Michael Tompsett
Κατερίνα
Γώγου [Καμιά φορά]
Καμιά φορά ανοίγει η πόρτα σιγά σιγά
και μπαίνεις. Φοράς άσπρο κάτασπρο
κουστούμι και λινά παπούτσια. Σκύ-
βεις βάζεις στοργικά στη χούφτα μου
72 φράγκα και φεύγεις. Έχω μείνει
στη θέση που μ’ άφησες για να με ξανα-
βρείς. Όμως πρέπει νά ‘χει περάσει πο-
λύς καιρός γιατί τα νύχια μου μακρύ-
νανε κι οι φίλοι με φοβούνται.
Κάθε μέρα μαγειρεύω πατάτες έχω χάσει
τη φαντασία μου κι όταν ακούω
«Κατερίνα»
τρομάζω. Νομίζω πως πρέπει να καταδώσω
κάποιον.
Έχω φυλάξει κάτι αποκόμματα με κάποιον
που λέγανε πως είσαι συ. Ξέρω πως λένε
ψέματα οι εφημερίδες, γιατί γράψανε πως
σου ρίξανε στα πόδια.
Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια.
Στο μυαλό είναι ο Στόχος,
το νου σου ε;
Η γραφή της Κατερίνας Γώγου, αμιγώς
βιωματική, φανερώνει με τον πλέον πρόδηλο τρόπο τις αγωνίες που συντρίβουν την
ποιήτρια και της στερούν μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο τη δυνατότητα να
αντικρίζει τον κόσμο χωρίς τις στρεβλώσεις των εσωτερικών της δαιμόνων. Παρασυρμένη
από τη θλίψη που της γεννά η ματαίωση τόσο των προσωπικών της επιδιώξεων όσο
και του οράματός της για την επικράτηση ενός δικαιότερου πνεύματος στην
κοινωνική πραγματικότητα, αδυνατεί να εκτιμήσει ακόμη κι εκείνα που λειτουργούν
υπέρ της, κι αφήνεται, έτσι, σε μια πορεία φθοράς που την οδηγεί σ’ ένα πρόωρο
τέλος.
«Καμιά φορά ανοίγει η πόρτα σιγά σιγά
και μπαίνεις. Φοράς άσπρο κάτασπρο
κουστούμι και λινά παπούτσια. Σκύ-
βεις βάζεις στοργικά στη χούφτα μου
72 φράγκα και φεύγεις.»
Η ποιήτρια βιώνει παράλληλες διαψεύσεις
στη ζωή της που την οδηγούν και την καθηλώνουν στα δεσμά ενός ισχυρού
καταθλιπτικού συναισθήματος. Το γεγονός ότι δεν κατορθώνει να διασφαλίσει ή δεν
της προσφέρεται μια συνεχής και ικανοποιητική επαγγελματική απασχόληση, τη
φέρνει διαρκώς αντιμέτωπη με την πραγματικότητα της οικονομικής ανέχειας. Όπως
χαρακτηριστικά γράφει στην 11η ενότητα της συλλογής «Τρία κλικ
αριστερά» -απ’ την οποία αντλείται και το συγκεκριμένο ποίημα, που λειτουργεί
ως επίλογος της συλλογής-, απευθυνόμενη στην εννιάχρονη τότε κόρη της: «Μέτρησε
μόνο τα μεροκάματα που έκανα / μ’ αυτό θα μάθεις πώς έζησα. / Μέτρησε έπειτα το
νοίκι μας / ποτέ δε φτάνανε να το πληρώσω».
Άνεργη τον περισσότερο καιρό, βουλιάζει
σε σκέψεις απόγνωσης και πέφτει σε μια κατάσταση πλήρους αδράνειας. Έτσι, όταν
εκείνος ανοίγει την πόρτα και μπαίνει με το «άσπρο κάτασπρο κουστούμι» του -που
λειτουργεί ως δείκτης έντονης αντίθεσης σε σχέση με τη διάθεση εκείνης, αλλά
και ως δείκτης των αγαθών του προθέσεων-, η ποιήτρια βρίσκεται άπραγη να τον
περιμένει και δέχεται χωρίς καμία αντίρρηση τα χρήματα που αυτός με τόση
στοργικότητα της αφήνει στο χέρι.
