Νίκος
Εγγονόπουλος
Νίκος
Εγγονόπουλος «Μερκούριος Μπούας»
Γονατίζει
κι ανοίγει την κασσέλα, κι’ ενώ με τόνα χέρι κρατά το καπάκι, με τ’ άλλο κάτι
ψαχουλεύει κι’ αναδεύει κει μέσα.
-
Τι έχεις αυτού; τον ρωτώ.
Στρέφεται:
- Lettere d’amore, μου κάνει.
Κι
ύστερα:
-
Δεν σ’ ενδιαφέρουν;
-
Μα φυσικά, ξέρεις, σαν πρόκειται γι’ αγάπες…, απαντώ.
Τότες
αρχίζει σιγά-σιγά, με προσεκτικώτατες κινήσεις, να βγάζει έξω ένα-ένα διάφορα
πράγματα και να μου τα επιδεικνύη.
Πρώτα
ανάσυρε, κι έδειξε, διάφορα βελούδινα υφάσματα, σωρούς-κουβάρια, άλλα πλουμιστά
κι’ άλλα μονόχρωμα. Ύστερα, ένα σάπιο στρώμα, και τελικά παρατά το καπάκι,
βγάζει όξω ένα πτώμα, καλώς διατηρημένο, νεκρού ανδρός, και το αποθέτει χάμω.
Εκείνο που έκανε όλως ιδιαιτέρα εντύπωση σ’ αυτό το πτώμα είταν το στιλπνό κι’
εκθαμβωτικά λευκό της επιδερμίδος, καθώς κι’ η ατίθαση κόμη και τα αρειμάνια
μακρυά μουστάκια.
Ο
Νίκος Εγγονόπουλος, αρβανίτικης καταγωγής κι απ’ τους δυο γονείς του, συνθέτει
το σύντομο αυτό ποίημα για να τονίσει το παράδοξο της περίπτωσης του σπουδαίου
Αρβανίτη Μερκούριου Μπούα, ο οποίος αν και τιμήθηκε για την ανδρεία του από
ηγεμόνες και βασιλείς της Δύσης, παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό αφανής στην Ελλάδα.
Το
ποίημα έχει αφηγηματικό χαρακτήρα, που διανθίζεται από ένα βραχύ διαλογικό
μέρος. Ο τόπος δράσης του ποιήματος δεν προσδιορίζεται, ενώ και ο συνομιλητής
του ποιητή δε λαμβάνει κάποιον ιδιαίτερο χαρακτηρισμό∙ εντούτοις απ’ την
ιταλική απάντηση (Lettere d’
amore, γράμματα αγάπης), αντιλαμβανόμαστε πως πρόκειται για κάποιον Ιταλό.
Ο
ποιητής βρίσκεται στον προσωπικό χώρο του συνομιλητή του ή σ’ ένα χώρο αρκετά
οικείο του, ώστε να μπορεί να φυλάσσει σε αυτόν μια κασέλα με αντικείμενα του
παρελθόντος του. Το άνοιγμα της κασέλας κινεί αυτομάτως το ενδιαφέρον και την
περιέργεια του ποιητή, που ζητά να μάθει για το περιεχόμενό της. Η απάντηση που
λαμβάνει: Lettere d’amore, τον προδιαθέτει προφανώς για κάποια
γράμματα παλιάς αγαπημένης, αλλά η εντύπωση αυτή διαψεύδεται πολύ σύντομα.
Το
περιεχόμενο της κασέλας δεν είναι γράμματα, είναι αναμνηστικά του παρελθόντος
και, όπως γίνεται σαφές απ’ το πτώμα του ανδρός, πρόκειται για στοιχεία που
λειτουργούν συμβολικά ως προς το προσωπικό και συνάμα εθνικό παρελθόν του
Ιταλού συνομιλητή. Τα βελούδινα υφάσματα μας παραπέμπουν στη μακρά παράδοση των
βασιλικών οίκων της Ιταλίας, στο εθιμοτυπικό της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας,
αλλά και στην εν γένει κοινωνική ζωή των Ιταλών. Το σάπιο στρώμα απ’ την άλλη
μπορεί να ιδωθεί περισσότερο ως μια ατομική κατάσταση της ανενεργούς ή
ματαιωμένης προσωπικής ζωής του ανώνυμου Ιταλού.
