Alexandra Hager
Γεώργιος Βιζυηνός "Το αμάρτημα της μητρός μου" (Ερωτήσεις Σχολικού)
Γεώργιος Βιζυηνός "Το αμάρτημα της μητρός μου" (Ερωτήσεις Σχολικού)
Αλλ’ ημείς εγνωρίζαμεν, ότι η ενδόμυχος της μητρός ημών στοργή διετέλει
αδέκαστος και ίση προς όλα της τα τέκνα...:
Η βεβαιότητα του αφηγητή για τα αισθήματα της μητέρας διατηρείται σ’
όλο το αφήγημα; Ανατρέπεται; Αποκαθίσταται; Πώς; Να αιτιολογήσετε την άποψή
σας.
Η βεβαιότητα του αφηγητή για την
αγάπη της μητέρας θα διαρκέσει ελάχιστα και θα αρχίσει να κλονίζεται καθώς η
υγεία της Αννιώς θα επιδεινώνεται και η μητέρα θα παραμελεί όλο και περισσότερο
τα υπόλοιπα παιδιά της. Άλλωστε, όπως θα αποκαλυφθεί αργότερα -μέσα από την αφήγηση
της μητέρας- ο μικρός αφηγητής ζήλευε υπερβολικά τις ιδιαίτερες φροντίδες που
επιφύλασσε η μητέρα για τη μοναχοκόρη της. Το αποφασιστικό, πάντως, πλήγμα για
τον αφηγητή θα επέλθει όταν θα ακούσει τη μητέρα του να προσεύχεται και να ζητά
από το Θεό να της χαρίσει το κορίτσι, παίρνοντας στη θέση του το αγόρι.
Επομένως, οι αμφιβολίες του αφηγητή που ξεκινούν από την ολοένα και αυξανόμενη
προσήλωση της μητέρας στην Αννιώ, θα επιβεβαιωθούν με το άκουσμα της προσευχής.
Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης
του αφηγητή στη μητέρα του θα γίνει σταδιακά και θα ξεκινήσει όταν, μετά το
θάνατο της Αννιώς, η μητέρα θα αναλάβει αποφασιστική δράση για να φροντίσει τα
αγόρια της. Σημαντικής σημασίας, μάλιστα, θα είναι το επεισόδιο της διάσωσης
του αφηγητή από την μητέρα του, όταν θα παρασυρθεί από το χείμαρρο. Ενώ, η
πλήρης αποκατάσταση θα προκύψει αρκετά χρόνια μετά, όταν η μητέρα θα αποκαλύψει
στον ενήλικα πια αφηγητή το αμάρτημά της, δίνοντάς του έτσι τις εξηγήσεις που
χρόνια αναζητούσε για τη συμπεριφορά της.
Και είχαμε πια την Αννιώ σαν τα μάτια μας. Και εζούλευες εσύ, και
έγινες του θανατά από τη ζούλια σου. Ο πατέρας σου σε έλεγε «το αδικημένο του»,
γιατί σ’ απόκοψα πολύ νωρίς, και μ’ εμάλωνε καμμιά φορά, γιατί σε παραμελούσα:
Η οπτική γωνία της μητέρας συμπίπτει με την οπτική γωνία του αφηγητή σε
ό,τι αφορά τα συναισθήματά του προς την αδελφή του κατά την παιδική του ηλικία;
Να τεκμηριώσετε την άποψή σας.
Παρά τις συνεχείς διαβεβαιώσεις
του αφηγητή-παιδιού πως η ιδιαίτερη προσοχή που δινόταν στην Αννιώ δεν προκαλούσε
ζήλια σ’ αυτόν και στα αδέρφια του, η αλήθεια είναι τελείως διαφορετική. Η
μητέρα αποκαλύπτει, εκείνο που ο αφηγητής αποκρύπτει∙ η μεγάλη φροντίδα που είχαν για την Αννιώ του
προκαλούσε ανυπόφορα αισθήματα ζήλιας. Ο λόγος αυτής της απόκρυψης παρουσιάζεται
εξαιρετικά από τον Παν. Μουλλά: «Συνειδητή ή υποσυνείδητη, η «απόκρυψη»
επιβάλλει πριν απ’ όλα τον εξωραϊσμό και την απόλυτη αρμονία των οικογενειακών
σχέσεων: η μητέρα είναι πρότυπο αφοσίωσης, η άρρωστη Αννιώ δείχνει αγγελική
καλοσύνη και ταπείνωση προς όλους, τα παραμελημένα αγόρια δέχονται με
μαζοχιστική κατανόηση τη μητρική εύνοια προς την αδερφή τους: «Και όχι μόνον ανειχόμεθα τας προς αυτήν περιποιήσεις
αγογγύστως, αλλά και συνετελούμεν προς αύξησιν αυτών, όσον ηδυνάμεθα.»
Ότι ο αφηγητής αποκρύβει ή εξωραΐζει ένα μέρος από τα πραγματικά του αισθήματα,
φαίνεται από τη στάση του απέναντι στα θηλυκά μέλη της οικογένειάς του: αντί να
γίνει κατηγορητήριο (όπως παρουσιάζεται σε ορισμένες στιγμές, ξεφεύγοντας την
αυτολογοκρισία), το παράπονό του μεταβάλλεται σε διαρκή υπεράσπιση και
εξιδανίκευση, δηλαδή σ’ ένα είδος μετάνοιας που έρχεται όψιμα να καλύψει την
αγανάκτηση και την ενοχή του στερημένου παιδιού. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ
ο ίδιος μόνο αισθήματα αγάπης εκφράζει για την αδερφή του, η αφήγηση της
μητέρας του τον διαψεύδει: «Και είχαμε πια την
Αννιώ σαν τα μάτια μας. Και εζούλευες εσύ, και έγεινες του θανατά από τη ζούλια
σου.»
Ποιες είναι οι γλωσσικές επιλογές του αφηγητή α) ως ενήλικα και
πεπαιδευμένου β) ως παιδιού ή εφήβου. Αναζητήστε αντιπροσωπευτικά αποσπάσματα
για να αναδείξετε την «ιδιότυπη αυτή διγλωσσία». Διαπιστώνετε άλλα κριτήρια με
βάση τα οποία διαμορφώνονται οι γλωσσικές ποικιλίες του αφηγηματικού λόγου στο
κείμενο;
Η γλώσσα της αφήγησης σε όλο το
διήγημα είναι η καθαρεύουσα είτε αφηγείται το παιδί είτε ο ενήλικας, ενώ η
γλώσσα των διαλόγων είναι η δημοτική, με βάση πάντα το επίπεδο του ατόμου που
μιλά.
