομώσει.
Τι αναβολή, τι αναβολή στα σχέδιά του.»
Στους στίχους αυτούς ο Καβάφης
ειρωνεύεται την αδημονία και την απόγνωση του Φερνάζη, ο οποίος θέλησε
να χρησιμοποιήσει την ποίηση ως μέσο κολακείας, ως μέσο για ν’ αποκτήσει φήμη
και καταξίωση κι ως μέσο για να αποστομώσει τους επικριτές του.
Μπροστά στον κίνδυνο του πολέμου ο Φερνάζης σκέφτεται επίμονα τη ματαίωση των
δικών του σχεδίων.
Η στάση αυτή του Φερνάζη φέρνει στην
επιφάνεια ένα ακόμη επίπεδο της ειρωνείας του ποιήματος, καθώς η
υπεροψία και η μέθη, που μέχρι πρότινος έμοιαζαν να χαρακτηρίζουν μόνο τους
φιλόδοξους και αιμοσταγείς ηγέτες, τώρα έρχεται να αποδοθεί και στον κενόδοξο
ποιητή. Ο Φερνάζης θεωρούσε βέβαιο πως με την ολοκλήρωσή του ποιήματός του
θα κέρδιζε την αναγνώριση που τόσο ποθούσε και θα έδινε μια τελειωτική απάντηση
στους φθονερούς επικριτές του. Η έναρξη ωστόσο του πολέμου έδωσε μια
διαφορετική απάντηση στον ίδιο τον υπεροπτικό ποιητή που είχε την αίσθηση πως
μπορούσε να ελέγξει την πορεία των πραγμάτων.
«Και νάταν μόνο αναβολή, πάλι καλά.
Aλλά να δούμε αν έχουμε κι ασφάλεια
στην Aμισό. Δεν είναι πολιτεία εκτάκτως
οχυρή.
Είναι φρικτότατοι εχθροί οι Pωμαίοι.
Μπορούμε να τα βγάλουμε μ’ αυτούς,
οι Καππαδόκες; Γένεται ποτέ;
Είναι να μετρηθούμε τώρα με τες
λεγεώνες;
Θεοί μεγάλοι, της Aσίας προστάται,
βοηθήστε μας.— »
Καθώς ο Φερνάζης συνειδητοποιεί
καλύτερα τις συνέπειες που μπορεί να έχει ο πόλεμος εκδηλώνει το φόβο και την
ανασφάλειά του∙
χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου που δε θα αναλάμβανε ποτέ μια ενεργή συμμετοχή
στις πολεμικές συγκρούσεις, ενός ανθρώπου που απέχει από τη δράση και τη
δυναμική προάσπιση της ασφάλειας της δικής του και των γύρω του. Κι είναι
τέτοιας έντασης ο φόβος του, ώστε ο ποιητής στρέφεται στις επικλήσεις προς τους
μεγάλους θεούς, τους προστάτες της Ασίας (αν και εξελληνισμένος, ο φόβος τον
ωθεί προς τους πατρογονικούς του θεούς).
Οι τρεις συνεχόμενες ρητορικές
ερωτήσεις τονίζουν την αναστάτωση και το φόβο του Φερνάζη. Ο θαυμασμός κι εμπιστοσύνη που είχε
στο πρόσωπο του ένδοξου Μιθριδάτη χάνονται μπροστά στο ενδεχόμενο της ήττας από
τους Ρωμαίους, όπως άλλωστε και η αφοσίωσή του στον βασιλιά του Πόντου και της
Καππαδοκίας.
«Όμως μες σ’ όλη του την ταραχή και το
κακό,
επίμονα κ’ η ποιητική ιδέα πάει κι
έρχεται —
το πιθανότερο είναι, βέβαια, υπεροψίαν
και μέθην·
υπεροψίαν και μέθην θα είχεν ο Δαρείος.»
Ο Φερνάζης κατακλυσμένος από
συναισθήματα απογοήτευσης για την ανατροπή των σχεδίων του, αλλά και φόβου λόγω
του πολέμου που έχει ξεκινήσει με τους Ρωμαίους, συνεχίζει να επεξεργάζεται στη
σκέψη του την ποιητική ιδέα. Του αποδίδεται έτσι ένα γνώρισμα που αναλογεί
στους ποιητές εκείνους που είναι πραγματικά αφοσιωμένοι στο έργο τους κι οποίοι
έχουν πάντοτε προσηλωμένη τη σκέψη τους στο έργο τους. Έτσι, παρά την
αναστάτωσή του, όχι μόνο δεν εγκαταλείπει την ποιητική του ιδέα, αλλά την
προσεγγίζει πλέον υπό το φως των νέων δεδομένων. Σε πρώτο επίπεδο ο
Φερνάζης εν μέσω του πολέμου απαλλάσσεται από την ανάγκη να κολακεύσει τον
Μιθριδάτη και επιλέγει την αλήθεια για τα συναισθήματα του Δαρείου. Σε αυτή την
επιλογή τον βοηθά να φτάσει άλλωστε και το παράτολμο της απόφασης του Μιθριδάτη
που πιστοποιεί την υπεροψία των φιλόδοξων ηγεμόνων.
