Άγγελος Σικελιανός
«Άγραφον»
Επροχωρούσαν
έξω από τα τείχη
της
Σιών ο Ιησούς και οι μαθητές Του,
σαν,
λίγο ακόμα πριν να γείρει ο ήλιος,
ζυγώσανε
αναπάντεχα στον τόπο
που
η πόλη έριχνε χρόνια τα σκουπίδια,
καμένα αρρώστων στρώματα, αποφόρια,
σπασμένα αγγειά, απορρίμματα, ξεσκλίδια...
Κι εκεί, στον πιο ψηλό σωρόν απάνω,
πρησμένο, με τα σκέλια γυρισμένα
στον ουρανό, ενός σκύλου το ψοφίμι,
που -ως ξαφνικά ακούοντας, τα κοράκια
που το σκεπάζαν, πάτημα, το αφήκαν-
μια τέτοια οσμήν ανάδωκεν, οπού όλοι
σα μ’ ένα βήμα οι μαθητές, κρατώντας
στη φούχτα τους την πνοή, πισωδρομήσαν...
Μα ο Ιησούς, μονάχος προχωρώντας
προς το σωρό γαλήνια, κοντοστάθη
και το ψοφίμι εκοίταζε· έτσι, πόνας
δεν εκρατήθη μαθητής και Του ‘πεν
από μακρά: «Ραββί, δε νιώθεις τάχα
τη φοβερήν οσμή και στέκεσ’ έτσι;»
Κι Αυτός, χωρίς να στρέψει το κεφάλι
απ’ το σημείο που κοίταζε, αποκρίθη:
«Τη φοβερήν οσμήν, εκείνος πόχει
καθάρια ανάσα, και στη χώρα μέσα
την ανασαίνει, όθ’ ήρθαμε... Μα, τώρα
αυτό που βγαίνει απ' τη φτορά θαυμάζω
με την ψυχή μου ολάκερη... Κοιτάχτε
πώς λάμπουνε τα δόντια αυτού του σκύλου
στον ήλιο· ως το χαλάζι, ωσάν το κρίνο,
πέρα απ' τη σάψη, υπόσκεση μεγάλη,
αντιφεγγιά του Αιώνιου, μα κι ακόμα
σκληρή του Δίκαιου αστραπή κι ελπίδα!»
Έτσ’ είπ’ Εκείνος· κι είτε νιώσαν ή όχι
τα λόγια τούτα οι μαθητές, αντάμα,
σαν εκινήθη, ακλούθησαν και πάλι
το σιωπηλό Του δρόμο...
Και να τώρα,
βέβαια στερνός, το νου μου πώς σ’ εκείνα,
Κύριε, τα λόγια Σου γυρίζω, κι όλος
μια σκέψη στέκομαι μπροστά Σου: Α!... δώσε,
δώσ’ και σ’ εμένα, Κύριε, ενώ βαδίζω
ολοένα ως έξω απ’ της Σιών την πόλη,
κι από τη μια της γης στην άλλη άκρη
όλα είναι ρείπια, κι όλα είναι σκουπίδια,
κι όλα είναι πτώματα άθαφτα που πνίγουν
τη θεία πηγή τ’ ανασασμού, ή στη χώρα
είτ’ έξω από τη χώρα· Κύριε, δώσ’ μου,
μες στη φριχτήν οσμήν οπού διαβαίνω,
για μια στιγμή την άγια Σου γαλήνη,
να σταματήσω ατάραχος στη μέση
απ’ τα ψοφίμια, και ν’ αδράξω κάπου
και στη δική μου τη ματιάν έν’ άσπρο
σημάδι, ως το χαλάζι, ωσάν το κρίνο∙
κάτι να λάμψει ξάφνου και βαθιά μου,
έξω απ’ τη σάψη, πέρα από τη σάψη
του κόσμου, ωσάν τα δόντια αυτού του σκύλου,
που, ω Κύριε, βλέποντάς τα εκειό το δείλι,
τα ‘χες θαμάσει, υπόσκεση μεγάλη,
αντιφεγγιά του Αιώνιου, μα κι αντάμα
σκληρή του Δίκαιου αστραπή κι ελπίδα!
