Panoramic Images
Λυσίας «Υπέρ Μαντιθέου» § 20-21
(Επίλογος / peroratio) [κείμενο, μετάφραση, ασκήσεις σχολικού]
«Ὁ δ’ ἐπίλογος σύγκειται ἐκ τεττάρων, ἔκ τε τοῦ πρὸς ἑαυτὸν κατασκευάσαι εὖ τὸν ἀκροατὴν καὶ τὸν ἐναντίον φαύλως, καὶ ἐκ τοῦ αὐξῆσαι καὶ ταπεινῶσαι καὶ ἐκ τοῦ εἰς τὰ πάθη τὸν ἀκροατὴν καταστῆσαι καὶ ἐξ ἀναμνήσεως» [Ο επίλογος αποβλέπει σε
τέσσερα: στο να καταστήσει (ο ομιλητής) ευνοϊκό τον ακροατή προς τον εαυτό του
και δυσμενή προς τον αντίπαλο∙ στο να μεγαλοποιήσει και να μειώσει∙ στο να
παρασύρει σε πάθη τον ακροατή και στο να ανακεφαλαιώσει.]
Αριστοτέλη, Ρητορική III 19, 1419β11
[20] Ἤδη δέ τινων ᾐσθόμην, ὦ βουλή, καὶ διὰ ταῦτα ἀχθομένων μοι, ὅτι νεώτερος ὢν ἐπεχείρησα λέγειν ἐν τῷ δήμῳ. ἐγὼ δὲ τὸ μὲν πρῶτον ἠναγκάσθην ὑπὲρ τῶν ἐμαυτοῦ πραγμάτων δημηγορῆσαι, ἔπειτα μέντοι καὶ ἐμαυτῷ δοκῶ φιλοτιμότερον διατεθῆναι τοῦ δέοντος, ἅμα μὲν τῶν προγόνων ἐνθυμούμενος, ὅτι οὐδὲν πέπαυνται τὰ τῆς πόλεως πράττοντες, [21] ἅμα δὲ ὑμᾶς ὁρῶν (τὰ γὰρ ἀληθῆ χρὴ λέγειν) τοὺς τοιούτους μόνους ἀξίους νομίζοντας εἶναι, ὥστε ὁρῶν ὑμᾶς ταύτην τὴν γνώμην ἔχοντας τίς οὐκ ἂν ἐπαρθείη πράττειν καὶ λέγειν ὑπὲρ τῆς πόλεως; ἔτι δὲ τί ἂν τοῖς τοιούτοις ἄχθοισθε; οὐ γὰρ ἕτεροι περὶ αὐτῶν κριταί εἰσιν, ἀλλ᾽ ὑμεῖς.
Μετάφραση: Έχω αντιληφθεί όμως τώρα, κύριοι
βουλευτές, ότι μερικοί οργίζονται εναντίον μου γι’ αυτό, διότι δηλαδή, αν και
νεότερος, προσπάθησα να μιλήσω δημόσια στην εκκλησία του δήμου. Εγώ, βέβαια,
αρχικά αναγκάστηκα να εκφωνήσω λόγους για προσωπικές μου υποθέσεις, έπειτα όμως
φαίνεται ότι έδειξα μεγαλύτερη από ό,τι έπρεπε φιλοδοξία, από τη μια
αναλογιζόμενος ότι οι πρόγονοί (μας) δεν είχαν σταματήσει καθόλου να
ασχολούνται με τα κοινά της πόλης και από την άλλη επειδή έβλεπα εσάς (γιατί
πρέπει να λέω την αλήθεια) να θεωρείτε ότι μόνο τέτοιοι άνθρωποι είναι
αξιόλογοι για κάτι· ώστε ποιος (πολίτης), βλέποντας εσάς να έχετε αυτή τη
γνώμη, δε θα σεμνυνόταν να ενεργεί και να μιλά για την πόλη; Ακόμη, γιατί
δυσανασχετούσατε εσείς με τέτοιους (ανθρώπους); Γιατί, γι’ αυτούς δεν είναι
άλλοι οι κριτές αλλά εσείς.
