Vincent van Gogh
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Ένας γέρος»
Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι κάθετ’ ένας γέρος·
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς
συντροφιά.
Και μες των άθλιων γηρατειών την
καταφρόνια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κ’
εμορφιά.
Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το
κυττάζει.
Κ’ εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος
μοιάζει
σαν χθες. Τι διάστημα μικρό, τι
διάστημα μικρό.
Και συλλογιέται η Φρόνησις πως τον
εγέλα·
και πως την εμπιστεύονταν πάντα — τι τρέλλα!
—
την ψεύτρα που έλεγε· «Αύριο. Έχεις
πολύν καιρό.»
Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
κάθ’ ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.
.... Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται και να
θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το
τραπέζι.
Σε ηλικία περίπου 31 ετών ο Καβάφης
συνθέτει την πρώτη γραφή του ποιήματος «Ένας γέρος» (Οκτώβριος 1894), βασιζόμενος
κυρίως σε εικασίες σχετικά με το πώς μπορεί να αισθάνεται ένας ηλικιωμένος ή
πώς πιθανώς θα αισθάνεται ο ίδιος όταν φτάσει στην ηλικία του γήρατος. Το
Δεκέμβριο του 1897 το ποίημα θα δημοσιευτεί στο Εθνικόν Ημερολόγιον του έτους
1898, με υπέρτιτλο «Eheu
fugaces» (Οράτιος, Ωδές, II, 14) που σημαίνει «Αλίμονο, φευγαλέα».
Με την πάροδο των χρόνων, ωστόσο, ο
Καβάφης άρχισε να έχει αμφιβολίες σχετικά με την εγκυρότητα αυτού του
ποιήματος: «Τι απατηλό πράγμα που είναι η Τέχνη, όταν θέλεις να εφαρμόσεις
ειλικρίνεια. Κάθεσαι και γράφεις -εξ εικασίας πολλάκις- δια αισθήσεις, και
έπειτα αμφιβάλλεις, με τον καιρό, αν δεν επλανήθης. Έγραψα τα “Κεριά”, τες “Ψυχές
των Γερόντων”, και τον “Γέρο”, περί γήρατος. Προχωρώντας προς το γήρας, ή προς την
μέσην ηλικίαν, ηύρα που το τελευταίο μου ποίημα δεν περιέχει σωστή εκτίμησι. Οι
“Ψυχές των Γερόντων” ακόμη θαρρώ πως είναι σωστές. Αλλά όταν γίνω 70 χρονών,
ίσως τες βρω κ’ εκείνες ψεύτικες. Τα “Κεριά” ελπίζω να είναι ασφαλή» (Μικρά
Καβαφικά).
Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι κάθετ’ ένας γέρος∙
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς
συντροφιά.
Η εισαγωγική εικόνα του ποιήματος είναι
οικεία για τους περισσότερους, και μάλιστα ιδιαίτερα χαρακτηριστική για τη
συνήθη αναπαράσταση των ηλικιωμένων ανδρών. Το θορυβώδες καφενείο λειτουργεί ως
το -σχεδόν στερεοτυπικό- σκηνικό του ποιήματος. Στο μέσα μέρος αυτού του
καφενείου κάθεται μόνος του ένας γέρος με μια εφημερίδα μπροστά του. Η μοναξιά
του γίνεται με ενάργεια αισθητή, εφόσον σ’ ένα χώρο γεμάτο ανθρώπους εκείνος
κάθεται μοναχός του.
Και μες των άθλιων γηρατειών την
καταφρόνια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κ’
εμορφιά.
