Mickeal Aldo
Μπέρτολτ Μπρεχτ «Για την παιδοκτόνο
Μαρία Φαρράρ»
1
Μαρία Φαρράρ, γεννηθείσα τον
Απρίλιον,
ανήλικη, ορφανή, ραχιτική, όψεως κοινής,
λευκού έως τώρα ποινικού μητρώου,
εσκότωσε το παιδί της ως εξής:
Σ’ ένα κατώι -λέει- σαν ήταν δυο μηνών,
να το ξεφορτωθεί προσπάθησε όπως - όπως,
με δυο ενέσεις που της έκανε μια γριά.
Πόνεσε, λέει, πολύ – όμως χαμένος κόπος.
Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.
2
Πλήρωσε ωστόσο -λέει- ό,τι είχε
συμφωνήσει.
Σφιχτόδενε με πάνες την κοιλιά της,
τσίπουρο έπινε με πιπέρι, αλλά το μόνο
που πέτυχε ήταν να γδαρθούν τα σωθικά
της.
Το φούσκωμα φαινόταν πια ξεκάθαρα,
κι αβάσταχτα πονούσε όταν σφουγγάριζε.
Ψήλωσε, ωστόσο – λέει. Και προσεύχονταν
στην Παναγιά και τάματα της χάριζε.
Όμως εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.
3
Μα οι προσευχές της πήγανε του κάκου.
Πολλά ζητούσε, ως φαίνεται. Κι ολοένα
στον όρθρο ζαλιζόταν, κρύος την έλουζε
ιδρώτας
καθώς γονατιστή παρακαλούσε την Παρθένα.
Αλλά κατάφερε να μην την πάρουν είδηση
ωσότου ζύγωσε η ώρα να γεννήσει,
γιατί κανείς ποτέ δε φανταζότανε
πως μια τόσο άχαρη κοπέλα είχε
αμαρτήσει.
Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.
4
Τη μέρα κείνη -λέει- τη χαραυγή,
καθώς, σκουπίζοντας τις σκάλες, είχε
σκύψει,
άγρια νύχια της ξεσκίσαν την κοιλιά.
Ωστόσο μπόρεσε τους πόνους της να
κρύψει.
Ολημερίς σουρνόταν τη μπουγάδα
απλώνοντας
κι έσπαζε το κεφάλι της ώσπου να νιώσει
πως έφτασε της γέννας της η ώρα. Κι
έτρεμε
η καρδιά της σαν, αργά, τράβηξε να
ξαπλώσει.
Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε
πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.
5
Μα την ξαναφώναξαν πριν να καλογείρει:
χιόνι είχε πέσει κι έπρεπε αυτή να το
σκουπίσει.
Και σκούπιζε ως τις έντεκα. Μια
ατέλειωτη ήταν μέρα.
Τη νύχτα μόνο μπόρεσε ήσυχα να γεννήσει.
Και γέννησε -όπως λέει- ένα αγόρι.
Όμοιο ήταν μ’ όλα τ’ άλλα αγόρια.
Μόνο που αυτή δεν ήταν σαν τις άλλες
μάνες.
Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.
6
Αφήστε τη, λοιπόν, ν’ αποτελειώσει
την ιστορία για κείνο το παιδί
(λέει πως δε θέλει τίποτα να κρύψει),
κι έτσι θα δούμε τι είμ’ εγώ και τι
είσαι συ.
Λέει πώς μόλις πήγε στο κρεβάτι,
αναγούλες τήνε πιάσανε και ρίγη.
Μονάχη, αλαφιασμένη τι θα γίνει,
με κόπο τις φωνές της κρυφοπνίγει.
Όμως εσείς, παρακαλώ, μη δείξτε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.