Ασκήσεις:
1. Πού οφείλεται η επιθυμία του Μαντιθέου να
ασχοληθεί με την πολιτική; Ισχύουν σήμερα για τους νέους οι ίδιοι λόγοι;
Ο Μαντίθεος ξεκινά την αιτιολόγηση της
επιθυμίας του να ασχοληθεί με την πολιτική υπενθυμίζοντας πως η πρώτη του επαφή
με τον δημόσιο λόγο προέκυψε από την ανάγκη να υπερασπιστεί προσωπικές του
υποθέσεις∙ προφανώς δημηγόρησε για να διασώσει την πατρική περιουσία από τον
κίνδυνο της δήμευσης. Το γεγονός, πάντως, ότι έδειξε μεγαλύτερη φιλοδοξία και
θέλησε να ασχοληθεί πιο ενεργά με την πολιτική οφείλεται αφενός στην επιθυμία
του να ακολουθήσει το πρότυπο των προγόνων, οι οποίοι δεν έπαυαν ούτε στιγμή να
ασχολούνται με τα κοινά, κι αφετέρου επειδή ήταν σαφές πως τόσο η πολιτεία στο
σύνολό της όσο και οι ίδιοι οι βουλευτές θεωρούσαν και θεωρούν ως πραγματικά
άξιους πολίτες μόνο εκείνους που ασχολούνται έμπρακτα με τα κοινά και δείχνουν
διαρκές ενδιαφέρον για τις δημόσιες υποθέσεις. Σε μια πόλη, επομένως, που
εκτιμά τόσο πολύ τους ανθρώπους που αφιερώνουν το χρόνο τους στα κοινά, και
θεωρεί πως μόνο αυτοί είναι πραγματικά αξιόλογοι, ήταν το δίχως άλλο
αναμενόμενο να θελήσει ο Μαντίθεος να στραφεί στο χώρο της πολιτικής.
Σε αντίθεση με την άμεση δημοκρατία της
εποχής του Μαντιθέου, όπου κάθε πολίτης μπορούσε να έχει ουσιαστική συμμετοχή
στη λήψη αποφάσεων και στη διαμόρφωση της ακολουθούμενης πολιτικής, οι νέοι
σήμερα βιώνουν την έμμεση δημοκρατία, στο πλαίσιο της οποίας οι πολίτες
εκπροσωπούνται από έναν μικρό αριθμό αιρετών βουλευτών, γεγονός που μειώνει
δραστικά την αίσθηση της άμεσης και πραγματικής συμμετοχής στα πολιτικά
ζητήματα της χώρας. Επιπλέον, ενώ στην Αθήνα της εποχής του Μαντιθέου η
συμμετοχή στα κοινά ήταν εφικτή για κάθε πολίτη ανεξάρτητα από το ποια ήταν η
κοινωνική του θέση και η οικονομική του κατάσταση, σήμερα ο χώρος της πολιτικής
ανήκει σ’ εκείνους που έχουν τις κατάλληλες γνωριμίες, καθώς και σημαντική
οικονομική άνεση. Η πολιτική του σήμερα έχει ταυτιστεί με τις εκδουλεύσεις, την
εξυπηρέτηση συμφερόντων, τις έξωθεν επιβεβλημένες πολιτικές και τη διαφθορά.
Αποτελεί, επομένως, έναν χώρο και μια δραστηριότητα που δεν εμπνέει κανένα
ενδιαφέρον στους νέους.
Οι νέοι έχουν, εύλογα, την αίσθηση πως
με τη συμμετοχή τους δεν μπορούν να επηρεάσουν τις πολιτικές εξελίξεις, αφού
πλέον κάθε απόφαση λαμβάνεται υπό την επίδραση πολύ ισχυρών παραγόντων και για
χάρη ισχυρών συμφερόντων, οπότε η δική τους βούληση ελάχιστα λαμβάνεται υπόψη.
Συνάμα, θεωρούν πως η συμμετοχή στα πολιτικά πράγματα εξωθεί τους ανθρώπους
στην απώλεια της ηθικής τους, καθώς αυτοί εξαναγκάζονται να δρουν με γνώμονα
όχι το συμφέρον των πολλών, αλλά τα συμφέροντα και τις επιθυμίες των λίγων.
2. Ο Μαντίθεος στον επίλογο επαινεί τους Βουλευτές
και τον θεσμό της δοκιμασίας. Σε τι συνίσταται ο έπαινος και πού αποσκοπεί;
[Ο Μαντίθεος τελειώνει τη σύντομη
απολογία του τονίζοντας ότι οι Βουλευτές ως κριτές των υποψηφίων αρχόντων με
τον θεσμό της δοκιμασίας ευθύνονται για την ποιότητα των κρινομένων.]
Ο Μαντίθεος θέλοντας στο κλείσιμο του
λόγου του να διασφαλίσει πως οι Βουλευτές θα τηρήσουν θετική στάση απέναντί
του, επιχειρεί αφενός να τιμήσει εκείνους, τονίζοντας πόσο σημαντική είναι η
επίδραση που ασκεί το παράδειγμά τους στη διαμόρφωση πολιτών με σωστό ήθος, κι
αφετέρου να δηλώσει πόσο πολύ σέβεται τη διαδικασία της δοκιμασίας, στην οποία
υποβάλλεται, αφού αυτή συνιστά εχέγγυο της ορθής λειτουργίας του δημοκρατικού
πολιτεύματος.
