Κωνσταντίνος Καβάφης «Αθανάσιος»
με δυο πιστούς συντρόφους μοναχούς,
φυγάς και ταλαιπωρημένος ο Αθανάσιος
– ο ενάρετος, ο ευσεβής, ο την ορθή πίστην τηρών –
Προσευχόταν. Τον καταδίωκαν οι εχθροί
και λίγη ελπίς υπήρχε να σωθεί,
Ήταν άνεμος ενάντιος˙
και δύσκολα η σαθρή βάρκα τους προχώρει.
έστρεψε το θλιμμένο βλέμμα του
προς τους συντρόφους του – κι απόρησε
βλέποντας το παράξενο μειδίαμά τους.
Οι μοναχοί, ενώ προσεύχονταν εκείνος,
είχαν συναισθανθεί τι εγίνονταν
στην Μεσοποταμία˙ οι μοναχοί
εγνώρισαν που εκείνη τη στιγμή
το κάθαρμα ο Ιουλιανός είχεν εκπνεύσει.
με δυο πιστούς συντρόφους μοναχούς,
φυγάς και ταλαιπωρημένος ο Αθανάσιος
– ο ενάρετος, ο ευσεβής, ο την ορθή πίστην τηρών –»
Αξίζει να προσεχθεί πως ο Καβάφης δεν χρησιμοποιεί τους όρους «Μέγας» ή «Άγιος», όταν αναφέρεται στον Αθανάσιο, καθώς οι τίτλοι αυτοί τού αποδόθηκαν μεταθανάτια. Ο Αθανάσιος παρουσιάζεται εδώ σε μια δύσκολη στιγμή, χωρίς την αίγλη της αγιοσύνης και της μεγαλοσύνης. Είναι ένας απλός άνθρωπος που βρίσκεται σε άμεσο κίνδυνο και φοβάται για τη ζωή του. Ο ποιητής, πάντως, δεν έχει καμία πρόθεση να φανεί ασεβής απέναντι σε μια τόσο σημαντική προσωπικότητα της χριστιανικής θρησκείας, γι’ αυτό και στον παρένθετο στίχο αναφέρει συνοπτικά τα κύρια θετικά χαρακτηριστικά του Μέγα Αθανάσιου. Η αναφορά ιδίως στο γεγονός ότι τηρούσε την ορθή πίστη, αποκαλύπτει τον βασικό λόγο για τον οποίο ο Αθανάσιος γνώρισε συνεχείς διώξεις και ταλαιπωρήθηκε τόσο πολύ κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Η επιμονή προσπάθεια του Μέγα Αθανάσιου να προφυλάξει το δόγμα της Ορθοδοξίας και να μην επιτρέψει καμία παρέκκλιση από αυτό, τον έφερε αντιμέτωπο με τέσσερις αυτοκράτορες και είχε ως αποτέλεσμα να περάσει συνολικά 18 χρόνια εξόριστος.
και λίγη ελπίς υπήρχε να σωθεί,
Ήταν άνεμος ενάντιος˙
και δύσκολα η σαθρή βάρκα τους προχώρει.»
έστρεψε το θλιμμένο βλέμμα του
προς τους συντρόφους του – κι απόρησε
βλέποντας το παράξενο μειδίαμά τους.»
είχαν συναισθανθεί τι εγίνονταν
στην Μεσοποταμία˙ οι μοναχοί
εγνώρισαν που εκείνη τη στιγμή
το κάθαρμα ο Ιουλιανός είχεν εκπνεύσει.»
Το πώς οι μοναχοί έχουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν τι συμβαίνει στη Μεσοποταμία, ο ποιητής δεν το σχολιάζει. Σκοπός του, άλλωστε, δεν είναι να κρίνει το συγκεκριμένο περιστατικό, αλλά να αναδείξει τη γενικότερη τάση των ανθρώπων να πιστεύουν πως μια τέτοιου είδους διαισθητική ικανότητα είναι υπαρκτή σε ορισμένους ανθρώπους της θρησκείας ή του πνεύματος γενικότερα.
