Γιώργος Σεφέρης «Με τον τρόπο του Γ.Σ.»
Στο Πήλιο μέσα στις καστανιές το πουκάμισο του Κενταύρου
γλιστρούσε μέσα στα φύλλα για να τυλιχτεί στο κορμί μου
καθώς ανέβαινα την ανηφόρα κι η θάλασσα μ’ ακολουθούσε
ανεβαίνοντας κι αυτή σαν τον υδράργυρο θερμομέτρου
ώσπου να βρούμε τα νερά του βουνού.
Στη Σαντορίνη αγγίζοντας νησιά που βουλιάζαν
ακούγοντας να παίζει ένα σουραύλι* κάπου στις αλαφρόπετρες
μου κάρφωσε το χέρι στην κουπαστή
μια σαΐτα τιναγμένη ξαφνικά
από τα πέρατα μιας νιότης βασιλεμένης*.
Στις Μυκήνες σήκωσα τις μεγάλες πέτρες και τους θησαυρούς των Ατρειδών
και πλάγιασα μαζί τους στο ξενοδοχείο της «Ωραίας Ελένης του Μενελάου»·
χάθηκαν μόνο την αυγή που λάλησε η Κασσάντρα
μ’ έναν κόκορα κρεμασμένο στο μαύρο λαιμό της.
Στις Σπέτσες στον Πόρο και στη Μύκονο
με χτίκιασαν* οι βαρκαρόλες*.
Τι θέλουν όλοι αυτοί που λένε
πως βρίσκουνται στην Αθήνα ή στον Πειραιά;
O ένας έρχεται από τη Σαλαμίνα και ρωτάει τον άλλο μήπως «έρχεται εξ Ομονοίας»
«Όχι έρχομαι εκ Συντάγματος» απαντά κι είν’ ευχαριστημένος
«βρήκα το Γιάννη και με κέρασε ένα παγωτό».
Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει
δεν ξέρουμε τίποτε δεν ξέρουμε πως είμαστε ξέμπαρκοι* όλοι εμείς
δεν ξέρουμε την πίκρα του λιμανιού σαν ταξιδεύουν όλα τα καράβια·
περιγελάμε εκείνους που τη νιώθουν.
αγοράζουν κουφέτα για να παντρευτούνε
κρατούν «σωσίτριχα»* φωτογραφίζουνται
ο άνθρωπος που είδα σήμερα καθισμένος σ’ ένα φόντο με πιτσούνια και με λουλούδια
δέχουνταν το χέρι του γερο-φωτογράφου να του στρώνει τις ρυτίδες
που είχαν αφήσει στο πρόσωπό του
όλα τα πετεινά τ’ ουρανού.
κι αν «ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς»*
είναι εκείνοι που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο καράβι με το κολύμπι
εκείνοι που βαρέθηκαν να περιμένουν τα καράβια που δεν μπορούν να κινήσουν
την ΕΛΣΗ τη ΣΑΜOΘΡΑΚΗ τον ΑΜΒΡΑΚΙΚO.
Σφυρίζουν τα καράβια τώρα που βραδιάζει στον Πειραιά
σφυρίζουν ολοένα σφυρίζουν μα δεν κουνιέται κανένας αργάτης*
καμιά αλυσίδα δεν έλαμψε βρεμένη στο στερνό φως που βασιλεύει
ο καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μες στ’ άσπρα και στα χρυσά.
παραπετάσματα βουνών αρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες…
Το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓ ΩΝΙΑ 937.
Καλοκαίρι 1936
Με το βασιλικό διάταγμα της 17ης Δεκεμβρίου διαλύεται η Ε΄ Εθνοσυνέλευση, προκηρύσσονται νέες εκλογές για τις 26 Ιανουαρίου 1936 με αναλογικό σύστημα. Αυτές διεξάγονται με υποδειγματικό τρόπο, αλλά φέρνουν στη βουλή αντιπροσώπους –εκτός των δύο πρώτων κομμάτων, φιλελεύθερων (126 έδρες) και λαϊκών (72)- ένδεκα άλλων μικρότερων κομμάτων.
Με τον κατακερματισμό των εδρών είναι αδύνατο να σχηματιστεί αυτοδύναμη βιώσιμη κυβέρνηση. Μάταια ο βασιλιάς, Γεώργιος Β΄, στην κοινή σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών στις 13 Φεβρουαρίου υπενθυμίζοντας την κρίσιμη διεθνή κατάσταση και την απειλή του πολέμου, επικαλείται τον πατριωτισμό των πολιτικών αρχηγών να συνεργαστούν και να δώσουν ισχυρή κυβέρνηση στον ταλαιπωρημένο τόπο, αλλά αυτοί -ξεκινώντας από διάφορους κομματικούς υπολογισμούς- δεν συμφωνούν μεταξύ τους.
