Dorina Costras
Εύα Νεοκλέους «Εκ βαθέων»
Στη μητέρα μου
Αν
ήμουν ποιητάρισσα
θα
σε τραγουδούσα ολόγιομο φεγγάρι.
Θα
τραγουδούσα
το
βουβό σου κλάμα
την
ώρα την ύστερη.
«Πότε
θα ξανάρθεις», θα ρωτάς.
Και
θα αφουγκράζεσαι
τις
νύχτες αν πονώ.
Τις
άπειρες χωρίς φεγγάρι νύχτες...
Θα
ξανάρθω μάνα...
σίγουρα
θα ξανάρθω.
Και
θα ‘μαι ίδια φως
σαν
το φεγγάρι....
Το
«Εκ βαθέων» είναι ένα ιδιαίτερα τρυφερό ποίημα από τη συλλογή «Σημάδια για το
δρόμο» της ποιήτριας Εύας Νεοκλέους. Στο επίκεντρό του τίθεται η αγάπη για το
ιερότερο πρόσωπο στη ζωή κάθε ανθρώπου, τη Μητέρα. Μια αγάπη που ξεπερνά συχνά
τα όρια της πεπερασμένης ανθρώπινης ζωής και συνεχίζει την πορεία της ακόμη και
μετά την έλευση του θανάτου που κατορθώνει μεν να διακόψει την άμεση επαφή με
το αγαπημένο πρόσωπο, αδυνατεί όμως να θέσει τέρμα σ’ αυτό το ακατάλυτο
συναίσθημα.
Αν
ήμουν ποιητάρισσα
θα
σε τραγουδούσα ολόγιομο φεγγάρι.
Θα
τραγουδούσα
το
βουβό σου κλάμα
την
ώρα την ύστερη.
Το
αίτημα για το χάρισμα του ποιητικού λόγου που θα επέτρεπε την απαθανάτιση της
αγαπημένης μορφής κατά τρόπο τέτοιο ώστε η μνήμη της ύπαρξής της να
διασφαλιστεί από τη λήθη του χρόνου, μας παραπέμπει συνειρμικά στην ποιητική
δωρεά που δέχεται ο Κρητικός, ο ήρωας του Διονύσιου Σολωμού, στην ομώνυμη ποιητική
σύνθεση. Η απώλεια της αγαπημένης και ο απροσμέτρητος πόνος για εκείνη
αντισταθμίζονται εν μέρει με το θείο δώρο του ποιητικού λόγου, που δίνει στον
ήρωα τη δυνατότητα να υμνεί την αιώνια αγάπη του.
Αν
το ποιητικό υποκείμενο είχε το χάρισμα του ποιητικού λόγου θα υμνούσε τη μητέρα
σε όλη την ακμή της νεότητάς της, όταν ολόγιομο φεγγάρι ακόμη στεκόταν τροφός,
προστάτης και καθοδηγητής για εκείνη. Θα υμνούσε ακόμη και τις στιγμές του
τέλους της, όταν ο πόνος του επερχόμενου αποχωρισμού αγγίζει σημεία τέτοια που
οι λέξεις δεν επαρκούν να αποδώσουν.
Και
χρειάζεται πράγματι το δώρο της ποίησης ακέραιο -χωρίς και πάλι να είναι βέβαιο
πως θα φανεί αρκετό- για να δοθεί με λέξεις η αγάπη της μητέρας κι όλα όσα
εκείνη προσφέρει από την πρώτη μέχρι και την τελευταία στιγμή. Πώς να μιλήσει
κανείς, άλλωστε, για μιαν αγάπη που διατρέχει κάθε λεπτό και κάθε σκέψη της
ζωής του; Πώς να δώσει με λέξεις τον πόνο που κρύβει το βουβό κλάμα του τέλους,
όταν το αγαπημένο πρόσωπο χάνεται για πάντα;
«Πότε
θα ξανάρθεις», θα ρωτάς.