Ο Καβάφης παραθέτει το γεγονός αυτό χωρίς δικά του σχόλια σχετικά με το πώς ή το αν όντως είναι αληθές. Πρόθεσή του, προφανώς, δεν είναι να δώσει μια δική του απάντηση σε αυτό -κάθε αναγνώστης είναι ελεύθερος να κρίνει μόνος του. Ο ποιητής, ωστόσο, εντάσσει ένα δικό του σχόλιο στον τελευταίο στίχο, χαρακτηρίζοντας τον Ιουλιανό «κάθαρμα» και εκφράζει, έτσι, τη συλλογική αντιπάθεια των χριστιανών απέναντι στον αυτοκράτορα αυτόν που τους υπέβαλε τόσο αναίτια σε ποικίλες δοκιμασίες, προσπαθώντας μάταια να επαναφέρει την ήδη τότε ξεπερασμένη ειδωλολατρική θρησκεία.
[Δείτε μια αναλυτική παρουσίαση της ζωής και της δράσης του Ιουλιανού στο ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη «Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας»]
Ath[anasius] st[ayed] s[o]m[e] ti[me] in Hermopolis and Antinoe, preaching and op[en]l[y] perf[orming] h[is] du[ties], as if on an ord[inary] vis[itation] tour; but at m[id]sum[mer] he rec[eived] fr[esh] warning that he was in d[an]g[er], and Theodore ca[me] ag[ain] w[ith] an[o]t[her] abbot to entreat h[im] to conceal h[im]sel[f] in Tabenna. He embarked in a cov[ered] boat w[ith] t[he] 2 monks; but t[he] wind was [a]g[ain]s[t] th[em], and it b[e]ca[me] nec[essary] to tow t[he] b[oat] w[ith] painful slowness. Ath[anasius] was for s[o]me ti[me] absorded in prayer, and did n[ot] obse[rve] t[he] f[a]c[es] of h[is] 2 co[mpanions]. At length he turned to th[em] and beg[an] “If I am killed” – but broke off as a cur[ious] smile p[a]ss[ed] b[e]tween t[he] 2 monks, who thereupon inf[ormed] h[im] that ev[en] whi[le] he prayed they had rec[eived] a sup[er]nat[ural] intim[ation] that Julian was no mo[re]. J[ulian] was, in fact, slain on t[he] field of bat[tle] on June 26, 363.
Το γεγονός ότι φέρεται να χειροτονήθηκε αναγνώστης περί το 312 δείχνει σταθερά τον πρώιμο προσανατολισμό του στη διακονία της Εκκλησίας, γι’ αυτό έγκαιρα αξιοποίησε και τη δυνατότητα να γνωρίσει τον ασκητικό βίο και να συνδεθεί έτσι με τον περίφημο αναχωρητή άγιο Αντώνιο, που αργότερα, στις κρίσιμες για τον Αθανάσιο στιγμές, έσπευσε στην Αλεξάνδρεια για να του συμπαρασταθεί στους αγώνες εναντίον των αιρετικών και των σχισματικών.
Η μόρφωσή του και αφοσίωσή του στην Εκκλησία εκτιμήθηκαν από τον αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο, που τον χειροτόνησε μεταξύ 318 και 320 διάκονο και του εμπιστεύτηκε τη θέση του γραμματέα της αρχιεπισκοπής Αλεξανδρείας. Η εκλογή αυτή υπήρξε σημαντική για την εκκλησιαστική σταδιοδρομία του γιατί συνέπεσε με την εμφάνιση σοβαρών εκκλησιαστικών και θεολογικών προβλημάτων της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας. Η ευρεία απήχηση του Μελιτιανού σχίσματος, που είχε διαιρέσει την Εκκλησία της Αιγύπτου από τις αρχές του 4ου αιώνα, η εμφάνιση του Αρειανισμού περί το 318, οι θεολογικές διαμάχες μεταξύ του Αρείου και των αντιπάλων του, και η γενικότερη προβληματική της εποχής, αποτέλεσαν σπουδαία στοιχεία των εκκλησιαστικών εμπειριών του νεαρού Αθανασίου από την υπεύθυνη θέση του συμβούλου του αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, που δεν διακρινόταν ιδιαίτερα για το πλάτος της θεολογικής του παιδείας.
