Byzantine School
Κωνσταντίνος Καβάφης «Μανουήλ
Κομνηνός»
Ο
βασιλεύς κυρ Μανουήλ ο Κομνηνός
μια
μέρα μελαγχολική του Σεπτεμβρίου
αισθάνθηκε
τον θάνατο κοντά. Οι αστρολόγοι
(οι
πληρωμένοι) της αυλής εφλυαρούσαν
που
άλλα πολλά χρόνια θα ζήσει ακόμη.
Ενώ
όμως έλεγαν αυτοί, εκείνος
παληές
συνήθειες ευλαβείς θυμάται,
κι
απ’ τα κελλιά των μοναχών προστάζει
ενδύματα
εκκλησιαστικά να φέρουν,
και
τα φορεί, κ’ ευφραίνεται που δείχνει
όψι
σεμνήν ιερέως ή καλογήρου.
Ευτυχισμένοι όλοι που πιστεύουν,
και
σαν τον βασιλέα κυρ Μανουήλ τελειώνουν
ντυμένοι
μες στην πίστι των σεμνότατα.
Η
σχέση του Κωνσταντίνου Καβάφη με τη χριστιανική θρησκεία δημιουργεί ποικίλα
ερωτήματα, καθώς δεν είναι αρκετά σαφές το αν ο ποιητής είχε αποδεχτεί τη
θρησκεία αυτή ή αν διατηρούσε μια απορριπτική στάση απέναντί της. Στην
πραγματικότητα, όμως, η αλήθεια μοιάζει να βρίσκεται κάπου στη μέση, όπως
τουλάχιστον προκύπτει από τον τρόπο που προσεγγίζει το θέμα της θρησκείας σε
διάφορα ποιήματά του. Μπορούμε, έτσι, να θεωρούμε μάλλον βέβαιο πως ο Καβάφης
δεν αποδεχόταν όλες τις πτυχές του χριστιανισμού, και κυρίως αυτές που
σχετίζονταν με την ιδιαιτέρως αυστηρή θέαση του σώματος και των με αυτό
σχετιζόμενων απολαύσεων. Ο ποιητής φαίνεται πως δεν εκτιμά την επιμονή του
χριστιανισμού να καταπιέζει τον άνθρωπο σε ό,τι αφορά τις ερωτικές απολαύσεις
και να καταδικάζει το ανθρώπινο σώμα -παρά το κάποτε εκπληκτικό του κάλλος- σε
υποδεέστερη θέση έναντι του πνεύματος. Χαρακτηριστική, ως προς αυτό, η τάση του
ποιητή να εκθειάζει την ελευθερία που διέκρινε την εθνική θρησκεία στα ζητήματα
του ερωτικού βίου∙ ακόμη και στα θέματα εκείνου του ιδιαίτερου ερωτισμού που
τόσο συγκινούσε τον ποιητή.
Συνάμα,
ο ποιητής δεν εκτιμά καθόλου τις μικροπρέπειες, τη μισαλλοδοξία και το
δογματισμό που χαρακτήριζε τη συμπεριφορά των Χριστιανών. Στέκει, έτσι, κριτικά
απέναντι στα ηθικά ελαττώματα των μελών μιας θρησκείας που υποτίθεται πως
πρεσβεύει την αγάπη, την αποδοχή, το σεβασμό και την ταπεινότητα. Διότι εκείνο
που κυρίως αναγνωρίζει ο Καβάφης στο χριστιανισμό είναι η μέριμνα και η έμφαση που
δόθηκε στην ηθικότητα των ατόμων∙ ηθικότητα που ο ποιητής, όπως και οι αρχαίοι
Έλληνες, δεν τη συνδέει με το ζήτημα του ερωτισμού, αλλά με ό,τι σχετίζεται με
τη συμπεριφορά και τη στάση των ατόμων απέναντι στους συνανθρώπους τους.
Ο
Καβάφης, λοιπόν, απορρίπτει το συντηρητισμό της χριστιανικής θρησκείας στο θέμα
του έρωτα, εφόσον τέτοιου είδους περιορισμοί υποδηλώνουν μη αποδοχή της
ανθρώπινης φύσης στην ολότητά της, αλλά εκτιμά τις προσπάθειες για την ώθηση
των ανθρώπων σε μια πιο ηθική πορεία, που θα βασίζεται στο σεβασμό και στην
εκτίμηση για τους άλλους ανθρώπους.
