Luca Giordano
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Τρόμος»
Την νύκτα, Δέσποτα Χριστέ μου,
τον νου και την ψυχή μου
φύλαττέ μου
σαν γύρω μου αρχινούν και
περπατούνε
Όντα και Πράγματα που όνομα δεν έχουν
και τ’ άσαρκα ποδάρια των στην κάμαρή μου
τρέχουν
και κάμνουν στο κρεβάτι μου κύκλο για
να με διούνε —
και με κοιτάζουν σαν να με
γνωρίζουν
σαν να καγχάζουν άφωνα που τώρα με
φοβίζουν.
Το ξέρω, ναι, με
καρτερούνε
σαν βδελυρούς καιρούς να
μελετούνε
οπόταν ίσως σέρνομουν μαζί των — μες
στο σκότος
με τα όντα και τα πράγματα αυτά
ανακατευμένος.
Κι αποφρενιάζουν ο καιρός να ξαναρθεί ο πρώτος.
Μα δεν θα νά ’ρθει πια ποτέ· γιατί είμαι εγώ σωμένος,
εις του Χριστού τ’
όνομα βαπτισμένος.
Τρέμω σαν αισθανθώ το
βράδυ
σαν νιώσω που μες στο βαθύ
σκοτάδι
επάνω μου είναι μάτια
καρφωμένα....
Κρύψε με από την όρασί των, Δέσποτά μου.
Και σαν μιλούν ή τρίζουνε, μη αφήσεις
ώς τ’ αυτιά μου
κανέν’ από τα λόγια των νά ’ρθει τα
αφορεσμένα,
μην τύχει και μες στην ψυχή μου φέρουν
καμιά φρικώδη ανάμνησι απ’ τα κρυφά που
ξέρουν.
Το «Τρόμος» είναι ένα από τα Κρυμμένα
ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη, στο οποίο παρουσιάζεται μέσα από την εναγώνια
εκμυστήρευση του ανώνυμου πρωταγωνιστικού προσώπου, η βαθιά διάσταση ανάμεσα
στον χριστιανικό τρόπο σκέψης και σ’ εκείνον των Εθνικών -ειδωλολατρών- της
αρχαιοελληνικής θρησκείας. Από τη μία η αυστηρή χριστιανική θρησκεία που
αποθεώνει την ενάρετη, εγκρατή και ηθική ζωή, καταδικάζοντας το σώμα και τις
σωματικές απολαύσεις, κι από την άλλη η χωρίς κανόνες και περιορισμούς θρησκεία
των Εθνικών που ενθαρρύνει τους ανθρώπους να απολαύσουν την εφήμερη ζωή τους με
τη δίχως όρια αναζήτηση της ηδονής. Δύο εκ διαμέτρου αντίθετες προσεγγίσεις,
εφόσον η πρώτη αδιαφορεί για τον επίγειο βίο και προσδοκά την αιώνια πνευματική
ύπαρξη, ενώ η δεύτερη δίνει έμφαση στην παρούσα ζωή, την πλήρη βίωση της οποίας
ταυτίζει με το θαυμασμό του σωματικού κάλλους και, φυσικά, τις ηδονές.
Ο Καβάφης κατά την προσφιλή του τακτική
μας μεταφέρει σε μια μεταβατική περίοδο, εκεί που ο χριστιανισμός δεν έχει
ακόμη εδραιωθεί απόλυτα και πολλοί άνθρωποι διχάζονται ανάμεσα στις δύο τελείως
διαφορετικές αυτές θρησκείες. Κι είναι ακριβώς σ’ αυτό το μεταίχμιο που γίνεται
πληρέστερα αντιληπτός ο αντίκτυπος που είχε η νέα θρησκεία, καθώς ο
χριστιανισμός επιχειρεί να θέσει τέρμα στην ασυδοσία των Εθνικών παρουσιάζοντας
μια ενοχική προσέγγιση όσων μέχρι πρότινος αποτελούσαν τη μόνη επιδίωξη των
ανθρώπων∙ του έρωτα και της ηδονής. Αίφνης ό,τι θεωρούνταν ιδανικός βίος,
εκλαμβάνεται πλέον ως κολάσιμη παρεκτροπή που θα επιφέρει την αιώνια καταδίκη σ’
εκείνους που την ακολουθούν και δεν φροντίζουν για την κάθαρση και σωτηρία της
ψυχής τους.
