Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εξαρτώ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Jacob Zelazny
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εξαρτώ»
 
Το ρήμα εξαρτώ προέρχεται από τα αρχαία συνηρημένα σε -αω > -
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
εξαρτώ, εξαρτάς, εξαρτά, εξαρτάμε & εξαρτούμε, εξαρτάτε, εξαρτάνε & εξαρτούν (ή εξαρτούνε) 
Υποτακτική
να εξαρτώ, να εξαρτάς, να εξαρτά, να εξαρτάμε, να εξαρτάτε, να εξαρτούν ή να εξαρτάνε
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: εξαρτάτε
Μετοχή
εξαρτώντας
 
Παρατατικός
Οριστική
εξαρτούσα, εξαρτούσες, εξαρτούσε, εξαρτούσαμε, εξαρτούσατε, εξαρτούσαν (ή εξαρτούσανε)
 
Αόριστος
Οριστική
εξάρτησα, εξάρτησες, εξάρτησε, εξαρτήσαμε, εξαρτήσατε, εξάρτησαν (ή εξαρτήσανε)
Υποτακτική
να εξαρτήσω, να εξαρτήσεις, να εξαρτήσει, να εξαρτήσουμε, να εξαρτήσετε, να εξαρτήσουν (ή να εξαρτήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: εξάρτησε – β΄ πληθυντικό: εξαρτήστε     
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εξαρτώ, θα εξαρτάς, θα εξαρτά, θα εξαρτάμε, θα εξαρτάτε, θα εξαρτούν ή θα εξαρτάνε
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εξαρτήσω, θα εξαρτήσεις, θα εξαρτήσει, θα εξαρτήσουμε, θα εξαρτήσετε, θα εξαρτήσουν (ή θα εξαρτήσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εξαρτήσει, θα έχεις εξαρτήσει, θα έχει εξαρτήσει, θα έχουμε εξαρτήσει, θα έχετε εξαρτήσει, θα έχουν(ε) εξαρτήσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εξαρτήσει, έχεις εξαρτήσει, έχει εξαρτήσει, έχουμε εξαρτήσει, έχετε εξαρτήσει, έχουν(ε) εξαρτήσει
Υποτακτική
να έχω εξαρτήσει, να έχεις εξαρτήσει, να έχει εξαρτήσει, να έχουμε εξαρτήσει, να έχετε εξαρτήσει, να έχουν(ε) εξαρτήσει
Μετοχή
έχοντας εξαρτήσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εξαρτήσει, είχες εξαρτήσει, είχε εξαρτήσει, είχαμε εξαρτήσει, είχατε εξαρτήσει, είχαν/είχανε εξαρτήσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
εξαρτώμαι, εξαρτάσαι, εξαρτάται, εξαρτώμεθα, εξαρτάστε, εξαρτώνται
& εξαρτιέμαι, εξαρτιέσαι, εξαρτιέται, εξαρτιόμαστε, εξαρτιόσαστε ή εξαρτιέστε, εξαρτιόνται
Υποτακτική
να εξαρτώμαι, να εξαρτάσαι, να εξαρτάται, να εξαρτώμεθα, να εξαρτάστε, να εξαρτώνται
& να εξαρτιέμαι, να εξαρτιέσαι, να εξαρτιέται, να εξαρτιόμαστε, να εξαρτιόσαστε ή να εξαρτιέστε, να εξαρτιόνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: εξαρτάστε
Μετοχή
εξαρτώμενος, εξαρτώμενη, εξαρτώμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
εξαρτιόμουν, εξαρτιόσουν, εξαρτιόταν ή εξαρτάτο, εξαρτιόμαστε ή εξαρτιόμασταν, εξαρτιόσαστε ή εξαρτιόσασταν, εξαρτιόνταν ή εξαρτώντο
 