Η
χριστιανική θρησκεία έχει, τέλος, μια πνευματικότητα και μια εσωτερική γαλήνη
που συχνά κεντρίζει το ενδιαφέρον του ποιητή και της προσδίδει στα μάτια του
μια θετική χροιά. Για έναν άνθρωπο, όπως ήταν ο Καβάφης, που συχνά γνώρισε την
οδύνη της εσωτερικής αναταραχής και της διαρκούς μεταμέλειας για επιλογές και
πράξεις -έστω κι αν αυτές επιβάλλονταν από την ίδια του τη φύση-, η προοπτική
μιας εσωτερικής γαλήνευσης μοιάζει απροσδόκητα θελκτική και ευπρόσδεκτη.
Το ποίημα
Ιστοριογενές
ποίημα. Το πρώτο μέρος του αναφέρεται σε ιστορικά γεγονότα. Ο Μανουήλ πέθανε
στις 20 Σεπτεμβρίου 1180. Ήταν διάσημος για την ανδρεία και τη λαγνεία του. Ο
τόνος του δεύτερου μέρους εξαρτάται από το αν δεχόμαστε ή όχι την προσήλωση του
Καβάφη στην χριστιανική ορθόδοξη θρησκεία. Η θεματική τοποθέτηση του ποιήματος
ανάμεσα στο «Τα Επικίνδυνα» και το «Στην Εκκλησία» δεν προσφέρει
αντικειμενικότερη απάντηση. [Γ. Π. Σαββίδης]
Ο
βασιλεύς κυρ Μανουήλ ο Κομνηνός
μια
μέρα μελαγχολική του Σεπτεμβρίου
αισθάνθηκε
τον θάνατο κοντά. Οι αστρολόγοι
(οι
πληρωμένοι) της αυλής εφλυαρούσαν
που
άλλα πολλά χρόνια θα ζήσει ακόμη.
Ο
Καβάφης αξιοποιώντας τη διάθεση οικειότητας που προσδίδει η απλούστερη γλωσσική
έκφραση μεταδίδει έμμεσα και χωρίς να χρειαστεί να το δηλώσει την αίσθηση
εγγύτητας που νιώθει για τα πρόσωπα της Βυζαντινής περιόδου, και ειδικότερα εδώ
για τον Μανουήλ Κομνηνό. Η επίμονη μελέτη της ιστορίας, η καταγωγή του από την
Κωνσταντινούπολη κι ο θαυμασμός του για την κορύφωση που γνώρισε ο ελληνισμός
στα χρόνια του Βυζαντίου, προσφέρουν στον ποιητή κάτι περισσότερο από μιαν απλή
γνώση των βυζαντινών πραγμάτων∙ του προσφέρουν μια ιδιότυπη αίσθηση ταύτισης.
Η
αναφορά στους πληρωμένους -και άρα αφερέγγυους- αστρολόγους καθιστά εξαρχής
σαφές πως η επαφή του αυτοκράτορα με τη χριστιανική θρησκεία δεν είναι πολύ
στενή. Ο Μανουήλ φέρνει στη σκέψη του τη χριστιανική πίστη μόνο και μόνο γιατί
αισθάνεται έντονα πως πλησιάζει το τέλος του. Αίσθηση που τον ωθεί να αγνοήσει
τη «φλυαρία» των αστρολόγων και να αποζητήσει μια βαθύτερη παραμυθία για την
εσωτερική του ανησυχία.
Ο
ποιητής με το ειρωνικό «εφλυαρούσαν» εκφράζει με σαφήνεια τη γνώμη του για την
ανύπαρκτη αξιοπιστία των αστρολόγων, οι οποίοι, ιδίως μπροστά στη βεβαιότητα
του αυτοκράτορα για το επικείμενο τέλος του, φανερώνονται απλοί αυλοκόλακες.
Ενώ
όμως έλεγαν αυτοί, εκείνος
παληές
συνήθειες ευλαβείς θυμάται,
κι
απ’ τα κελλιά των μοναχών προστάζει
ενδύματα
εκκλησιαστικά να φέρουν,
και
τα φορεί, κ’ ευφραίνεται που δείχνει
όψι
σεμνήν ιερέως ή καλογήρου.
Ενώ,
λοιπόν, οι αστρολόγοι της αυλής συνεχίζουν να λένε, ο Μανουήλ θυμάται τις
ευλαβικές συνήθειες παλαιότερων ετών, όταν προφανώς δεν τον είχε ακόμη
απομακρύνει η έντονη ζωή του από το γαλήνιο περιβάλλον της εκκλησίας. Προστάζει,
έτσι, να του φέρουν από τα κελιά των μοναχών εκκλησιαστικά ενδύματα και
αισθάνεται βαθιά χαρά, όταν συνειδητοποιεί πως με αυτά αποκτά τη σεμνή όψη
ιερέα ή καλόγερου.