7
Μ’ όσες της απομένανε δυνάμεις
-η κάμαρά της ήταν κιόλας παγωμένη-
σύρθηκε ως τον απόπατο (μα πότε,
δε θυμάται πια) κι εκεί, παρατημένη,
γέννησε, τα χαράματα. Κι ήτανε λέει,
ολότελα χαμένη κι ένιωθε πια να
κοκαλώνει,
μόλις μπορούσε να κρατήσει το παιδί της,
γιατί μες στη σοφίτα τρύπωνε το χιόνι.
Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.
8
Και τότε, πριν στην κάμαρα γυρίσει
-και μόνο τότε- να κλαίει αρχινάει το
παιδί.
Κι εκείνη φρένιασε τόσο, καθώς λέει,
που με τις δυο γροθιές της, σαν τυφλή,
το χτύπαε και το χτύπαε, μέχρι να
βουβαθεί.
Και τότε, πήρε το πεθαμένο της μωρό
μες στο κρεβάτι ώσπου να ξημερώσει,
και, το πρωί, τό’ κρυψε μες στο
πλυσταριό.
Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.
9
Μαρία Φαρράρ, γεννημένη έναν Απρίλη,
στου Μάισσεν πέθανε τη φυλακή,
κοριτσομάνα*, καταδικασμένη,
του κάθε ανθρώπου τις αδυναμίες ιστορεί.
Σεις, που γεννάται σε κρεβάτια
πεντακάθαρα
και «ευλογημένος» λέτε της κοιλιάς σας
ο καρπός,
μη ρίχτε στους αδύναμους τ’ ανάθεμα.
Βαρύ ήτανε το κρίμα της, μα ο πόνος της
πικρός.
Γι’ αυτό, παρακαλώ, μη δείξτε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.
[Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης]
* Στο πρωτότυπο Ledige (άγαμη)
Η ανήλικη και ανύπαντρη Μαρία Φαρράρ,
που εργάζεται ως υπηρέτρια, έρχεται αντιμέτωπη με μιαν ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη,
την οποία και προσπαθεί με κάθε τρόπο να τερματίσει απ’ τους πρώτους κιόλας
μήνες. Πράξη επιβεβλημένη μιας και επρόκειτο για μια άπορη, ορφανή κοπέλα που
δεν ήταν σε θέση να μεγαλώσει ένα παιδί, και μάλιστα ένα παιδί εκτός γάμου. Γι’
αυτό και ο ποιητής ζητά επανειλημμένα να μη δείξουν οι αναγνώστες καταφρόνια
για το φοβισμένο αυτό κορίτσι που θα στιγματιζόταν απ’ την κοινωνία, αν έφερνε
στον κόσμο ένα παιδί χωρίς να είναι παντρεμένη∙ αν έφερνε στον κόσμο ένα παιδί,
για το οποίο δεν είχε ούτε τα χρήματα να το αναθρέψει, αλλά ούτε και τη
δυνατότητα να το προστατεύσει απ’ το στίγμα του νόθου.
Παραλληλίες με το αμάρτημα της μητρός
μου
- Η ανήλικη Μαρία Φαρράρ προσεύχεται
στην Παναγία ζητώντας της με τάματα και γονυκλισίες να την απαλλάξει απ’ την
ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη της. Εμφανής εδώ η αγαθότητα της πίστης, η οποία ωθεί τη
νεαρή κοπέλα να προσδοκά μια θεία επέμβαση που θα τη γλιτώσει απ’ τα προβλήματά
της, έστω κι αν αυτό σημαίνει την απώλεια μιας ανθρώπινης ζωής, και δη του
ίδιου της του αγέννητου παιδιού.
Αντιστοίχως, η μητέρα στο αμάρτημα,
παρακαλά τον Θεό τιμωρό -όπως η ίδια τον αντιλαμβάνεται- να μην της πάρει την
Αννιώ, και άρα να μην της επιβάλει τη σκληρή τιμωρία που μοιάζει να επίκειται.
Είναι, μάλιστα, πρόθυμη να του προσφέρει τη ζωή του αγοριού της, για να
γλιτώσει το μονάκριβο κορίτσι της.