Αόριστος
Οριστική
εξαρτήθηκα, εξαρτήθηκες, εξαρτήθηκε, εξαρτηθήκαμε, εξαρτηθήκατε, εξαρτήθηκαν (ή εξαρτηθήκανε)
Υποτακτική
να εξαρτηθώ, να εξαρτηθείς, να εξαρτηθεί, να εξαρτηθούμε, να εξαρτηθείτε, να εξαρτηθούν (ή να εξαρτηθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: εξαρτήσου β΄ πληθυντικό: εξαρτηθείτε    
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εξαρτώμαι, θα εξαρτάσαι, θα εξαρτάται, θα εξαρτώμεθα, θα εξαρτάστε, θα εξαρτώνται
& θα εξαρτιέμαι, θα εξαρτιέσαι, θα εξαρτιέται, θα εξαρτιόμαστε, θα εξαρτιόσαστε ή θα εξαρτιέστε, θα εξαρτιόνται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εξαρτηθώ, θα εξαρτηθείς, θα εξαρτηθεί, θα εξαρτηθούμε, θα εξαρτηθείτε, θα εξαρτηθούν (ή θα εξαρτηθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εξαρτηθεί, θα έχεις εξαρτηθεί, θα έχει εξαρτηθεί, θα έχουμε εξαρτηθεί, θα έχετε εξαρτηθεί, θα έχουν(ε) εξαρτηθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εξαρτηθεί, έχεις εξαρτηθεί, έχει εξαρτηθεί, έχουμε εξαρτηθεί, έχετε εξαρτηθεί, έχουν(ε) εξαρτηθεί
Υποτακτική
να έχω εξαρτηθεί, να έχεις εξαρτηθεί, να έχει εξαρτηθεί, να έχουμε εξαρτηθεί, να έχετε εξαρτηθεί, να έχουν(ε) εξαρτηθεί
Μετοχή
εξαρτημένος, εξαρτημένη, εξαρτημένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εξαρτηθεί, είχες εξαρτηθεί, είχε εξαρτηθεί, είχαμε εξαρτηθεί, είχατε εξαρτηθεί, είχαν(ε) εξαρτηθεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διερευνώ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Brand A 

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διερευνώ»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
διερευνάω & διερευνώ, διερευνάς, διερευνάει & διερευνά, διερευνάμε & διερευνούμε, διερευνάτε, διερευνάνε (ή διερευνάν) & διερευνούν (ή διερευνούνε) 
Υποτακτική
να διερευνάω, να διερευνάς, να διερευνάει, να διερευνούμε, να διερευνάτε, να διερευνάνε
& να διερευνώ, να διερευνάς, να διερευνά, να διερευνάμε, να διερευνάτε, να διερευνούν
Προστακτική
β΄ ενικό: διερεύνα – β΄ πληθυντικό: διερευνάτε
Μετοχή
διερευνώντας
 
Παρατατικός
Οριστική
διερευνούσα, διερευνούσες, διερευνούσε, διερευνούσαμε, διερευνούσατε, διερευνούσαν (ή διερευνούσανε)
& διερεύναγα, διερεύναγες, διερεύναγε, διερευνάγαμε, διερευνάγατε, διερεύναγαν (ή διερευνάγανε)
 