Ο Βιζυηνός χρησιμοποιεί στη
διήγησή του την καθαρεύουσα, εφόσον αυτή ήταν η καθιερωμένη γλωσσική μορφή της
πεζογραφίας, φροντίζει όμως η καθαρεύουσα που χρησιμοποιεί να μην αρχαΐζει
ιδιαίτερα, ώστε η ανάγνωση να ρέει ομαλά.
Όταν η αφήγηση γίνεται από το
παιδί, τα άτομα του περιβάλλοντός του είναι άτομα του χωριού με ελάχιστη
μόρφωση, οπότε συναντάμε εκφράσεις, όπως η ακόλουθη: «Είμαι γέρος μωρή, είμαι
γέρος, και αν δεν το τσούξω κομμάτι, δεν βλέπουν καλά τα μάτια μου». Ενώ, όταν
η αφήγηση γίνεται από τον ενήλικα, που έχει πολυετείς σπουδές, αλλά και εμφανή
επιρροή από την παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη, διαπιστώνουμε ότι η γλώσσα
των διαλόγων διατηρείται σε υψηλότερο επίπεδο, με την παρουσία μάλιστα
στοιχείων της πολίτικης διαλέκτου: «Εγώ θα σε φέρω μίαν άλλην αδελφήν από την
Πόλι. Ένα εύμορφο κορίτσι, ένα έξυπνο, που να στολίση μίαν ημέρα το σπίτι μας».
Πάντως, στα κυρίως αφηγηματικά
τμήματα του διηγήματος, η γλωσσική μορφή παραμένει η ίδια είτε η αφήγηση
δίνεται από το παιδί: «Οι οδόντες μου συνεκρούοντο υπό του τρόμου, και εγώ
έτρεχον, και ακόμη έτρεχον. Και χωρίς να το εννοήσω, ευρέθην έξαφνα μακράν,
πολύ μακράν της εκκλησίας», είτε από τον ενήλικα: «Οι λόγοι ούτοι, και ο τρόπος
με τον οποίον τους επρόφερεν, ενέβαλον την καρδίαν μου εις μεγάλην ταραχήν». Οι
μόνες διαφοροποιήσεις γίνονται στα διαλογικά μέρη, όπου ο συγγραφέας
χρησιμοποιεί τη γλωσσική μορφή που αρμόζει στο μορφωτικό επίπεδο του ομιλητή.
Όταν, για παράδειγμα, μιλά το
παιδί, που δεν έχει ακόμη ουσιαστική παιδεία, ακούμε μια απλή δημοτική: «Έλα
πατέρα –να με πάρης εμένα- για να γιάννη το Αννιώ», ενώ όταν μιλά ο
πεπαιδευμένος ενήλικας, η δημοτική του είναι πιο προσεγμένη κι εμπλουτισμένη με
τύπους της καθαρεύουσας (ήλθεν, τόπον): «Καλός άνθρωπος αυτός ο Πατριάρχης.
Ορίστε; Τώρα πια πιστεύω, ότι ήλθεν η καρδιά σου στον τόπον της».
«... Ιδιαίτερα πρέπει να εξαρθεί η δραματική πυκνότητα και οι
επεμβάσεις της μοίρας, που φέρνουν τους χαρακτήρες αντιμέτωπους, καθώς από ένα,
το αρχικό μοιραίο γεγονός, προκύπτουν στη συνέχεια άλλες δραματικές συνέπειες,
με αντίχτυπο πάνω σε όλους...» (Κ. Στεργιόπουλος»
Ποιο είναι το αρχικό γεγονός στο Αμάρτημα της μητρός μου και πως
δραματοποιούνται οι συνέπειές του;
Το αρχικό γεγονός είναι το
πλάκωμα του μωρού από τη μητέρα, ένα γεγονός που θα τη γεμίσει τύψεις και θα
την ωθήσει σε μια σειρά αποφάσεων και προσπαθειών προκειμένου να κατευνάσει την
τυραννική αίσθηση πως πρέπει να τιμωρηθεί σκληρότατα για το λάθος της.
Οι συνέπειες του αρχικού αυτού
αμαρτήματος θα μας δοθούν σε μεγάλο βαθμό μέσα από την παρουσίαση των
συναισθημάτων του Γιωργή, ο οποίος θα βιώσει πολύ έντονα την αίσθηση της
απόρριψης, καθώς θα βλέπει τη μητέρα του να αφοσιώνεται ολοένα και περισσότερο
στην άρρωστη Αννιώ. Η βασικότερη συνέπεια του αμαρτήματος σε ό,τι αφορά τα
παιδιά είναι η στέρηση της μητρικής αγάπης, υπό την έννοια πως η μητέρα μοιάζει
να είναι πλήρως δοσμένη στην προσπάθειά της να σώσει το μοναδικό της κορίτσι.
Αργότερα, η αίσθηση που είχαν αποκομίσει τα αγόρια της οικογένειας πως η μητέρα
ενδιαφέρεται μόνο για το κορίτσι, θα ενισχυθεί από τις διαδοχικές υιοθεσίες
κοριτσιών και θα δημιουργήσει μια έντονη διάσταση ανάμεσα στη μητέρα και τους
γιους της.
Σε ό,τι αφορά τη μητέρα οι
συνέπειες του αμαρτήματός της είναι τραγικές και διατρέχουν όλο το διήγημα, το
οποίο άλλωστε επικεντρώνεται στις μάταιες προσπάθειές της να φτάσει στην
εξιλέωση. Οι προσπάθειες για τη διάσωσή της Αννιώς, η παραμέληση των αγοριών,
οι υιοθεσίες των κοριτσιών και παράλληλα ο διαρκής και ασίγαστος πόνος είναι
μερικές από τις εκφάνσεις των ενοχών της.
Όσο περισσότερο τυραννηθώ και χολοσκάσω, τόσο λιγώτερο θα με παιδέψει ο
Θεός για το παιδί που πλάκωσα...
Η συντριβή και η ενοχή είναι το μόνιμο ψυχικό κλίμα της μάνας.