Παρόλο
που η εικόνα αυτή δεν είναι παρά επιφανειακή και παρά το γεγονός πως τα εκκλησιαστικά
ενδύματα δεν θα αρκούσαν για να αποκαταστήσουν τις ποικίλες ασωτίες του
αυτοκράτορα, ο ίδιος νιώθει χάρη σε αυτά πως έρχεται πιο κοντά στην πατρώα
πίστη κι αυτό τον καθησυχάζει. Τόσο οι πιθανές ενοχές του, όσο και η βέβαιη
ανησυχία του μοιάζουν να υποχωρούν μπροστά στην επίγνωση πως έστω και στην
ύστατη στιγμή μπορεί να έχει -εξωτερικά τουλάχιστον- την όψη ενός σεμνού ιερέα.
Ευτυχισμένοι όλοι που πιστεύουν,
και
σαν τον βασιλέα κυρ Μανουήλ τελειώνουν
ντυμένοι
μες στην πίστι των σεμνότατα.
Ο
Καβάφης αναγνωρίζει την παρηγορητική δύναμη της θρησκευτικής πίστης, που
κατορθώνει να κατευνάσει την αγωνία του τέλους, προσφέροντας στους ανθρώπους
την ελπίδα μιας συνέχειας ή έστω την προσδοκία μιας ομαλής μετάβασης, ενός
ήπιου περάσματος στην άλλη πλευρά υπό τη θεϊκή προστασία και μέριμνα. Πρόκειται
για ένα εξαιρετικά σημαντικό όφελος που αποκομίζουν οι πιστοί, ακόμη κι αν στην
πραγματικότητα δεν έχουν περάσει τη ζωή τους πλήρως αφοσιωμένοι στη θρησκεία
τους. Σαφές ως προς αυτό το ρήμα «ντυμένοι» που χρησιμοποιεί ο ποιητής για την
πίστη, προκειμένου να υπενθυμίσει πως ο Μανουήλ αρκέστηκε στο να φορέσει την
τελευταία στιγμή τα εκκλησιαστικά ενδύματα, χωρίς να γνωρίζουμε αν ένιωσε
αντίστοιχα και κάποια βαθύτερη μεταμέλεια που να τον έφερε πιο κοντά στη χριστιανική
του πίστη.
Αν
και ο Καβάφης δεν είναι ένας αφοσιωμένος πιστός ή καλύτερα δεν είναι καν
πιστός, εντούτοις έχει πάντοτε τη δυνατότητα να αντιλαμβάνεται και να
αναγνωρίζει τα θετικά στοιχεία μιας θρησκευτικής πίστης -άρα και της
χριστιανικής. Κι εδώ το θετικό είναι προφανές, εφόσον η θρησκεία λειτουργεί ως
εναργής παραμυθία για τους φόβους και τις ανησυχίες των ανθρώπων που βρίσκονται
κοντά στο τέλος της ζωής τους.
Μανουήλ Κομνηνός (1122-1180)
Αυτοκράτορας
του Βυζαντίου (1143-1180), από τους σημαντικότερους της δυναστείας των
Κομνηνών. Ο πατέρας του, ο αυτοκράτορας Ιωάννης Β΄, εκτιμώντας τα προσόντα και
τις αρετές του, τον υπέδειξε για να τον διαδεχτεί (1143), αγνοώντας τον
πρωτότοκο Αλέξιο.