Το
ποίημα στηρίζεται σε μια απόκρυφη ευαγγελική παράδοση (Άγραφον) για τον Ιησού
και τους μαθητές του. Γράφτηκε στις ζοφερές μέρες της Γερμανικής Κατοχής.
Ο
Άγγελος Σικελιανός συνθέτει το ποίημα αυτό κατά τη διάρκεια της Γερμανικής
Κατοχής, μιας εξαιρετικά επώδυνης περιόδου για τους Έλληνες, βασιζόμενος σε
μιαν άγραφη, προφορική παράδοση για τον Ιησού. Μέρες κατά τις οποίες οι
ελληνικές πόλεις και ιδίως η Αθήνα θρηνούσαν χιλιάδες νεκρούς, με πολλούς από
αυτούς να κείτονται άταφοι στους δρόμους, έχοντας υποκύψει στην πείνα και στις
κακουχίες, ο ποιητής αναζητά μια αίσθηση ελπίδας∙ αναζητά ένα μήνυμα
αισιοδοξίας, που θα επιτρέψει στον ίδιο και στους υπόλοιπους Έλληνες να
αντέξουν τον πόνο αυτού του ολέθρου.
Το
ποίημα αποτελείται, επί της ουσίας, από δύο ενότητες∙ η πρώτη, και εκτενέστερη,
καλύπτει τις πέντε πρώτες στροφές του ποιήματος, όπου με αφηγηματικό τρόπο παρουσιάζεται
σε τρίτο πρόσωπο ένα στιγμιότυπο από τη ζωή και διδασκαλία του Χριστού, ενώ η
δεύτερη ενότητα, που μας φέρνει στο παρόν του ποιητή, καλύπτει την έκτη και
τελευταία στροφή του ποιήματος.
Επροχωρούσαν
έξω από τα τείχη
της
Σιών ο Ιησούς και οι μαθητές Του,
σαν,
λίγο ακόμα πριν να γείρει ο ήλιος,
ζυγώσανε
αναπάντεχα στον τόπο
που
η πόλη έριχνε χρόνια τα σκουπίδια,
καμένα αρρώστων στρώματα, αποφόρια,
σπασμένα αγγειά, απορρίμματα, ξεσκλίδια...
Το
αφηγηματικό μέρος του ποιήματος ξεκινά με τον προσδιορισμό του τόπου και την
παρουσίαση των προσώπων∙ έξω από τα τείχη της Σιών (Ιερουσαλήμ), λίγο προτού
νυχτώσει, προχωρούν ο Ιησούς και οι μαθητές του, μέχρι που αίφνης φτάνουν στο
σημείο όπου για χρόνια η πόλη έριχνε τα σκουπίδια της. Σωροί από στρώματα
αρρώστων, που τα είχαν κάψει για να αποφευχθεί η περαιτέρω μετάδοση της
ασθένειας, από παλιά ρούχα, σπασμένα αγγεία, σκουπίδια και κομμάτια ξύλων.
Η
όλη εισαγωγική παρουσίαση του ποιήματος μας παραπέμπει στις αντίστοιχες
αφηγήσεις της Καινής Διαθήκης, που έχουν στόχο τη μετάδοση ενός ηθικού
μηνύματος μέσα από τα λόγια, αλλά και τη γενικότερη στάση και συμπεριφορά του
Ιησού. Εδώ, βέβαια, το επιδιωκόμενο μήνυμα σχετίζεται περισσότερο με την έννοια
της ελπίδας και της απαντοχής, ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές.
Σχήματα
λόγου:
σχήμα
υπερβατό: καμένα αρρώστων στρώματα
ασύνδετο
σχήμα: στρώματα, αποφόρια, σπασμένα αγγειά, απορρίμματα, ξεσκλίδια
αποσιώπηση:
ξεσκλίδια...
Κι εκεί, στον πιο ψηλό σωρόν απάνω,
πρησμένο, με τα σκέλια γυρισμένα
στον ουρανό, ενός σκύλου το ψοφίμι,
που -ως ξαφνικά ακούοντας, τα κοράκια
που το σκεπάζαν, πάτημα, το αφήκαν-
μια τέτοια οσμήν ανάδωκεν, οπού όλοι
σα μ’ ένα βήμα οι μαθητές, κρατώντας
στη φούχτα τους την πνοή, πισωδρομήσαν...