Το
δε πτώμα του ανδρός, με το λευκό χρώμα της επιδερμίδας, τα ατίθασα μαλλιά και
τα μακριά, άγρια μουστάκια, είναι όπως υποδηλώνει ο τίτλος του ποιήματος, αλλά
και όπως φανερώνει η σχετική περιγραφή, το σώμα του Μερκούριου Μπούα. Ο ένδοξος
Αρβανίτης, με τις συνεχείς νικηφόρες συμμετοχές σε πολέμους, που τιμήθηκε
ποικιλοτρόπως απ’ τη Δημοκρατία των Ενετών και ενταφιάστηκε, με δική του
επιθυμία, στην Ιταλία, αποτελεί κομμάτι της ιταλικής παράδοσης, του ιταλικού
παρελθόντος.
Το
καλά διατηρημένο σώμα του Μερκούριου Μπούα μέσα στην κασέλα του Ιταλού
συνομιλητή, δεν είναι παρά μια σαφής ένδειξη της αναγνώρισης που έλαβε ο
πολεμιστής απ’ τους Ιταλούς και φυσικά του γεγονότος πως η ανάμνηση του
ονόματός του διατηρήθηκε αναλλοίωτη στην ιστορική τους παράδοση.
Μερκούριος
Μπούας
Γεννήθηκε
και ανατράφηκε στο Ναύπλιο, χωρίς ωστόσο να είναι γνωστή η ακριβής ημερομηνία
της γέννησής του. Υπήρξε περίφημος «στρατιώτης» στην υπηρεσία των ηγεμόνων της
Δύσης. Πατέρας του ήταν πιθανότατα ο Πέτρος Μπούας. Παππούς του ήταν ο Αλέξιος
Μπούας, που διορίστηκε από τον Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγο τιτλούχος στο δεσποτάτο
του Μορέως μετά το 1405. Πολλά από τα ανδραγαθήματά του μας είναι γνωστά από το
εγκωμιαστικό ποίημα του Ζακυνθινού Τζάνε Κορωναίου, ο οποίος ύμνησε τον
φημισμένο αυτό Αρβανίτη πολέμαρχο, συγκρίνοντάς τον με τον Αχιλλέα και τον Μέγα
Αλέξανδρο και θεωρώντας τον αντάξιο απόγονο του βασιλιά Πύρρου. Από τις πρώτες
γνωστές του πράξεις είναι η βοήθεια που πρόσφερε με τους τριακόσιους Αρβανίτες
του Ναυπλίου στους Βενετούς, κατά τις επιχειρήσεις των τελευταίων εναντίον των
Φλωρεντινών και Γάλλων το 1496 και 1497.
Η
μισθοφορική του ιδιότητα επέτρεψε στον Μερκούρη Μπούα να περάσει διαδοχικά στην
υπηρεσία του αυτοκράτορα της Γερμανίας Μαξιμιλιανού Α΄και του βασιλιά της
Γαλλίας Λουδοβίκου ΙΒ΄, ο οποίος τον κάλεσε στο Παρίσι και τον δεξιώθηκε,
ονομάζοντάς τον μάλιστα κόμη του Ακίνου και της Ρόκα Σέκα και ορίζοντάς τον
στρατηγό του ελαφρού ιππικού της Γαλλίας. Έκτοτε ο Μερκούρης πρόσθεσε στον
οικόσημό του τον εστεμμένο σκαντζόχοιρο δίπλα στα άλλα σύμβολα που
πιστοποιούσαν την καταγωγή του, τη σχέση του με τον βασιλιά Πύρρο και το
Βυζάντιο και το ποτάμι Μπούαινα της Βόρειας Αλβανίας ή δήλωναν τον τίτλο του
κόμη, που του χάρισε αργότερα ο αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός. Μετά, μάλιστα, την
κατάληψη της Γένουας από τους Γάλλους, ο Γάλλος βασιλιάς τον διόρισε διοικητή
της πόλης και του δώρισε το λιμάνι του Μούριζι.