Ο ποιητής φανερώνει την απέχθειά του
και τον τρόμο που του γεννά η περίοδος των γηρατειών με έναν χαρακτηρισμό
εξαιρετικής έντασης «μες των άθλιων γηρατειών την καταφρόνια». Τα γηρατειά
συνοδεύονται, όπως φαίνεται να πιστεύει ο ποιητής, με την περιφρόνηση των
άλλων, με την υποτίμηση και την εγκατάλειψη, εφόσον συνιστούν μια άθλια περίοδο
στη ζωή των ανθρώπων∙ μια ανώφελη περίοδο παρακμής. Κι έρχονται, έτσι, σε πλήρη
αντίθεση με τα χρόνια της νεότητας∙ τα χρόνια κατά τα οποία ο άνθρωπος έχει
δύναμη, ομορφιά και λόγο. Ο λόγος, πιθανώς, λαμβάνει διττή έννοια, αποδίδοντας
τόσο την εκφραστική δυνατότητα και άνεση, όσο και την ακμαία ακόμη λογική
ικανότητα.
Ο ήρωας, λοιπόν, του ποιήματος
εμφανίζεται να βασανίζεται από τη σκέψη πως χάρηκε ελάχιστα τα χρόνια της ακμής
του∙ πως έφτασε στην άθλια αυτή ηλικία της παρακμής χωρίς να ζήσει στο έπακρο
τα χρόνια που είχε πραγματικά τη δυνατότητα να απολαύσει τη ζωή του. Τώρα πια η
σωματική και πνευματική δύναμη, όπως και το σωματικό του κάλλος έχουν χαθεί.
Ξέρει που γέρασε πολύ∙ το νοιώθει, το
κυττάζει.
Κ’ εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος
μοιάζει
σαν χθες. Τι διάστημα μικρό, τι
διάστημα μικρό.
Ο Γέρος του ποιήματος έχει πλήρη επίγνωση
των γηρατειών του, πρόκειται άλλωστε, για μια κατάσταση που τη νιώθει, αλλά και
τη βλέπει επάνω του. Η απώλεια της νεότητας γίνεται αισθητή τόσο εσωτερικά όσο
και εξωτερικά, αφού η φθορά του χρόνου δεν αφήνει τίποτε ανέπαφο. Εκείνο,
ωστόσο, που του προκαλεί έκπληξη μαζί και πόνο είναι το γεγονός πως η εποχή κατά
την οποία ήταν κι εκείνος νέος μοιάζει σαν να ήταν μόλις χθες. Το πέρασμα από
τη νεότητα στο γήρας φαίνεται σαν να συντελέστηκε γοργά, μη αφήνοντας στον ήρωα
τον αναγκαίο χρόνο να συνειδητοποιήσει τη μεγάλη αυτή αλλαγή.
Το διάστημα ανάμεσα στην ομορφιά της νεότητας
και την απελπισία του γήρατος φαντάζει απροσδόκητα μικρό.
Και συλλογιέται η Φρόνησις πως τον
εγέλα∙
και πως την εμπιστεύονταν πάντα — τι
τρέλλα! —
την ψεύτρα που έλεγε∙ «Αύριο. Έχεις
πολύν καιρό.»
Ο ήρωας του ποιήματος -η εκδοχή ενός ηλικιωμένου
κατά την άποψη του ποιητή- βασανίζεται από τη σκέψη πως άφησε ανεκμετάλλευτα τα
νιάτα του, ακολουθώντας κατά τρόπο ανόητο τις υποδείξεις της Φρόνησης, που του
συνιστούσε πάντοτε εγκράτεια και σύνεση, με την ανυπόστατη και ψευδή διαβεβαίωση
πως έχει πολύ καιρό μπροστά του και πως δεν έχει λόγο, άρα, να βιάζεται και να
αφήνεται σε παρορμήσεις της στιγμής.
Μια διαβεβαίωση που φανερώνεται τώρα
μεγάλο ψέμα, αφού τα χρόνια αυτά, τα χρόνια της ακμής, της δύναμης και της ομορφιάς
πέρασαν πάρα πολύ γρήγορα, αποδεικνύοντας πως στην πραγματικότητα δεν είχε πολύ
καιρό.