Ο
Μανουήλ κληρονόμησε έναν καλά οργανωμένο στρατό και το δημόσιο ταμείο σε πολύ
καλή κατάσταση. Συνεχίζοντας την πολιτική του πατέρα του, αντιμετώπισε με
επιτυχία τις επεκτατικές βλέψεις του σουλτανάτου του Ικονίου, ανάγκασε τον κόμη
Ραϊμόνδο της Αντιοχείας να δεχτεί τη βυζαντινή επικυριαρχία (1144) και, για να
αντιμετωπίσει τους κινδύνους της Β΄ Σταυροφορίας, που τότε ετοιμαζόταν,
προσπάθησε να προσεταιριστεί τον Γερμανό μονάρχη και ηγέτη της Κορράδο Γ΄, του
οποίου παντρεύτηκε τη νύφη -την αδερφή της γυναίκας του- Βέρθα του Σούλτσμπαχ
(1146). Ωστόσο, οι κίνδυνοι από τους σταυροφόρους ήταν ουσιαστικοί και ο
Μανουήλ κάλεσε σ’ ενίσχυση τα βυζαντινά στρατεύματα που στρατοπέδευαν στη
Συρία. Παράλληλα, για να απομακρύνει τον κίνδυνο, διευκόλυνε το πέρασμα των
Λατίνων στην Ανατολή (1147). Την ίδια εποχή τα σύνορα της Αυτοκρατορίας
παραβιάστηκαν από τους Νορμανδούς της Σικελίας, οι οποίοι έκαναν επιδρομές στον
ελλαδικό χώρο. Κατέλαβαν την Κέρκυρα και λεηλάτησαν την Αθήνα και τη Θήβα,
πόλεις όπου ανθούσε η βιοτεχνία, κυρίως η παραγωγή μεταξιού, και το εμπόριο.
Ο
Μανουήλ, για να αντιμετωπίσει τους Νορμανδούς, ζήτησε τη βοήθεια των Βενετών,
των οποίων ανανέωσε τα προνόμια (1148). Το 1149, με τη βοήθειά τους,
ανακατέλαβε την Κέρκυρα, όμως η νορμανδική απειλή ήταν πάντα έντονη και ο
Μανουήλ αποφάσισε να μεταφέρει τον πόλεμο στη Δύση. Το 1151 τα βυζαντινά
στρατεύματα κατέλαβαν την Αγκώνα αλλά η παρουσία τους στην Ιταλία, πέρα από
τους Νορμανδούς, ενόχλησε και τους Βενετούς, που φοβήθηκαν τα επεκτατικά σχέδια
του Βυζαντινού αυτοκράτορα (όπως και του αυτοκράτορα της Δύσης Φρειδερίκου Α΄
Βαρβαρόσσα, που ανέβηκε στο θρόνο το 1152). Το 1154 οι τελευταίοι συμμάχησαν με
τους Νορμανδούς και ο Μανουήλ, για να αντισταθμίσει τη συμμαχία αυτή παραχώρησε
προνόμια, ανάλογα με αυτά που είχαν οι Βενετοί, στους Γενουάτες και τους
Πισσάτες (1155). Λίγο αργότερα ο βυζαντινός στόλος ηττήθηκε στο Βρινδήσιο ενώ
οι Βυζαντινοί πράκτορες στάθηκαν ανίκανοι να ξεσηκώσουν εναντίον των Νορμανδών
τους πληθυσμούς της Κάτω Ιταλίας. Έτσι, η δυτική πολιτική του Μανουήλ αποδεικνυόταν
πολυδάπανη και αναποτελεσματική. Το 1158, ο αυτοκράτορας συνήψε συμφωνία
ειρήνης με το βασιλιά της Σικελίας Γουλιέλμο Β΄, που προέβλεπε και ανταλλαγή
αιχμαλώτων. Όμως οι εργάτες μεταξιού που είχαν απαχθεί από την Αθήνα και τη
Θήβα δεν επέστρεψαν ποτέ στις πόλεις τους και ήταν αυτοί που οργάνωσαν την
επεξεργασία μεταξιού στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία.
Στα
Βαλκάνια, ο Μανουήλ επέβαλε την αναγνώριση της βυζαντινής κυριαρχίας στην
επαναστατημένη Σερβία (1151) και μετά από πόλεμο αναγνώρισε στο πρόσωπο του
μεγάλου ζουπάνου Στέφανου Α΄ Νεμάνια, ο οποίος είχε ενοποιήσει τις σερβικές
περιοχές, τον αρχηγό ενός αυτόνομου κράτους (1165). Ανάγκασε επίσης το βασιλιά
της Ουγγαρίας Γκέζα Β΄ να αναγνωρίσει την επικυριαρχία της Αυτοκρατορίας
(1152-1156) και όταν εκείνος πέθανε (1161), προσπάθησε να υποτάξει, με
εκστρατεία, την Ουγγαρία στο Βυζάντιο. Το 1164 η Ουγγαρία υποτάχθηκε, όμως η
παρουσία των βυζαντινών στρατευμάτων στη χώρα αυτή εξακολουθούσε να είναι
απαραίτητη, γεγονός που καθιστούσε αυτή την επιχείρηση πολυδάπανη. Τελικά, ύστερα
από την ανάκληση των βυζαντινών στρατευμάτων δεν έμεινε στο Βυζάντιο παρά μόνο
μια περιοχή των Δαλματικών ακτών (1168), σε κατάσταση έκδηλης και αυτή
αστάθειας.