Ωστόσο, σε δεύτερο επίπεδο κινείται η
ειρωνεία που στρέφεται και προς τον ίδιο τον ποιητή. Η υπεροψία και η μέθη που διέκριναν
κάποτε τον Δαρείο και παρασύρουν τώρα τον Μιθριδάτη, εντοπίζονται και στη στάση
του Φερνάζη. Κινούμενος από υπεροψία κι από τη διάθεση να αποστομώσει τους
ομοτέχνους του φιλοδόξησε να συνθέσει ένα επικό ποίημα που θα λειτουργούσε ως η
οριστική επισφράγιση της λογοτεχνικής του καταξίωσης, μη λαμβάνοντας υπόψη πως
τα δεδομένα της πραγματικότητας αλλάζουν γοργά και πως δεν έχει τη δύναμη επί
της ουσίας να ελέγξει το μέλλον και την πορεία που θα ακολουθήσουν τα πράγματα.
Προφανές, βέβαια, και το ενδεχόμενο ο
Φερνάζης να καταλήγει στην επιλογή της υπεροψίας και της μέθης έχοντας κατά νου
πως η επόμενη μέρα θα βρει τους Ρωμαίους νικητές και ηγεμόνες της περιοχής. Ο ποιητής άρα γράφει πλέον όχι για
τον Μιθριδάτη, αλλά για ένα διαφορετικό κοινό που δεν θα έχει κανένα λόγο να
αξιώνει κολακείες υπέρ του Δαρείου.
Στο ποίημα έχουμε έναν τριτοπρόσωπο
παντογνώστη αφηγητή, ο οποίος παρουσιάζει τη διαδικασία της ποιητικής
δημιουργίας ενός ποιητή,
καθώς και τα γεγονότα που εμπλέκονται και επηρεάζουν τη δημιουργία αυτή. Ο
τριτοπρόσωπος αυτός αφηγητής δε θα πρέπει να ταυτίζεται με τον Καβάφη, καθώς
κάθε αφηγηματική φωνή δεν είναι παρά ένα δημιούργημα του ποιητή ή συγγραφέα∙
μια υποθετική παρουσία που συντίθεται με λέξεις, αλλά δε συνιστά πραγματική
έκφανση του ίδιου του ποιητή. Εμφανής ωστόσο είναι κι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση,
όπου το λόγο λαμβάνει κυρίως ο ποιητής Φερνάζης, αλλά κι ο υπηρέτης του σ’ ένα
σημείο.
Το διαρκές πέρασμα απ’ την τριτοπρόσωπη
στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση προσδίδει στο ποίημα ζωντάνια, συμβάλλοντας στην ενίσχυση της
θεατρικότητάς του. Συνάμα, επιτρέπει την εναλλαγή της εστίασης και την προβολή
των βασικών θεματικών του ποιήματος από διαφορετική κάθε φορά οπτική.Έχουμε
έτσι, από τη μία την εγωκεντρική θέαση των πραγμάτων από τον ποιητή Φερνάζη και
από την άλλη την αντίδραση ενός εξωτερικού παρατηρητή, του τριτοπρόσωπου
αφηγητή, ο οποίος μέσω κυρίως της ειρωνείας εκφράζει έμμεσα τη δική του θέση.
Σε αρκετά σημεία επομένως η εναλλαγή αφηγητών επιτρέπει στην ειρωνεία του
ποιητή να καταστεί εναργέστερη, καθώς σε πρώτο πρόσωπο δίνονται κυρίως οι
επιθυμίες του Φερνάζη για προσωπική ανάδειξη κι οι φόβοι του. Παράλληλα, με τη
διαρκή αυτή εναλλαγή δυσχεραίνεται η διάκριση ανάμεσα στις αφηγηματικές φωνές
και άρα η διαφοροποίησή τους, στοιχείο που συνάδει με το γεγονός ότι ο ποιητής
Φερνάζης επιλύοντας το δίλημμά του υπέρ της ιστορικής αλήθειας, έρχεται
εγγύτερα στο ήθος του παντογνώστη αφηγητή αίροντας κατά κάποιο τρόπο την
ειρωνική εις βάρος του διάθεση.
Θα πρέπει να σημειωθεί πως ανάμεσα στις
αφηγηματικές φωνές και τον ίδιο τον Καβάφη υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές ήθους. Από τη μία υπάρχει ο ποιητής
Φερνάζης, ο οποίος θεωρεί πως χρησιμοποιώντας την τέχνη του μπορεί να
αναδειχθεί κερδίζοντας την εύνοια του βασιλιά και αποστομώνοντας παράλληλα τους
επικριτές του. Αμφιταλαντεύεται ωστόσο για το αν θα πρέπει να υπονομεύσει την
ποιητική του ακεραιότητα για χάρη αυτής της ανάδειξης, και εν τέλει μέσα στην
αναστάτωση της έκρηξης του πολέμου αποφασίζει υπέρ της αλήθειας και υπέρ της
τέχνης του.