Αόριστος
Οριστική
διερεύνησα, διερεύνησες, διερεύνησε, διερευνήσαμε, διερευνήσατε, διερεύνησαν (ή διερευνήσανε)
Υποτακτική
να διερευνήσω, να διερευνήσεις, να διερευνήσει, να διερευνήσουμε, να διερευνήσετε, να διερευνήσουν (ή να διερευνήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: διερεύνησε – β΄ πληθυντικό: διερευνήστε     
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διερευνάω, θα διερευνάς, θα διερευνάει, θα διερευνούμε, θα διερευνάτε, θα διερευνάνε
& θα διερευνώ, θα διερευνάς, θα διερευνά, θα διερευνάμε, θα διερευνάτε, θα διερευνούν (ή θα διερευνούνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διερευνήσω, θα διερευνήσεις, θα διερευνήσει, θα διερευνήσουμε, θα διερευνήσετε, θα διερευνήσουν (ή θα διερευνήσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω διερευνήσει, θα έχεις διερευνήσει, θα έχει διερευνήσει, θα έχουμε διερευνήσει, θα έχετε διερευνήσει, θα έχουν(ε) διερευνήσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διερευνήσει, έχεις διερευνήσει, έχει διερευνήσει, έχουμε διερευνήσει, έχετε διερευνήσει, έχουν(ε) διερευνήσει
Υποτακτική
να έχω αγαπήσει, να έχεις αγαπήσει, να έχει αγαπήσει, να έχουμε αγαπήσει, να έχετε αγαπήσει, να έχουν αγαπήσει
Μετοχή
έχοντας διερευνήσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διερευνήσει, είχες διερευνήσει, είχε διερευνήσει, είχαμε διερευνήσει, είχατε διερευνήσει, είχαν/είχανε διερευνήσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
διερευνώμαι, διερευνάσαι, διερευνάται, διερευνόμαστε ή διερευνώμεθα, διερευνάστε, διερευνώνται
Υποτακτική
να διερευνώμαι, να διερευνάσαι, να διερευνάται, να διερευνόμαστε ή να διερευνώμεθα, να διερευνάστε, να διερευνώνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: διερευνάστε
Μετοχή
διερευνώμενος, διερευνώμενη, διερευνώμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
διερευνόμουν, διερευνόσουν, διερευνόταν ή διερευνάτο, διερευνόμαστε ή διερευνόμασταν, διερευνόσαστε ή διερευνόσασταν, διερευνώνταν ή διερευνώντο
Σημείωση: Σε χρήση είναι μόνο οι τύποι του γ΄ ενικού και πληθυντικού προσώπου, καθώς το ρήμα διερευνώμαι ακολουθεί το λόγιο κλιτικό σχήμα και είναι, ως εκ τούτου, ελλειπτικό στον Παρατατικό. Οι μη δόκιμοι τύποι των άλλων προσώπων μπορούν να αντικατασταθούν από περιφράσεις, π.χ. Ήμουν υπό διερεύνηση.  
 
Αόριστος
Οριστική
διερευνήθηκα, διερευνήθηκες, διερευνήθηκε, διερευνηθήκαμε, διερευνηθήκατε, διερευνήθηκαν (ή διερευνηθήκανε)
Υποτακτική
να διερευνηθώ, να διερευνηθείς, να διερευνηθεί, να διερευνηθούμε, να διερευνηθείτε, να διερευνηθούν (ή να διερευνηθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: διερευνήσου β΄ πληθυντικό: διερευνηθείτε    
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διερευνώμαι, θα διερευνάσαι, θα διερευνάται, θα διερευνόμαστε ή θα διερευνώμεθα, θα διερευνάστε, θα διερευνώνται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διερευνηθώ, θα διερευνηθείς, θα διερευνηθεί, θα διερευνηθούμε, θα διερευνηθείτε, θα διερευνηθούν (ή θα διερευνηθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω διερευνηθεί, θα έχεις διερευνηθεί, θα έχει διερευνηθεί, θα έχουμε διερευνηθεί, θα έχετε διερευνηθεί, θα έχουν(ε) διερευνηθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διερευνηθεί, έχεις διερευνηθεί, έχει διερευνηθεί, έχουμε διερευνηθεί, έχετε διερευνηθεί, έχουν(ε) διερευνηθεί
Υποτακτική
να έχω διερευνηθεί, να έχεις διερευνηθεί, να έχει διερευνηθεί, να έχουμε διερευνηθεί, να έχετε διερευνηθεί, να έχουν(ε) διερευνηθεί
Μετοχή
διερευνημένος, διερευνημένη, διερευνημένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διερευνηθεί, είχες διερευνηθεί, είχε διερευνηθεί, είχαμε διερευνηθεί, είχατε διερευνηθεί, είχαν(ε) διερευνηθεί
 