Μάταιες
επίσης αποδείχθηκαν οι προσπάθειες του Μανουήλ να προσεγγίσει μέσω κηδεστίας τον
αυτοκράτορα της Δύσης Φρειδερίκο Β΄ Βαρβαρόσσα, δηλωμένο εχθρό του Βυζαντίου
και γι’ αυτό πήρε το μέρος του πάπα Αλεξάνδρου Γ΄ στη διαμάχη του με το δυτικό
αυτοκράτορα. Οι συζητήσεις για την ένωση των εκκλησιών άρχισαν το 1166, ενώ το
1167 ο Μανουήλ εγκατέστησε και πάλι φρουρά στην Αγκώνα, και συζήτησε με τον
πάπα επίθεση εναντίον του Φρειδερίκου. Αν και όλα αυτά τα σχέδια απέτυχαν, η
βυζαντινή παρουσία στην Ιταλία ανησυχούσε τη Βενετία (παρόλο που είχε
αποκαταστήσει τις σχέσεις της με το Βυζάντιο) και η συμπεριφορά των Βενετών,
που ήταν εγκατεστημένοι στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία γινόταν ολοένα και πιο
ανυπόφορη. Το 1171, ο Μανουήλ διέταξε τη σύλληψη των τελευταίων και τη δήμευση
των περιουσιών τους, γεγονός που έγινε αφορμή για έναν τετραετή πόλεμο, κατά τον
οποίο ο βενετικός στόλος λεηλάτησε τις ακτές της Δαλματίας και της Ελλάδας και
αποπειράθηκε να καταλάβει τη Χίο. Εξάλλου, οι Βενετοί έπεισαν τον Φρειδερίκο να
πολιορκήσει την Αγκώνα και βοήθησαν το μεγάλο ζουπάνο Στέφανο Νεμάνια, στην
εξέγερσή του για την ανεξαρτησία της Σερβίας. Τέλος, οι Βενετοί συνήψαν
συμμαχία με τους Νορμανδούς της Σικελίας. Μπρος στη συνδυασμένη αυτή επίθεση, ο
Μανουήλ υποχώρησε και το 1175 ανανέωσε τα προνόμια των Βενετών και αναγκάστηκε
να τους αποζημιώσει για τις δημεύσεις.
Στο
χώρο της Μικράς Ασίας, το σουλτανάτο του Ικονίου είχε υποχρεωθεί το 1161 να
υπογράψει ειρήνη με το Βυζάντιο και μάλιστα το 1162 ο σελτζουκίδης σουλτάνος
Κιλίτζ Αρσλάν Β΄ επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη και δήλωσε υποτέλεια στον
Μανουήλ. Ωστόσο, η ειρήνη αυτή απέβαινε προς όφελος των Σελτζούκων, που
εμπέδωναν έτσι την παρουσία τους στη Μικρά Ασία. Το 1176 ο Μανουήλ τέθηκε
επικεφαλής των στρατευμάτων του πιστεύοντας ότι θα νικούσε εύκολα τους
Σελτζούκους. Τα στρατεύματα συναντήθηκαν στο Μυριοκέφαλο το Σεπτέμβριο του
χρόνου αυτού και παρά τον ηρωισμό του Μανουήλ, οι Βυζαντινοί υπέστησαν βαρύτατη
ήττα. Με δυσκολία ο αυτοκράτορας κατόρθωσε να συγκεντρώσει τα υπολείμματα του
στρατού του ενώ οι Σελτζούκοι λεηλατούσαν τη σκευή και τον αυτοκρατορικό
θησαυρό. Η νίκη αυτή των Σελτζούκων οριστικοποίησε την τουρκική παρουσία στη
Μικρά Ασία.
Στη
λατινική Ανατολή, ο Μανουήλ επέβαλε την κυριαρχία του και ανάγκασε τον κόμη
Αντιοχείας Ρενώ ντε Σατιγιόν να αναγνωρίσει ταπεινά τη βυζαντινή επικυριαρχία. Το
1158 ο αυτοκράτορας έκανε θρίαμβο στην Αντιόχεια ενώ οι Αρμένιοι της Κιλικίας
τον αναγνώριζαν ως επικυρίαρχό τους. Ο Μανουήλ ανέπτυξε στενές σχέσεις με τους
Λατίνους πρίγκιπες της λατινικής Παλαιστίνης και αναζήτησε ανάμεσα στα μέλη των
οικογενειών τους μια δεύτερη σύζυγο. Το 1161 παντρεύτηκε τη Μαρία της
Αντιοχείας ενώ το 1169, μαζί με το βασιλιά της Ιερουσαλήμ Αμωρύ Α΄, οργάνωσε
μια σταυροφορία κατά της Αιγύπτου.