Από την άλλη υπάρχει η ειρωνική φωνή
του παντογνώστη αφηγητή που επικρίνει την πρόθεση του Φερνάζη να γίνει ένας
απλός κόλακας, τονίζει την κενοδοξία του και προβάλλει πόσο εγωκεντρικός είναι
όταν με το άκουσμα της είδησης για την έναρξη του πολέμου σκέφτεται την αναβολή
των προσωπικών του σχεδίων. Ο παντογνώστης αφηγητής στέκει ως αυστηρός
κριτής του Φερνάζη και του αναγνωρίζει μόνο το γεγονός πως ακόμη και
στη σύγχυση και την ταραχή του πολέμου συνεχίζει να επεξεργάζεται την ποιητική
του ιδέα.
Τέλος, πάνω απ’ τις αφηγηματικές φωνές
βρίσκεται ο ίδιος ο Καβάφης, οι προθέσεις του οποίου φανερώνονται απ’ τις
θεματικές που επιλέγει να επεξεργαστεί. Ο Καβάφης, λοιπόν, αναγνωρίζει
πως κάποτε οι ποιητές βλέπουν ωφελιμιστικά την τέχνη τους, αντιλαμβάνεται τις
μικρότητες και τις αντιπαλότητες μεταξύ ομοτέχνων, γνωρίζει πως ο
δημιουργός κάποτε καλείται να επιλέξει ανάμεσα στην αλήθεια και σε ό,τι τυχόν
εξυπηρετεί προσωπικά του συμφέροντα ή σε ό,τι δεν πρόκειται να δημιουργήσει
αντίδραση από τους φορείς εξουσίας, και φυσικά διακρίνει την φίλαρχη και
υπεροπτική φύση των ηγεμόνων κάθε εποχής, οι οποίοι αποδέχονται την τέχνη μόνο
φαινομενικά και μόνο όσο βρίσκεται σε αντιστοιχία με τις δικές τους
πεποιθήσεις.
Ο Καβάφης χρησιμοποιεί τον παντογνώστη
αφηγητή για να ασκήσει έντονη ειρωνεία απέναντι σε ό,τι προδίδει τον απόλυτο
σεβασμό που οφείλεται στην αλήθεια της ποιητικής τέχνης, κατορθώνει ωστόσο να τον υπονομεύσει
αφήνοντας ασαφές το κίνητρο της τελικής μεταστροφής του Φερνάζη. Προκρίνει ο
Φερνάζης την ιστορική αλήθεια γιατί το ξέσπασμα του πολέμου και η πιθανότητα να
μη διαβάσει ποτέ ο Μιθριδάτης το ποίημά του τον απελευθερώνει από την ανάγκη
της κολακείας ή διότι θεωρεί πως θα υπάρξει αλλαγή στην ηγεσία του τόπου οπότε
οι αναγνώστες του ποίηματός του θα είναι τελικά οι Ρωμαίοι; Είναι η απόφαση του
Μιθριδάτη να συγκρουστεί με τους Ρωμαίους η έσχατη εκείνη επιβεβαίωση, που
αναζητούσε ο Φερνάζης, της υπεροψίας και της μέθης που διακρίνει τους εκάστοτε
φιλόδοξους ηγεμόνες και τους ωθεί σε παράτολμες πράξεις ή μήπως προκρίνεται και
πάλι η κολακεία, υπέρ άλλων ηγεμόνων αυτή τη φορά;
Οι στίχοι που ανήκουν σε πρωτοπρόσωπο
αφηγητή είναι οι ακόλουθοι:
- (Από αυτόν / κατάγεται ο ένδοξός μας
βασιλεύς, / ο Μιθριδάτης, Διονυσος κ’ Ευπάτωρ).
- ίσως υπεροψίαν και μέθην όχι όμως –
μάλλον / σαν κατανόησι της ματαιότητας των μεγαλείων.
- Άρχισε ο πόλεμος με τους Ρωμαίους. Το
πλείστον του στρατού μας πέρασε τα σύνορα. [Αυτά είναι τα μοναδικά λόγια που
δίνονται από τον υπηρέτη.]
- Τι συμφορά! Πού τώρα ο ένδοξός μας
βασιλεύς, / ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ, μ’ ελληνικά ποιήματα ν’
ασχοληθεί. Μέσα σε πόλεμο – φαντάσου, ελληνικά ποιήματα.
- Και νάταν μόνο αναβολή, πάλι καλά. /
Αλλά να δούμε αν έχουμε κι ασφάλεια / στην Αμισό. Δεν είναι πολιτεία εκτάκτως
οχυρή. / Είναι φρικτότατοι εχθροί οι Ρωμαίοι / Μπορούμε να τα βγάλουμε μ’
αυτούς, οι Καππαδόκες; Γένεται ποτέ; / Είναι να μετρηθούμε τώρα με τες
λεγεώνες; / Θεοί μεγάλοι, της Ασίας προστάται, βοηθήστε μας.-
- το πιθανότερο είναι, βέβαια,
υπεροψίαν και μέθην / υπεροψίαν και μέθην θα είχεν ο Δαρείος.