Την νύκτα, Δέσποτα Χριστέ μου,
τον νου και την ψυχή μου
φύλαττέ μου
σαν γύρω μου αρχινούν και
περπατούνε
Όντα και Πράγματα που όνομα δεν έχουν
και τ’ άσαρκα ποδάρια των στην κάμαρή
μου τρέχουν
και κάμνουν στο κρεβάτι μου κύκλο για
να με διούνε —
και με κοιτάζουν σαν να με
γνωρίζουν
σαν να καγχάζουν άφωνα που τώρα με
φοβίζουν.
Ο ανώνυμος ήρωας του ποιήματος είναι
ένας πρώην Εθνικός που έχει πλέον βαφτιστεί Χριστιανός κι έχει αποκηρύξει τον
πρότερο ασύδοτο βίο του. Βρίσκεται, όμως, σε δεινή θέση, καθώς οι μνήμες των
όσων έχει ήδη κάνει στη ζωή του επανέρχονται συνεχώς και τον ταλανίζουν, διότι
αν και είναι πια αποφασισμένος να μην ενδώσει ξανά σ’ εκείνες τις κατακριτέες
πράξεις του παρελθόντος, δεν μπορεί να ξεχάσει όσα έχει κάνει, μα ούτε και να
κατανικήσει πλήρως τον πειρασμό και την επιθυμία.
Το όλο ποίημα αποτελεί μια ικεσία του
ήρωα προς τον Χριστό απ’ τον οποίο ζητά προστασία και συμπαράσταση, ιδίως κατά
τις επικίνδυνες ώρες της νύχτας όταν βρίσκεται μόνος του στο κρεβάτι κι είναι
ευάλωτος σ’ όλες εκείνες τις σκέψεις και τις αναμνήσεις που του υπενθυμίζουν το
ένοχο παρελθόν του. Ο ποιητής, μάλιστα, φροντίζει να δώσει με ιδιαίτερη
παραστατικότητα την πάλη του ήρωά του με το παρελθόν του, εφόσον οι μνήμες του
πρότερου βίου του και ο ηδονικός πειρασμός αποκτούν σωματική υπόσταση∙
περπατούν γύρω από το κρεβάτι του, κοιτάζουν τον ήρωα στα μάτια σαν να είναι
κάποιος που γνωρίζουν πολύ καλά και γελούν εις βάρος του όταν συνειδητοποιούν πως
τώρα πια του προκαλούν φόβο.
Τα Όντα και Πράγματα χωρίς όνομα, που
εδώ αποκτούν άσαρκα ποδάρια και τρέχουν μέσα στο δωμάτιο του ήρωα, συμβολίζουν
τις μέρες του παρελθόντος, τις αμαρτίες του ήρωα, τις ενοχές του για πράξεις και
σκέψεις που έκανε, τον ερωτικό πειρασμό και κάθε άλλο στοιχείο του πρότερου
βίου του, όταν ήταν πλήρως δοσμένος στην ηδονή και τις σαρκικές απολαύσεις.
Το ξέρω, ναι, με καρτερούνε
σαν βδελυρούς καιρούς να
μελετούνε
οπόταν ίσως σέρνομουν μαζί των — μες
στο σκότος
με τα όντα και τα πράγματα αυτά
ανακατευμένος.
Κι αποφρενιάζουν ο καιρός να ξαναρθεί ο πρώτος.
Μα δεν θα νά ’ρθει πια ποτέ∙
γιατί είμαι εγώ σωμένος,
εις του Χριστού τ’ όνομα
βαπτισμένος.
Ο ήρωας του ποιήματος που βρίσκεται σε
διαρκή εσωτερική πάλη, γνωρίζει καλά πως τα όντα και τα πράγματα αυτά του
παρελθόντος τον περιμένουν να επιστρέψει κοντά τους∙ τον περιμένουν να
παραδοθεί εκ νέου στον πρότερο ηδονικό βίο και να λησμονήσει όλες εκείνες τις
διδαχές του χριστιανισμού που τον γεμίζουν ενοχές και δισταγμό. Τα όντα αυτά
αναθυμούνται τα γεμάτα αμαρτία χρόνια κατά τα οποία ο ήρωας σερνόταν μαζί τους
μέσα στο σκοτάδι και την ανηθικότητα, δίχως να νοιάζεται για τίποτε∙
αναθυμούνται την εποχή που τα αιτήματα της σάρκας εκπληρώνονταν αμέσως, χωρίς
να υπάρχει κανένας αντίλογος, εφόσον τότε ο ήρωας δεν ενδιαφερόταν για το τι
είναι ηθικό και τι όχι. Θυμούνται το πόσο ελεύθερα ζούσε τότε και ανυπομονούν
να τον δουν και πάλι μαζί τους να αφήνεται άφοβα και ξέγνοιαστα στις απολαύσεις
και τις ακολασίες.
