Tommy Ingberg
Νίκος
Καρούζος «Οι άνθρωποι των επιρρημάτων»
Όταν αγγίζω
τη χειρότερη σιγή
που δεν μπορώ με τίποτα
να τη συνδέσω
καθώς απλώνει γύρω η αβεβαιότητα
σαν το νερό στο πάτωμα
τρέχοντας απ’ τη ραγισμένη στάμνα
σκέφτομαι πόσο αδικήσαμε
τους ήχους όλων των πρωτογόνων.
Όμως
είναι καλύτερη κ’ η πιο νωθρή σιγή
κ’ η πιο τυφλή μας γεύση
χαρούμενη σελέστα∙
είναι πολύ προτιμότερο
το χάζεμα των λεωφορείων
η αγάπη των διαβάσεων
από πράσινο σε πράσινο –
μικρό μυθιστόρημα των βημάτων –
ανάμεσα σε ολόιδιες εξελίξεις
όπως ο ήλιος γίνεται
λαμπρή μεγάλη αδιαφορία
ή θα ‘λεγα συναχωμένος κούρος,
είναι πολύ προτιμότερο
το χάζεμα των αυτοκινήτων
από κάθε
θλιβερή βλάστηση
στο αυτάρεσκο τοπίο της γλώσσας
μ’ ένα φρικώδη χείμαρρο συντακτικού
μ’ ένα αιματωμένο ξύρισμα
για ν’ αγοράζουμε μισοτιμής
το σεβασμό των άλλων
με τα «σαφώς»,
«εντέλει»
και «σαφέστατα»
των πάσης φύσεως δικηγόρων.
Αν δεν πεθαίνει κάτι – είν’ η μοναξιά
μας.
Ο Νίκος Καρούζος καταγράφει στο ποίημά
του «Οι άνθρωποι των επιρρημάτων» μια επίκαιρα αρνητική πτυχή του σύγχρονου
πολιτισμού, μια δυσάρεστη αντινομία∙ η γλώσσα αντί να χρησιμοποιείται για να
εκφράσει με ειλικρίνεια την άγνοια και τις αβεβαιότητές μας μπροστά στο δύσκολο
γεγονός της ύπαρξης, γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από μωρόσοφους ανθρώπους
που σκορπίζουν προς κάθε μεριά απόλυτες απόψεις, φανατισμό και μισαλλοδοξία. Τη
στιγμή που κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος θα δίσταζε να διατυπώσει έστω και μια
φράση με πλήρη βεβαιότητα, υπάρχουν εκείνοι οι ημιμαθείς, μα αλαζόνες άνθρωποι
που σπεύδουν να στηρίξουν κάθε τους ανοησία με τα πιο ισχυρά επιρρήματα
βεβαίωσης.
Όταν αγγίζω
τη χειρότερη σιγή
που δεν μπορώ με τίποτα
να τη συνδέσω
καθώς απλώνει γύρω η αβεβαιότητα
σαν το νερό στο πάτωμα
τρέχοντας απ’ τη ραγισμένη στάμνα
σκέφτομαι πόσο αδικήσαμε
τους ήχους όλων των πρωτογόνων.
Ο ποιητής φτάνει στη διαπίστωση πως οι
ήχοι των πρωτόγονων ανθρώπων, οι άναρθρες εκείνες κραυγές που αποσκοπούσαν στο
να εκφράσουν τα πιο βασικά συναισθήματα και τις πιο βασικές ανάγκες του ατόμου,
έχουν αδίκως υποτιμηθεί από τους σύγχρονους ανθρώπους της πολύπλευρης γλωσσικής
επικοινωνίας. Διαπίστωση που προκύπτει, σχεδόν βιαίως, όταν ο ίδιος έρχεται
αντιμέτωπος με τη χειρότερη σιγή που έχει γνωρίσει ποτέ∙ με μια σιωπή απόλυτη,
που φανερώνει την πλήρη αδυναμία του να προσδιορίσει ή να ονοματίσει τα
συναισθήματά του και να κατανοήσει τι είναι αυτό που αισθάνεται και του
προκαλεί τόση οδύνη. Ο ποιητής κατακλύζεται από ένα έντονο αίσθημα αβεβαιότητας
που μοιάζει να απλώνεται ολοένα και περισσότερο γύρω του, όπως απλώνεται το
νερό που τρέχει από μια σπασμένη στάμνα στο πάτωμα.
Η αβεβαιότητα αυτή που τον κυκλώνει δεν
του επιτρέπει να οδηγηθεί σε κάποιο ουσιαστικό συμπέρασμα, κάνοντάς τον έτσι να
σκεφτεί πως θα του ήταν ίσως πιο εύκολο να εκφραστεί με μια άναρθρη κραυγή,
όπως οι πρωτόγονοι άνθρωποι, βρίσκοντας, αν όχι τη δυνατότητα της έκφρασης,
τουλάχιστον τη δυνατότητα να εκτονώσει το απροσδιόριστο και επώδυνο αυτό
συναίσθημα.