Ο
σκουπιδότοπος επιφυλάσσει μια μακάβρια έκπληξη στους απρόσκλητους επισκέπτες∙ ο
ήχος από τα βήματά τους τρομάζει ένα σμήνος κοράκια που σκέπαζαν το κουφάρι ενός
σκύλου, κι αποκαλύπτεται έτσι τόσο η αποτρόπαια εικόνα του -γυρισμένο ανάσκελα
και πρησμένο-, όσο κι η ανυπόφορη οσμή της σήψης του. Οι μαθητές του Χριστού,
μάλιστα, αναγκάζονται να οπισθοδρομήσουν, κρατώντας με το χέρι την αναπνοή
τους, για ν’ αποφύγουν την άθλια αυτή δυσωδία του θανάτου.
Μα ο Ιησούς, μονάχος προχωρώντας
προς το σωρό γαλήνια, κοντοστάθη
και το ψοφίμι εκοίταζε· έτσι, πόνας
δεν εκρατήθη μαθητής και Του ‘πεν
από μακρά: «Ραββί, δε νιώθεις τάχα
τη φοβερήν οσμή και στέκεσ’ έτσι;»
Ο
Ιησούς, ωστόσο, παρά τη δυσωδία συνέχισε να προχωρά γαλήνια προς το σωρό των
σκουπιδιών και κοντοστάθηκε να παρατηρήσει το ψοφίμι. Ο θάνατος, μέρος κι αυτός
του αέναου κύκλου της ζωής, όπως κι η δυσωδία, άμεσο απότοκο του θανάτου, δεν
προκαλούν αποστροφή στο Χριστό, ο οποίος γνωρίζει πως μόνο παρατηρώντας και
μαθαίνοντας καλά αυτό που μας τρομάζει, μπορούμε να τιθασεύσουμε το φόβο μας
και να αντλήσουμε τη δύναμη να το αντιμετωπίζουμε με την αναγκαία ψυχραιμία.
Η
στάση, πάντως, του Ιησού, προκάλεσε την αντίδραση ενός μαθητή του, ο οποίος ρώτησε
από μακριά τον δάσκαλο του -τον ραββί-, μήπως δεν αντιλαμβάνεται, άραγε, τη
φοβερή δυσωδία και αντέχει να στέκεται τόσο κοντά στο ψοφίμι.
Κι Αυτός, χωρίς να στρέψει το κεφάλι
απ’ το σημείο που κοίταζε, αποκρίθη:
«Τη φοβερήν οσμήν, εκείνος πόχει
καθάρια ανάσα, και στη χώρα μέσα
την ανασαίνει, όθ’ ήρθαμε... Μα, τώρα
αυτό που βγαίνει απ’ τη φτορά θαυμάζω
με την ψυχή μου ολάκερη... Κοιτάχτε
πώς λάμπουνε τα δόντια αυτού του σκύλου
στον ήλιο· ως το χαλάζι, ωσάν το κρίνο,
πέρα απ’ τη σάψη, υπόσκεση μεγάλη,
αντιφεγγιά του Αιώνιου, μα κι ακόμα
σκληρή του Δίκαιου αστραπή κι ελπίδα!»
Ο
Ιησούς, χωρίς καν να στρέψει το κεφάλι του προς το μαθητή του, απάντησε πως τη
φοβερή δυσωδία της σήψης την αντιλαμβάνεται, εκείνος που έχει καθαρή ανάσα,
ακόμη και μέσα στην πόλη απ’ την οποία είχαν μόλις έρθει, δηλαδή την
Ιερουσαλήμ. Ο Ιησούς επισημαίνει, έτσι, πως η φοβερή οσμή της σήψης δεν
συνοδεύει μόνο τα ψοφίμια που σαπίζουν, αλλά και τους ανθρώπους εκείνους που
αφήνονται στην ηθική εξαχρείωση. Έτσι, για τον ίδιο η οσμή αυτή δεν αποτελεί
ικανή αιτία αποτροπιασμού, ώστε να απομακρυνθεί από τον νεκρό σκύλο, αφού,
ούτως ή άλλως, συναντά διαρκώς την ίδια οσμή ακόμη και ανάμεσα στους ζωντανούς
ανθρώπους.