Σημείωση: Ο μεσοπαθητικός παρατατικός των ρημάτων που προέρχονται από τα αρχαία συνηρημένα σε -αω > - παρουσιάζει μεγάλη ρευστότητα, καθώς για αρκετά ρήματα παρουσιάζονται διτυπίες ή και πολυτυπίες, πράγμα αισθητό στους περισσότερους ομιλητές οι οποίοι αναζητούν διάφορες λύσεις. Αρκετά ρήματα του λόγιου κλιτικού συστήματος θα μπορούσαν επίσης να χαρακτηριστούν ελλειπτικά, καθώς δεν είναι εύχρηστα σε όλα τα πρόσωπα του συγκεκριμένου χρόνου.
Μολονότι η κλίση των εν λόγω ρημάτων δεν έχει ακόμη σταθεροποιηθεί, μπορούμε να διακρίνουμε -σε σχέση με τον μεσοπαθητικό παρατατικό- δύο ομάδες, οι οποίες παρουσιάζουν διαφορετικό βαθμό δυσκολίας.
1.      Ρήματα μεταπλασμένα στον ενεστώτα (σε -ιέμαι)
Πρόκειται για ρήματα (προερχόμενα από αρχαία συνηρημένα σε -αω > -), τα οποία στον ενεστώτα έχουν ήδη μεταπλαστεί και ακολουθούν το ομαλό κλιτικό σχήμα -ιέμαι, -ιέσαι, -ιέται…. Τέτοια ρήματα είναι, μεταξύ άλλων, τα εξής: αναρωτιέμαι, γελιέμαι, γεννιέμαι, καυχιέμαι, κυβερνιέμαι, μαδιέμαι, μασιέμαι, νικιέμαι, πλανιέμαι, ρωτιέμαι, σπαταλιέμαι, συναντιέμαι κ.ά. Τα ρήματα αυτά δεν προκαλούν πραγματική δυσκολία, διότι στον παρατατικό κλίνονται με βάση την κατηγορία των ρημάτων σε -ιέμαι, που είναι ποικίλης προελεύσεως (π.χ. χτυπιέμαι, κρατιέμαι, μετριέμαι).
Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα που ακολουθούν:
γεννιόμουν, γεννιόσουν, γεννιόταν, γεννιόμαστε ή γεννιόμασταν, γεννιόσαστε ή γεννιόσασταν, γεννιούνταν ή γεννιόνταν
αναρωτιόμουν, αναρωτιόσουν, αναρωτιόταν, αναρωτιόμαστε ή αναρωτιόμασταν, αναρωτιόσαστε ή αναρωτιόσασταν, αναρωτιούνταν ή αναρωτιόνταν
 