Ας έχουμε υπόψη πως η μητέρα του Γιωργή
είναι επίσης νέα σε ηλικία, και βρίσκεται, λόγω των τύψεών της, σε μια παρόμοια
κατάσταση απελπισίας, που την εξωθεί σε ό,τι μοιάζει μ’ ένα δεύτερο έγκλημα,
συνειδητό αυτή τη φορά. Καθώς, αν το πρώτο της παιδί το πλάκωσε χωρίς να το
θέλει, τώρα εμφανίζεται έτοιμη να θυσιάσει το αγόρι της μόνο και μόνο για να μη
δεχτεί την «τιμωρία» του Θεού, μόνο και μόνο για να μην επιβεβαιωθούν οι φόβοι
της πως ο Θεός δεν την έχει συγχωρέσει για το πλάκωμα του μωρού.
Ο φόβος και η ντροπή της Μαρίας Φαρράρ
την αναγκάζουν να επιδιώκει την αποβολή του αγέννητου μωρού της∙ ένα πικρό
κοινωνικό σχόλιο του Μπρεχτ για την υπέρμετρη εξαθλίωση των φτωχών ανθρώπων. Ο
φόβος και η απελπισία αναγκάζουν τη μητέρα του Γιωργή να ζητά τη συναίνεση του
Θεού σε μιαν ανταλλαγή που θα σήμαινε το θάνατο του γιου της. Είναι, άρα, και
οι δύο γυναίκες σε μια τόσο ταραγμένη ψυχολογική κατάσταση -για διαφορετικό,
ωστόσο, λόγο η καθεμία-, ώστε δεν διστάζουν να παρακαλούν για το θάνατο του
ίδιου τους του παιδιού.
Ενώ συνάμα, το γεγονός πως προσφεύγουν
στο χώρο της εκκλησίας για να ζητήσουν μια τόσο μιαρή συνδρομή απ’ την Παναγία
και τον Θεό, είναι δηλωτικό του απλοϊκού τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζουν την
έννοια της θεότητας. Ο Θεός είναι ένας σκληρός εκδικητής, για την μάνα, κι η
Παναγία είναι μια φιλεύσπλαχνη Μητέρα που θα έπαιρνε μια ζωή προκειμένου ν’
απαλλάξει την ανήλικη κοπέλα απ’ το ασήκωτο βάρος ενός λάθους της.
- Ο Μπρεχτ δίνει με παραστατικές
λεπτομέρειες τα γεγονότα της ημέρας που γεννήθηκε το παιδί, τονίζοντας πόσο
εξαντλητική υπήρξε για την ανήλικη κοπέλα η προσπάθεια να κρύψει την εγκυμοσύνη
της, αλλά και πόσο υπέφερε απ’ τους πόνους της. Ενώ ήταν ετοιμόγεννη
αναγκαζόταν να σκουπίζει τις σκάλες (κι ας της ξέσκιζαν άγρια νύχια την
κοιλιά), ν’ απλώνει την μπουγάδα, και λίγο προτού ξαπλώσει για να ξεκουραστεί
τη φωνάζουν και πάλι για να σκουπίσει το χιόνι που είχε πέσει∙ και σκούπιζε ως
τις έντεκα.
Μια αδιάκοπη ταλαιπωρία φέρνει την
ορφανή υπηρέτρια ως τη στιγμή της γέννας, όπου μόνη της, παρατημένη απ’ όλους,
γεννά, κοκαλιασμένη απ’ το χιονιά κι αδύναμη ακόμη και να κρατήσει το παιδί
στην αγκαλιά της. Και τότε, προτού επιστρέψει στην κάμαρά της -μόνο τότε-, όταν
το μωρό άρχισε να κλαίει, η Μαρία Φαρράρ λυγίζει απ’ το βάρος της απίστευτης
συναισθηματικής πίεσης που είχε υποστεί και ξεσπά βίαια στο παιδί της. Το
γρονθοκοπεί μέχρι θανάτου.