H γλώσσα που επιτρέπει θεωρητικά την
πληρέστερη δυνατή έκφραση των συναισθημάτων, τείνει να λειτουργεί τελικά ως
μέσο απομάκρυνσης από τον βαθύτερο πυρήνα της ανθρώπινης υπόστασης, εφόσον
επιτρέπει την αποφυγή μιας ξεκάθαρης αποτύπωσης των πλέων ουσιωδών ανησυχιών
και επιθυμιών του ατόμου. Έχουμε τις κατάλληλες λέξεις για όλα, μα δεν έχουμε
καμία διάθεση ή πρόθεση να μιλήσουμε για εκείνα που συγκλονίζουν πραγματικά την
ψυχή μας. Μπορούμε να μιλήσουμε για όνειρα κι επιδιώξεις, αρνούμαστε όμως να
δώσουμε φωνή σε όσα μας φοβίζουν, μας αναστατώνουν ή μας συγκινούν πιο βαθιά
απ’ όλα∙ αρνούμαστε να δώσουμε φωνή σε όσα διαμορφώνουν εν τέλει, έστω και
ασυνείδητα, τις πιο ιδιαίτερες ποιότητες και ιδιοτροπίες του χαρακτήρα μας.
Όμως
είναι καλύτερη κ’ η πιο νωθρή σιγή
κ’ η πιο τυφλή μας γεύση
χαρούμενη σελέστα∙
Εντούτοις, έστω κι αν κάποιες φορές οι
άνθρωποι αναγκάζονται να σιωπούν, αφού δεν μπορούν ή δεν έχουν τη διάθεση να
εκφράσουν αυτό που αισθάνονται, η σιγή τους αυτή είναι προτιμότερη από τις
υποτιθέμενες βεβαιότητες όσων επιδιώκουν με κάθε τρόπο να αποσπάσουν το σεβασμό
των άλλων. Προχωρά, λοιπόν, ο ποιητής σε μια σειρά συγκρίσεων, προκειμένου να
τονίσει πως η σιγή είναι κατά πολύ προτιμότερη από την κενότητα που διακρίνει
τα λόγια των ανθρώπων εκείνων που η μόνη τους έγνοια είναι το πώς θα
εντυπωσιάσουν στους άλλους, με το να εμφανίζονται πάντοτε βέβαιοι για όλα.
Έτσι, ακόμη κι η σιγή που προκύπτει από
τη μεγαλύτερη διάθεση νωθρότητας -από την πλήρη απροθυμία επικοινωνίας- είναι
καλύτερη από τα λόγια εκείνων∙ όπως προτιμότερη είναι, άλλωστε, κι η «πιο τυφλή
μας γεύση»∙ ακόμη κι η βαθύτερη βίωση της αβεβαιότητας που μας δημιουργεί την
αίσθηση πως δοκιμάζουμε τον κόσμο στα τυφλά, μοιάζει να παράγει μια εξαίσια
μουσική, σαν ν’ ακούγεται το ουράνιο όργανο, η σελέστα, σε σύγκριση με την
ανοησία και την κενότητα που έχουν τα λόγια των ανθρώπων με τις πολλές
βεβαιότητες.
είναι πολύ προτιμότερο
το χάζεμα των λεωφορείων
η αγάπη των διαβάσεων
από πράσινο σε πράσινο –
μικρό μυθιστόρημα των βημάτων –
ανάμεσα σε ολόιδιες εξελίξεις
όπως ο ήλιος γίνεται
λαμπρή μεγάλη αδιαφορία
ή θα ‘λεγα συναχωμένος κούρος,
Είναι πολύ προτιμότερο να περνά κανείς
την ώρα του σιωπηλός, χαζεύοντας απλώς τα λεωφορεία ή κοιτάζοντας τους πεζούς
να περνούν τη διάβαση κάθε φορά που ανάβει γι’ αυτούς το πράσινο φανάρι, αφού μέσα
από την απλή αυτή παρατήρηση έρχεται σ’ επαφή μ’ ένα ολοζώντανο μυθιστόρημα, με
μια ιστορία που γράφεται από τα βήματα των βιαστικών περαστικών. Σ’ ένα πλαίσιο
που επαναλαμβάνεται συνεχώς, μοιάζει να δημιουργείται μια ιδιότυπη ιστορία, που
δεν έχει ανάγκη τις λέξεις για να γραφτεί∙ δίνεται έτοιμη στη σκέψη του
παρατηρητή, απαλλάσσοντάς τον από την ανάγκη του λόγου.