Τον Μάρτιο συνέρχεται η βουλή και εκλέγεται πρόεδρός της με τη σύμπραξη των κομμουνιστών (ύστερα από έγγραφη συμφωνία Σοφούλη – Σκλάβαινα, όπως αποκαλύπτεται τον επόμενο μήνα) ο Σοφούλης με 157 ψήφους έναντι 137. Κυβέρνηση όμως είναι αδύνατο να σχηματιστεί χωρίς τη συνεργασία του με τους λαϊκούς του Τσαλδάρη, αλλά αυτή δεν πραγματοποιείται. Ο ίδιος ο Σοφούλης αναγκάζεται να δηλώσει μέσα στη βουλή: «τα μίση και αι ασχημίαι, η εμπάθεια, η οποία έχει αποκορυφώσει τον διχασμόν» είναι ο μόνος κίνδυνος που απειλεί με πλήρη καταστροφή το έθνος.
Οι στρατιωτικοί κινούνται και πάλι. Ο Ιωάννης Μεταξάς, ο οποίος καλείται στις 5 Μαρτίου 1936 στα ανάκτορα, δηλώνει ότι δεν ανέχεται την ανάμειξη των στρατιωτικών στην πολιτική ζωή της χώρας και ότι αναλαμβάνει να εξουδετερώσει κάθε εκδήλωσή της! Έτσι αυθημερόν ορκίζεται ως υπουργός των στρατιωτικών. Στις 7 Μαρτίου νέα προσπάθεια συνεννοήσεως φιλελευθέρων και λαϊκών για τον σχηματισμό πολιτικής κυβερνήσεως ναυαγεί και πάλι από τις αντιδράσεις των αδιαλλάκτων και των δύο παρατάξεων. Ήταν οι μέρες που ο Χίτλερ ανακαταλάμβανε την αφοπλισμένη περιοχή της Ρηνανίας.
Από δω και πέρα σειρά αλλεπάλληλων γεγονότων εδραιώνουν τη θέση του Μεταξά μέσα στην κυβέρνηση και οδηγούν τη χώρα στη δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936: στις 18 Μαρτίου πεθαίνει στο Παρίσι ο Βενιζέλος, ο μεγαλύτερος πολιτικός της νεώτερης Ελλάδας, θαυμαστός ιδίως για τη διορατικότητά του και για τον χειρισμό των εξωτερικών υποθέσεων∙ στις 13 Απριλίου τον ακολουθεί στον τάφο ο πρωθυπουργός Κ. Δεμερτζής σε ηλικία 60 ετών και στη θέση του ο βασιλιάς, χωρίς να συμβουλευθεί κανέναν, τοποθετεί τον Ιωάννη Μεταξά∙ τέλος, στις 17 Μαΐου, πεθαίνει και ο αρχηγός του λαϊκού κόμματος Παναγής Τσαλδάρης.
Την παραμονή του Μεταξά στην εξουσία εξασφαλίζει και η ψήφος εμπιστοσύνης ή ανοχής που του έδωσαν στις 25 Απριλίου οι αρχηγοί των πολιτικών κομμάτων, εξαιρέσει του Αλεξ. Παπαναστασίου, του Αλ. Μυλωνά και του Γ. Παπανδρέου. Ενόμιζαν ότι η λύση του πολιτικού θέματος με την κυβέρνηση Μεταξά ήταν προσωρινή και ότι θα τους επέτρεπε να εξακολουθούν με άνεση τα παζαρέματά τους. Οι πολιτικοί με τη γενικότερη απερίσκεπτη συμπεριφορά τους, αλλά και με την πράξη τους αυτή περνούσαν οι ίδιοι τον βρόχο γύρω από τον λαιμό τους και άνοιγαν τον δρόμο προς τη δικτατορία. Η ιδέα της τρεφόταν από την κατάσταση αυτή και καλλιεργούνταν έντεχνα. Στις 4 Ιουνίου ο Παπαναστασίου μάταια παρατηρούσε: «Εις την Ελλάδα υπό την επήρειαν του μεγάλου κομματικού πάθους, μικραί διαφοραί εξωγκώθησαν εις σύμβολα μέχρι βαθμού επικινδύνου και αι αγαθώτεραι προσπάθειαι συνετρίβησαν. Υπό τοιούτους όρους εμφανίζεται επιτηδείως το φάσμα αυταρχικής διακυβερνήσεως, δηλαδή επιβολής δικτατορίας. Το φαινόμενο είναι πράγματι απογοητευτικόν».