Ο ήρωας, ωστόσο, έχει κάνει πια την
επιλογή του∙ βαφτίστηκε χριστιανός, και δεν έχει απολύτως καμία πρόθεση να
επιστρέψει στην έκλυτη ζωή του παρελθόντος και στο διαρκές κυνήγι της ηδονής.
Τρέμω σαν αισθανθώ το βράδυ
σαν νιώσω που μες στο βαθύ
σκοτάδι
επάνω μου είναι μάτια
καρφωμένα....
Κρύψε με από την όρασί των, Δέσποτά μου.
Και σαν μιλούν ή τρίζουνε, μη αφήσεις
ώς τ’ αυτιά μου
κανέν’ από τα λόγια των νά ’ρθει τα
αφορεσμένα,
μην τύχει και μες στην ψυχή μου φέρουν
καμιά φρικώδη ανάμνησι απ’ τα κρυφά που
ξέρουν.
Το γεγονός ότι ο ανώνυμος ήρωας του
ποιήματος δεν ανατράφηκε με τις αρχές του χριστιανισμού, αλλά ήρθε σε αυτόν σε
προχωρημένη ηλικία, έχοντας πρώτα ζήσει με το ελευθέριο πνεύμα της εθνικής
θρησκείας, καθιστά την προσπάθειά του εξαιρετικά δύσκολη. Όπως ακριβώς συνέβη
και με πολλούς άλλους ανθρώπους σ’ εκείνη τη μεταβατική περίοδο που δεν μπορούσαν
να αποτινάξουν πλήρως τις ειδωλολατρικές τους συνήθειες, έτσι και το κεντρικό
πρόσωπο του ποιήματος δυσκολεύεται να αποδεσμευτεί από το ηδονικό του παρελθόν.
Κι αν ο αγώνας του είναι πιο εύκολος κατά τη διάρκεια της ημέρας, η κατάσταση
γίνεται τραγική κατά τη διάρκεια της νύχτας, καθώς ο πειρασμός των παρελθόντων
χρόνων τον προσεγγίζει ανενόχλητος.
Τη νύχτα ο ήρωας τρέμει από φόβο όταν
νιώσει κι αισθανθεί πως πάνω του είναι καρφωμένα τα μάτια εκείνων των
προσωποποιημένων αναμνήσεων απ’ τις πράξεις και τις απολαύσεις του παρελθόντος.
Τρέμει την επιρροή τους και γι’ αυτό ζητά από τον Χριστό, από τον νέο Κύριό
του, να τον κρύψει από την όρασή τους∙ κι ακόμη περισσότερο του ζητά να μην
αφήσει τα κολασμένα λόγια τους να φτάσουν ως τ’ αυτιά του. Ο ήρωας φοβάται ν’
ακούσει όσα λένε, διότι νιώθει πως κι η παραμικρή λέξη τους μπορεί να
επαναφέρει στην ψυχή του κάποια φρικτή ανάμνηση από εκείνα τα κρυφά που ξέρουν∙
από εκείνες τις εμπειρίες του παρελθόντος τις γεμάτες άνομη ηδονή, που έχουν τη
δύναμη να τον αναστατώσουν και να τον παρασύρουν.
Μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση των
διαφορών ανάμεσα στις δύο θρησκείες βρίσκουμε στο βιβλίο του Χρήστου Π.