Ο έπαινος προς τους Βουλευτές είναι
σαφής και ιδιαίτερα αποτελεσματικός, καθώς ο Μαντίθεος επί της ουσίας
αναγνωρίζει πως το ενδιαφέρον του για την πολιτική προέκυψε ακριβώς επειδή
εκείνοι θεωρούν ως αξιόλογους μόνο τους πολίτες που ασχολούνται με τα κοινά:
«επειδή έβλεπα εσάς (γιατί πρέπει να λέω την αλήθεια) να θεωρείτε ότι μόνο
τέτοιοι άνθρωποι είναι αξιόλογοι για κάτι∙ ώστε ποιος (πολίτης), βλέποντας εσάς
να έχετε αυτή τη γνώμη, δε θα σεμνυνόταν να ενεργεί και να μιλά για την πόλη;».
Το παράδειγμα των Βουλευτών, όπως και η αξία που έχει η γνώμη τους,
αναδεικνύονται από τον Μαντίθεο ως καθοριστικά στοιχεία για τη διάπλαση της
νέας γενιάς πολιτών.
Ο Μαντίθεος έχει αντιληφθεί πως κάποιοι
θεώρησαν την ενέργειά του να μιλήσει, ενώ ήταν σε νεαρή ακόμη ηλικία, στη
συνέλευση του λαού, αν και νόμιμη, αυθάδη και αλαζονική, γι’ αυτό και τελειώνει
την απολογία του υποβάλλοντας στους βουλευτές μια ρητορική ερώτηση που
ισοδυναμεί με έντονη άρνηση, την οποία και αιτιολογεί. Τους λέει ότι δεν
υπάρχει λόγος να δυσανασχετούν με τέτοιους πολίτες, τους οποίους οι ίδιοι
παρακίνησαν με τη στάση τους να ασχοληθούν με τα κοινά. Διότι αυτοί τους
κρίνουν με τη δοκιμασία και όχι άλλοι.
Οι Βουλευτές, κι αυτό είναι μορφή
επαίνου, έχουν οι ίδιοι στα χέρια τους τη δύναμη να επιλέξουν σε ποιους θα
αναγνωρίσουν το δικαίωμα να ασκήσει το βουλευτικό αξίωμα, οπότε δεν θα πρέπει
εν τέλει να δυσανασχετούν με το νεαρό της ηλικίας του Μαντιθέου, αφού εκείνος
παρακινήθηκε από θαυμασμό για εκείνους και από τη βαθιά εκτίμηση που έχει για
τη γνώμη και τις αξίες που εκείνοι εκπροσωπούν.
[Βασικό θεσμό για τη θεμελίωση και
διασφάλιση του δημοκρατικού πολιτεύματος στην Αθήνα των κλασικών χρονών
αποτελούσε η δοκιμασία των αρχόντων, αιρετών και κληρωτών. Κάθε δηλαδή Αθηναίος
πολίτης, προκειμένου να ασκήσει οποιοδήποτε αξίωμα, έπρεπε μετά την εκλογή του
να υποστεί μια υποχρεωτική εξέταση που στόχευε στο να διαπιστωθεί αν πληρούνταν
οι νόμιμες προϋποθέσεις για την ανάληψη των καθηκόντων του και αν ήταν άξιος
του λειτουργήματος που είχε κληθεί να αναλάβει. Η δοκιμασία γινόταν αρχικά
ενώπιον της Βουλής των πεντακοσίων· αργότερα όμως προστέθηκε και ένα δεύτερο
στάδιο ενώπιον του δικαστηρίου της Ηλιαίας για όσους αποδοκίμαζε η Βουλή και
ασκούσαν έφεση.]
3. ἀχθομἐνων: α) να χαρακτηρισθεί συντακτικά η
μετοχή και να αναλυθεί· β) Η μετοχή είναι συνημμένη ή
απόλυτη; Να αιτιολογήσετε την άποψή σας.
ἀχθομἐνων: Κατηγορηματική μετοχή μέσω του ᾐσθόμην στο αντικείμενο του οποίου είναι
συνημμένη (τινων). Προσέχουμε, μάλιστα, πως η μετοχή τίθεται στην ίδια πτώση
που βρίσκεται και το υποκείμενό της.
Με κατηγορηματική μετοχή που αναφέρεται
στο αντικείμενό τους συντάσσονται ρήματα που σημαίνουν αίσθηση, γνώση, άγνοια.
Η κατηγορηματική μετοχή αναλύεται σε
ειδική πρόταση: ὅτι
τινές ἄχθοιντο
(εκφερόμενη με ευκτική του πλαγίου λόγου, διότι εξαρτάται από ιστορικό χρόνο).
Στην ειδική πρόταση, εντούτοις, μπορεί
να διατηρηθεί η οριστική, παρά την εξάρτηση από ιστορικό χρόνο, «ὅτι τινές ἄχθονται», καθώς δηλώνει κάτι το πραγματικό.
4. Να υπογραμμίσετε τη σωστή απάντηση αιτιολογώντας
την επιλογή σας.
Η πρόταση ὅτι νεώτερος ὢν ἐπεχείρησα λέγειν ἐν τῷ δήμῳ είναι:
α. Ειδική
β. Αιτιολογική
γ. Πλάγια ερωτηματική
δ. Αναφορική
Η πρόταση είναι αιτιολογική και
λειτουργεί ως επεξήγηση στον εμπρόθετο προσδιορισμό του αναγκαστικού αιτίου διὰ ταῦτα, που αναφέρεται στη μετοχή ἀχθομἐνων.