Στο πρώτο μέρος του ποιήματος ο Γιώργος Σεφέρης αντικρίζει την Ελλάδα, όπως ακριβώς εκείνη επιχειρεί να αναδειχθεί σταδιακά, ως τουριστικός προορισμός∙ εξέλιξη που δυσαρεστεί τον ποιητή, εφόσον δεν θεωρεί άξια επιλογή για την πατρίδα του το να μετατραπεί σε τουριστικό προορισμό. Μια χώρα με τόσο σημαντικό παρελθόν θα όφειλε, κατά τη γνώμη του, να επιδιώξει νέες ουσιαστικές επιτεύξεις και όχι να μετατραπεί σε χώρο φιλοξενίας τουριστών. Ακολουθεί, πάντως, τις «τουριστικές» διαδρομές, διατηρώντας κατά νου το ιστορικό και μυθολογικό τους παρελθόν, για να δηλώσει την «πτώση» που σηματοδοτεί η αδιαφορία για το παρελθόν τους και η τουριστική τους αξιοποίηση.
γλιστρούσε μέσα στα φύλλα για να τυλιχτεί στο κορμί μου
καθώς ανέβαινα την ανηφόρα κι η θάλασσα μ’ ακολουθούσε
ανεβαίνοντας κι αυτή σαν τον υδράργυρο θερμομέτρου
ώσπου να βρούμε τα νερά του βουνού.»
Ο ποιητής ανεβαίνοντας την ανηφόρα και αισθανόμενος τη ζέστη να τον κυριεύει βλέπει τη θάλασσα να τον ακολουθεί, ανεβαίνοντας κι εκείνη, όπως ο υδράργυρος του θερμόμετρου. Μια ιδιαίτερης δραστικότητας παρομοίωση μέσω της οποίας δηλώνεται το πόσο θελκτικότερη γίνεται η θάλασσα για τον επισκέπτη της περιοχής που έχει ζεσταθεί υπερβολικά από την προσπάθεια να ανέβει στο βουνό. Η θάλασσα μοιάζει ολοένα και πιο επιθυμητή, μέχρι που οι αναβάτες βρίσκουν τα δροσερά νερά του βουνού και διασφαλίζουν μια άλλη πηγή δροσιάς.
ακούγοντας να παίζει ένα σουραύλι κάπου στις αλαφρόπετρες
μου κάρφωσε το χέρι στην κουπαστή
μια σαΐτα τιναγμένη ξαφνικά
από τα πέρατα μιας νιότης βασιλεμένης.
και πλάγιασα μαζί τους στο ξενοδοχείο της «Ωραίας Ελένης του Μενελάου»·
χάθηκαν μόνο την αυγή που λάλησε η Κασσάντρα
μ’ έναν κόκορα κρεμασμένο στο μαύρο λαιμό της.»
Ο ποιητής κοιμάται έχοντας στη σκέψη του όλα τα εκπληκτικά θεάματα του αρχαιολογικού αυτού χώρου, αλλά τα ξεχνά διαμιάς όταν ακούει τις δυσοίωνες προειδοποιήσεις της Κασσάνδρας. Η Κασσάνδρα, κόρη του βασιλιά της Τροίας, Πρίαμου, μεταφέρθηκε στις Μυκήνες από τον Αγαμέμνονα, ως λάφυρο πολέμου. Καταδικασμένη να μπορεί να προβλέπει το μέλλον, χωρίς όμως να γίνεται πιστευτή, χρησιμοποιείται από τον ποιητή ως σύμβολο για να συνδέσει το παρόν του με το παρελθόν των Μυκηνών. Ο ποιητής το 1936 βλέπει ήδη τα προειδοποιητικά σημάδια των μεγάλων δυσκολιών που έρχονται, γι’ αυτό και παρουσιάζει την Κασσάνδρα να έχει στο λαιμό της κρεμασμένο έναν μαύρο κόκορα, για να τονίσει ότι όλα υποδεικνύουν πως η Ελλάδα μπαίνει σε μια εξαιρετικά δύσκολη ιστορική περίοδο, έστω κι αν οι συγκαιρινοί του ποιητή δεν είχαν τη δυνατότητα ή την προθυμία να το αντιληφθούν.
με χτίκιασαν οι βαρκαρόλες.»
πως βρίσκουνται στην Αθήνα ή στον Πειραιά;»
«Όχι έρχομαι εκ Συντάγματος» απαντά κι είν’ ευχαριστημένος
«βρήκα το Γιάννη και με κέρασε ένα παγωτό».
δεν ξέρουμε τίποτε δεν ξέρουμε πως είμαστε ξέμπαρκοι όλοι εμείς
δεν ξέρουμε την πίκρα του λιμανιού σαν ταξιδεύουν όλα τα καράβια·
περιγελάμε εκείνους που τη νιώθουν.»