Ο θάνατος του αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας Αλεξάνδρου έφερε στο προσκήνιο τον Μ. Αθανάσιο, που εκλέχτηκε διάδοχός του από τη σύνοδο των επισκόπων της Αιγύπτου με τη συμπαράσταση του λαού. Ο Αλέξανδρος πέθανε στις 17 Απριλίου του 328 και ο Αθανάσιος εκλέχτηκε στις 8 Ιουνίου του ίδιου έτους.
Η Α΄ Οικουμενική σύνοδος (325) είχε αναγνωρίσει με τον 6ο κανόνα της την εθιμική πράξη, σύμφωνα με την οποία η Αίγυπτος, η Λιβύη και η Πεντάπολις υπάγονταν στην κανονική διοικητική δικαιοδοσία του αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας. Ο νεαρός αρχιεπίσκοπος θεώρησε αναγκαίο, αμέσως μετά την εκλογή του, να επισκεφθεί όλες τις τοπικές εκκλησίες της διοικητικής του δικαιοδοσίας. Στην περιοδεία αυτή γνώρισε τον μεγάλο ασκητή και ιδρυτή του κοινοβιακού συστήματος του μοναχικού βίου, τον Παχώμιο, με τον οποίο διατήρησε εφεξής στενές σχέσεις. Ωστόσο η μεταστροφή της πολιτικής του Μ. Κωνσταντίνου προς μια πιο ουδέτερη στάση στα θρησκευτικά θέματα και η επικράτηση στην αυλή του μετριοπαθούς αρειανόφρονα μητροπολίτη Καισαρείας της Παλαιστίνης Ευσεβίου, του γνωστού εκκλησιαστικού ιστορικού, ενθάρρυναν τους οπαδούς του Αρείου και τους Μελιτιανούς να αναδιοργανωθούν και να διεκδικήσουν την ανάκτηση της παλαιότερης επιρροής τους. Οι Αρειανοί και οι Μελιτιανοί, παρά τη ριζική θεολογική αντίθεσή τους, συνασπίστηκαν εναντίον του Μ. Αθανασίου, που προέβαλλε τις αποφάσεις της Α΄ Οικουμενικής συνόδου για την εξουδετέρωσή τους.
Η προσπάθεια των φίλων του Αρείου να μεταστρέψουν τον Μ. Κωνσταντίνο σε μια συμβιβαστική πολιτική έφερε καρπούς. Οι μητροπολίτες Νικομηδείας Ευσέβιος και Καισαρείας Ευσέβιος είχαν πείσει τον Μ. Κωνσταντίνο ότι μια τέτοια θα βοηθούσε την ειρήνευση της Εκκλησίας. Ο Μ. Αθανάσιος αρνήθηκε να υιοθετήσει την πρόταση του αυτοκράτορα να δεχτεί τον Άρειο στους κόλπους της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας, προβάλλοντας όχι μόνο τις αποφάσεις της Νίκαιας, αλλά και την ανειλικρίνεια των μετριοπαθών προφορικών ή γραπτών ομολογιών πίστεως του Αρείου. Η ρήξη ήταν αναπόφευκτη, οι δε αντίπαλοι του Μ. Αθανασίου φρόντισαν για την υλοποίησή της. Με τη συνεργασία Αρειανών και Μελιτιανών χαλκεύτηκαν συκοφαντίες εναντίον του Μ. Αθανασίου, σύμφωνα με τις οποίες ο αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας παρουσιαζόταν ως χρηματοδότης και υποκινητής εχθρών του αυτοκράτορα, ως καταπιεστής του λαού με την επιβολή επαχθών εισφορών, ως βίαιος ιεράρχης που φόνευσε τον επίσκοπο Αρσένιο κ.ά.