Εκείνο,
πάντως, που είχε προσελκύσει την προσοχή του Χριστού και που το θαύμαζε με
ολάκερη την ψυχή του ήταν αυτό που έβγαινε, αυτό που προέκυπτε από τη
διαδικασία της φθοράς. Και προέτρεψε τους μαθητές του να κοιτάξουν τα λευκά
δόντια του σκύλου, τα οποία έλαμπαν στο φως του ήλιου καθαρά και αγνά, όπως το
χαλάζι κι όπως ο κρίνος. Λευκότητα που λειτουργούσε σαν υπόσχεση μεγάλη, η
οποία περνούσε πέρα από τη σήψη, κι εμφανιζόταν ως αντιφεγγιά του Αιώνιου, ως
σημάδι αδιάκοπης κι αθάνατης ύπαρξης, μα και ως ένδειξη ελπίδας, αλλά και ως
σκληρή αστραπή του Δίκαιου.
Το
λευκό χρώμα των δοντιών του σκύλου ήταν σαν να δήλωνε πως ο θάνατος κι η σήψη
αποτελούν προσωρινή μόνο κατάσταση, καθώς μέσα από τον εξαγνισμό που επιφέρουν
και μέσα από την ολοκληρωτική απόρριψη των φθαρτών στοιχείων οδηγούν σε μια
ακατάλυτη και αιώνια μορφή της ύπαρξης, εκεί που η αγνότητα γνωρίζει τη
δικαίωσή της. Κατά τρόπο μεταφορικό ο Ιησούς συνδέει τη σωματική σήψη με την
ηθική σήψη που συνάντησε στην πόλη, και δηλώνει πως η σκληρή αστραπή του
Δικαίου θα καταδικάσει στο χαμό καθετί σάπιο και θα φέρει στο φως την αγνότητα.
Η ανηθικότητα κι η αδικία δεν μπορούν να διατηρηθούν αενάως δίχως τιμωρία και
δίχως κάθαρση∙ κι αν η έλευση του Δικαίου μοιάζει να εκπληρώνεται με
σκληρότητα, πρόκειται ωστόσο για μια σκληρότητα αναγκαία, αφού επιτρέπει στο ηθικά
άρτιο και στην αρετή να λάβουν την ανταμοιβή τους. Έτσι, το απρόσμενα λευκό
χρώμα που λαμπυρίζει μέσα στην αποσύνθεση, συνιστά μια καίρια ελπίδα πως παρά
τη γενικευμένη φθορά -κυριολεκτική και μεταφορική- το αγαθό θα διατηρηθεί και
θα συνεχίσει την ακατάλυτη πορεία του.
Σχήματα
λόγου:
Παρομοιώσεις:
ως το χαλάζι, ωσάν το κρίνο
Μεταφορές: λάμπουνε τα δόντια / αντιφεγγιά του Αιώνιου
Προσωποποιήσεις:
αντιφεγγιά του Αιώνιου / σκληρή του Δίκαιου αστραπή
Έτσ’
είπ’ Εκείνος· κι είτε νιώσαν ή όχι
τα
λόγια τούτα οι μαθητές, αντάμα,
σαν
εκινήθη, ακλούθησαν και πάλι
το
σιωπηλό Του δρόμο...
Ο
Ιησούς συνεχίζει σιωπηλός το δρόμο του μετά από τα λόγια αυτά, κι οι μαθητές
του τον ακολουθούν, είτε είχαν καταλάβει τι εννοούσε είτε όχι. Ο ποιητής αφήνει
ανοιχτό το ενδεχόμενο να μην είχαν γίνει πλήρως κατανοητά τα λόγια του Ιησού
από τους μαθητές του, μιας και πολλές φορές χρειάζεται είτε χρόνος είτε κάποιο
έντονο βίωμα για να καταστούν προσιτές στην αντίληψή μας ορισμένες έννοιες.
Σχήματα
λόγου:
Συνεκδοχή:
το σιωπηλό Του δρόμο (σιωπηλός ήταν ο Ιησούς)
Αποσιώπηση:
το σιωπηλό Του δρόμο...