2.     Ρήματα που ακολουθούν τη λόγια κλίση στον ενεστώτα (σε -ώμαι)
Πρόκειται για ρήματα (προερχόμενα από αρχαία συνηρημένα σε σε -αω > -), τα οποία στον ενεστώτα διατηρούν το λόγιο κλιτικό σχήμα -ώμαι, -άσαι, -άται… Τέτοια ρήματα είναι, μεταξύ άλλων, τα εξής (ορισμένα δίδονται στο γ΄ πρόσωπο, επειδή είναι πιο εύχρηστο): αιτιώμαι, ανακτώμαι, αναρτάται, ανατιμάται, αντανακλάται, απαντάται, απατώμαι, αποκολλάται, αποπειρώμαι, απορροφάται, αποσιωπάται, αποσπώμαι, βρυχώμαι, διαθλάται, διασπάται, εγγυώμαι, εκτιμάται, εξαρτώμαι, ερευνάται, καταχρώμαι, κυβερνώμαι, μελετάται, προσαρτάται, προσδοκάται, προσκολλώμαι, συσπώμαι κ.ά.
Μερικά από αυτά ακολουθούν διπλό κλιτικό σχήμα στον ενεστώτα, λόγιο ή μεταπλασμένο, ανάλογα με το ύφος και τον ομιλητή, π.χ. βρυχιέμαι – βρυχώμαι, καυχιέμαι – καυχώμαι, κυβερνιέμαι – κυβερνώμαι, περιπλανιέμαι – περιπλανώμαι, συναντιέμαι – συναντώμαι, αναρριχιέμαι – αναρριχώμαι κ.ά.
Στις περιπτώσεις αυτές παρατηρούνται οι εξής τάσεις:
α) Τα ρήματα που έχουν εναλλακτικό μεταπλασμένο τύπο στον ενεστώτα τείνουν να τον διατηρούν και στον παρατατικό, ιδίως σε οικείο, μη τυπικό ύφος. Παραδείγματα: περιπλανιόμουν, καυχιόταν, συναντιόσαστε, κυβερνιόταν κ.ά. Στην ίδια ομάδα ανήκει και το ρήμα εγγυώμαι, επειδή έχει φωνήεν /i/ πριν από το ληκτικό τέρμα -ώμαι, με αποτέλεσμα να προσαρμόζεται εύκολα στο κλιτικό σχήμα του παρατατικού των μεταπλασμένων: εγγυόμουν, εγγυόσουν, εγγυόταν…
Ωστόσο και ρήματα αυτής της κατηγορίας μπορούν, σε επίσημο ή τυπικό ύφος, να έχουν λόγια επίθημα, κυρίως στο γ΄ ενικό πρόσωπο, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται διτυπίες ή πολυτυπίες. Παραδείγματα: εξαρτιόταν – εξαρτάτο – εξήρτατο, κυβερνιόταν – κυβερνάτο, συναντιόταν - συναντάτο κ.ά.
β) Τα λόγια ρήματα, που αποτελούν την πλειονότητα της συγκεκριμένης ομάδας, είναι ελλειπτικά και κατά κανόνα δεν σχηματίζουν άλλα πρόσωπα πλην του γ΄ ενικού και του γ΄ πληθυντικού (σπανιότερα). Στα πρόσωπα αυτά συνήθως διατηρείται ο αρχαίος τύπος σε -άτο (γ΄ ενικό), ενώ στο γ΄ πληθυντικό το ομαλότερο επίθημα -ώνταν (π.χ. αποπειρώνταν, καταχρώνταν, ερευνώνταν) συνυπάρχει με το αρχαίο -ώντο. Σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρείται και συλλαβική αύξηση. Παραδείγματα: αντανακλώντο, απεσπάτο, ετιμάτο, εκτιμάτο, αποπειράτο, μελετώνταν, διεσπάτο.
Παρατήρηση: Στα λόγια μη μεταπλασμένα ρήματα οι τύποι α΄ και β΄ ενικού και πληθυντικού προσώπου του μεσοπαθητικού παρατατικού είναι δύσχρηστοι. Έχουν εμφανιστεί κατά καιρούς εξομαλισμένοι τύποι όπως π.χ. διασπόμουν, απορροφόσουν, καταχρόμουν κ.ά. χωρίς ωστόσο να αποκτήσουν ερείσματα στη χρήση.
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δροσίζω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
 

Science Photo Library


Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δροσίζω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
δροσίζω, δροσίζεις, δροσίζει, δροσίζουμε, δροσίζετε, δροσίζουν (ή δροσίζουνε)
Υποτακτική
να δροσίζω, να δροσίζεις, να δροσίζει, να δροσίζουμε, να δροσίζετε, να δροσίζουν (ή να δροσίζουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: δρόσιζε – β΄ πληθυντικό: δροσίζετε
Μετοχή
δροσίζοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
δρόσιζα, δρόσιζες, δρόσιζε, δροσίζαμε, δροσίζατε, δρόσιζαν ή δροσίζανε
 