5. ᾐσθόμην, ἐπαρθείη: α) να
αντικατασταθούν χρονικά και β) να αντικατασταθούν
εγκλιτικά στο β΄ ενικό και γ΄ πληθυντικό.
Χρονική αντικατάσταση
Εν. αἰσθάνομαι
Πρτ. ᾐσθανόμην
Μελ. αἰσθήσομαι
Αόρ. β΄. ᾐσθόμην
Πρκ. ᾔσθημαι
Υπερ. ᾐσθήμην
Εν. ἐπαίροιτο
Πρτ. ----
Μελ. ἐπαροῖτο
Παθ. Μελ. ἐπαρθήσοιτο
Αόρ. ἐπάραιτο
Παθ. Αόρ. ἐπαρθείη
Πρκ. ἐπηρμένος εἴη
Υπερ. ----
Εγκλιτική αντικατάσταση
β΄ ενικό
ᾔσθου - αἴσθῃ - αἴσθοιο - αἰσθοῦ
ἐπήρθης - ἐπαρθῇς - ἐπαρθείης - ἐπάρθητι
γ΄ πληθυντικό
ᾔσθοντο - αἴσθωνται - αἴσθοιντο - αἰσθέσθων ή αἰσθέσθωσαν
ἐπήρθησαν - ἐπαρθῶσι(ν) - ἐπαρθείησαν ή ἐπαρθεῖεν - ἐπαρθέντων ή ἐπαρθήτωσαν
Ασκήσεις γενικής θεώρησης:
1. Η απολογία του Μαντιθέου χωρίζεται
σε δύο μέρη. Ποιο είναι το θέμα του κάθε μέρους και ποιο, κατά τη γνώμη σας,
είναι το σπουδαιότερο; Να αιτιολογήσετε την άποψή σας.
Η απολογία του Μαντιθέου χωρίζεται σε
δύο μέρη, καθώς στο πρώτο επιχειρεί -και επιτυγχάνει- την αναίρεση της
κατηγορίας που έχει διατυπωθεί εις βάρος του, ενώ στο δεύτερο προχωρά σε μια
απολογία για το σύνολο της ζωής του θέλοντας να αναδείξει το άρτιο ήθος του
τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο βίο του, όπως και τη συνέπειά του ως
προς τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Ο Μαντίθεος επιθυμεί -και προφανώς το
κατορθώνει- να αναδείξει πως σε όλη του τη ζωή υπήρξε ένας άνθρωπος με αρχές
και υψηλές αξίες, που δε δίστασε να υπηρετήσει με γενναιότητα και αυτοθυσία την
πατρίδα του.
Από τα δύο αυτά μέρη σπουδαιότερο είναι
σαφώς το δεύτερο, διότι φανερώνει την ηθική ποιότητα του Μαντιθέου και καθιστά
προφανές πως πρόκειται για έναν νέο άνθρωπο που αξίζει πραγματικά να αναλάβει
το αξίωμα του βουλευτή. Το πρώτο μέρος μοιάζει λιγότερο σημαντικό, εφόσον ο
Μαντίθεος κατορθώνει πολύ εύκολα να αναιρέσει τις ανυπόστατες κατηγορίες εις
βάρος του.
2. Το σημαντικότερο γνώρισμα της τέχνης του Λυσία
στον συγκεκριμένο λόγο είναι η ηθοποιία. Πώς ζωγραφίζει ο επιδέξιος λογογράφος
τον πελάτη του;
[Τα ήθη. Η πειστικότητα του
ρήτορα εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από την εντύπωση που θα προξενήσει στο
ακροατήριο ο ίδιος ως προσωπικότητα. Αν κατορθώσει να επιβάλει την εικόνα του
ως έντιμου ανθρώπου και πολίτη, οι λόγοι του γίνονται πειστικότεροι, αφού είναι
λογικό οι άνθρωποι να εμπιστεύονται τους φρόνιμους και ενάρετους. Αντιθέτως
προσπαθεί να μειώσει ηθικά τον αντίπαλο και έτσι να εξουδετερώσει την
πειστικότητα των επιχειρημάτων του. Συγχρόνως φροντίζει να γίνει συμπαθής στους
ακροατές επαινώντας π.χ. τους προγόνους των, κολακεύοντας αυτούς τους ίδιους ή
δικαιολογώντας τα λάθη και τις αδυναμίες τους. Και όταν ακόμη είναι
υποχρεωμένος να ψέξει τη συμπεριφορά τους, σπεύδει να την αποδώσει στην κακή
επίδραση ή την προδοτική δράση άλλων, των αντιπάλων του. Αυτή η ηθοποιία
(ρήτορα, αντιπάλου, ακροατή) ασκούσε μεγάλη επίδραση στο ακροατήριο και
απαντάται σε όλα τα μέρη του ρητορικού λόγου.]