Ζαλοκώστα «Ιουλιανός ο Παραβάτης»:
Ο ανυπόμονος Ιουλιανός βρήκε την
ευκαιρία να πει:
- Στη Μεσόγειο γεννήθηκαν οι δύο
πολιτισμοί, που τώρα συγκρούονται, ελληνικός κ’ ιουδαϊκός, μα πόσο διάφοροι! Η
φύση τους χωρίζει. Ο πρώτος ωρίμασε σε τόπο φωτεινό, κατοικημένος από
χαρούμενους πολίτες δίπλα σε γελαστή θάλασσα. Αντίθετα ο εβραϊκός δημιουργήθηκε
σ’ άγρια χώρα με κατοίκους φοβισμένους από τον απάνθρωπο Ιεχωβά τους, κοντά στη
σκυθρωπή Νεκρή Θάλασσα. Οι Έλληνες έλαβαν τη σφραγίδα της δωρεάς να λατρεύουν
την ομορφιά, γιατί τη θεωρούσαν σαν έκφραση θεϊκής παρουσίας. Σ’ όλες τις
γιορτές των κάποιος θεός προέδρευε. Οι πρόγονοί μας ζούσαν ενωμένοι με τη φύση
και τους ρυθμούς του κόσμου. Η θρησκεία τους δεν ζήταγε τίποτα που ξεπερνούσε
την αντοχή του ανθρώπου. Αντίθετα δόξαζε την καθημερινή χαρά, ποτέ την κρυάδα
του θανάτου. Ειρωνεύονταν την απαισιοδοξία και περνούσαν το βίο τους με
αθλητισμό, εύθυμα τραγούδια, στα μαλλιά λουλούδια κι ομιλίες πάνω σε πνευματικά
ζητήματα. Η ζωής τους απλή κ’ ελεύθερη. Γιατί ο Χριστιανισμός μας να μαραίνει
την ομορφιά της ζωής; Γιατί να κάνει τον πόνο μοναδικό κλειδί του Παραδείσου;
Τα άτομα αποζητούν το γέλιο. Ο Παν, ο Ήφαιστος, ο Μίμος, ήταν θεοί που
προκαλούσαν ξεκαρδιστικό γέλιο με τις ατυχίες τους. Δε φοβάστε πως θα καταντήσουμε
τους ανθρώπους να μη χαίρονται, κι όταν ακόμη ανθούν τα τριαντάφυλλα και
πρασινίζουν οι κάμποι;
Σταμάτησε ο Ιουλιανός, για να πάρει
απάντηση, και την έλαβε από τον Βασίλειο:
- Λες σωστά πως οι Έλληνες ήξεραν να χάνουν τον καιρό τους. Ευτυχία
θεωρούσαν το καθισιό. Απ’ αυτούς έμαθε ο κόσμος την τεμπελιά. Όμως κανένα
ζωντανό, θέλεις αγρίμι, θέλεις ψάρι, δεν ζει σαν ακαμάτης. Πώς μπορεί ο
άνθρωπος, άμα βλέπει γύρω του τόση δυστυχία, ν’ ασωτεύει την ύπαρξή του, αντί ν’
ανασκουμπώνεται για να πολεμήσει τις πληγές της κοινωνίας; Το διάβα του Μεσσία
μοιάζει με προσευχή, με πανηγύρι αγάπης. Οι ειδωλολάτρες δεν τολμάν να γίνουν
χριστιανοί, για να μπορούν ν’ απολαβαίνουν τις μικροχαρές του ζώου,
αντιγράφοντας τους θεούς του Ολύμπου που κατέβαιναν στη γη για να κάνουν έρωτα
με καλλονές. Ζωή όλο ηδονή νεκρώνει την ψυχή. Θυμήσου πόσοι αισχροί
αυτοκράτορες τρελάθηκαν από τ’ αδιάκοπα όργια. Το καύχημα των Ελλήνων ότι
έφεραν στον κόσμο την ανθρωπιά δεν είναι ψέμα, ωστόσο παρέμειναν εγωιστές –τους
έλειπε το «αγαπάτε αλλήλους». Ο Χριστός μάς έμαθε κάτι πολύ σπουδαιότερο από την
πρόσκαιρη χαρά – έναν δίκαιο και φιλάνθρωπο Θεό, που βοηθά, όσους δεν έχουν
ούτε μόρφωση, ούτε δυνατό χαρακτήρα να κρατηθούν στην αρετή. Το Ευαγγέλιο
ξύπνησε τη μάζα των πονεμένων. Όλους αυτούς τους κερδίσαμε αμέσως. Αργότερα
ήρθαν κοντά μας οι πλούσιοι. Τώρα βαφτίζονται άρχοντες και βασιλιάδες. Το Καλό
Μήνυμα του Χριστού, αντίθετα απ’ όσα λες, αποτελεί βεβαίωση της χαράς, αλλά
μιας χαράς αλλιώτικης από κείνη τον αρχαίων, μιας ευτυχίας βαθύτερης, που τη
βλέπεις ως και μέσα στις κατακόμβες, μέσα στις φυλακές, ακόμα και τις ώρες του
μαρτυρίου. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης αναφέρει φράση του Χριστού για τους
ανθρώπους: «Εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχουσι και περισσόν έχουσιν». Αυτός έδωσε το
μήνυμα πως ευλογήθηκε η ζωή μας με τη Θεία Χάρη και νικήθηκε ο θάνατος. Οι χριστιανοί
που τον ακολουθούν μαθαίνουν τους χτύπους μιας θεϊκής καρδιάς, και φεύγουν από
τούτον τον κόσμο δίχως να τρέμουν. Το Ευαγγέλιο, Ιουλιανέ, δεν φοβίζει.
Παρηγορεί!