α) Η αυτοτιμωρία συνιστά πράξη εξιλέωσης απέναντι στο Θεό ή και
απέναντι στον εαυτό της;
β) Καθησυχάζει η μητέρα τη συνείδησή της τελικά, ιδιαίτερα μετά τη
συνάντησή της με τον Πατριάρχη;
γ) Ενοχοποιείται η μητέρα στη συνείδησή σας; Ποια είναι η αίσθηση που
σας αφήνει η τελική έκβαση της ιστορίας;
α) Η μητέρα μετά το θάνατο του
πρώτου κοριτσιού υποφέρει αδιάκοπα και μόνο όταν γεννιέται η δεύτερη Αννιώ
παρηγοριέται προσωρινά καθώς θεωρεί ότι ο Θεός έχει εξαλείψει την αμαρτία της.
Όταν όμως βλέπει την υγεία του παιδιού της να χειροτερεύει, αρχίζει να
επιστρέφει μέσα της η σκέψη ότι εκείνη ευθύνεται για το θάνατο του πρώτου
παιδιού. Η επιδείνωση της υγείας της Αννιώς εκλαμβάνεται από τη μητέρα ως
τιμωρία από τον Θεό, καθώς η μητέρα πιστεύει ότι της έστειλε το δεύτερο κορίτσι
μόνο και μόνο για να της το πάρει πίσω και να της δείξει το μέγεθος του
εγκλήματός της.
Η μητέρα κατανοεί την ανάγκη να τιμωρηθεί
και αποδέχεται πλήρως τη θέληση του Θεού -όπως η ίδια την ερμηνεύει-, ενώ
παράλληλα αναζητά τρόπους για να δείξει πως είναι πρόθυμη να αυξήσει το βάρος
της τιμωρίας της. Η μητέρα υιοθετεί διαδοχικά δύο κορίτσια και όσο πιο
κακόγνωμα προκύπτουν αυτά, τόσο εκείνη αισθάνεται ότι κατορθώνει να μειώσει στα
μάτια του Θεού την τιμωρία που θα χρειαστεί να της επιβάλει.
Βέβαια, η ανάγκη της μητέρας να
ταλαιπωρηθεί και να υπομείνει τα βάρη που πιστεύει ότι της στέλνει ο Θεός, δεν
αποτελούν αποκλειστικά πράξεις εξιλέωσης απέναντι στο Θεό, αλλά και απέναντι
στον ίδιο της τον εαυτό. Η μητέρα θα παραμείνει ο σκληρότερος κριτής του εαυτού
της και δεν θα δεχτεί κανένα ελαφρυντικό για το αμάρτημά της.
β) Παρά τις προσπάθειες του γιου
της να της επισημάνει το αθέλητο της πράξης της και παρά τα λόγια του
Πατριάρχη, η μητέρα θα συνεχίσει να βιώνει τις ενοχές της σε απόλυτο βαθμό,
μιας και αισθάνεται πως το να αφαιρέσει μια μητέρα τη ζωή του παιδιού της,
ακούσια ή μη, είναι το μεγαλύτερο έγκλημα που μπορεί να διαπραχθεί. «[Ο
Πατριάρχης] Δεν έκαμε παιδιά, για να μπορή να γνωρίση, τι πράγμα είναι το να
σκοτώση κανείς το ίδιο το παιδί του!»
γ) Η διαρκής αγωνία και ο συνεχής
πόνος της μητέρας, γεννούν στον αναγνώστη αμέριστη συμπόνια για τη μητέρα, η
οποία είναι εμφανές πως έχει πληρώσει με το παραπάνω για το αμάρτημά της.
Παρόλο που η ίδια δεν μπορεί να δεχτεί καμία παρηγοριά και θα συνεχίσει να ζει
με τις ενοχές της, στα μάτια του αναγνώστη δεν εμφανίζεται ενοχοποιημένη, τόσο
γιατί έχει ήδη βασανιστεί υπερβολικά, όσο και γιατί το πλάκωμα του μωρού ήταν
ξεκάθαρα ένα ατύχημα.
Το τέλος του διηγήματος εντούτοις
αφήνει την αίσθηση πως η μητέρα θα συνεχίσει να υποφέρει για όλη της τη ζωή για
το αμάρτημά της, στοιχείο που συνάδει με την άποψή της πως δεν μπορεί κανείς
πραγματικά να γνωρίση τι σημαίνει να σκοτώνεις το ίδιο σου το παιδί.
Είναι γνωστό ότι ο Βιζυηνός συνθέτει την αφήγησή του βασισμένος στο
αυτοβιογραφικό στοιχείο. Η ανάγνωση του συγκεκριμένου διηγήματος σας δίνει την
εντύπωση ότι ο συγγραφέας περιορίζεται στην αφήγηση της ατομικής του
περιπέτειας και της οικογενειακής του ιστορίας;
Στο διήγημα του Βιζυηνού, πέρα
από λαογραφικά στοιχεία που έχουν γεγινότερο ενδιαφέρον, ο συγγραφέας προχωρά
στην ανασύσταση μιας πολύ προσωπικής ιστορίας. Ο συγγραφέας που πέρασε τα παιδικά
του χρόνια με την επίπονη αμφιβολία για τα συναισθήματα της μητέρας του,
επιστρέφει και αναβιώνει τα γεγονότα εκείνης της περιόδου σε μια προσπάθεια
εξορικισμού όλων εκείνων των τραυματικών εμπειριών. Η αποκάλυψη του αμαρτήματος
της μητέρας του φωτίζει διαφορετικά ολόκληρη την παιδική του ηλικία, που έπαιξε
καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του και ο συγγραφέας
αισθάνεται την ανάγκη, στα πλαίσια μια εσωτερικής ψυχαναλυτικής αναβίωσης, να
γυρίσει και να δει εκ νέου το παρελθόν του, υπό το πρίσμα της λυτρωτικής αυτής
αποκάλυψης. Το αμάρτημα της μητέρας, όσο τραγικό κι αν υπήρξε για την ίδια,
έρχεται να δώσει στον συγγραφέα μια αποφασιστική απάντηση για τους λόγους που
στερήθηκε την αγάπη της μητέρας του. Ο συγγραφέας γνωρίζει πλέον πως η μητέρα
του δεν έπαψε στιγμή να τον αγαπά, αλλά οι προσωπικοί της δαίμονες την
ανάγκασαν να φερθεί με τέτοια αδιαφορία για τα αγόρια της.