Ο Λυσίας κατορθώνει στο συγκεκριμένο
λόγο να πλάσει άριστα το ήθος του πελάτη του, του Μαντιθέου, εφόσον καλύπτει
κάθε πτυχή του βίου του (δημόσιου και ιδιωτικού) φανερώνοντας με σαφήνεια την
ηθική του ποιότητα και τη βαθιά του αφοσίωση τόσο στο δημοκρατικό πολίτευμα
γενικότερα όσο και στην Αθηναϊκή πολιτεία ειδικότερα. Κάθε σημείο του λόγου,
από την αρχή μέχρι το τέλος του, υπηρετεί εξαίρετα το ζητούμενο της ηθοποιίας,
αφού αναδεικνύει την ευφυΐα, τις αρχές, το ήθος, το αίσθημα δικαιοσύνης
και πατριωτισμού, την αγάπη για την οικογένεια, το σεβασμό για τη
δημοκρατία και τους βουλευτές και πλήθος άλλων αρετών του Μαντιθέου. Πιο
συγκεκριμένα, διαπιστώνουμε τα ακόλουθα:
«Κύριοι βουλευτές, αν δε γνώριζα καλά
ότι οι κατήγοροι θέλουν να με βλάψουν με κάθε τρόπο, θα τους χρωστούσα μεγάλη
ευγνωμοσύνη γι’ αυτή την κατηγορία. ...» Ο Μαντίθεος εμφανίζεται ως άνθρωπος με
σαφή επίγνωση της πραγματικότητας και των δόλιων προθέσεων που κρύβονται πίσω
από τις πράξεις των άλλων. Αντιλαμβάνεται αμέσως πως οι κατήγοροί του δεν
επιχειρούν να προστατεύσουν τη δημοκρατία, αλλά να βλάψουν τον ίδιο, πιθανώς
από φθόνο. Εντούτοις ο ίδιος δεν πτοείται, καθώς έχει τέτοια εμπιστοσύνη στην
προσωπική του αξία, ώστε εκλαμβάνει αυτή τη δοκιμασία ως μια άριστη ευκαιρία να
δείξει την ηθική του ποιότητα και να αποδείξει πως αξίζει πραγματικά την
ευκαιρία που του δίνεται να αναλάβει το αξίωμα του βουλευτή. Η αυτοπεποίθηση με
την οποία ξεκινά το λόγο του ο Μαντίθεος είναι ενδεικτική του ύφους που
διατρέχει όλο τον λόγο και λειτουργεί απολύτως θετικά σε σχέση με τη δημιουργία
των κατάλληλων εντυπώσεων.
«Γιατί, εγώ έχω τόσο μεγάλη εμπιστοσύνη
στον εαυτό μου, ώστε έχω την ελπίδα, και αν κάποιος τυχαίνει να συμπεριφέρεται
άσχημα και εχθρικά σε μένα, όταν με ακούσει να μιλάω για όσα έχω κάνει, ότι θα
αλλάξει γνώμη και θα με θεωρήσει πολύ καλύτερο στο μέλλον.» Ο Μαντίθεος έχει
απόλυτη εμπιστοσύνη στον εαυτό του∙ αυτοπεποίθηση που πηγάζει από την
αδιαμφισβήτητη βεβαιότητα πως έχει ακολουθήσει σ’ όλη του τη ζωή ένα άριστο
πλαίσιο αρχών.
«Αν, όμως, φαίνομαι να έχω ζήσει και
σχετικά με τα υπόλοιπα με μέτρο και πολύ διαφορετικά από τη φήμη (που
επικρατεί) και αντίθετα από τις διαδόσεις των αντιπάλων (μου), σας παρακαλώ
εμένα να εγκρίνετε για βουλευτή, ενώ αυτούς να τους θεωρείτε ότι είναι φαύλοι.»
Ο τρόπος με τον οποίο ο Μαντίθεος απευθύνεται στους Βουλευτές συνιστά σαφή
ένδειξη σεβασμού απέναντί τους και τους προϊδεάζει θετικά.
«Και έπειτα, βέβαια, είναι ανόητο να
εξετάζει (κανείς) αυτούς που υπηρέτησαν στην τάξη των ιππέων από την (ξύλινη)
πινακίδα.» Ο Μαντίθεος θα αναιρέσει με χαρακτηριστική ευκολία την εις βάρος του
κατηγορία αναδεικνύοντας την ευφυΐα του, εφόσον το μόνο
ουσιαστικό επιχείρημα των κατηγόρων του το ανατρέπει δίχως να αφήνει
περιθώρια αμφιβολίας για την αθωότητά του.