Η ποιήτρια δε διαμαρτύρεται για τα
χρήματα που της προσφέρει, καθώς δεν έχει ούτως ή άλλως την πολυτέλεια να κάνει
κάτι τέτοιο. Αναγνωρίζει στο πρόσωπο εκείνου έναν πνευματικό σύντροφο κι έναν
συναγωνιστή, γι’ αυτό και δε διστάζει να αποδεχτεί την ελεημοσύνη του. Έχει,
άλλωστε, συμβιβαστεί με τον τρόπο που κυλά η ζωή της, όπως τον προσδιορίζει
στην πρώτη κιόλας ενότητα της συλλογής: «Μια ζωή λιγούρια ταξιδεύουμε / την
ίδια διαδρομή. / Ξευτίλα-μοναξιά-απελπισία. Κι ανάποδα.».
«Έχω μείνει
στη θέση που μ’ άφησες για να με ξανα-
βρείς. Όμως πρέπει νά ‘χει περάσει πο-
λύς καιρός γιατί τα νύχια μου μακρύ-
νανε κι οι φίλοι με φοβούνται.»
Οι σποραδικές επισκέψεις εκείνου, που
έρχεται «καμιά φορά» να τη δει και να της αφήσει λίγα χρήματα, είναι το γεγονός
που διασπά τη ρουτίνα της παραίτησής της στην αδράνεια της θλίψης και της
ανεργίας. Μ’ αυτές τις επισκέψεις μετρά συνήθως το χρόνο, μα, εδώ και καιρό,
φαίνεται πως κάτι έχει αλλάξει, διότι, αν κι εκείνη έχει μείνει στην ίδια θέση
που την άφησε την τελευταία φορά, ώστε να την ξαναβρεί πιο εύκολα, φαίνεται πως
έχει περάσει πολύς καιρός χωρίς εκείνος να φανεί. Κι αυτό το αντιλαμβάνεται η ποιήτρια,
όχι γιατί έχει αίσθηση του χρόνου ή κάποια άλλη πρακτική ένδειξη για το πέρασμα
των ημερών, αλλά γιατί διαπιστώνει πως τα νύχια της έχουν μακρύνει και πως οι
φίλοι έχουν αρχίσει να τη φοβούνται.
Σπαρακτικός ο τρόπος με τον οποίο η
Γώγου επιλέγει να δηλώσει το πόσος χρόνος έχει περάσει από την τελευταία
επίσκεψη εκείνου, καθώς φανερώνει την πλήρη αδιαφορία που γεννιέται στην ψυχή
του καταθλιπτικού ατόμου για την εναλλαγή των ημερών, μιας και καμία μέρα δεν
έχει να προσφέρει κάτι καλύτερο ή κάτι διαφορετικό.
Στην περίπτωση, πάντως, της ποιήτριας
μοιάζει να υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στις μέρες∙ μια διαφορά που την
καταγράφει στην 23η ενότητα της συλλογής: «Κάθε σήμερα μαθαίνω ν’
απορρίπτω / αυτά που πίστεψα χτες.». Κι είναι αυτή μια ιδιαίτερης βαρύτητας
δήλωση, εφόσον παρουσιάζει μιαν άλλη πηγή απογοήτευσης για τη δημιουργό, εκείνη
που της προκαλεί η διαπίστωση πως τα ιδανικά της Αριστεράς, που η ίδια τόσο
είχε πιστέψει και στα οποία είχε αποδώσει μυθικές ποιότητες, δεν συγκινούν τους
συγκαιρινούς της. Ο κόσμος μοιάζει να μην πιστεύει ή να μην ενδιαφέρεται για
την κοινωνική δικαιοσύνη και την ελευθερία που θα μπορούσε, όπως θεωρούσε η
ποιήτρια, να προσφέρει ο κομμουνισμός.