Το 331 κλήθηκε από τον αυτοκράτορα σε απολογία για τις κατηγορίες αυτές. Ο Μ. Αθανάσιος μετέβη στη Νικομήδεια και απέκρουσε τις κατηγορίες αυτές, αλλά ο Μ. Κωνσταντίνος πάλι μεταπείστηκε από τον Ευσέβιο Νικομηδείας και ζήτησε τη σύγκληση συνόδου για την εξέταση των κατηγοριών στην Καισάρεια της Παλαιστίνης (334).
Τα μέλη της συνόδου της Τύρου είχαν επιλεγεί με προσοχή από τους αντιπάλους του Μ. Αθανασίου. Το κατηγορητήριο ήταν το ίδιο, αλλά είχαν προστεθεί κι άλλες κατηγορίες, όπως ότι δεν υπάκουσε στον αυτοκράτορα για την αποδοχή του Άρειου, ότι κάποτε εμπόδισε την αποστολή σίτου στην Κωνσταντινούπολη κ.ά. Η κλήτευση του Μ. Αθανασίου περιείχε και την απειλή της βίαιης προσαγωγής σε περίπτωση αρνήσεως, γι’ αυτό ο Μ. Αθανάσιος μαζί με 49 επισκόπους της δικαιοδοσίας του πήγε στην Τύρο, αλλά η συμμετοχή του στη σύνοδο δεν επιτράπηκε.
Ο Μ. Αθανάσιος είχε αντικρούσει μία προς μία τις κατηγορίες, αποδεικνύοντας, για παράδειγμα, πως ο επίσκοπος Αρσένιος είχε βρεθεί ζωντανός και αρτιμελής, πως δεν χρηματοδότησε αντιπάλους του αυτοκράτορα, πως δεν εμπόδισε αποστολή σίτου στην Κωνσταντινούπολη κ.ά., ωστόσο, παρά τις αποδείξεις αυτές, η σύνοδος είχε πάρει τις αποφάσεις της και ακολουθούσε απλώς τις τυπικές διαδικασίες για την επιβολή τους. Αυτό ήταν φανερό, γι’ αυτό και ο αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη για να διαμαρτυρηθεί στον αυτοκράτορα, αλλά για πολύ καιρό δεν οριζόταν ακρόαση. Ο Μ. Αθανάσιος πέτυχε να συναντήσει τον αυτοκράτορα, αλλά δεν πέτυχε να τον μεταπείσει.
Ο Μ. Αθανάσιος εξορίστηκε τελικά στους Τρεβήρους της Γαλατίας. Παράλληλα η σύνοδος της Τύρου τον καθαίρεσε από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Αλεξανδρείας. Οι Αρειανοί και οι Μελιτιανοί αποκαταστάθηκαν. Οι εντεινόμενες διαμαρτυρίες των πιστών της Αλεξανδρείας δεν εισακούστηκαν, ο δε Μ. Αθανάσιος παρέμεινε στην εξορία μέχρι τον θάνατο του Μ. Κωνσταντίνου (337).
Οι διάδοχοι του Μ. Κωνσταντίνου Κώνστας και Κωνστάντιος δέχθηκαν την αποκατάσταση του Μ. Αθανασίου, που έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους πιστούς (23 Νοεμβρίου 337). Το 338 συγκάλεσε σύνοδο στην Αλεξάνδρεια, που αναίρεσε τις αποφάσεις της Τύρου, ενώ ο Μ. Αντώνιος έσπευσε στην Αλεξάνδρεια για να διαδηλώσει τη συμπαράστασή του στον υπέρμαχο της ορθοδοξίας. Οι Αρειανοί περιήλθαν σε δύσκολη θέση και αναζήτησαν νέους τρόπους αντιδράσεως.