Το
1509 ο Μπούας ανδραγάθησε στον πόλεμο των Γάλλων κατά της Βενετίας. Η
αποτελεσματικότητά του στις επιχειρήσεις και η φήμη του οδήγησαν τον
Μαξιμιλιανό να τον ζητήσει από τον Λουδοβίκο, ο οποίος του τον παραχώρησε για
να τον χρησιμοποιήσει στους πολέμους εναντίον του Καρόλου Εγκρόν της Φλάνδρας
και του κόμη Παλατίνου της Βαυαρίας. Η βοήθεια του Μερκούρη υπήρξε καθοριστική
για την επιτυχία των επιχειρήσεων και σε αναγνώριση των υπηρεσιών του ο
Μαξιμιλιανός τον ονόμασε ιππότη. Ο Μερκούρης συνέχισε να τον υπηρετεί στους
πολέμους του στην Ιταλία, όπου κυρίευσε το Καστελ νουόβο, το Ρίμινι και το
Φρίουλι. Το 1512 όμως, σημειώθηκε μια αιφνιδιαστική μεταστροφή, καθώς ο Μπούας
ξαναπέρασε στο πλευρό των Βενετών, πολεμώντας τη φορά αυτή τους Γερμανούς και
τους Ισπανούς του Βασιλείου της Νεαπόλεως. Το 1515 συμμετείχε στη μάχη του
Μαρινιάν, όπου Γάλλοι και Βενετοί συγκρούστηκαν με τους Γερμανούς και κυρίευσαν
το Μιλάνο. Τα επόμενα χρόνια συνέχισε να υπηρετεί τη Βενετία, η οποία τον
αγάπησε, τον εξύμνησε ως τον κατ’ εξοχή ήρωα των πολέμων της εποχής και τον
τίμησε με υψηλά αξιώματα και πλούσια δώρα. Πέθανε περίπου το 1560 στο Τρεβίζο,
τάφηκε στη Σάντα Μαρία και το 1562 ο γλύπτης Αντόνιο Λομπάρντι φιλοτέχνησε τον
τάφο του.
Οίκος
των Μπούα
Οικογένεια
Αρβανιτών, η οποία στα χρόνια των δεσποτάτων της Ηπείρου και του Μορέως έδωσε
σημαντικούς «στρατιώτες», δεσπότες και ηγεμόνες, ενώ αργότερα μετά την τουρκική
κατάκτηση λαμπρούς πολέμαρχους στην υπηρεσία των ηγεμόνων της Δυτικής Ευρώπης.
Οι Μπούα κατάγονται, κατά πάσα πιθανότητα, από την περιοχή της Σκόδρας στη
Βόρεια Αλβανία (όπου βρίσκεται και το ποτάμι Μπούαινα, το οποίο έγινε και από
τα σύμβολα στο οικόσημο του Μερκούριου Μπούα) και είχαν ως έδρα το Δυρράχιο.
Στα
μέσα του 14ου αι. κατέβηκαν προς τη Θεσσαλία και την περιοχή
του Αώου ποταμού στην Ήπειρο, ακολουθώντας τους συμμάχους τους Σέρβους κατά τις
εκστρατείες τους στης ελληνική χερσόνησο. Από τη Θεσσαλία πέρασαν αργότερα στην
Αιτωλοακαρνανία, όπου τελικά εγκαταστάθηκαν, εκτοπίζοντας τους Φράγκους και
ιδρύοντας αλβανικά πριγκιπάτα στα κάστρα που εκπόρθησαν. Στα χρόνια αυτά
εμφανίστηκαν νέοι γενάρχες στην οικογένεια των Μπούα, που διατηρούν πάντα το
όνομα της κοινής τους προέλευσης, συνοδευόμενο όμως με νέα ονόματα όπως Σπάτα,
Γρίβα, Κούκη κτλ.