Η προσωποποιημένη Φρόνηση, η σύνεση
δηλαδή, που θέλει τον άνθρωπο προσεκτικό και μετρημένο στη συμπεριφορά του,
εμφανίζεται εδώ ως κακή σύμβουλος, εφόσον καταλήγει να αποτρέπει τους ανθρώπους
από το να βιώνουν όσα πραγματικά επιθυμούν κι όσα πράγματι θέλουν να κάνουν στη
ζωή τους.
Θυμάται ορμές που βάσταγε∙ και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
κάθ’ ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.
Ο ήρωας του ποιήματος σε μια επώδυνη
διαδικασία συναισθηματικού μηρυκασμού περνά τις ώρες της μοναξιάς του
αναλογιζόμενος πόσες ορμές συγκράτησε, χωρίς να τις ικανοποιήσει και πόση χαρά
θυσίασε, προκειμένου να μην κάνει κάτι το παρορμητικό ή ασύνετο. Ευκαιρίες
απόλαυσης και ευδαιμονίας που πήγαν χαμένες κι είναι τώρα αδύνατον να τις αναπληρώσει,
αφού είναι πια γερασμένος και δεν έχει μήτε τη σωματική δύναμη μήτε τη σωματική
ομορφιά.
Τώρα, λοιπόν, που όλα έχουν περάσει
κάθεται και αναθυμάται κάθε χαμένη ευκαιρία, και συνειδητοποιεί πόσο ανόητος
υπήρξε∙ πόσο άμυαλος. Μια ζωή γεμάτη συγκράτηση και στερήσεις, που του άφησε
μόνο τη θλίψη των απωθημένων. Μια ζωή, στο πλαίσιο της οποίας θα μπορούσε να
έχει γευτεί πλήθος απολαύσεων και ευδαιμονικών στιγμών, αφέθηκε να περάσει
ανεκμετάλλευτη.
.... Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται και να
θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το
τραπέζι.
Ο ηλικιωμένος ήρωας, ωστόσο, από την
πολλή σκέψη κι από την επίμονη επιστροφή στις αναμνήσεις του παρελθόντος
ζαλίζεται και καταλήγει να αποκοιμιέται πάνω στο τραπέζι του καφενείου. Η πάλη,
άλλωστε, με τις μεταμέλειες και τα απωθημένα δεν μπορεί να αποδώσει τίποτε άλλο
πέρα από θλίψη και απογοήτευση, αφού στην ηλικία αυτή ο άνθρωπος δεν έχει τη
δυνατότητα να επανορθώσει∙ δεν έχει τη δυνατότητα μιας νέας ευκαιρίας.
Η παρουσίαση, ωστόσο, της ηλικίας αυτής
από τον Καβάφη μοιάζει ιδιαίτερα καταδικαστική, καθώς δεν αφήνει περιθώρια
καμίας ουσιαστικής ευχαρίστησης ή ψυχολογικής γαλήνης στους ηλικιωμένους
ανθρώπους, γεγονός που προφανώς απέχει από την αλήθεια. Όπως, άλλωστε,
διαπιστώνει κι ο ίδιος ο Καβάφης καθώς προσεγγίζει την ηλικία του γήρατος, ο
άνθρωπος δεν παύει ποτέ να αναζητά και να βρίσκει ενασχολήσεις που του
προσφέρουν, αν όχι σωματική, τουλάχιστον πνευματική ευχαρίστηση. Ένας δημιουργός,
για παράδειγμα, όπως είναι ο ίδιος ο Καβάφης, μπορεί να φτάνει στο γήρας και να
συνεχίζει να είναι παραγωγικός, και μάλιστα να είναι σε θέση να δημιουργεί ίσως
και τα καλύτερα έργα του, αξιοποιώντας τις εμπειρίες της μακρόχρονης ζωής του
και την καθαρότητα της σκέψης που φέρνει το καταλάγιασμα των σωματικών
επιθυμιών.