Με παραπλήσιο τρόπο και ο Βιζυηνός
παρουσιάζει τα γεγονότα της ημέρας που προηγήθηκε του θανάτου της πρώτης
Αννιώς, προκειμένου να δείξει εμφατικά πόσο κουρασμένη ήταν η μητέρα, και πως
πράγματι δεν είχε ευθύνη για το πλάκωμα του μωρού της, μιας και αποκοιμήθηκε
εξαντλημένη απ’ το γάμο, το γλέντι και το περπάτημα.
Η βρεφοκτονία της Μαρίας Φαρράρ μοιάζει
λιγότερο δικαιολογημένη απ’ το αθέλητο πλάκωμα του μωρού στο αμάρτημα της
μητρός μου∙ μοιάζει ακόμη λιγότερο δικαιολογημένη, γιατί η κοπέλα είχε εξαρχής
προσπαθήσει ν’ απαλλαγεί απ’ την ανεπιθύμητη αυτή εγκυμοσύνη. Ωστόσο, θα πρέπει
να ληφθεί υπόψη, πως η ταλαιπωρία της γέννας και η συναισθηματική ταραχή της
γυναίκας κατά τη διάρκεια του τοκετού, είναι τέτοιας έντασης, ώστε πλέον οι
νομοθέτες έχουν αναγνωρίσει ελαφρυντικά για την παιδοκτονία αμέσως μετά τον
τοκετό.
- Η Μαρία Φαρράρ, αφού έχει σκοτώσει το
μωρό της, το παίρνει στο κρεβάτι μαζί της και κοιμάται πλάι του, όπως κοιμήθηκε
με το νεκρό μωρό της και η μητέρα του Γιωργή.
- Η Μαρία Φαρράρ μόνη της κρυφοπνίγει
με κόπο τις φωνές του πόνου της, προκειμένου να μην καταλάβει κανείς πως
ετοιμαζόταν να γεννήσει. Σημείο που μας παραπέμπει στην παρέμβαση του πατέρα
(Τι φωνάζεις έτσι, βρε βώδι;), προκειμένου να πάψουν τα ξεφωνητά της μητέρας
που θα πρόδιδαν σε όλους πως είχε η ίδια σκοτώσει το παιδί της.
- Παραπλήσια είναι η συμπεριφορά των
δύο γυναικών και ως προς την ανάγκη τους να εξομολογηθούν την πράξη τους. Η
Μαρία Φαρράρ διηγείται την ιστορία της και «δεν θέλει τίποτα να κρύψει», όπως
αντιστοίχως κι η μητέρα εξομολογείται το αμάρτημά της στον ενήλικα πια Γιωργή,
προκειμένου να τον κάνει να καταλάβει καλύτερα τις πράξεις της και τα
συναισθήματά της.
Η εξομολόγηση αυτή, επομένως, δεν
λειτουργεί μόνο ως προσπάθεια ν’ ανακουφιστούν οι ίδιες οι γυναίκες απ’ τις ενοχές
τους, αλλά και ως μέτρο κρίσης για τους ακροατές της εξομολόγησης. Ο Μπρεχτ το
δηλώνει απερίφραστα: ας αφήσουμε τη Μαρία Φαρράρ ν’ αποτελειώσει την ιστορία
της κι έτσι θα δούμε τι είμαι εγώ και τι είσαι εσύ. Η στάση, δηλαδή, που θα
κρατήσει ο καθένας απέναντι στο έγκλημα της ανήλικης κοπέλας θα δείξει και με
ποιο τρόπο αντιλαμβάνεται τα πράγματα. Θα υπάρξει κατανόηση απέναντι στην πράξη
αυτή -γέννημα απόγνωσης- της φτωχής κοπέλας ή θα σταθεί αφορμή για να την
περιφρονήσει ο ακροατής, μη δεχόμενος να της προσφέρει ούτε την ελάχιστη
συμπόνια.