«Κάθε μέρα μαγειρεύω πατάτες έχω χάσει
τη φαντασία μου κι όταν ακούω «Κατερίνα»
τρομάζω. Νομίζω πως πρέπει να καταδώσω
κάποιον.»
Η αίσθηση ματαιότητας, της έχει
αφαιρέσει κάθε διάθεση δημιουργικότητας, όπως και κάθε ανάγκη για την ύπαρξη
κάποιας ποικιλίας, κάποιας διαφοροποίησης στην καθημερινότητά της. Κάθε μέρα
μαγειρεύει πατάτες, αδιαφορώντας για το απαράλλαχτο της διατροφής της, αφού το
μόνο που έχει σημασία είναι να διατηρηθεί στη ζωή. Δεν αποζητά το διαφορετικό,
αφού μόλις και μετά βίας ανέχεται την παράταση των απαράλλαχτα επώδυνων
συνθηκών της ζωής της. Η ανεργία κι η προσωπική της θλίψη είναι, πάντως, μέρος
μόνο του προβλήματος, αφού ζώντας σε με κοινωνία όπου η εξουσία φροντίζει να
θέτει με κάθε τρόπο υπό έλεγχο τα μέλη της και να μην αποδέχεται παρεκκλίσεις ή
αμφισβητήσεις, η ποιήτρια με το ελεύθερο πνεύμα και την επίμονα αρνητική στάση
απέναντι στους όποιους κυβερνώντες έρχεται συχνά αντιμέτωπη με τις αρχές και
τους λοιπούς φορείς εξουσίας. Ζει υπό καθεστώς φόβου και νιώθει πως βρίσκεται
διαρκώς υπό παρακολούθηση∙ πως ανά πάσα στιγμή κάποιος θα βρεθεί που θα θελήσει
να την ανακρίνει και θα της ζητήσει να καταδώσει κάποιον από τους ομοϊδεάτες
της.
Η Γώγου αρνείται να συμβιβαστεί με την
ιδέα μιας αστυνομευόμενης δημοκρατίας, στο πλαίσιο της οποίας οι πολίτες
οφείλουν να υποτάσσονται στις αποφάσεις και στις πεποιθήσεις των λίγων εκλεκτών
που κινούν τα νήματα της εξουσίας. Το κράτος για τη Γώγου δεν είναι ένας φορέας
διασφάλισης της αρμονικής κοινωνικής ζωής, που υπό προϋποθέσεις μπορεί να
οδηγήσει το σύνολο των πολιτών στην ευημερία, αλλά ένας φορέας συνεχούς
καταπίεσης που μόνο στόχο έχει την πλήρη συντριβή οποιασδήποτε εναντίωσης στους
σχεδιασμούς και στα συμφέροντα των κρατούντων.
«Έχω φυλάξει κάτι αποκόμματα με κάποιον
που λέγανε πως είσαι συ. Ξέρω πως λένε
ψέματα οι εφημερίδες, γιατί γράψανε πως
σου ρίξανε στα πόδια.
Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια.
Στο μυαλό είναι ο Στόχος,
το νου σου ε;»
Η Γώγου ανήκει στον κόσμο των
αναρχικών, έχοντας την πλήρη βεβαιότητα πως κάθε κυβερνητικό μόρφωμα επιδιώκει
αποκλειστικά την εξυπηρέτηση των δικών του συμφερόντων και μόνο, δείχνοντας
πλήρη αδιαφορία για τα δίκαια του λαού. Οι πολίτες είναι για το κράτος εν
δυνάμει επικίνδυνες μονάδες που πρέπει να τεθούν υπό πλήρη έλεγχο, ώστε να μην
υπάρχει καμία αντίδραση στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς.
