Carol & Mike Werner
Γιάννης
Βαρβέρης «Καθαρή Δευτέρα»
Το χείλι μου
σαλιώνοντας το φάκελο
ματώνει λίγο∙
πίκρα του παραλήπτη –
ενός αγνώστου
σ’ άλλη γη
που δε θα λάβει.
Το γράμμα σαν μισό πουλί
βαφτίζω στο κιβώτιο∙
το ράμφος ήδη πέταξε
σαν χαρταετός
κι η ουρά ικετεύει το ύψος της
με μορς
στα παιδικά μου δάχτυλα.
Απ’ τους αγέρες
όταν με το καλό γυρίσει ο φάκελος
που πάνω του έχω γράψει τ’ όνομά μου
να πάλι του πατέρα η μακρινή φωνή:
«Σουρούπωσε Γιαννάκη
μάζευε λίγο λίγο τον αετό σου
να πηγαίνουμε».
Γιάννης Βαρβέρης «Ο θάνατος το στρώνει»,
Ύψιλον/βιβλία, 1986
Ο Γιάννης Βαρβέρης συνθέτει ένα τρυφερό
ποίημα για τη νοσταλγία που δημιουργεί στην ψυχή η απουσία εκείνων που δεν
βρίσκονται πια στη ζωή. Η μορφή του πατέρα, που έχει συνδεθεί στενά με την
ευτυχισμένη παιδική ηλικία, κυριαρχεί στη σκέψη του ποιητή και τον ωθεί σε μια
νοητή επιστροφή στο παρελθόν, στο πλαίσιο της οποίας ο ενήλικας ποιητής
μετατρέπεται για λίγες μόλις στιγμές σ’ ένα μικρό παιδί, που επιζητά -μάταια-
να επικοινωνήσει με τον πατέρα του. Μετατρέπεται σ’ ένα μικρό παιδί που στέλνει
στον πατέρα του ένα γράμμα, έστω κι αν γνωρίζει πως δεν υπάρχει τρόπος το
γράμμα αυτό να φτάσει ποτέ σ’ εκείνον.
Το χείλι μου
σαλιώνοντας το φάκελο
ματώνει λίγο∙
πίκρα του παραλήπτη –
ενός αγνώστου
σ’ άλλη γη
που δε θα λάβει.
Τη στιγμή που ο αποστολέας-ποιητής
σαλιώνει το φάκελο, που περιέχει το νοσταλγικό κάλεσμα στον απόντα γονιό του,
νιώθει το χείλι του να ματώνει∙ με το αίμα να προέρχεται όχι από κάποια ορατή
πληγή, αλλά από τη βαθιά εκείνη πίκρα του παραλήπτη για όλα όσα αναγκάστηκε να
χάσει λόγω του άκαιρου φευγιού του. Στιγμές ευτυχίας πλάι στο γιο του∙ στιγμές
πολύτιμες απ’ την πορεία ενηλικίωσης του παιδιού του που δεν βιώθηκαν ποτέ. Ένα
βαθύ αίσθημα πίκρας που πολλαπλασιάζεται στη σκέψη του ποιητικού υποκειμένου,
καθώς προστίθεται σ’ αυτό κι ο δικός του πόνος για την απουσία εκείνου που
όφειλε να βρίσκεται πάντοτε κοντά του.
Ο παραλήπτης του γράμματος αυτού είναι
περισσότερο ένας άγνωστος, αφού η παρατεταμένη απουσία του έχει σταδιακά
απομακρύνει τα στοιχεία εκείνα που κάποτε τον καθιστούσαν οικείο και ουσιαστικό
κομμάτι της ψυχής του ποιητή. Η ανάμνησή του έχει ξεθωριάσει σημαντικά, ενώ η
επίγνωση πως η επικοινωνία μαζί του είναι ανέφικτη, εφόσον πια βρίσκεται σε
μιαν άλλη γη, στην οποία κανένα τέτοιο γράμμα δεν μπορεί να φτάσει, ενισχύει
την αίσθηση πως η απώλεια της μεταξύ τους οικειότητας είναι πια ανέκκλητη.
Το γράμμα σαν μισό πουλί
βαφτίζω στο κιβώτιο∙
το ράμφος ήδη πέταξε
σαν χαρταετός
κι η ουρά ικετεύει το ύψος της
με μορς
στα παιδικά μου δάχτυλα.