Αόριστος
Οριστική
δρόσισα, δρόσισες, δρόσισε, δροσίσαμε, δροσίσατε, δρόσισαν ή δροσίσανε
Υποτακτική
να δροσίσω, να δροσίσεις, να δροσίσει, να δροσίσουμε, να δροσίσετε, να δροσίσουν (ή να δροσίσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: δρόσισε – β΄ πληθυντικό: δροσίστε  
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δροσίζω, θα δροσίζεις, θα δροσίζει, θα δροσίζουμε, θα δροσίζετε, θα δροσίζουν (ή θα δροσίζουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δροσίσω, θα δροσίσεις, θα δροσίσει, θα δροσίσουμε, θα δροσίσετε, θα δροσίσουν (ή θα δροσίσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω δροσίσει, θα έχεις δροσίσει, θα έχει δροσίσει, θα έχουμε δροσίσει, θα έχετε δροσίσει, θα έχουν(ε) δροσίσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω δροσίσει, έχεις δροσίσει, έχει δροσίσει, έχουμε δροσίσει, έχετε δροσίσει, έχουν(ε) δροσίσει
Υποτακτική
να έχω δροσίσει, να έχεις δροσίσει, να έχει δροσίσει, να έχουμε δροσίσει, να έχετε δροσίσει, να έχουν(ε) δροσίσει
Μετοχή
έχοντας δροσίσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα δροσίσει, είχες δροσίσει, είχε δροσίσει, είχαμε δροσίσει, είχατε δροσίσει, είχαν(ε) δροσίσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
δροσίζομαι, δροσίζεσαι, δροσίζεται, δροσιζόμαστε, δροσίζεστε, δροσίζονται
Υποτακτική
να δροσίζομαι, να δροσίζεσαι, να δροσίζεται, να δροσιζόμαστε, να δροσίζεστε, να δροσίζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: δροσίζεστε
Μετοχή
δροσιζόμενος, δροσιζόμενη, δροσιζόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
δροσιζόμουν, δροσιζόσουν, δροσιζόταν, δροσιζόμαστε, δροσιζόσαστε, δροσίζονταν
(& δροσιζόμουνα, δροσιζόσουνα, δροσιζότανε, δροσιζόμασταν, δροσιζόσασταν, δροσιζόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
δροσίστηκα, δροσίστηκες, δροσίστηκε, δροσιστήκαμε, δροσιστήκατε, δροσίστηκαν ή δροσιστήκανε
Υποτακτική
να δροσιστώ, να δροσιστείς, να δροσιστεί, να δροσιστούμε, να δροσιστείτε, να δροσιστούν ή να δροσιστούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: δροσίσου β΄ πληθυντικό: δροσιστείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δροσίζομαι, θα δροσίζεσαι, θα δροσίζεται, θα δροσιζόμαστε, θα δροσίζεστε, θα δροσίζονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δροσιστώ, θα δροσιστείς, θα δροσιστεί, θα δροσιστούμε, θα δροσιστείτε, θα δροσιστούν ή θα δροσιστούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω δροσιστεί, θα έχεις δροσιστεί, θα έχει δροσιστεί, θα έχουμε δροσιστεί, θα έχετε δροσιστεί, θα έχουν(ε) δροσιστεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω δροσιστεί, έχεις δροσιστεί, έχει δροσιστεί, έχουμε δροσιστεί, έχετε δροσιστεί, έχουν(ε) δροσιστεί
Υποτακτική
να έχω δροσιστεί, να έχεις δροσιστεί, να έχει δροσιστεί, να έχουμε δροσιστεί, να έχετε δροσιστεί, να έχουν(ε) δροσιστεί
Μετοχή
δροσισμένος, δροσισμένη, δροσισμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα δροσιστεί, είχες δροσιστεί, είχε δροσιστεί, είχαμε δροσιστεί, είχατε δροσιστεί, είχαν(ε) δροσιστεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «χειραφετώ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Toms Tee Store

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «χειραφετώ»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
χειραφετώ, χειραφετείς, χειραφετεί, χειραφετούμε, χειραφετείτε, χειραφετούν (ή χειραφετούνε)
Υποτακτική
να χειραφετώ, να χειραφετείς, να χειραφετεί, να χειραφετούμε, να χειραφετείτε, να χειραφετούν (ή να χειραφετούνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: χειραφέτει – β΄ πληθυντικό: χειραφετείτε
Μετοχή
χειραφετώντας
 
Παρατατικός
Οριστική
χειραφετούσα, χειραφετούσες, χειραφετούσε, χειραφετούσαμε, χειραφετούσατε, χειραφετούσαν (ή χειραφετούσανε)
 