Στις
του 15ου αι. και μετά το θάνατο του Γκίνη Μπούα Σπάτα, όταν οι
Τόκκοι, κόμητες της Κεφαλληνίας κατέλαβαν την Αιτωλοακαρνανία, ένας πολύ
μεγάλος αριθμός Αλβανών, που είτε ανήκαν στους Μπούα ή απλώς τους ακολουθούσαν,
πέρασαν στο Μοριά. Από την εποχή αυτή οι Μπούα άρχισαν να παίζουν σημαντικό
ρόλο στα στρατιωτικά και πολιτικά πράγματα του δεσποτάτου του Μορέως. Μετά την
κατάληψη της Πελοποννήσου από τους Τούρκους, άλλοι παρέμειναν στα βενετικά
κάστρα ή στους θύλακες αντιστάσεως και άλλοι μετανάστευσαν ή μεταφέρθηκαν στα
Επτάνησα και στην Ιταλία, προσφέροντας πάντα τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες.
Κλάδος της οικογένειας των Μπούα υπάρχει ακόμη και σήμερα στην Κέρκυρα.
Πιο
γνωστοί από τους Μπούα του Μοριά είναι ο οπλαρχηγός Θεόδωρος Μπούας, συνεργάτης
του Κροκόδειλου Κλάδα, ο Μάρκος Αντώνιος Μπούας, ο Ανδρέας Μπούας και ιδιαίτερο
ο Μερκούριος Μπούας, που όλοι τους προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στη Βενετία,
στους πολέμους εναντίον των Τούρκων.
Από
τους Μπούα της Αιτωλοακαρνανίας επιφανέστεροι υπήρξαν ο κύριος του Αγγελόκαστρου
και δεσπότης της Άρτας Γκίνης Μπούας Σπάτας.
Ο Κωνσταντίνος
Σάθας στα Ελληνικά Ανέκδοτα, όπου δημοσιεύει ολόκληρο το εκτενές,
υμνητικό ποίημα του Τζάνε Κορωναίου για τον Μερκούριο Μπούα, παραθέτει
αναλυτική βιογραφία του Αρβανίτη ήρωα, απ’ την οποία αντιγράφουμε ένα σύντομο
απόσπασμα:
«Ο
Μερκούριος Μπούας, εγεννήθη και ανετράφη εν Ναυπλίω. Κομιδή νέος απορφανισθείς
πατρός, και υπό την επιμέλειαν φιλόστοργου ανατραφείς μητρός, απήλθεν εις
Βενετίαν ίνα υπό τας σημαίας του Αγίου Μάρκου τασσόμενος ευρύτερον εις τον
πολεμικόν αυτού χαρακτήρα παράσχη στάδιον. Ένεκεν ατομικής ικανότητος, ή και
χάριν πατραγαθιών, ασμένως δεξιωθείς κατεγράφη ως αρχηγός των εν τη υπηρεσία
της Δημοκρατίας μισθοφορούντων Ελλήνων. Ο χρόνος δεν ορίζεται υπό του ποιητού,
λεπτομερώς άλλως περιγράφοντος την υπό της Γερουσίας δεξίωσιν και ανάρρησιν
αυτού εις το αξίωμα του καπετάνιου. Νομίζομεν δε, ότι ο διορισμός του
Μερκούριου, ως αρχηγού των Ελλήνων στρατιωτών, εγένετο περί το έτος 1495.