Ο μητροπολίτης Νικομηδείας Ευσέβιος πέτυχε να μεταπείσει τον Κωνστάντιο, που άλλωστε ευνοούσε περισσότερο τη διδασκαλία του Αρείου κατά πεποίθηση. Με τη συκοφαντία ότι ο Μ. Αθανάσιος ανακίνησε αιματηρές ταραχές κατά την επάνοδό του στην Αλεξάνδρεια, συγκλήθηκε σύνοδος αρειανοφρόνων επισκόπων στην Αντιόχεια στις αρχές του 339, που καθαίρεσε πάλι τον Μ. Αθανάσιο. Παρά το γενικό ξεσήκωμα του λαού της Αλεξάνδρειας εναντίον της συνοδικής αποφάσεως στάλθηκε στην Αλεξάνδρεια ο απεσταλμένος από τη σύνοδο Γρηγόριος ο Καππαδόκης ως αντικαταστάτης του αρχιεπισκόπου. Οι βιαιοπραγίες των αρειανοφρόνων εναντίον των ορθοδόξων με τη συμπαράσταση των οργάνων της πολιτείας καθιστούσαν αδύνατη την παραμονή του Μ. Αθανασίου στην Αλεξάνδρεια.
Ο Μ. Αθανάσιος κατέφυγε στη Ρώμη μαζί με άλλους ορθόδοξους επισκόπους και μοναχούς. Πριν από την αναχώρησή του έστειλε την περίφημη Εγκύκλιο Επιστολή, που είναι όχι μόνο μνημείο φιλολογικό, αλλά και σπουδαία ιστορική πηγή για τα γεγονότα της περιόδου. Ο επίσκοπος Ρώμης Ιούλιος υποδέχτηκε με επισκοπικές τιμές τον Αθανάσιο και τους συνοδούς του. Ο επίσκοπος Ρώμης γνώριζε καλά τα συμβαίνοντα στην Ανατολή από τους άλλους εξόριστους ορθόδοξους επισκόπους, η δε παρουσία του Μ. Αθανασίου έπεισε τον Ιούλιο να αναλάβει πρωτοβουλίες.
Ο επίσκοπος Ρώμης Ιούλιος συνεκάλεσε σύνοδο 50 περίπου επισκόπων στη Ρώμη, που αποκατέστησε τον Μ. Αθανάσιο και κοινοποίησε την απόφασή της στους επισκόπους της Ανατολής (340). Η παράταση της παραμονής του Μ. Αθανασίου και των συνοδών του στη Ρώμη ευνοούσε όχι μόνο τον αγώνα του, αλλά και την Εκκλησία της Δύσης, που γνώρισε χάρη στους μοναχούς της Αιγύπτου τον ασκητικό βίο και τους γενικότερους κανόνες του μοναχισμού. Οι συνεχιζόμενες ταραχές στην Αίγυπτο, η συμπαράσταση των Δυτικών στον Μ. Αθανάσιο και η συνειδητοποίηση της διασπάσεως της Εκκλησίας ανάγκασαν τους αυτοκράτορες της Δύσης και της Ανατολής Κώνστα και Κωνστάντιο να αναζητήσουν λύση. Οι συνομιλίες του Μ. Αθανάσιου με τον αυτοκράτορα της Δύσης χάραξαν τα μελλοντικά βήματα. Αποφασίστηκε η σύγκληση «Οικουμενικής» συνόδου στη Σαρδική (σημερινή Σόφια), στα σύνορα δηλαδή μεταξύ των δύο κρατών, με τη συμμετοχή επισκόπων από τη Δύση και την Ανατολή. Το φθινόπωρο του 343 κατέφτασαν στη Σαρδική οι επίσκοποι της Δύσης και της Ανατολής για την αναθεώρηση της υπόθεσης του Μ. Αθανασίου. Οι δυτικοί υποστήριζαν ότι στη σύνοδο θα γίνει νέα εξέταση του θέματος του Μ. Αθανασίου, αλλά οι ανατολικοί επίσκοποι επέμεναν ότι το θέμα αυτό είχε κριθεί οριστικά από τη σύνοδο της Τύρου. Η συμφωνία ήταν αδύνατη, οι δε επίσκοποι της Ανατολής αποσύρθηκαν στη Φιλιππούπολη, επιβεβαίωσαν τις αποφάσεις των συνόδων της Τύρου και της Αντιοχείας εναντίον του Μ. Αθανασίου και αφόρισαν τον επίσκοπο της Ρώμης Ιούλιο. Αντίθετα οι Δυτικοί επίσκοποι παρέμειναν στη Σαρδική και διεκήρυξαν ότι ο Μ. Αθανάσιος είναι ο μόνος κανονικός αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας.