Μια αέναη επανάληψη παρόμοιων γεγονότων
που καταλήγουν, ωστόσο, μετά από λίγο να περνούν δίχως νόημα μπροστά απ’ τα
μάτια του παρατηρητή, όπως ο ήλιος τρέπεται με τη μόνιμη παρουσία του σε μια
λαμπρή αδιαφορία ή καλύτερα σ’ ένα άγαλμα που φτιάχτηκε εξαρχής με μια έκφραση
δυσφορίας -όπως άλλωστε και καθετί το ανθρώπινο, που μέσα στην ομορφιά του
εμπεριέχει πάντοτε και μια αίσθηση ενόχλησης ή δυσαρέσκειας.
είναι πολύ προτιμότερο
το χάζεμα των αυτοκινήτων
από κάθε
θλιβερή βλάστηση
στο αυτάρεσκο τοπίο της γλώσσας
μ’ ένα φρικώδη χείμαρρο συντακτικού
μ’ ένα αιματωμένο ξύρισμα
για ν’ αγοράζουμε μισοτιμής
το σεβασμό των άλλων
με τα «σαφώς»,
«εντέλει»
και «σαφέστατα»
των πάσης φύσεως δικηγόρων.
Είναι, σε κάθε περίπτωση, πολύ
προτιμότερο να χαζεύει κανείς τα αυτοκίνητα που περνούν, παρά να δίνει προσοχή
στη θλιβερή βλάστηση του αυτάρεσκου τοπίου της γλώσσας, όπου κενόδοξοι άνθρωποι,
χρησιμοποιώντας κάθε πιθανή δυνατότητα του συντακτικού και ματώνοντας τις
έννοιες των λέξεων προκειμένου να τις προσαρμόσουν στην περιορισμένη τους
αντίληψη, πασχίζουν να κερδίσουν έστω και μισοτιμής τον σεβασμό των άλλων,
μοιράζοντας παντού βεβαιότητες με τα επιρρήματα εκείνα που τόσο συνηθίζονται
στη δικηγορίστικη γλώσσα της άγνοιας και της ημιμάθειας.
Είναι προτιμότερο να μένει κανείς στη
σιγή παρά να έρχεται σ’ επαφή με τα σοφίσματα και τις απόλυτες διατυπώσεις
ανθρώπων που δεν έχουν να προσφέρουν τίποτε το ουσιαστικό, αλλά διψούν για την
αναγνώριση και τις επευφημίες των άλλων. Είναι προτιμότερο να έρχεσαι
αντιμέτωπος με την οδύνη της αβεβαιότητας, παρά να συναναστρέφεσαι με ανθρώπους
που νομίζουν πως τα γνωρίζουν όλα κι είναι έτοιμοι να εκφράσουν την κάθε τους
ανοησία με τρόπο όσο πιο απόλυτο μπορούν.
Η αντίδραση του Καρούζου απέναντι στα
βεβαιωτικά επιρρήματα που χρησιμοποιούν κατά κόρον οι ματαιόδοξοι δοκησίσοφοι,
μας φέρνει στη σκέψη μια παρόμοια αντίδραση που εκφράζει ο Ανδρέας Εμπειρίκος
στο ποίημά του «Τα Ρήματα» σχετικά με τη χρήση των επιθέτων που έρχονται να
ωραιοποιήσουν καταστάσεις προκειμένου να αποκρύψουν την έλλειψη πραγματικής
δράσης και αποτελεσματικής ενέργειας: «Όταν το ρήμα εκτοπίζεται και άρχουν
παντού τα επίθετα, θετά παιδιά της συμμορφώσεως και του διακοσμημένου ψεύδους,
τέλματα εκτείνονται εκεί όπου ο σπόρος έπιπτε ως σπέρμα».
Αν δεν πεθαίνει κάτι – είν’ η μοναξιά
μας.
Ο Καρούζος θέλοντας να εκφράσει την
απογοήτευση που του προκαλεί η επίγνωση πως θα συνεχίσουν να υπάρχουν πάντοτε
άνθρωποι έτοιμοι να εκμεταλλευτούν τις δυνατότητες του λόγου μόνο και μόνο για
να διεκδικήσουν με το ανούσιο των συλλογισμών τους την προσοχή των άλλων,
προχωρά σε μια πικρή διαπίστωση∙ αν κάτι δεν πεθαίνει τελικά, αυτό είναι η
μοναξιά μας. Ο ποιητής αισθάνεται πως το μόνο βέβαιο στη ζωή είναι η διαρκής
και ακατάπαυστη μοναξιά, αφού οι άνθρωποι έχουν χάσει τη γνησιότητά τους κι
έχουν πάψει να ενδιαφέρονται για την αληθινή μεταξύ τους επαφή. Προτιμούν να
καταφύγουν σε λογύδρια ανώφελου εντυπωσιασμού, επιδεικνύοντας τάχα την
ανωτερότητά τους, παρά να δείξουν την αβεβαιότητα, την ανασφάλεια και τη
φτώχεια της αλήθειας τους.