Καθώς ο ποιητής πλησιάζει όλο και
περισσότερο στο να ολοκληρώσει την αποστολή του γράμματός του νιώθει τον εαυτό
του να μεταμορφώνεται ξανά σ’ ένα μικρό παιδί που θέλει και χρειάζεται τη
διαρκή παρουσία του πατέρα του. Έχει ήδη βάλει το μισό φάκελο στο
γραμματοκιβώτιο, όπως θα βάφτιζε κανείς ένα πουλί, και νιώθει το ράμφος του
-την άκρη του φακέλου- να πετά σαν χαρταετός της Καθαρής Δευτέρας, με την ουρά
του να τρεμοπαίζει στα παιδικά -πλέον- δάχτυλά του, ικετεύοντας να της δοθεί το
περιθώριο, ώστε να πετάξει ελεύθερα ο χαρταετός ακόμη ψηλότερα.
Η ουρά του φακέλου στέλνει με το
τρεμούλιασμά της σήματα μορς στα δάχτυλα του ποιητή, ζητώντας να τον αφήσει να
πέσει ελεύθερος στο εσωτερικό του κιβωτίου∙ ζητώντας να του επιτρέψει το
ελεύθερο πέταγμά του προς τον απρόσιτο εκείνο παραλήπτη.
Απ’ τους αγέρες
όταν με το καλό γυρίσει ο φάκελος
που πάνω του έχω γράψει τ’ όνομά μου
να πάλι του πατέρα η μακρινή φωνή:
«Σουρούπωσε Γιαννάκη
μάζευε λίγο λίγο τον αετό σου
να πηγαίνουμε».
Η φαινομενικά ουδέτερη αυτή στιγμή κατά
την οποία ο ποιητής αφήνει διστακτικά τον φάκελο να πέσει μέσα στο
γραμματοκιβώτιο, λειτουργεί ως το ερέθισμα εκείνο που του επιτρέπει να
ανακαλέσει στη μνήμη του ευδαιμονικά περιστατικά του παρελθόντος. Του επιτρέπει
να αισθανθεί ξανά σαν το μικρό εκείνο παιδί που, έχοντας περάσει ώρες πετώντας
τον χαρταετό του την Καθαρή Δευτέρα, ακούει από μακριά τη φωνή του πατέρα του,
να του ζητά να μαζέψει σιγά-σιγά τον αετό του, για να γυρίσουν και πάλι στο
σπίτι.
Ο φάκελος που έχει γραμμένο επάνω του
το όνομα του ποιητή, και που δεν έχει κάποια συγκεκριμένη διεύθυνση αποστολής∙
ο φάκελος που αφήνεται να πετάξει ελεύθερος στους αγέρες, αφού δεν μπορεί να
φτάσει ποτέ επί της ουσίας στον πραγματικό παραλήπτη του, προσφέρει στον
ποιητή-αποστολέα μια πολύτιμη ανάμνηση. Τον γυρνά πίσω στα χρόνια εκείνα που
ήταν παιδί κι ο πατέρας του βρισκόταν ακόμη μαζί του, διακριτικός σύντροφος στο
παιχνίδι κι ακούραστος φύλακάς του.
Ο ποιητής, εντούτοις, ακόμη και στο
πλαίσιο αυτής της μνημονικής ανάκλησης δεν επικοινωνεί κατά τρόπο άμεσο με τον
πατέρα του, αφού ό,τι ακούει είναι μόνο το κάλεσμά του που έρχεται από μακριά,
χωρίς ο ίδιος να του δίνει κάποιαν απάντηση ή να πλησιάζει κοντά του. Πρόκειται
για έναν διάλογο που μένει σκοπίμως ατελής και για μια επανένωση που δεν φτάνει
στην ολοκλήρωσή της, προκειμένου να αισθητοποιηθεί περαιτέρω το αδύνατο της
μεταξύ τους επικοινωνίας. Ο πατέρας μένει σταθερά μια μνήμη του παρελθόντος, κι
η φωνή του ακούγεται σαν τον τρυφερό απόηχο μιας εποχής που δεν μπορεί να
επιστρέψει ποτέ ξανά.