Στις 25 Ιουνίου του 345 πέθανε ο αρειανόφρων «επίσκοπος» Αλεξανδρείας Γρηγόριος ο Καππαδόκης. Ο Κωνστάντιος απαγόρευσε την πλήρωση του θρόνου και με επιστολή κάλεσε τον Μ. Αθανάσιο να επιστρέψει στον θρόνο του. Ο Μ. Αθανάσιος επισκέφτηκε τον Κωνστάντιο στην Αντιόχεια, από τον οποίο εφοδιάστηκε με επιστολές στις οποίες τονιζόταν η πλήρης αμνήστευση του εξόριστου ιεράρχη.
Στην Αλεξάνδρεια του επιφυλάχτηκε πρωτοφανής υποδοχή από τον λαό που συναθροίστηκε για να χαιρετήσει την επιστροφή του υπέρμαχου της ορθοδοξίας. Τα δέκα χρόνια που ακολούθησαν (346-356) υπήρξαν τα πιο ήρεμα και πιο παραγωγικά της αρχιερατείας του.
Το 350 ο Μαξέντιος δολοφόνησε τον υποστηρικτή των ορθοδόξων αυτοκράτορα της Δύσης Κώνστα, αλλά και αυτός νικήθηκε και φονεύθηκε από τον Κωνστάντιο (353), που έμεινε μόνος αυτοκράτορας και θέλησε να επιβάλει στην αυτοκρατορία τον Αρειανισμό ως επίσημη πίστη. Έτσι εξηγείται η στροφή του πάλι εναντίον του Μ. Αθανασίου και των αποφάσεων της Α΄ Οικουμενικής συνόδου. Το 353 κάλεσε στην Αρελάτη σύνοδο των επισκόπων της Γαλατίας και τους ζήτησε να καθαιρέσουν τον Μ. Αθανάσιο. Το 353 κάλεσε νέα σύνοδο στα Μεδιόλανα (Μιλάνο), που δέχτηκε το αίτημα του αυτοκράτορα για την καθαίρεση του Μ. Αθανασίου. Οι επίσκοποι που αντέδρασαν σε αυτή την απόφαση εξορίστηκαν.
Ο Μ. Αθανάσιος αναγκάστηκε να φύγει από την πόλη για να αποφύγει τη θανάτωσή του (6 Φεβρουαρίου 356), αλλά ο λαός έμεινε πιστός στον ιεράρχη του. Ο σφετεριστής του αρχιεπισκοπικού θρόνου Γεώργιος λειτουργούσε σε άδειες εκκλησίες. Ο Μ. Αθανάσιος κατέφυγε στην Άνω Αίγυπτο, κοντά στα περίφημα μοναστικά κέντρα και κρυβόταν για να αποφύγει τη μανία του Κωνσταντίου. Οι μοναχοί οργάνωσαν τόσο καλά την απόκρυψή του, ώστε όχι μόνο να μπορεί να συγγράφει ανενόχλητος, αλλά να δίνει κατευθύνσεις για τη διαποίμανση της επισκοπής του από τα διάφορα κρησφύγετα. Φαίνεται ότι κατά την περίοδο αυτή (356-362) επισκέφτηκε μερικές φορές απαρατήρητος την Αλεξάνδρεια.
Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίου (11 Δεκεμβρίου 361) ο Μ. Αθανάσιος επανήλθε στην Αλεξάνδρεια. Ο διάδοχός του Ιουλιανός ανακάλεσε από την εξορία όλους τους εξόριστους ορθοδόξους επισκόπους. Ο αρειανός «επίσκοπος» Αλεξανδρείας Γεώργιος φονεύθηκε με σκληρότητα από τους ορθοδόξους λίγες μέρες μετά τον θάνατο του Κωνσταντίου (25 Δεκεμβρίου 361), ενώ ο Μ. Αθανάσιος έφτασε στην Αλεξάνδρεια στις 21 Φεβρουαρίου του 362.
Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός αποφάσισε την εξορία του Μ. Αθανασίου επειδή «ετόλμησεν ελληνίδας γυναίκας των επισήμων βαπτίσαι» και ερχόταν έτσι σε αντίθεση με την αρχή της ανεξιθρησκείας στη θρησκευτική του πολιτική. Τον αποκαλούσε «ανθρωπίσκον» για το βραχύ του ανάστημα και εχθρό των θεών για την πολεμική εναντίον του ειδωλολατρικού πανθέου. Με διάταγμα εξορίστηκε στις 24 Οκτωβρίου 362. Κατέφυγε στη Θηβαΐδα, ενώ ενθάρρυνε και παρηγόρησε κατά την αναχώρησή του τους συγκεντρωμένους πιστούς, λέγοντάς τους: «Θαρσείτε˙ νεφύδριον εστί και θάττον παρελεύσεται». Πράγματι, στις 26 Ιουνίου 363 φονεύθηκε ο Ιουλιανός σε εκστρατεία εναντίον των Περσών. Ο διάδοχός του αυτοκράτορας Ιοβιανός ήταν ορθόδοξος και διέταξε αμέσως την ανάκληση του Μ. Αθανασίου από την εξορία. Ο αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια στις 5 Σεπτέμβρη 363.
Τον Φεβρουάριο του 364 πέθανε ο θαυμαστής του Μ. Αθανασίου αυτοκράτορας Ιοβιανός. Ο αυτοκράτορας της Δύσης Ουαλεντινιανός Α΄ όρισε συνάρχοντά του στην Ανατολή τον Ουάλη, που είχε ταχθεί με το μέρος της αρειανικής παρατάξεως των «Ομοίων». Η απομάκρυνση του αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας ήταν πλέον η συνηθισμένη κίνηση των αυτοκρατόρων που ήταν πολέμιοι της συνόδου της Νίκαιας. Με διάταγμά του (5 Μαΐου 365) αποφάσισε την εξορία του Μ. Αθανασίου, αφού επανέφερε σε ισχύ το διάταγμα του Κωνσταντίου για την εκθρόνιση και την εξορία όλων των ορθόδοξων επισκόπων. Ο λαός εξεγέρθηκε αλλά ο έπαρχος της Αιγύπτου τους διαβεβαίωσε ότι το διάταγμα δεν θα εφαρμοζόταν για το πρόσωπο του Μ. Αθανασίου. Ωστόσο τον Οκτώβριο του ίδιου έτους έφτασαν νέες εντολές του αυτοκράτορα και ο Μ. Αθανάσιος, παρά τις διαβεβαιώσεις του επάρχου για τη μη εφαρμογή και των νέων εντολών, κρύφτηκε, χωρίς να απομακρυνθεί από την περιοχή της Αλεξάνδρειας.