Και
θα αφουγκράζεσαι
τις
νύχτες αν πονώ.
Τις
άπειρες χωρίς φεγγάρι νύχτες...
Η
μητέρα που βρίσκεται με την ψυχή και τη σκέψη της πάντοτε πλάι στο παιδί της
και ζει κάθε του χαρά και ζει κάθε του πόνο, σαν να είναι δικές της χαρές, σαν
να είναι οι μεγαλύτεροι δικοί της πόνοι. Η μητέρα που ξενυχτά προσμένοντας∙ η
μητέρα που ξέρει να διαβάζει κάθε λέξη και κάθε σιωπή του παιδιού της,
γνωρίζοντας χωρίς καν να ρωτήσει πότε εκείνο πονά, πότε είναι θλιμμένο. Η
μητέρα που στέκει πλάι στο παιδί της ακόμη και τις αφέγγαρες νύχτες, που η ζωή
δεν έχει να δώσει χαρές∙ η μητέρα που αντέχει αγόγγυστα τις άπειρες νύχτες της
θλίψης και της οδύνης, έτοιμη να δώσει και τη ζωή της για να προφυλάξει το
παιδί της από τα δίχτυα του πόνου. Η μητέρα αυτή είναι το σιωπηλό, το πάντα
σταθερό στήριγμα του παιδιού της, σε κάθε του βήμα, όσα χρόνια κι αν περάσουν,
όσες πίκρες κι αν πρέπει να υπομείνει.
Θα
ξανάρθω μάνα...
σίγουρα
θα ξανάρθω.
Και
θα ‘μαι ίδια φως
σαν
το φεγγάρι....
Η
ποιήτρια διαβεβαιώνει τη μητέρα της πως θα έρθει και πάλι κοντά της, έστω κι αν
ό,τι τους έχει πια χωρίσει είναι ο ακατανίκητος θάνατος. Θα ξανάρθει κοντά της
έχοντας λάβει πια τη μορφή του φωτός∙ θα ξανάρθει έστω κι αν πρέπει να υπερβεί
τα ανθρώπινα όρια∙ έστω κι αν πρέπει να βαφτιστεί στο φως, μοιάζοντας πια με το
ολόφωτο φεγγάρι. Μια υπόσχεση που έχει τραφεί απ’ την άπειρη αγάπη που η μητέρα
προσέφερε αδιάλειπτα σ’ όλη της τη ζωή∙ μια υπόσχεση με τη δύναμη όρκου ιερού,
αφού αντλείται από τα αγνότερα βάθη της ψυχής.
Ο
θάνατος δεν σημαίνει το τέλος αυτής της αγάπης, μιας κι υπάρχει αυτή η πρόθεση
κι αυτή η πίστη της μελλοντικής επιστροφής. Σκέψη που μας παραπέμπει εκ νέου
στην ποίηση του Σολωμού, ο οποίος συνήθιζε μετά από κάθε αναφορά στο θάνατο να
προσφέρει την παραμυθία της ανάστασης, την ελπίδα της Δευτέρας Παρουσίας. Έτσι,
στα βήματα του Κρητικού, που δεν άφησε το θάνατο να τον χωρίσει από την
αγαπημένη του∙ που δεν επέτρεψε στο θάνατο του σώματος να καταλύσει την αγάπη
που γέμιζε την ψυχή του, η ποιήτρια δίνει τη δική της ανάλογη υπόσχεση.
Κι
η μελλοντική επιστροφή της είναι δοσμένη με μια εικόνα φωτός που έρχεται σε
άμεση συνομιλία με την υπερβατική μορφή της Φεγγαροντυμένης. Ίδια φως, θα είναι
η ποιήτρια, στο δικό της υπερκόσμιο ταξίδι, όπως λουσμένη στο φως του φεγγαριού
και γεννημένη από αυτό πρόβαλε η θεϊκή μορφή μπροστά τα έκθαμβα μάτια του
Κρητικού.