Αόριστος
Οριστική
χειραφέτησα, χειραφέτησες, χειραφέτησε, χειραφετήσαμε, χειραφετήσατε, χειραφέτησαν ή χειραφετήσανε
Υποτακτική
να χειραφετήσω, να χειραφετήσεις, να χειραφετήσει, να χειραφετήσουμε, να χειραφετήσετε, να χειραφετήσουν (ή να χειραφετήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: χειραφέτησε β΄ πληθυντικό: χειραφετήστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα χειραφετώ, θα χειραφετείς, θα χειραφετεί, θα χειραφετούμε, θα χειραφετείτε, θα χειραφετούν (ή θα χειραφετούνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα χειραφετήσω, θα χειραφετήσεις, θα χειραφετήσει, θα χειραφετήσουμε, θα χειραφετήσετε, θα χειραφετήσουν (ή θα χειραφετήσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω χειραφετήσει, θα έχεις χειραφετήσει, θα έχει χειραφετήσει, θα έχουμε χειραφετήσει, θα έχετε χειραφετήσει, θα έχουν(ε) χειραφετήσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω χειραφετήσει, έχεις χειραφετήσει, έχει χειραφετήσει, έχουμε χειραφετήσει, έχετε χειραφετήσει, έχουν(ε) χειραφετήσει
Υποτακτική
να έχω χειραφετήσει, να έχεις χειραφετήσει, να έχει χειραφετήσει, να έχουμε χειραφετήσει, να έχετε χειραφετήσει, να έχουν(ε) χειραφετήσει
Μετοχή
έχοντας χειραφετήσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα χειραφετήσει, είχες χειραφετήσει, είχε χειραφετήσει, είχαμε χειραφετήσει, είχατε χειραφετήσει, είχαν(ε) χειραφετήσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
χειραφετούμαι, χειραφετείσαι, χειραφετείται, χειραφετούμαστε, χειραφετείστε, χειραφετούνται
Υποτακτική
να χειραφετούμαι, να χειραφετείσαι, να χειραφετείται, να χειραφετούμαστε, να χειραφετείστε, να χειραφετούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: χειραφετείστε
Μετοχή
χειραφετούμενος, χειραφετούμενη, χειραφετούμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
χειραφετούμουν, χειραφετούσουνα, χειραφετούταν, χειραφετούμασταν ή χειραφετούμαστε, χειραφετούσαστε, χειραφετούνταν
 
Αόριστος
Οριστική
χειραφετήθηκα, χειραφετήθηκες, χειραφετήθηκε, χειραφετηθήκαμε, χειραφετηθήκατε, χειραφετήθηκαν ή χειραφετηθήκανε
Υποτακτική
να χειραφετηθώ, να χειραφετηθείς, να χειραφετηθεί, να χειραφετηθούμε, να χειραφετηθείτε, να χειραφετηθούν ή να χειραφετηθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: χειραφετήσου β΄ πληθυντικό: χειραφετηθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα χειραφετούμαι, θα χειραφετείσαι, θα χειραφετείται, θα χειραφετούμαστε, θα χειραφετείστε, θα χειραφετούνται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα χειραφετηθώ, θα χειραφετηθείς, θα χειραφετηθεί, θα χειραφετηθούμε, θα χειραφετηθείτε, θα χειραφετηθούν ή θα χειραφετηθούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω χειραφετηθεί, θα έχεις χειραφετηθεί, θα έχει χειραφετηθεί, θα έχουμε χειραφετηθεί, θα έχετε χειραφετηθεί, θα έχουν(ε) χειραφετηθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω χειραφετηθεί, έχεις χειραφετηθεί, έχει χειραφετηθεί, έχουμε χειραφετηθεί, έχετε χειραφετηθεί, έχουν(ε) χειραφετηθεί
Υποτακτική
να έχω χειραφετηθεί, να έχεις χειραφετηθεί, να έχει χειραφετηθεί, να έχουμε χειραφετηθεί, να έχετε χειραφετηθεί, να έχουν(ε) χειραφετηθεί
Μετοχή
χειραφετημένος, χειραφετημένη, χειραφετημένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα χειραφετηθεί, είχες χειραφετηθεί, είχε χειραφετηθεί, είχαμε χειραφετηθεί, είχατε χειραφετηθεί, είχαν(ε) χειραφετηθεί
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...