Και
να τώρα,
βέβαια
στερνός, το νου μου πώς σ’ εκείνα,
Κύριε,
τα λόγια Σου γυρίζω, κι όλος
μια
σκέψη στέκομαι μπροστά Σου: Α!... δώσε,
δώσ’
και σ’ εμένα, Κύριε, ενώ βαδίζω
ολοένα
ως έξω απ’ της Σιών την πόλη,
κι
από τη μια της γης στην άλλη άκρη
όλα
είναι ρείπια, κι όλα είναι σκουπίδια,
κι
όλα είναι πτώματα άθαφτα που πνίγουν
τη
θεία πηγή τ’ ανασασμού, ή στη χώρα
είτ’
έξω από τη χώρα· Κύριε, δώσ’ μου,
μες
στη φριχτήν οσμήν οπού διαβαίνω,
για
μια στιγμή την άγια Σου γαλήνη,
να
σταματήσω ατάραχος στη μέση
απ’
τα ψοφίμια, και ν’ αδράξω κάπου
και
στη δική μου τη ματιάν έν’ άσπρο
σημάδι,
ως το χαλάζι, ωσάν το κρίνο∙
κάτι
να λάμψει ξάφνου και βαθιά μου,
έξω
απ’ τη σάψη, πέρα από τη σάψη
του
κόσμου, ωσάν τα δόντια αυτού του σκύλου,
που,
ω Κύριε, βλέποντάς τα εκειό το δείλι,
τα
‘χες θαμάσει, υπόσκεση μεγάλη,
αντιφεγγιά
του Αιώνιου, μα κι αντάμα
σκληρή
του Δίκαιου αστραπή κι ελπίδα!
Το
δεύτερο και τελευταίο μέρος του ποιήματος μας μεταφέρει στο παρόν του ποιητικού
υποκειμένου και δίνεται σε πρώτο πρόσωπο, καθώς αποτελεί μιαν ικεσία του ποιητή
προς τον Ιησού. Ως ο πιο ασήμαντος (στερνός) μαθητής του Ιησού -ιδιότητα που
τονίζεται εμφατικά με το βέβαια-, ο ποιητής γυρίζει τη σκέψη του σ’ εκείνα τα
λόγια του Χριστού και στέκει μπροστά του με μια παράκληση∙ να του δοθεί ένα
μήνυμα ελπίδας, ικανό ν’ αντισταθμίσει τη βαρβαρότητα και τον όλεθρο της εποχής
του.
Η
εικόνα που παρουσιάζει ο ποιητής, αν και αποδίδεται στην πόλη και στα περίχωρα της
Ιερουσαλήμ, στην πραγματικότητα αποδίδει την κατάσταση της δικής του εποχής. Όπως,
λοιπόν, σχολιάζει ο ίδιος, θα ήθελε, ανάμεσα στα ερείπια, στα σκουπίδια και στα
άταφα πτώματα που βρίσκονται παντού γύρω του και πνίγουν την πηγή της θεϊκής
ανάσας∙ μέσα στη φρικτή οσμή που διαβαίνει, να του δοθεί από τον Ιησού γαλήνη
ανάλογη με τη δική του, ώστε να μπορέσει να σταθεί ανάμεσα στα ψοφίμια και ν’
αντικρίσει κι εκείνος ένα λευκό σημάδι∙ λευκό όπως το χαλάκι και όπως το κρίνο,
σαν αυτό δηλαδή που είχε αντικρίσει τότε ο Χριστός.
Ο
ποιητής αποζητά κάτι να λάμψει, ξαφνικά, βαθιά μέσα του, οδηγώντας τη σκέψη του
έξω και πέρα από τη σήψη αυτού του κόσμου, όπως εκείνα τα λευκά δόντια του
σκύλου. Αποζητά εκείνο το σημάδι που θα αποτελέσει τη μεγάλη υπόσχεση πως μέσα
απ’ το θάνατο θα προκύψει κάτι το αιώνιο∙ πως η αδικία δεν θα μείνει ατιμώρητη.
Ζητά ένα προμήνυμα ελπίδας πως τα δεινά αυτά της εποχής του -ο πόλεμος κι οι
χιλιάδες θάνατοι- θα φτάσουν σύντομα στο τέλος τους.
Σχήματα
λόγου:
Αποσιώπηση:
Α!...
Αναδίπλωση:
δώσε, δώσ’ και σ’ εμένα
Μεταφορά:
ν’ αδράξω κάπου και στη δική μου τη ματιάν