«Και βλέπω ότι και εσείς έχετε αυτή τη
γνώμη και ότι πολλοί, βέβαια, από εκείνους που τότε υπηρέτησαν ως ιππείς είναι
(τώρα) βουλευτές και ότι πολλοί απ’ αυτούς έχουν εκλεγεί (τώρα) στρατηγοί και
ίππαρχοι.» Ο Μαντίθεος δεν διστάζει να φανερώσει τον παραλογισμό της εις βάρος
του κατηγορίας αντλώντας τα αναγκαία στοιχεία από τη ζωή των ίδιων των
βουλευτών που τον κρίνουν. Κίνηση που τονίζει την απόλυτη πεποίθησή του πως το
δίκιο είναι με το μέρος του, και καθιστά σαφές πως δεν υπάρχει επί της ουσίας
κανένα περιθώριο να δεχτεί μια αρνητική ετυμηγορία.
«Εγώ δηλαδή κατ’ αρχάς, αν και δε μου
απέμεινε μεγάλη περιουσία εξαιτίας των συμφορών και του πατέρα μου και της
πόλης, πάντρεψα δύο αδελφές, δίνοντας στην καθεμιά ως προίκα τριάντα μνες, και
μοιράστηκα (την πατρική περιουσία) με τον αδελφό μου, έτσι ώστε να παραδέχεται
εκείνος ότι έχει περισσότερα από μένα από την πατρική περιουσία...» Ο Μαντίθεος
εμφανίζεται ως άνθρωπος που εκτιμά, αγαπά και σέβεται την οικογένειά του∙ ως
άνθρωπος που δεν είναι μήτε πλεονέκτης μήτε παρασύρεται σε άδικες πράξεις για
χάρη των χρημάτων. Κι είναι αυτή του η βεβαιότητα πως δεν έχει αδικήσει ποτέ
κανέναν που του προσφέρει το δικαίωμα να αισθάνεται απόλυτα ασφαλής για τη
μέχρι τώρα συμπεριφορά του. Είναι σίγουρος πως κανένας από τους συμπολίτες του
δεν έχει κάποιο παράπονο απέναντί του, γεγονός που φανερώνει τη σταθερά
υποδειγματική και δίκαιη συμπεριφορά του.
«Σχετικά, όμως, με το δημόσιο βίο
νομίζω ότι είναι για μένα πολύ μεγάλη απόδειξη της δικής μου τιμιότητας ότι,
όσοι από τους νεότερους τυχαίνει να χάνουν τον καιρό τους στα ζάρια ή στα ποτά
ή σε τέτοιες ακολασίες, θα δείτε όλους αυτούς να είναι αντίπαλοί μου και να
διαδίδουν πάρα πολλές ψευδείς φήμες για μένα...» Ο Μαντίθεος είναι ένας σεμνός
και αξιοπρεπής νέος που δεν παρασύρεται ούτε καν από τη συνήθη για την ηλικία
του διάθεση για καλοπέραση και διασκέδαση. Εγκρατής και με αυτοσεβασμό
αποφεύγει οτιδήποτε δεν είναι αντάξιο των ηθικών του αρχών.
«Και ακόμα, κύριοι βουλευτές, κανείς δε
θα μπορούσε να αποδείξει ότι έχει γίνει σε βάρος μου ούτε αισχρή ιδιωτική δίκη
ούτε έγγραφη καταγγελία για δημόσιο αδίκημα ούτε μήνυση για δημόσιο αδίκημα.» Ο
Μαντίθεος είναι νομοταγής πολίτης με πλήρη σεβασμό για τους νόμους της πόλης
του, γι’ αυτό και δεν έχει βρεθεί ποτέ υπόλογος για κάποιο αδίκημα.
«Σχετικά, λοιπόν, με τις εκστρατείες
και τους κινδύνους απέναντι στους εχθρούς εξετάστε πώς συμπεριφέρομαι στην
πόλη.» Σημαντικό ρόλο στην ηθοποιία του Μαντιθέου παίζει η ανάδειξη της
αδιάπτωτης γενναιότητας που επέδειξε στις πολεμικές αναμετρήσεις της πόλης του.
Ο Μαντίθεος δεν θέλησε να εκμεταλλευτεί κανένα προνόμιο που του διασφάλιζε η
κοινωνική του θέση και τα χρήματά του∙ φρόντιζε πάντα να τίθεται στην πρώτη
γραμμή της μάχης και να αποχωρεί τελευταίος από το πεδίο της μάχης. Στήριξε
έμπρακτα τους συμπολεμιστές του που δεν είχαν επαρκείς πόρους και αναλάμβανε
πρωτοβουλίες που φανέρωναν τόσο την αλληλεγγύη του απέναντι στους άλλους, όσο
και την προθυμία του να αγωνιστεί για χάρη της πατρίδας του.
«αν και όλοι γενικά φοβούνταν (εύλογα,
κύριοι βουλευτές· γιατί ήταν φοβερό να βαδίζουμε για νέο κίνδυνο, ενώ λίγο
πρωτύτερα είχαμε σωθεί μόλις και μετά βίας)...» Ο Μαντίθεος δείχνει σεβασμό και
κατανόηση απέναντι στους συμπολεμιστές του και δεν καταδέχεται να μειώσει
εκείνους για να αναδείξει τον εαυτό του.
