Laura-Williams
Οδυσσέας Ελύτης «Καλημέρα Θλίψη» [Μαρία
Νεφέλη]
Η Μαρία Νεφέλη λέει:
ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΘΛΙΨΗ
Γεια σου θλίψη
Καλημέρα θλίψη
έντομο που φωλιάζεις μέσα μου
κι ολονυχτίς καραδοκείς πότε θ’ ανοίξω
μάτι...
Στην αρχή σ’ έχω λησμονήσει·
κοιτάζω τις γραμμές του ταβανιού -
άξαφνα πατείς και μπαίνεις
στη συνείδηση.
Έρχεσαι να πικράνεις τον πρωινό καφέ
ν’ αποσπάσεις κάτι απ’ την ελάχιστη
χαρά
του χεριού μου στο πόμολο του παραθύρου
φέρνεις ανωμαλίες στο νερό του μπάνιου
προκαλείς το πρώτο δυσάρεστο τηλεφώνημα
είσαι τέρας
μικροσκοπικός Μινώταυρος που ζητάει
τροφή
και συντηρείται με το ελάχιστο...
Τρως τρως Μινώταυρε·
είναι σάρκες αυτές δεν είναι αέρας
έτσι που πας δε θ’ απομείνει τίποτε.
Γεια σου θλίψη
Καλημέρα θλίψη
έχεις εγκατασταθεί μονίμως μέσα μας
είσαι χειρότερη από τους ιούς και τους
βακίλους
οι φιλόσοφοι σ’ εξετάζουν στο
φασματοσκόπιο
έχεις δώσει λαβή σε μιαν εξαίρετη
λογοτεχνία
Ο Οδυσσέας Ελύτης με το σύντομο αυτό
ποίημα από τη συλλογή «Μαρία Νεφέλη» [1978], προσεγγίζει μια κατάσταση του
καθημερινού βίου οικεία σε πολλούς ανθρώπους, οι οποίοι για διάφορους
-προσωπικούς ή άλλους- λόγους βρίσκονται υπό το κράτος μιας διαρκούς θλίψης που
επισκιάζει και κατ’ ουσία δηλητηριάζει κάθε στιγμή της ζωής τους. Με λόγο
καθημερινό που απέχει πολύ απ’ τις αινιγματικές διατυπώσεις των πρώτων
περισσότερο υπερρεαλιστικών ποιημάτων του, ο Ελύτης εγκαταλείπει την
ευδαιμονική θέαση του κόσμου, όπως και την πανοραμική θέαση εκείνων των
συνθέσεων που στόχο τους είχαν την ενίσχυση και την εξύμνηση του δοκιμαζόμενου
ελληνισμού. Πιο ανθρώπινος, και κινούμενος πλησιέστερα στον μικρόκοσμο της
κάποτε παραγνωρισμένης -αλλά αναμφισβήτητα ισχυρής- καθημερινότητας, ο
ποιητής φέρνει στο φως την τρωτή του πλευρά∙ εκείνη ακριβώς που τον συνδέει
περισσότερο με τους ανθρώπους γύρω του.
«Γεια σου θλίψη
Καλημέρα θλίψη
έντομο που φωλιάζεις μέσα μου
κι ολονυχτίς καραδοκείς πότε θ’ ανοίξω
μάτι...
Στην αρχή σ’ έχω λησμονήσει∙
κοιτάζω τις γραμμές του ταβανιού -
άξαφνα πατείς και μπαίνεις
στη συνείδηση.»
Η οικειότητα που αισθάνεται και
προβάλλει το ποιητικό υποκείμενο απέναντι στην προσωποποιημένη θλίψη, φανερώνει
πως η κοινή τους πορεία δεν είναι πρόσκαιρη ή πρόσφατη. Η θλίψη έχει φωλιάσει στην ψυχή του
σαν ένα έντομο∙ σαν κάτι ζωντανό, δυσοίωνα ενοχλητικό και απωθητικό, που
καραδοκεί και βρίσκεται σε συνεχή επαγρύπνηση εωσότου περάσει η νύχτα και
ανοίξει τα μάτια του.