Η
διακυβέρνηση της Αυτοκρατορίας από τον Μανουήλ ήταν περίοδος σχετικής
ευημερίας. Αστικά κέντρα, πέρα από την Κωνσταντινούπολη, άκμαζαν και ο Βενιαμίν
της Τουδέλας, που επισκέφτηκε την Αυτοκρατορία στη διάρκεια της βασιλείας του,
περιγράφει με θαυμασμό την άνθηση της βιοτεχνίας και του εμπορίου. Ο
αυτοκράτορας επέβλεπε ο ίδιος προσωπικά και με αυστηρότητα τη διοίκηση και η
παροχή δικαιοσύνης γινόταν με φροντίδα και επιείκεια. Είναι χαρακτηριστικό ότι
απαγόρευσε τη συσσώρευση εγγείων αγαθών από τα μοναστήρια, εξασφαλίζοντας τη
συντήρηση των μοναχών από το αυτοκρατορικό ταμείο, έτσι ώστε να ενισχύεται η
μικρή ιδιοκτησία. Στη διάρκεια της βασιλείας του άκμασαν τα Γράμματα και οι
Τέχνες και μια πλειάδα λογίων, όπως ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, οι αδελφοί Μιχαήλ
και Νικήτας Χωνιάτης, ο Νικόλαος Μεθώνης, ο Ευθύμιος Μαλάκης, οι Γεώργιος και
Δημήτριος Τορνίκης ανέλαβαν υψηλές θέσεις στην κρατική και εκκλησιαστική
ιεραρχία. Στην αυλή έζησαν πολλοί λόγιοι, μεταξύ των οποίων και ο Θεόδωρος
Πρόδρομος, που για πρώτη φορά καλλιέργησε, επίσημα, τη δημώδη γλώσσα.
Ο
Μανουήλ θαύμαζε τα λατινικά έθιμα και η αυλή του ήταν γεμάτη από Λατίνους, ενώ
παιχνίδια και τελετές δυτικής καταγωγής, όπως οι κονταρομαχίες, ήταν σύνηθες
θέαμα. Όμως, η παρουσία των Λατίνων ήταν ακόμη πιο έντονη στο εμπόριο. Η
πολιτική των ανοιγμάτων στις ιταλικές πόλεις είχε δημιουργήσει πυρήνες
λατινικού πληθυσμού, δημιουργώντας, πέρα από τα προβλήματα για τη βυζαντινή
οικονομία και ατμόσφαιρα εχθρότητας που προερχόταν από την επαφή δύο
διαφορετικών πολιτισμών και διεύρυνε το χάσμα που χώριζε τη λατινική Δύση από
την ελληνική Ανατολή.
Η
πολιτική του Μανουήλ προς τη Δύση αποδείχτηκε, όπως προαναφέρθηκε, ανεπιτυχής
και πολυδάπανη. Για να αντιμετωπίσει τις αυξημένες δαπάνες για το στρατό, ο
Μανουήλ γενίκευσε το θεσμό της «πρόνοιας», παραχωρώντας δημόσια εισοδήματα σε
όσους πρόσφεραν στρατιωτική υπηρεσία. Οι αγρότες δεν είχαν πια να κάνουν με
τους δημόσιους υπαλλήλους αλλά κατά κάποιο τρόπο γίνονταν υποχείριοι των
κατόχων των «προνοιών». Η βασιλεία του Μανουήλ οριοθετεί την αρχή της παρακμής
της Αυτοκρατορίας και είναι η περίοδος κατά την οποία τέθηκαν οι βάσεις για την
επιθετική πολιτική της Δύσης, που κατέληξε στην κατάληψη της Κωνσταντινούπολης
από τους σταυροφόρους το 1204. Οπωσδήποτε, για τους Βυζαντινούς των αρχών του
13ου αιώνα ο Μανουήλ ήταν ο τελευταίος μεγάλος αυτοκράτορας και ο θάνατός του
σφράγισε μια περίοδο σταθερότητας και ευημερίας, που τη διαδέχτηκε η σύγχυση
και η καταστροφή.