«Επομένως δεν αξίζει, κύριοι βουλευτές,
ούτε να αγαπάμε ούτε να μισούμε κανέναν από την εξωτερική του εμφάνιση, αλλά να
(τον) κρίνουμε από τις πράξεις (του).» Ο Μαντίθεος έχει πλήρη αυτογνωσία και
πλήρη αντίληψη της πραγματικότητας, κατανοεί ποια είναι εκείνα τα στοιχεία του
εαυτού του που πιθανώς λειτουργούν εις βάρος του και δεν διστάζει καθόλου να τα
θίξει, αποδεικνύοντας πως ό,τι μπορεί κανείς να του προσάψει δεν είναι παρά
κάτι το επιφανειακό που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματική του αξία.
«Εγώ, βέβαια, αρχικά αναγκάστηκα να
εκφωνήσω λόγους για προσωπικές μου υποθέσεις, έπειτα όμως φαίνεται ότι έδειξα
μεγαλύτερη από ό,τι έπρεπε φιλοδοξία, από τη μια αναλογιζόμενος ότι οι πρόγονοί
(μας) δεν είχαν σταματήσει καθόλου να ασχολούνται με τα κοινά της πόλης και από
την άλλη επειδή έβλεπα εσάς (γιατί πρέπει να λέω την αλήθεια) να θεωρείτε ότι
μόνο τέτοιοι άνθρωποι είναι αξιόλογοι για κάτι·» Ο Μαντίθεος αντιλαμβάνεται πως
το νεαρό της ηλικίας του βαρύνει αρνητικά στη σκέψη ορισμένων βουλευτών,
φροντίζει ωστόσο να ξεπεράσει πολύ αποτελεσματικά αυτό το ζήτημα επαινώντας
τους προγόνους των Αθηναίων, τους ίδιους τους Βουλευτές, αλλά και τη διαδικασία
της δοκιμασίας. Με αυτό τον τρόπο γίνεται σαφές πως ο Μαντίθεος έχει επίγνωση
τόσο των στοιχείων που λειτουργούν καθαρά υπέρ του όσο και των στοιχείων που
δεν τον ευνοούν. Έχει, όμως, τέτοια πεποίθηση στην αξία του, ώστε θεωρεί πως
μπορεί να τα θίξει ευθέως και να δείξει έτσι πως δεν τα θεωρεί επαρκείς λόγους
ανησυχίας.
3. Ποιος ο ρόλος της δοκιμασίας των αρχόντων στη
διασφάλιση της δημοκρατίας;
[Βασικό θεσμό για τη θεμελίωση και
διασφάλιση του δημοκρατικού πολιτεύματος στην Αθήνα των κλασικών χρονών
αποτελούσε η δοκιμασία των αρχόντων, αιρετών και κληρωτών. Κάθε δηλαδή Αθηναίος
πολίτης, προκειμένου να ασκήσει οποιοδήποτε αξίωμα, έπρεπε μετά την εκλογή του
να υποστεί μια υποχρεωτική εξέταση που στόχευε στο να διαπιστωθεί αν πληρούνταν
οι νόμιμες προϋποθέσεις για την ανάληψη των καθηκόντων του και αν ήταν άξιος
του λειτουργήματος που είχε κληθεί να αναλάβει. Η δοκιμασία γινόταν αρχικά
ενώπιον της Βουλής των πεντακοσίων· αργότερα όμως προστέθηκε και ένα δεύτερο
στάδιο ενώπιον του δικαστηρίου της Ηλιαίας για όσους αποδοκίμαζε η Βουλή και
ασκούσαν έφεση.]
Η δοκιμασία των αρχόντων αποτελούσε
έναν άριστο θεσμό που υπηρετούσε πλήρως την επιθυμία των νομοθετών να
διασφαλιστεί η δημοκρατία, εφόσον έδινε την ευκαιρία να εξεταστεί προσεκτικά το
ήθος κι αξία κάθε πολίτη που επρόκειτο να αναλάβει κάποιο αξίωμα. Είτε το
αξίωμα αυτό είχε ανατεθεί σ’ έναν πολίτη με κλήρωση είτε είχε εκλεγεί σε αυτό,
όφειλε, ανεξάρτητα από την κοινωνική και οικονομική του θέση, να υποβληθεί σε
λεπτομερή έλεγχο της μέχρι εκείνη τη στιγμή δημόσιας και ιδιωτικής ζωής του,
ώστε να είναι βέβαιο πως άξιζε να αναλάβει το εκάστοτε αξίωμα. Ο έλεγχος αυτός
διασφάλιζε αφενός το τυπικό πως πληρούνταν οι νόμιμες προϋποθέσεις, αλλά και το
πιο ουσιαστικό ζητούμενο σχετικά με το αν ήταν πράγματι άξιος για το αξίωμα που
του είχε ανατεθεί. Εύλογα, λοιπόν, μέσω αυτού του θεσμού ήταν εφικτή η απόρριψη
εκείνων των πολιτών που ήταν ανήθικοι ή είχαν φερθεί άδικα και παράνομα κατά το
παρελθόν, και αποτελούσαν δυνητικά κίνδυνο για την ορθή λειτουργία του
δημοκρατικού πολιτεύματος, ή έστω, δεν εκπροσωπούσαν επαρκώς την ηθική ποιότητα
των δημοκρατικών Αθηναίων.