Παρομοίως, όταν η μητέρα εξομολογείται
στο Γιωργή την αθέλητη βρεφοκτονία, βρίσκεται σε μεγάλη ένταση, καθώς δεν
γνωρίζει εκ των προτέρων πώς θα αντιδράσει ο γιος της, και αν θα δεχτεί το
«απρομελέτητο και το αβούλητο» του αμαρτήματός της.
- Η Μαρία Φαρράρ θα κρύψει το πρωί στο
πλυσταριό το άψυχο βρέφος, μα το έγκλημά της θα φανερωθεί, κι η ίδια θα βρεθεί
καταδικασμένη στη φυλακή, όπου και θα πεθάνει. Αντιθέτως, η μητέρα, με τη
βοήθεια του συζύγου της, θα αποκρύψουν την αλήθεια για το θάνατο του μωρού, κι
έτσι η τοπική κοινωνία θα αντιμετωπίσει τη μητέρα ως θύμα μιας πρόωρης
απώλειας. Ωστόσο, παρόλο που η μητέρα γλίτωσε την κοινωνική κατακραυγή, δεν
γλίτωσε τον αυστηρότερο και πιο αδυσώπητο κριτή όλων, δεν γλίτωσε απ’ την ένοχη
συνείδησή της, και πέρασε έτσι το υπόλοιπο της ζωής της να τιμωρεί τον εαυτό
της και να υποφέρει. Μα, το ίδιο ακριβώς βίωσε και η Μαρία Φαρράρ, γιατί για το
βαρύ της έγκλημα δεν τιμωρήθηκε μόνο απ’ την κοινωνία. Πέρασε τα υπόλοιπα
χρόνια της στη φυλακή πονώντας και μετανιώνοντας για την πράξη της, διότι ήταν
η ίδια που σκότωσε το παιδί της, κι αυτό είναι ένα έγκλημα που δεν βρίσκει ποτέ
παρηγοριά ή λησμοσύνη.
- Στο ποίημα του Μπρεχτ είναι πρόδηλη η
επιθυμία του δημιουργού να τονιστούν οι ιδιαίτερες κοινωνικές συνθήκες, και να
στηλιτευτεί η απάνθρωπη αδικία που βαρύνει τη ζωή των φτωχών και αδύναμων
ανθρώπων. Μια ανήλικη μητέρα, χωρίς σύζυγο, θα γνώριζε την καταδίκη της
κοινωνίας, ακόμη κι αν δεν είχε βλάψει το μωρό της. Φοβισμένη, εντελώς μόνη,
χωρίς παιδεία και χωρίς ψυχική δύναμη, φτάνει σ’ ένα αποτρόπαιο έγκλημα.
Αντιστοίχως, ωστόσο, και ο Βιζυηνός μας
παρέχει πληροφορίες για την καταπίεση που βίωναν οι γυναίκες∙ για την έλλειψη
ιατρικής περίθαλψης (παρομοίως η Μαρία Φαρράρ θα καταφύγει σε μια γριά να της
κάνει ενέσεις -την οποία και θα πληρώσει κανονικά, παρά την έλλειψη
αποτελέσματος, όπως κι η μητέρα πληρώνει τον αυτόκλητο μα αναποτελεσματικό γιατρό-,
κι ύστερα θα προσπαθεί με «τσίπουρο και πιπέρι» να τερματίσει την εγκυμοσύνη
της)∙ για την έλλειψη μόρφωσης των ανθρώπων και τις δεισιδαιμονίες που
κυριαρχούσαν στη σκέψη τους∙ για τη φτώχεια και τις πιεστικές ανάγκες που
έκαναν τη ζωή τους πολλαπλά δυσκολότερη.