Στον ίδιο κόσμο με την ποιήτρια
κινείται κι εκείνος, για τον οποίο έγραψαν οι εφημερίδες πως οι αστυνομικές
δυνάμεις του έριξαν στα πόδια, ίσως σε κάποια διαδήλωση διαμαρτυρίας ή στο πλαίσιο
κάποιας πιο δυναμικής πράξης κατά της εξουσίας. Η Γώγου, ωστόσο, θεωρεί πως
είτε δεν πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο είτε πως οι εφημερίδες λένε ψέματα,
διότι αποκλείεται να του έριχναν απλώς στα πόδια. Οι αρχές δε σημαδεύουνε στα
πόδια∙ δεν τους ενδιαφέρει να ακινητοποιήσουν ή να αδρανοποιήσουν προσωρινά τον
αντίπαλό τους. Ο δικός τους Στόχος είναι στο μυαλό, διότι μόνον έτσι μπορούν να
τερματίσουν διαμιάς την αντίδραση όσων τους αμφισβητούν. Το χτύπημα που θέλουν
να καταφέρουν εκείνοι, θέλουν να είναι οριστικό, χωρίς ν’ αφήνει περιθώρια
επανάκαμψης.
«Το νου σου, ε;», τον παροτρύνει η
ποιήτρια, προκειμένου να του υπενθυμίσει πως ο κίνδυνος βρίσκεται ακριβώς σ’
εκείνο το μοιραίο χτύπημα, που έρχεται και αίρει κάθε διάθεση αντίδρασης, καθώς
το άτομο παύει να βλέπει τον εαυτό του ως μέλος ενός συνόλου και κυνηγά πλέον
την προσωπική του ευδαιμονία, έχοντας υποκύψει στις συνεχιζόμενες προσπάθειες
των κρατούντων να αλώσουν την κοινωνική και πολιτική συνείδηση των πολιτών.
Στοχεύοντας στο μυαλό οι έχοντες την εξουσία επιδιώκουν και καταφέρνουν να
απομακρύνουν την προσοχή των πολιτών από τη δική τους ανικανότητα να υπηρετήσουν
ορθά το κοινωνικό σύνολο -που πηγάζει από την πλήρη αδιαφορία τους απέναντι στα
λαϊκά συμφέροντα-, και τη στρέφουν στη διεκδίκηση του ατομικού τους
συμφέροντος. Οι πολίτες έχοντας κατά νου το δέλεαρ μιας προσωπικής ουτοπίας,
λησμονούν το χρέος τους απέναντι στους συνανθρώπους τους και απέναντι στο
υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο, το οποίο διασπασμένο σε μονάδες και μικρές ομάδες,
χάνει τη δυναμική του και αφήνει το πεδίο ελεύθερο στην ασυδοσία των
κρατούντων.
Το μοιραίο χτύπημα έρχεται όταν οι
πολίτες διασπώνται και στρέφονται ο ένας εναντίον του άλλου, καταστρέφοντας
οριστικά από μόνοι τους την αδιαμφισβήτητη δύναμη που έχουν ως συσπειρωμένη
ομάδα. Ο διχασμός των πολιτών αποτελεί δίχως άλλο τη μεγαλύτερη νίκη εκείνων
που έχουν την εξουσία, αφού καθιστά οποιαδήποτε πιθανή αντίδραση αδύναμη και
πολύ περισσότερο κατακριτέα από το υπόλοιπο κοινωνικό σώμα, που άθελά του
τρέπεται σε υποχείριο των κρατούντων.
Ο Στόχος, λοιπόν, βρίσκεται πράγματι
στο μυαλό, διότι όχι μόνο απαλλάσσει τους κυβερνώντες από την αποκρουστική
ανάγκη να καταφύγουν στη βία, αλλά τους επιτρέπει κιόλας να χρησιμοποιούν τους
ίδιους τους πολίτες ως όργανα καταστολής των όποιων αντιδράσεων, αφού
στρέφονται οι ίδιοι με μένος ενάντια σ’ εκείνους που θα έπρεπε κανονικά να
είναι τα αδέρφια κι οι σύντροφοί τους σ’ έναν κοινό αγώνα κατά της εξουσίας.