Η ιστορία αυτή επομένως, πέρα από
τη γενική διαπίστωση για τη δύναμη της μητρικής αγάπης και για το διαβρωτικό
ρόλο των ενοχών, λειτουργεί περισσότερο ως μια προσωπική υπόθεση του συγγραφέα,
που ανατρέχει εκ νέου στα γεγονότα εκείνης της εποχής, διαπιστώνοντας την
έκταση που έλαβαν οι συνέπειες του αμαρτήματος της μητέρας του.
Υπάρχει μια φράση-κλειδί που αποτυπώνει την εξέλιξη στην πορεία της
ασθένειας της Αννιώς και επαναλαμβάνεται παραλλαγμένη στις πρώτες σελίδες του
κειμένου.
α) Αναζητήστε την και καταγράψτε τις εκδοχές της.
β) Γιατί ο αφηγητής την επαναλαμβάνει; Υπηρετεί η φράση αυτή τη δομή
του κειμένου; Πώς λειτουργεί μέσα στα ευρύτερα συμφραζόμενά της;
Το πρώτο μέρος του διηγήματος
επικεντρώνεται στην ασθένεια της Αννιώς και εξελίσσεται παράλληλα με την
επιδείνωση της υγείας της. Όσο η κατάσταση της Αννιώς χειροτερεύει τόσο η
μητέρα αφοσιώνεται στη φροντίδα της κι όσο η μητέρα στρέφει την προσοχή της
στην Αννιώ τόσο οι λεπτές ισορροπίες της οικογένειας διαταράσσονται και τα
αγόρια δυσανασχετούν.
«Διότι
η Αννιώ, εκτός ότι ήτον η μόνη μας αδελφή, ήτο κατά δυστυχίαν ανέκαθεν
καχεκτική και φιλάσθενος.» Η Αννιώ είναι ιδιαιτέρως αγαπητή από τα
αδέρφια της, όχι μόνο γιατί ήταν το μοναδικό κορίτσι της οικογένειας αλλά και
γιατί παρά την ασθένειά της ήταν πάντοτε καλόψυχη και με κάθε ευκαιρία έδειχνε
στα αδέρφια της πόσο κι η ίδια τα αγαπούσε. Οι ψυχικές αρετές της Αννιώς
επιτρέπουν στα αδέρφια της να δέχονται χωρίς διαμαρτυρίες τις επιπλέον
φροντίδες που προσφέρονταν στη μικρή κοπέλα.
«Εν
τούτοις η ασθένεια της Αννιώς ολονέν εδεινούτο και ολονέν περισσότερον
συνεκεντρούντο περί αυτήν της μητρός μας αι φροντίδες.» Η κατάσταση
αρχίζει όμως σταδιακά να αλλάζει καθώς η μητέρα, για λόγους που δεν είναι
γνωστοί ακόμη στον αφηγητή-παιδί, αρχίζει όχι μόνο να φροντίζει όλο και
περισσότερο την Αννιώ, αλλά να παραμελεί τα αγόρια της.
«Η
κατάστασις της Αννιώς έβαινεν αργά μεν και απαρατηρήτως, αλλ’ ολονέν επί τα
χείρω. Και η παράτασις αύτη της αορίστου καχεξίας έκαμνε την μητέρα μας άλλην
εξ άλλης.» Παρά τη διαρκή αφοσίωση της μητέρας η υγεία του κοριτσιού όχι
μόνο δεν βελτιωνόταν, αλλά έδειχνε να χειροτερεύει. Το γεγονός αυτό είχε
τραγικές επιπτώσεις στην ψυχολογική κατάσταση της μητέρας, η οποία είναι έτοιμη
πια να κάνει οτιδήποτε αρκεί να σώσει το κορίτσι της.
«Αλλ’
όλα παρήρχοντο εις μάτην. Το παιδίον
εχειροτέρευεν αδιακόπως, και η μήτηρ μας εγίνετο ολονέν αγνώριστος. Ενόμιζες,
ότι ελησμόνησε πως είχε και άλλα τέκνα.» Η σταδιακή επιδείνωση της
υγείας της Αννιώς που οδηγεί τη μητέρα σε μια απερίγραπτη κατάσταση πόνου,
είναι το στοιχείο της αφήγησης που κρατά σε εγρήγορση τον αναγνώστη, διατηρώντας
σταθερή την αγωνία για τη μικρή Αννιώ, αλλά και αυξάνοντας τα συναισθήματα
συμπάθειας για τη μητέρα που όσο κι αν το θέλει δεν μπορεί τελικά να βοηθήσει
το παιδί της: «η ασθένεια της πτωχής μας αδελφής ήτον ανίατος».
Ένα από τα γνωρίσματα της συγγραφικής
δύναμης του Βιζυηνού είναι η ικανότητά του να διατηρεί την αγωνία του
αναγνώστη, τόσο σε ευρύτερο επίπεδο –ποιο είναι το αμάρτημα της μητέρας- όσο
και στα στενότερα πλαίσια του ξεδιπλώματος της ιστορίας -θα καταφέρει η Αννιώ
να επιζήσει-. Ο συγγραφέας προωθεί την εξέλιξη της ιστορίας του φροντίζοντας να
διατηρεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη και παράλληλα αποκαλύπτοντας στοιχεία για
τα κεντρικά πρόσωπα του διηγήματος, ώστε ο αναγνώστης αφενός να παρακολουθεί
την πορεία των γεγονότων κι αφετέρου να γνωρίζει ολοένα και καλύτερα τους ήρωες
της ιστορίας.
Η φράση κλειδί επομένως
λειτουργεί ως συνεκτικός δεσμός των γεγονότων εκείνης της περιόδου, καθώς κρατά
την προσοχή του αναγνώστη επικεντρωμένη στο βασικό αυτό σημείο της ιστορίας. Η
ασθένεια της Αννιώς έλκει σε απόλυτο βαθμό την προσοχή της μητέρας, κι αυτό
επιχειρεί να μεταδώσει ο συγγραφέας και στον αναγνώστη. Η μητέρα δεν
ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο, ούτε καν για τα υπόλοιπα παιδιά της -γεγονός που
πληγώνει απερίφραστα τα αγόρια της-, ενδιαφέρεται μόνο για τη σωτηρία του
κοριτσιού, καθώς θεωρεί πως αν η Αννιώ πεθάνει, αυτό θα σημαίνει πως ο Θεός δεν
την έχει συγχωρέσει για την αμαρτία της.