Οι συνεχιζόμενες αντιδράσεις του λαού και οι απειλές για γενική εξέγερση ανάγκασαν τον Ουάλη να δεχτεί την αποκατάσταση του αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας στον θρόνο του (1 Φεβρουαρίου 363), στον οποίο παρέμεινε πλέον ανενόχλητος μέχρι τον θάνατό του (2 Μαΐου 373), σε ηλικία 75 ετών περίπου, και αφού ευτύχησε να δει την πλήρη επικράτηση της ορθοδοξίας.
Ο Μέγας Αθανάσιος έζησε στην κρισιμότερη ίσως περίοδο για τον χριστιανισμό, γιατί στην εποχή αυτή η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία συνειδητοποίησε ότι η μόνη δυναμική θρησκεία ήταν ο χριστιανισμός και αποφάσισε να τον εναγκαλιστεί. Ο χριστιανισμός, σε μια εποχή που η διδασκαλία της Εκκλησίας δεν ήταν συστηματοποιημένη και που πολλά θεολογικά προβλήματα παρέμεναν άλυτα (Αρειανισμός), βρέθηκε μπροστά σε μια νέα πραγματικότητα για την οποία δεν είχε προετοιμαστεί. Ο αυτοκράτορας, που στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν Pontifex maximus και υπεύθυνος για τη θρησκεία του λαού, δεν μπορούσε να κατανοήσει τις τελείως νέες προοπτικές του χριστιανισμού στον χώρο αυτό και αναμίχθηκε αυθαίρετα ακόμη και στα θέματα της πίστεως της Εκκλησίας. Ο Μέγας Αθανάσιος στη μακρόχρονη αρχιερατεία του υψώθηκε κατενώπιον της αυτοκρατορικής εξουσίας και υπεραμύνθηκε με απαράμιλλο ηρωισμό της ανεξαρτησίας και της θρησκευτικής ελευθερίας της Εκκλησίας να αποφασίζει για την πίστη της (sacra interna corporis), αφού και η ένταση και η συνέχεια των θεολογικών συγκρούσεων προερχόταν από την αυθαίρετη και ανεύθυνη πολλές φορές πολιτική των Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Η εμμονή του Μ. Αθανασίου στις δογματικές αποφάσεις της Α΄ Οικουμενικής συνόδου, η εκκλησιαστική δράση του και οι θεολογικοί αγώνες του εναντίον του αρειανικής αιρέσεως ήταν σε τελευταία ανάλυση η έκφραση της αυτοσυνειδησίας της Εκκλησίας εναντίον της κηδεμονευόμενης από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα αρειανικής θεολογίας, που αποτελούσε μια απλή φιλοσοφική ερμηνεία του χριστιανισμού στα πλαίσια των κοσμολογικών αντιλήψεων της κλασικής ελληνικής φιλοσοφίας. Η σχέση του Υιού προς τον Πατέρα στην Αγία Τριάδα ήταν για τον χριστιανισμό πρόβλημα υπάρξεως, γιατί η επικράτηση της αρειανικής αιρέσεως θα καταργούσε όχι μόνο την ορθή πίστη της Εκκλησίας στην Αγία Τριάδα, αλλά και τη σωτηριολογική της αποστολή. Η θεολογική κατοχύρωση της αποφάσεως της Α΄ Οικουμενικής συνόδου, σύμφωνα με την οποία ο Υιός είναι ομοούσιος με τον Πατέρα και κατά φύσιν Θεός, ανήκει στους εκκλησιαστικούς και στους θεολογικούς αγώνες του Μ. Αθανασίου, που έδωσε το ύψιστο μέτρο εκφράσεως της εκκλησιαστικής συνειδήσεως, απορρίπτοντας όχι μόνο την κοσμολογική θεολογία του Αρείου, αλλά και την τάση δημιουργίας μιας αυτοκρατορικής θεολογίας με την προστασία του Ρωμαίου αυτοκράτορα.