Με έξοχο τρόπο δίνεται η ουδέτερη ή
ίσως κι εύθυμη πρωινή διάθεση ακόμη και των ανθρώπων που ταλανίζονται από
καταθλιπτικά συναισθήματα. Έτσι, οι πρώτες στιγμές που το ποιητικό υποκείμενο
ανοίγει τα μάτια του το πρωί κυλούν αμέριμνα, καθώς μοιάζει να έχει λησμονήσει
τη θλίψη του. Κοιτάζει τις γραμμές του ταβανιού, χωρίς σκέψεις ή ανησυχία, μα
τελείως ξαφνικά η θλίψη -η καθημερινή του σύντροφος- επανέρχεται στη συνείδησή
του και λαμβάνει την κυρίαρχη θέση της στη σκέψη και στα συναισθήματά του.
«Έρχεσαι να πικράνεις τον πρωινό καφέ
ν’ αποσπάσεις κάτι απ’ την ελάχιστη
χαρά
του χεριού μου στο πόμολο του παραθύρου
φέρνεις ανωμαλίες στο νερό του μπάνιου
προκαλείς το πρώτο δυσάρεστο τηλεφώνημα
είσαι τέρας
μικροσκοπικός Μινώταυρος που ζητάει
τροφή
και συντηρείται με το ελάχιστο...»
Η θλίψη -ή για αρκετούς ανθρώπους η
κατάθλιψη-, λειτουργεί ως το συναίσθημα εκείνο που υπονομεύει όχι μόνο τις
σημαντικές στιγμές της ζωής, αλλά ακόμη και τις πιο απλές καθημερινές συνήθειες. Το άνοιγμα του παραθύρου για να μπει
καθαρός αέρας και να ιδωθεί το φως της νέας ημέρας, ο πρωινός καφές∙ όλες αυτές
οι μικρές πράξεις της καθημερινής ρουτίνας, που ενέχουν υπό κανονικές συνθήκες,
αν όχι χαρά, τουλάχιστον μια διάθεση αισιοδοξίας, πικραίνονται και χάνουν κάθε
θετική τους χροιά υπό το καθεστώς της θλίψης.
Κι η θλίψη αυτή προκαλεί και
ανατροφοδοτείται αδιάκοπα απ’ την αρνητική στάση του ατόμου. Ακόμη κι η παραμικρή αναποδιά
μεγεθύνεται στη σκέψη του θλιμμένου ανθρώπου και επιτείνει τα άσχημα
συναισθήματά του. Έστω κι αν η θλίψη δεν ευθύνεται στην πραγματικότητα για τα
τυχόν προβλήματα στο νερό του μπάνιου ή για το δυσάρεστο πρωινό τηλεφώνημα,
εντούτοις για τον άνθρωπο που είναι δέσμιος της κατάθλιψης, αυτή είναι η αιτία
που γεννά όλες τις μικρές ή μεγάλες δυστυχίες και αναποδιές στη ζωή του.
Η θλίψη είναι ένα τέρας, ένας
μικροσκοπικός αποτρόπαια ανθρωποφάγος Μινώταυρος, που μπορεί να παρατείνει την ύπαρξή
του επ’ άπειρον, συντηρούμενος και με τις πλέον ελάχιστες αφορμές. Άλλωστε, για
τον άνθρωπο εκείνον που υποφέρει ψυχικά, δεν χρειάζονται σημαντικές επιπλέον
απώλειες ή ατυχίες για να βυθίζεται ξανά και ξανά στη θλίψη του. Από τη στιγμή
που δεν έχει βρεθεί εκείνο που θα του προσέφερε την αναγκαία εξισορρόπηση,
είναι καταδικασμένος να βιώνει συνεχώς αρνητικά συναισθήματα.
«Τρως τρως Μινώταυρε∙
είναι σάρκες αυτές δεν είναι αέρας
έτσι που πας δε θ’ απομείνει τίποτε.»