Η επανάληψη της φράσης
αποκαλύπτει την κορύφωση της αγωνίας της μητέρας και αναδεικνύει την ασθένεια
του κοριτσιού σε κεντρική μέριμνα για την οικογένεια. Ο αφηγητής-παιδί
φροντίζει να μας δείξει πως τότε που ο ίδιος χρειαζόταν την αγάπη και την
προσοχή της μητέρας του, εκείνη δεν είχε στη σκέψη της τίποτε άλλο πέρα από την
Αννιώ. Η φράση αυτή, δεν είναι απλώς ένα μοτίβο που συνέχει τα επιμέρους
περιστατικά, είναι η κυρίαρχη έγνοια της μητέρας που την απομάκρυνε όλο και
περισσότερο από τον γιο της, προκαλώντας του καίριο πλήγμα. Ο αφηγητής-παιδί
επαναλαμβάνει τη φράση αυτή, μιας και ήταν προφανώς το μοναδικό πράγμα που
άκουγε από τη μητέρα του. Εκείνος και τα αδέρφια του είχαν τεθεί τελείως στο
περιθώριο και το μοναδικό θέμα που κυριαρχούσε ήταν η εξέλιξη της υγείας της
Αννιώς. Έχουμε, δηλαδή, εδώ ένα τραγικό αντίλαλο του γεγονότος που στοίχειωσε
τα παιδικά χρόνια του αφηγητή.
Σου έφερα δύο παιδιά στα πόδια σου... χάρισέ μου το κορίτσι! Τι απήχηση
είχε αυτή η προσευχή στην ψυχή του Γιωργή;
Η προσευχή της μητέρας που επί
της ουσίας αντικατοπτρίζει την ένταση του πόνου της και όχι τα συναισθήματά της
απέναντι στο παιδί της, λειτουργεί ως τραγική επιβεβαίωση όλων των φόβων του
αγοριού. Η παραμέλησή του όλο το προηγούμενο διάστημα, έρχεται τώρα να βρει την
αιτιολόγησή της, η μητέρα όχι μόνο δεν τον αγαπά, άλλα είναι πρόθυμη να τον
θυσιάσει προκειμένου να σωθεί η Αννιώ.
Όπως είναι αναμενόμενο το μικρό
παιδί συγκλονίζεται στο άκουσμα αυτής της προσευχής και φεύγει πανικόβλητο από
την εκκλησία. Όταν απομακρύνεται αρκετά και βρίσκει την ευκαιρία να εξετάσει
καλύτερα το νόημα όσων άκουσε, συνειδητοποιεί πως η στάση της μητέρας του είναι
πλήρως αδικαιολόγητη, καθώς εκείνος όχι μόνο δεν της έφταιξε σε τίποτα, αλλά
από τη στιγμή που γεννήθηκε η αδερφή του παραγκωνιζόταν όλο και περισσότερο.
Θυμάται, μάλιστα, τα λόγια του πατέρου του, που τον αποκαλούσε το αδικημένο του
και αντιλαμβάνεται πλέον ξεκάθαρα πως η μητέρα του δεν τον αγάπησε ποτέ.
Η συνειδητοποίηση πως η μητέρα
του δεν τον αγαπά -έμπρακτη απόδειξη η πρόθεσή της να τον προσφέρει στον Θεό σε
αντάλλαγμα για τη σωτηρία της Αννιώς- εμπεριέχει όλες τις τραγικές προεκτάσεις
που έλαβε το αμάρτημα της μητέρας. Η μόνη βεβαιότητα που χρειάζεται να έχει ένα
παιδί, η βεβαιότητα για τα συναισθήματα των γονιών του, ανατρέπεται ριζικά για
το μικρό παιδί, το οποίο αισθάνεται πως δεν έχει πια από που να κρατηθεί.
Σε ορισμένα σημεία του κειμένου διακρίνουμε ειρωνικές αποχρώσεις στη
«φωνή» του αφηγητή.
α) Να τα εντοπίσετε και να τα καταγράψετε.
β) Σε τι στοχεύει, κατά τη γνώμη σας, ο αφηγητής καταφεύγοντας στην
ειρωνεία;
Η ειρωνική απόχρωση στη φωνή του
αφηγητή γίνεται για πρώτη φορά αντιληπτή όταν αναφέρεται στον γιατρό-κουρέα του
χωριού. Τα ειρωνικά σχόλια, βέβαια, αποτελούν παρέμβαση του ενήλικα-αφηγητή, ο
οποίος επιχειρεί να στηλιτεύσει την άγνοια που επικρατούσε εκείνα τα χρόνια και
τη χωρίς λόγο εμπιστοσύνη που έδειχναν σε κάποιον που το μόνο που ήξερε ήταν
πώς να επωφεληθεί τα μέγιστα από τις ασθένειες των χωρικών. Στη δήλωση, για
παράδειγμα, του γέρου κουρέα, που εκτελούσε και χρέη γιατρού, ότι δεν μπορούσε
να δει καλά αν δεν πιει πρώτα, ο αφηγητής σχολιάζει πως ο γέροντας ήταν
ειλικρινής, αφού όσο περισσότερο έπινε τόσο ευκολότερα μπορούσε να διακρίνει
την πιο παχιά κότα για να την πάρει, ως αμοιβή, φεύγοντας.
Με παρόμοιο τρόπο, όταν ο
γέροντας λέει: «η πορεία της ασθενείας είνε καλή, και ακριβώς τοιαύτη, οποίαν
εδικαιούτο να την περιμένη η επιστήμη από τας συνταγάς του.» Ο
ενήλικας-αφηγητής, με πικρό χιούμορ και ειρωνική διάθεση σχολιάζει πώς: «Το
τελευταίον τούτο ήτο δυστυχώς λίαν αληθές. Η κατάστασις της Αννιώς έβαινεν αργά
μεν και απαρατηρήτως, αλλ’ ολονέν επί τα χείρω.» Τα σχόλια του αφηγητή πέραν
από την εμφανή διάθεση στηλίτευσης της εκμετάλλευσης των χωρικών από
επιτήδειους, κατορθώνουν να ελαφρύνουν τη βαριά διάθεση που δημιουργεί η
ασθένεια του κοριτσιού, δίνοντας στην αφήγηση μια χιουμοριστική διάσταση. Ο
Βιζυηνός, άλλωστε, παρά τον επίπονο χαρακτήρα των θεμάτων που διαπραγματεύεται
τόσο σε αυτό το διήγημα όσο και σε άλλα του διηγήματα φροντίζει να διανθίζει
την αφήγησή του με συγκρατημένες χιουμοριστικές πινελιές.