Παραδομένοι στην πλήρη απραξία τους οι Έλληνες εκείνης της εποχής δεν μπορούσαν να κατανοήσουν πώς είναι να βρίσκεσαι σε μια χώρα όπου όλοι επιδίδονται σε ουσιώδεις εργασίες και επιχειρούν να πετύχουν ό,τι καλύτερο μπορούν. Δεν μπορούσαν να νιώσουν το τι σημαίνει να έχουν τεθεί πράγματι τα θεμέλια για την ανάπτυξη, εφόσον κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε στην Ελλάδα εκείνης της εποχής. Έτσι, δεν μπορούσαν να νιώσουν την πίκρα ενός λιμανιού, όταν βλέπει όλα τα καράβια του να βρίσκονται σε ταξίδι -να εργάζονται, να πρωτοπορούν, να επιτυγχάνουν- και γι’ αυτό περιγελούσαν όποιον τους επισήμανε πως η Ελλάδα θα έπρεπε να βρίσκεται σε μια διαφορετική κατάσταση∙ σε μια πορεία συνεχούς προσπάθειας εξέλιξης.
κρατούν «σωσίτριχα» φωτογραφίζουνται
ο άνθρωπος που είδα σήμερα καθισμένος σ’ ένα φόντο με πιτσούνια και με λουλούδια
δέχουνταν το χέρι του γερο-φωτογράφου να του στρώνει τις ρυτίδες
που είχαν αφήσει στο πρόσωπό του
όλα τα πετεινά τ’ ουρανού.»
Το ενδιαφέρον των συνανθρώπων του για την εξωτερική τους εμφάνιση και για τις φωτογραφίσεις προκαλεί πικρία στον ποιητή, ο οποίος δεν μπορεί να κατανοήσει την εμμονή τους με τα επιφανειακά και τα ανούσια, έστω κι αν ζουν σε μια εξαιρετικά κρίσιμη ιστορική περίοδο.
κι αν «ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς»
είναι εκείνοι που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο καράβι με το κολύμπι
εκείνοι που βαρέθηκαν να περιμένουν τα καράβια που δεν μπορούν να κινήσουν
την ΕΛΣΗ τη ΣΑΜOΘΡΑΚΗ τον ΑΜΒΡΑΚΙΚO.»
Η φαινομενικά αινιγματική αναφορά στο Αιγαίο που ανθίζει από νεκρούς επεξηγείται από τον ίδιο τον ποιητή σε μια εγγραφή στο ημερολόγιό του εκείνης της εποχής. Οι νεκροί του Αιγαίου ήταν οι σημαντικοί άνθρωποι των χρόνων που είχαν προηγηθεί, οι οποίοι αισθανόμενοι πως η Ελλάδα βρισκόταν σε κατάσταση παρακμής επιχείρησαν να παλέψουν μόνοι τους για να επιφέρουν αλλαγές∙ άνθρωποι που αγωνίστηκαν με όση δύναμη είχαν, αλλά ερχόμενοι αντιμέτωποι με την επικρατούσα αδράνεια καταποντίστηκαν τελικά, μη επιτυγχάνοντας στην προσπάθειά τους να δώσουν κάποια ώθηση στη χώρα.
Ο στίχος από την τραγωδία «Αγαμέμνων» του Αισχύλου συνδέεται με τις συνεχείς αναφορές του ποιητή στην αρχαία παράδοση της Ελλάδας, ενώ παράλληλα αποδίδει με ιδιαίτερα δραστικό τρόπο την πεποίθηση του ποιητή πως οι προσπάθειες μεμονωμένων αξιόλογων ανθρώπων καταδικάζονται σε αποτυχία εξαιτίας της γενικότερης απάθειας των πολιτών της χώρας. Σε δεύτερο επίπεδο ο ποιητής καταγράφει αυτούσιο τον στίχο του Αισχύλου ως έμμεση απάντηση στη δοκησισοφία όσων χρησιμοποιούν εκφράσεις καθαρεύουσας, χωρίς όμως να μελετούν την αρχαιοελληνική γραμματεία και χωρίς να αποκτούν ουσιαστική γνώση.
Αξίζει να σημειωθεί πως ορισμένα από τα αναφερόμενα ατμόπλοια, όπως το Έλση, αλλά και το Αυλίς, στο οποίο επρόκειτο να επιβιβαστεί ο ποιητής εκείνο το καλοκαίρι, βυθίστηκαν λίγα χρόνια μετά από τους Γερμανούς, στο πλαίσιο του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
σφυρίζουν ολοένα σφυρίζουν μα δεν κουνιέται κανένας αργάτης
καμιά αλυσίδα δεν έλαμψε βρεμένη στο στερνό φως που βασιλεύει
ο καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μες στ’ άσπρα και στα χρυσά.»
παραπετάσματα βουνών αρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες…
Το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓ ΩΝΙΑ 937.»