Κατά
την εποχήν ταύτην Κάρολος Η΄ ο βασιλεύς της Γαλλίας εισβάλων εις Ιταλίαν είχε
καθυποτάξει πολλάς χώρας, και ιδία το βασίλειον της Νεαπόλεως, εφ’ ου
διϊσχυρίζετο κληρονομικά δικαιώματα ως απόγονος του Ανδηγαυϊκού οίκου. Η
Βενετία μη ιδούσα μ’ ευμενές όμμα την ξενικήν εισβολήν, παντοιοτρόπως ενήργησε
προς αποτροπήν μεγαλειτέρων κινδύνων. Μεγάλη κατά Καρόλου συνήφθη συμμαχία, και
ο στρατός των συμμάχων, υπό τας διαταγάς του μαρκεσίου της Μαντούης, έδραμε και
κατέλαβε κατά Ιούλιον του 1495 τα περί τον ποταμόν Τάρον, προς παρεμπόδισιν του
βασιλέως σπεύδοντος ίνα επιστρέψη εις Γαλλίαν, μετά τας εν Ιταλία αμαχητί
σχεδόν συλλεχθείσας δάφνας. Μεταξύ του συμμαχικού στρατού υπήρχον μισθοφορούντα
τη Δημοκρατία και τα εξ Ελλάδος τάγματα του ελαφρού ιππικού, διοικούμενα υπό
Θεοδώρου Παλαιολόγου, Δημητρίου Λασκάρεως των Ζακυνθίων, και του εν λόγω
Μερκουρίου Μπούα. Η Γαλλική εμπροσθοφυλακή διοικούμενη υπό του Ιωάννου Ιακώβου
Τριούλτζη, επεχείρησε τότε την κατάληψιν του χωριού Γερόλα, τρία μίλια
απέχοντος του Φορνόβου. Το Ελληνικόν ιππικόν επιπεσόν ου μόνον εμπόδισε τον
στρατηγόν του Καρόλου να τοποθετηθή εκεί, αλλά και μετά μεγάλων ζημιών
μακρύτερον απεδίωξεν. …
Μετά
το ανδραγάθημα τούτο οι Έλληνες συσσωματωθέντες μετά του λοιπού στρατού εν
Φορνόβω επέπεσαν κατά των Γάλλων, και έτρεψαν αυτούς εις φυγήν. Εκτός των
Ιταλών ιστορικών Βέμβου και Γκισαρδίνη και ο χρονογράφος του Καρόλου Η΄
Φίλιππος Κομίνης αποδίδει δίκαιον σεβασμού φόρον εις την ανδρείαν των Ελλήνων
ιππέων.
Υπέρ
πάντας τους Έλληνας ανεδείχθη ο Μερκούριος, όστις καταδιώκων τον Κάρολον
επλήγωσεν αυτόν εις το πρόσωπον, και ηχμαλώτισε τον δούκα ντε Μπορπόν, είκοσι
βήματα από του βασιλέως.
Ο
Κομίνης διηγείται, ότι κατά την εν Φορνόβω μάχην είς Μπούας, πιθανώς συγγενής
του Μερκουρίου εφονεύθη∙ την δε κεφαλήν τούτου αποκόψαντες οι Έλληνες επέθηκαν
εις σημαίαν και έφερον εις τον αρχηγόν των, όστις τοις έδωκεν εν δουκάτον.
Μετά
την εν Φορνόβω νίκην ο συμμαχικός στρατός επήλθε κατά της Νοβάρας, όπου
κατακλεισθείς ο Λουδοβίκος δούξ του Ορλεάνς στενώς επολιορκήθη. Και εις τους
ενταύθα κατά των Γάλλων συγκροτηθέντας πολέμους οι Έλληνες στρατιώται, και
ιδίως οι υπό τον Μερκούριον δεν έλειψαν δι’ ανδραγαθημάτων να τιμήσωσι το
ελληνικόν όνομα, φονεύσαντες πεντακοσίους, και αιχμαλωτίσαντες τριακοσίους,
μεταξύ των οποίων και τον Μπονσινιόρ Σασουνάγιαν.
Η
εν Νοβάρα Γαλλική φρουρά αποδεκατισθείσα υπό των πολέμων και του λιμού,
ηναγκάσθη ίν’ αποχωρήση δια συνθήκης, συνομολογηθείσης μεταξύ Καρόλου και του
μαρκεσίου της Μαντούης (10 Οκτωβρίου 1495).
Κύριος
γενόμενος του βασιλείου της Νεαπόλεως ο Κάρολος Η΄ απερχόμενος της Ιταλίας
εγκατέλιπε τοποτηρητάς του εν μεν Νεαπόλει τον κόμητα Γιλβέρτον Μομπεσιέ (Montpensier) με τίτλον αντιβασιλέως, εν
Καλαυρία τονAubigny, τον
Βιργίλιον Ορσίνην (degli Orsini), και
άλλους, ως στρατιωτικούς ή πολιτικούς διοικητάς του κατακτηθέντος Βασιλείου.
Μετά την εν Φορνόβω μάχην Φερδινάνδος Β΄ έκπτωτος βασιλεύς της Νεαπόλεως,
βοηθούμενος υπό των Ισπανών και των Ενετών, αποβιβασθείς εις Καλαυρίαν απεδίωξε
τον γάλλον τοποτηρητήν Ωβιγνύ, και είτα ελθών κατά της Νεαπόλεως, μετ’
επιτυχείς τινάς νίκας, κατέλαβε τον πατρικό θρόνον.