Σχόλιο του ενήλικα-αφηγητή έχουμε
και στο σημείο όπου η μητέρα δίνει στην Αννιώ να πιει νερό από το σκεύος που μόλις
είχε περάσει η χρυσαλλίδα -η ψυχή του πατέρα, λέγοντάς της πως αυτό θα τη
γιατρέψει. Ο ενήλικας-αφηγητής τότε σχολιάζει, πως η Αννιώ ήπιε νερό: «το
οποίον έμελλε τω όντι να τη ιατρεύσει.» Ο αφηγητής με την πικρή ειρωνεία αυτού
του σχολίου, στο οποίο η γιατρειά ταυτίζεται με το θάνατο, θέλει να τονίσει πως
ο θάνατος του κοριτσιού ήταν αναπόφευκτος και πως όλες οι προσπάθειες της
μητέρας ήταν μάταιες. Βέβαια, όλες οι προετοιμασίες που έκανε η μητέρα εκείνη
τη νύχτα, ήταν ακριβώς για να βοηθήσουν το πέρασμα του μικρού παιδιού στην άλλη
πλευρά. Η μητέρα γνωρίζει πως το παιδί της θα πεθάνει, γι’ αυτό κι επικαλείται
την ψυχή του άντρα της.
Με ποια επιχειρήματα θα μπορούσατε να υποστηρίξετε την αληθοφάνεια των
χαρακτήρων του διηγήματος;
Ο Βιζυηνός προχωρά στην
ανασύνθεση των γεγονότων που αποτέλεσαν τις προεκτάσεις του αμαρτήματος της
μητέρας του, καθώς και τις προσπάθειες της μητέρας να επιτύχει την εξιλέωσή
της, παρουσιάζοντας τα πρόσωπα της ιστορίας με ιδιαίτερη αληθοφάνεια.
Η μητέρα υπό την πίεση των ενοχών
της υποπίπτει σε λάθη, σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των αγοριών της, ωθείται
σε υπερβολές και λαμβάνει αποφάσεις που δεν μπορούν να εξηγηθούν παρά μόνο αν
ιδωθούν ως προσπάθειες μιας ψυχής συγκλονισμένης από τον πόνο και την επίγνωση
της ενοχής της. Η μητέρα καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποτρέψει το
χαμό της Αννιώς, πληγώνει τα υπόλοιπα παιδιά της με την απόλυτη αφοσίωσή της
στη φροντίδα του άρρωστου κοριτσιού και αργότερα αποφασίζει, χωρίς τη συναίνεση
των γιων της, να υιοθετήσει διαδοχικά δύο κορίτσια. Όλες αυτές οι πράξεις
δικαιολογούνται, και πολύ περισσότερο είναι αναμενόμενες, για μια μητέρα που
έχει σκοτώσει το ίδιο της το παιδί. Η μητέρα δεν μπορεί και δεν πρέπει να βρει
ανακούφιση όσο κι αν προσπαθήσει, καθώς ο λόγος για τον οποίο ωθείται σε δράση
δεν θεραπεύεται. Η αμαρτία της παραμένει ανήκεστη και η μητέρα γνωρίζει πως
ό,τι κι αν κάνει το γεγονός ότι σκότωσε το παιδί της θα συνεχίσει να την
πληγώνει και να τη βασανίζει μέχρι τέλους. Ένα βασικό στοιχείο, άλλωστε, που
ενισχύει την αληθοφάνεια του χαρακτήρα της είναι πως δεκαετίες μετά το αμάρτημά
της, παρά τις προσπάθειες του γιου της να την παρηγορήσει, με δεδομένο το
αθέλητο του αμαρτήματος, και παρά τα λόγια παραμυθίας του ίδιου του Πατριάρχη,
η μητέρα συνεχίζει να βασανίζεται, χωρίς να δίνεται καμία ένδειξη πως θα πάψει
ποτέ να υποφέρει.
Εξίσου αληθοφανής είναι και ο
χαρακτήρας του αφηγητή, ο οποίος μάλιστα χάρη στην ευφυή διάστασή του σε
παιδί-αφηγητή κι ενήλικα-αφηγητή, έχει την ευκαιρία να μας παρουσιάσει με
ξεχωριστή ζωντάνια τον αντίκτυπο που είχαν οι πράξεις της μητέρας στην παιδική
του συνείδηση. Οι αντιδράσεις του, το αίσθημα της απόρριψης που βιώνει και η
ειλικρινής αίσθησή του πως η μητέρα του δεν τον αγαπά, αποκαλύπτουν με ακρίβεια
το πώς θα εκλάμβανε όλα αυτά τα γεγονότα ένα μικρό παιδί.
Θα πρέπει μάλιστα να τονιστεί πως
ο συγγραφέας δεν διστάζει να εντάξει στην αφήγηση του αφηγητή-παιδιού κάποιες ανακρίβειες
σχετικά με τη στάση του απέναντι στην άρρωστη αδερφή του, οι οποίες δείχνουν
την ασύνειδη προσπάθειά του παιδιού να καλύψει την ένταση του πόνου που βίωνε
από τη στέρηση της μητρικής αγάπης. Ο συγγραφέας, βέβαια, με την αφήγηση της
μητέρας θα αποκαλύψει την αλήθεια, για το πόσο ζήλευε το παιδί-αφηγητής,
ενισχύοντας έτσι την αληθοφάνεια του αφηγητή, ο οποίος επιχειρεί να λογοκρίνει
δικές του συμπεριφορές που πλέον μοιάζουν αδικαιολόγητες, στοιχείο που συνάδει
με την ανθρώπινη φύση. Ο συγγραφέας, επομένως, προχωρά ακόμη και στην αποκάλυψη
των δικών του ατελειών, μη θέλοντας να παρουσιάσει τη δική του συμπεριφορά ως
άριστη.
Βρίσκουμε, για παράδειγμα, το
παιδί-αφηγητή να ζητά από την ψυχή του πατέρα του να έρθει να πάρει αυτόν, με
αντάλλαγμα να σωθεί η Αννιώ, μόνο και μόνο για να πληγώσει τη μητέρα του.
Τέτοιου είδους συμπεριφορές, αναδεικνύουν τον πόνο του παιδιού και παράλληλα
τονίζουν τη διάθεση του συγγραφέα για απόλυτη ειλικρίνεια, έστω κι αν πρέπει να
εκθέσει ακόμη και τον ίδιο του τον εαυτό.