Η παρουσίαση της θλίψης ως ενός
ανθρωποφάγου Μινώταυρου αποδίδει άριστα τη φθοροποιό δύναμη των καταθλιπτικών
συναισθημάτων. Το
άτομο που βρίσκεται διαρκώς υπό το καθεστώς της θλίψης έρχεται αντιμέτωπο με
μια πραγματικά επικίνδυνη κατάσταση που τον καταστρέφει εκ των έσω. Αυτό που
τρώει ο Μινώταυρος είναι σάρκα και όχι αέρας∙ κι αντιστοίχως η κατάθλιψη δεν
χαλάει απλώς τη διάθεση του ανθρώπου, υπονομεύει και φθείρει σημαντικά την
υγεία του, πνευματική και σωματική.
«Γεια σου θλίψη
Καλημέρα θλίψη
έχεις εγκατασταθεί μονίμως μέσα μας
είσαι χειρότερη από τους ιούς και τους
βακίλους
οι φιλόσοφοι σ’ εξετάζουν στο
φασματοσκόπιο
έχεις δώσει λαβή σε μιαν εξαίρετη
λογοτεχνία»
Το ποιητικό υποκείμενο διευρύνοντας το
πεδίο δράσης της θλίψης την αντιμετωπίζει πλέον όχι απλώς ως τον δικό
του προσωπικό δαίμονα, αλλά ως το σταθερό γνώρισμα όλων των ανθρώπων. Η
θλίψη έχει εγκατασταθεί μόνιμα μέσα στους ανθρώπους, τους συνοδεύει διαρκώς και
άρα επηρεάζει αδιάκοπα τη ζωή και τη δράση τους. Είναι, μάλιστα, χειρότερη από
τους ιούς και τους βακίλους, καθώς στη δική της περίπτωση είναι δύσκολο να
προσδιορισθεί το γενεσιουργό της αίτιο ή να προβλεφθεί η έκταση της δράσης της.
Είτε η θλίψη έρχεται ως απόρροια
προσωπικών λόγων είτε ως σύμπτωμα μιας γενικότερης κατάστασης, έχει στα σίγουρα
μια συνεχή παρουσία στη ζωή των ανθρώπων. Έχει τεθεί στο στόχαστρο των
φιλοσόφων κι έχει για χρόνια εξεταστεί ως το μυστήριο εκείνο που θα είχε ίσως
πολλά να φανερώσει για την ιδιάζουσα φύση των ανθρώπων. Ωστόσο, δεν
είναι η ύπαρξή της ολωσδιόλου αρνητική, αφού χάρη σε αυτή έχουν γραφεί
εξαίρετα έργα λογοτεχνίας. Η λυρική ποίηση, αν μη τι άλλο, χρωστάει πολλά στη
θλίψη που διέπνεε την ψυχή των ποιητών∙ ακόμη κι οι στίχοι αυτοί του Ελύτη σ’
εκείνη χρωστούν τη γέννησή τους.
Αν η θλίψη είναι εκείνη που βασανίζει
την ψυχή των ανθρώπων, είναι συνάμα κι εκείνη που με την παρουσία της τους
υπενθυμίζει πως δεν έχουν ακόμη εκπληρώσει όλες τους τις λαχτάρες. Είναι εκείνη που αντιμάχεται τον
εφησυχασμό, δείχνοντας με τρόπο άκρως επώδυνο πως η ψυχή που αδρανεί ή δεν
παλεύει αρκετά, δεν έχει συνειδητοποιήσει επαρκώς το ακόρεστο και το αδιάκοπα
ανήσυχο της ανθρώπινης φύσης. Κι αν η μάχη με τις διαρκώς περισσότερες
επιθυμίες και προσδοκίες της άπληστης ανθρώπινης καρδιάς, είναι εξ ορισμού
χαμένη, τούτο δε σημαίνει πως δεν πρέπει να δίνεται. Άλλωστε, ο άνθρωπος όσο
ζει θέλει και πρέπει να θέλει πάντοτε κάτι ακόμη, κάτι περισσότερο για να
προσφέρει θυσία στην αδάμαστη ορμή που λέγεται ζωή.