Εις
τους πολέμους εκείνους έλαβον μέρος υπό τον αρχιστράτηγον της ενετικής Δημοκρατίας
Φραγγίσκον της Μαντούης, και οι έλληνες στρατιώται, διαπρέψαντες ιδίως εις την
εν Τέλα (Atela) μάχην
και πολιορκίαν των υπό Μομπεσιέ Γάλλων (1496).
Ο
Κορωναίος μόνο τ’ ανδραγαθήματα των υπό Μερκούριον ελλήνων ιππέων εξιστορών,
αναφέρει, ότι ο Φερδινάνδος ευγνωμονών δι’ όσας ούτος τω παρέσχεν εξιδιασμένας
υπηρεσίας, τον ανηγόρευσεν ιππότην, δωρησάμενος αυτω χρυσούν περιδέραιον, και
την επικαρπίαν μιας χώρας.
Μόλις
είχε περαιωθή ο εν Νεαπόλει κατά των Γάλλων πόλεμος, και δια τους Έλληνας
στρατιώτας νέον ηνοίγετο στάδιον δόξης εν Τοσκάνη. Η Πίζα ενοχλούμενη υπό των
Φλωρεντινών, επεκαλέσθη τη βοήθεια της Ενετικής Δημοκρατίας, και οκτακόσιοι
Έλληνες υπό την αρχηγίαν Θωμά Ζήνου εστάλησαν εις βοήθειαν αυτής. Μεταξύ τούτων
ήτο και το εκ τριακοσίων Ηπειρωτών σώμα Μερκουρίου του Μπούα. Διεπρέψαν και
τότε οι Έλληνες συνεχείς ποιούντας εκδρομάς, και πολλαχώς παραβλάπτοντες τους
Φλωρεντινούς.
Διαρκούντος
του μεταξύ Πιζαίων και Φλωρεντινών πολέμου, ο δουξ του Μιλάνου Λουδοβίκος
Σφόρτιος άπιστος και επίβουλος δειχθείς προς πάντας τους ηγεμόνας, κατ’ εξοχήν
δε προς την Ενετικήν δημοκρατίαν διήγειρε την δικαίαν αυτής απέχθειαν∙ ένεκεν
όμως της επαπειλούσης την Λομβαρδίαν καταιγίδος δια τας επί του θρόνου του
Μιλάνου αξιώσεις του βασιλέως της Γαλλίας Καρόλου Η΄, η Βενετία αναβαλούσα εις
αρμοδιωτέραν περίστασιν της κατά του κακεντρεχούς Λουδοβίκου εκδίκησιν, διέταξε
τα εν τω βασιλείω της Νεαπόλεως στρατεύματα ινα μεταβώσιν εις Λομβαρδίαν και
υπερασπισθώσι την χώραν κατά των επαπειλούντων Γάλλων (1947). Αρχιστράτηγος της
Δημοκρατίας ωνομάσθη ο Νικόλαος Ορσίνης (degli Orsini) κόμης του Πιτιλιανού (conte diPitigliano)∙ υπό δε τας διαταγάς
τούτου ετέλουν και οι Έλληνες στρατιώται διοικούμενοι υπό Μερκουρίου του Μπούα,
άρτι προβιβασθέντος αρχηγού του ελαφρού ιππικού (καπετάνιου στ’ άλογα τα
λιντζερά). Ο στρατηγός του Καρόλου Ιωάννης Ιάκωβος Τριούλτζης, εισέβαλε τότε
εις την Λομβαρδίαν, πλην μετά μεγάλων ζημιών ηναγκάσθη να επαναστρέψη, και ο
βασιλεύς της Γαλλίας συνωμολόγησε την 5 Μαρτίου 1497 ανακωχήν. Κατά τους εν
Λομβαρδία μεταξύ Γάλλων και Βενετών πολέμους, διέπρεψεν ο Μπούας.
Εν μία των μαχών εκείνων ο
Μερκούριος ηχμαλώτισε και τον Μονσινιόρ Τζετζίλιον, ένα των εξόχων του Γαλλικού
στρατού. …»