Έχει επισημανθεί ότι ο χώρος στα διηγήματα του Βιζυηνού λειτουργεί με
συνεχείς αντιθέσεις π.χ. πόλη/χωριό, μέσα/έξω κ.ά. Μπορείτε να εντοπίσετε την
αντίθεση «κλειστός χώρος/ανοιχτός χώρος» στο διήγημα που εξετάζουμε,
υποδεικνύοντας τα αντίστοιχα σημεία; Πώς εγγράφονται στη συνείδηση του αφηγητή
οι χώροι αυτοί και με τις είδους περιστατικά συνδέονται;
Στο αμάρτημα της μητρός μου
παρατηρούμε ότι ο αφηγητής τοποθετεί τα δραματικά γεγονότα της ιστορίας του σε
κλειστούς χώρους, δημιουργώντας την αίσθηση ότι κάθε άσχημο γεγονός ή
συναίσθημα βρίσκει τους ανθρώπους σε εσωτερικούς χώρους. Το πλάκωμα του μωρού,
που προκαλεί τόση δυστυχία στη μητέρα, συμβαίνει μέσα στο σπίτι, όπως άλλωστε
και ο θάνατος της Αννιώς. Ακόμη και ο εσωτερικός χώρος της εκκλησίας λειτουργεί
αρνητικά, με τον ήρωα να βιώνει εκεί πολύ έντονα συναισθήματα φόβου, και
παράλληλα να ακούει εκεί την προσευχή της μητέρας που τόσο τον πλήγωσε. «- Σου έφερα δύο παιδιά μου στα πόδια σου... χάρισέ μου το
κορίτσι!»
Η λειτουργία εσωτερικός χώρος =
θάνατος, πόνος, αρρώστια και φόβος, είναι επομένως εμφανής στο συγκεκριμένο
διήγημα, παρόλο που δεν είναι δεδομένη σε όλα τα διηγήματα του Βιζυηνού ή
απαλλαγμένη από εξαιρέσεις. Στο διήγημα «Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου»,
η δολοφονία του αδερφού του Χρήστου γίνεται σε εξωτερικό χώρο.
Ο εξωτερικός χώρος είναι
συνδυασμένος με γεγονότα ευχάριστα, όπως είναι για παράδειγμα το γλέντι του
γάμου, όπου η μητέρα, χάρη στη μέριμνα του συζύγου της, βρίσκει την ευκαιρία να
διασκεδάσει για πρώτη φορά στη ζωή της. Η διάκριση, όμως, κλειστού-ανοιχτού
χώρου δεν λειτουργεί χωρίς κάποιες ιδιαιτερότητες. Για παράδειγμα, ένα δυσάρεστο
περιστατικό που τοποθετείται σε εξωτερικό χώρο, ο παρασυρμός του ήρωα από το
χείμαρρο, καταλήγει να προσφέρει ιδιαίτερη ικανοποίηση στον αφηγητή, καθώς
αποτελεί μια έμπρακτη και αναμφισβήτητη διαβεβαίωση της αγάπης που του έχει η
μητέρα του.
Υπάρχουν, επίσης, ευχάριστα
γεγονότα που ξεκινούν σε κλειστό χώρο, όπως είναι η υιοθεσία του πρώτου
κοριτσιού, τα οποία ολοκληρώνονται σε εξωτερικό χώρο. Η μητέρα παραλαμβάνει το
μικρό κορίτσι μέσα στην εκκλησία, αλλά η επισφράγιση της υιοθεσίας γίνεται έξω
από την αυλή του σπιτιού της, όπου ο πρωτόγερος ρωτά αν υπάρχει κάποιος που να
θεωρεί ότι είναι περισσότερο συγγενής ή γονιός του παιδιού από τη Δεσποινιώ τη
Μηχαλιέσσα.
Επιπλέον, θα πρέπει να αναφερθεί
και η εξομολόγηση της μητέρας στον Πατριάρχη, που πραγματοποιείται σε κλειστό
χώρο, ενώ αποτελεί ένα θετικό γεγονός.
«Στο Αμάρτημα της μητρός μου η ηρωίδα πολύ πριν ομολογήσει τον ακούσιο
φόνο της, υπαινίσσεται την “αμαρτία” της» (Παν. Μουλλάς): Να αναζητήσετε τους
σχετικούς υπαινιγμούς.
Στο «Αμάρτημα της μητρός μου» η
ηρωίδα, πολύ πριν ομολογήσει τον ακούσιο φόνο της υπαινίσσεται την «αμαρτίαν»
της δύο φορές. Η πρώτη φορά είναι στα πλαίσια της προσευχής της στην εκκλησία,
όταν πια είναι σαφές πως το τέλος της Αννιώς είναι αναπόφευκτο, όπου την ακούμε
να λέει: «Ενθυμήθηκες την αμαρτίαν μου και
εβάλθηκες να μου πάρης το παιδί, για να με τιμωρήσης. Ευχαριστώ σε, Κύριε!»
Η δεύτερη φορά είναι στη συζήτηση που έχει με τον αφηγητή σχετικά με το δεύτερο
υιοθετημένο κορίτσι, λίγο προτού λάβει το λόγο και αποκαλύψει το αμάρτημά της: «-Ε! τι να γείνη! Κ’ εγώ το ήθελα καλλίτερο, μα – η
αμαρτία μου, βλέπεις, δεν εσώθηκεν ακόμη. Και το έκαμεν ο Θεός τέτοιο, διά να
δοκιμάση την υπομονή μου, και να με σχωρέση. Ευχαριστώ σε, Κύριε!»
Στο κείμενο, παράλληλα με την κυρίως διήγηση, δίνεται μια εικόνα της
καθημερινής ζωής (έθιμα, παραδόσεις, ήθη, προλήψεις, λαϊκές δοξασίες κλπ.). Να
εντοπίσετε και να σχολιάσετε τα λαογραφικά στοιχεία του κειμένου.
Στο αμάρτημα της μητρός μου
αντλούμε πληροφορίες που σχετίζονται με διάφορες παραδόσεις, ήθη και έθιμα της
θρακιώτικης κοινωνίας, αλλά και στοιχεία σχετικά με λαϊκές δοξασίες.
Εντοπίζουμε, για παράδειγμα,
στοιχεία σχετικά με τη θέση της γυναίκας στην τοπική κοινωνία: οι γυναίκες
προσφωνούνται με βάση το όνομα του άντρα τους, Δεσποινιώ η Μηχαλιέσσα, από το
όνομα του συζύγου της Μιχαήλ, δεν επιτρέπεται να βγουν από το σπίτι τους για να
εργαστούν, εκτός και αν χηρέψουν κι είναι πολύτεκνες, φορούν καλύπτρα
(κεφαλοπάνι) και εξέρχονται από το σπίτι τους για να συμμετάσχουν σε κάποιο
γλέντι μόνο με τη συνοδεία του συζύγου τους.
Στοιχεία σχετικά με τον εντελώς
πρόχειρο τρόπο αντιμετώπισης των ασθενειών, λόγω της απουσίας εκπαιδευμένων
γιατρών, που αναγκάζουν τους χωρικούς να βασίζονται στα γιατροσόφια και τις
αυτοσχέδιες συνταγές όποιου αναλάμβανε το ρόλο του γιατρού: «Κάπου μία γραία κρύπτει βότανα θαυμασίας ιατρικής
δυνάμεως... / Ο χονδρός της συνοικίας
κουρεύς, αυτός μας επεσκέπτετο αυτόκλητος και δικαιωματικώς. Ήτον ο μόνος
επίσημος ιατρός εν τη περιφερεία μας.»
Αναφορές για την επικράτηση
πολλών προλήψεων και δεισιδαιμονιών σχετικά με την προέλευση των σοβαρότερων
παθήσεων: «...αποδίδεται εις υπερφυσικάς αιτίας,
και χαρακτηρίζεται ως εξωτικόν. Ο ασθενής εκάθησεν εις άσχημον τόπον. Επέρασε
νύχτα τον ποταμόν, καθ’ ήν στιγμήν αι Νηρηίδες ετέλουν αόρατοι τα όργιά των.
εδιασκέλισε μαύρον γάτον, ο οποίος ήτο κυρίως ο “έξω από εδώ” μεταμορφωμένος.»
Μπορούμε, επίσης, να δούμε την
ιδιαίτερη αξία που έχει η θρησκεία στη ζωή των απλών ανθρώπων με την παράλληλη
όμως παρουσία παγανιστικών ή έστω μη χριστιανικών στοιχείων, όπως είναι τα
χαϊμαλιά και τα σαλαβάτια. Στα πλαίσια, άλλωστε, της ασθένειας της Αννιώς ο
Βιζυηνός καταγράφει πολλές παράδοξες συνήθειες και δοξασίες που κυριαρχούσαν
τότε για το πώς θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν μια σοβαρή αρρώστια «Πότε επήγαινε να δέση μίαν λωρίδα από το φόρεμα της
Αννιώς επί θαυματουργού τινος τόπου...». Αντλούμε, επίσης, πληροφορίες
για το θρησκευτικό εθιμοτυπικό με αφορμή την παραμονή του αφηγητή με την Αννιώ
και τη μητέρα του στην εκκλησία.
Στο αμάρτημα της μητρός μου,
βρίσκουμε ακόμη στοιχεία για τον τρόπο που τελούνταν μια υιοθεσία εκείνα τα
χρόνια, τον τρόπο εορτασμού ενός γάμου αλλά και την πεποίθηση των ανθρώπων ότι
μπορούν να πάρουν συγχωροχάρτι από τους Αγίους Τόπους. Το διήγημα αυτό στο
σύνολό του περιέχει πολλές πληροφορίες για τον τόπο καταγωγής του Βιζυηνού
καθώς ο συγγραφέας φροντίζει να μας δώσει μια αρκετά περιεκτική εικόνα του
τρόπου ζωής, των πεποιθήσεων και των εθίμων της περιοχής του.
Έχει επισημανθεί ότι ο Βιζυηνός «βρίσκεται πολύ μακριά από τους
απλοϊκούς “ηθογράφους” της γενιάς του...» και πως του χρωστούμε «την πρώτη
γενναία προσπάθεια να λυτρωθεί η πεζογραφική μας παράδοση από τη ρηχή ηθογραφία
και τη ρομαντική αφήγηση». Λαμβάνοντας υπόψη ότι ως απλοϊκή, ρηχή ή αφελής
ηθογραφία χαρακτηρίζεται η επιφανειακή αναπαράσταση ηθών και εθίμων του χωριού,
να επισημάνετε στο αφήγημα στοιχεία που δικαιώνουν την παραπάνω κρίση για τον
Βιζυηνό.
Ο Γεώργιος Βιζυηνός σε αντίθεση
με τις προσπάθειες άλλων πεζογράφων να μεταφέρουν στα κείμενά τους απλές
αναπαραστάσεις του τρόπου ζωής και σκέψης των κατοίκων της περιφέρειας,
εντάσσει στα διηγήματά του τη σε βάθος προσέγγιση της ψυχοσύνθεσης των ηρώων
του, ξεφεύγοντας οριστικά από την απλοϊκή ηθογραφία. Για τον Βιζυηνό εκείνο που
προέχει δεν είναι η λαογραφική διάσταση του διηγήματος, αλλά η μελέτη και η
κατανόηση των ανθρώπινων συμπεριφορών.
Στο αμάρτημα της μητρός μου
μελετά με εξονυχιστική λεπτομέρεια τις συνέπειες που έχει το αμάρτημα της
μητέρας, τόσο στην ίδια όσο και στα παιδιά της. Οι ενοχές δεσπόζουν στην ψυχή
της μητέρας και την ωθούν σε πράξεις και αποφάσεις που επηρεάζουν καταλυτικά τα
παιδιά της. Η μητέρα χαμένη στις ενοχές της, δεν αντιλαμβάνεται τον πόνο που
προκαλεί στα αγόρια της που τα παραμελεί πλήρως. Τα παιδιά από τη δική τους
μεριά, δεν γνωρίζουν για ποιο λόγο η μητέρα τους συμπεριφέρεται κατ’ αυτό τον
τρόπο και πληγώνονται θεωρώντας πως δεν ενδιαφέρεται καθόλου γι’ αυτά.
Ο Βιζυηνός, επομένως, φροντίζει
κυρίως να παρακολουθήσει τη συναισθηματική πορεία των ηρώων του και τις
συνθήκες υπό τις οποίες διαμορφώνεται η ιδιαίτερη ψυχολογία τους. Ενώ, τα
λαογραφικά στοιχεία, συμπεριλαμβάνονται στην αφήγηση παρεμπιπτόντως, χωρίς να
απομακρύνουν το ενδιαφέρον του αφηγητή και του αναγνώστη από τις κεντρικές
θεματικές του διηγήματος.