4. Εάν ήσαστε Βουλευτής-κριτής, θα επικυρώνατε ή όχι
την εκλογή του Μαντιθέου στο βουλευτικό αξίωμα; Να αιτιολογήσετε την απόφασή
σας.
Αν βρισκόμουν στη θέση των Βουλευτών θα
επικύρωνα την εκλογή του Μαντιθέου, διότι θεωρώ πως κατόρθωσε, χωρίς αμφιβολία,
να αναιρέσει την εις βάρος του κατηγορία, και πολύ περισσότερο, διότι στο
δεύτερο μέρος του λόγου του απέδειξε με σαφήνεια το άμεμπτο του χαρακτήρα του.
Ο Μαντίθεος είναι άνθρωπος που τιμά κάθε του υποχρέωση τόσο απέναντι στην
οικογένειά του όσο και απέναντι στην πόλη του, με συνέπεια, υπευθυνότητα και
αυξημένη αίσθηση καθήκοντος. Αν και νέος στην ηλικία δεν σπαταλά το χρόνο του
σε ανούσιες διασκεδάσεις∙ διακρίνεται για τη γενναιότητά του και για το σεβασμό
που έχει απέναντι στους συμπολίτες του. Με τόλμη και με αγάπη για την πατρίδα
του αναλαμβάνει σημαντικές πρωτοβουλίες και μένει με θάρρος στο πεδίο της
μάχης, αποδεικνύοντας πως αναγνωρίζει ότι η πόλη είναι σημαντικότερη από τον
ίδιο.
Ο Μαντίθεος δεν συγκινείται από τα
χρήματα, ούτε από τις διασκεδάσεις∙ κατανοεί ποια είναι τα σημαντικά ζητούμενα
για έναν πολίτη και δεν αφήνει τον φόβο να τον αποτρέψει από την εκπλήρωση των
καθηκόντων του. Θεωρώ, επομένως, πως με την ίδια αίσθηση ευθύνης που
αντιμετώπισε τις υποχρεώσεις που είχε ως πολίτης, θα διαχειριστεί και τις ευθύνες
που συνοδεύουν το βουλευτικό αξίωμα.
Ερμηνευτικά σχόλια:
νεώτερος ὢν ἐπεχείρησα λέγειν ἐν τῷ δήμῳ: σύμφωνα με το νόμο του Σόλωνα
δικαίωμα αγόρευσης στην Εκκλησία είχαν μόνον οι Αθηναίοι πολίτες άνω των
πενήντα ετών και οι μεγαλύτεροι αγόρευαν πρώτοι. Το προνόμιο αυτό της ηλικίας
προ πολλού είχε καταργηθεί και όλοι οι πολίτες από είκοσι χρόνων και άνω μπορούσαν
να μιλήσουν. Γενικά πάντως οι νέοι απέφευγαν για λόγους ευγενείας να λάβουν
πρώτοι τον λόγο.
ἠναγκάσθην ὑπὲρ τῶν ἐμαυτοῦ πραγμάτων δημηγορῆσαι: προφανώς εδημηγόρησε για να διασώσει την πατρική περιουσία
από τον κίνδυνο της δήμευσης (βλ. §10 «διὰ τὰς συμφορὰς τὰς τοῦ πατρός»).
ἐμαυτῷ δοκῶ φιλοτιμότερον διατεθῆναι τοῦ δέοντος: ευγενής έκφραση ειλικρίνειας του
Μαντιθέου.
ἅμα μὲν τῶν προγόνων ἐνθυμούμενος... πράττοντες: η προγονική παράδοση ενασχόλησης με
τα κοινά που έπρεπε να συνεχιστεί αποτελεί τον πρώτο λόγο της υπέρμετρης
φιλοδοξίας του Μαντιθέου.
ἅμα δὲ ὑμᾶς ὁρῶν... νομίζοντας εἶναι: η άποψη της πολιτείας ότι μόνον οι ασχολούμενοι με τα
κοινά θεωρούνται άξιοι πολίτες κέντρισε περισσότερο τη φιλοδοξία του.
ὥστε ὁρῶν ὑμᾶς... τίς οὐκ ἂν ἐπαρθείη πράττειν καὶ λέγειν ὑπὲρ τῆς πόλεως;: ο ρήτορας εγκωμιάζει τους Βουλευτές,
οι οποίοι ως εκφραστές του πνεύματος της πολιτείας, υπηρέτες και προστάτες του
κοινού συμφέροντος, με την ανάλογη στάση τους παρακινούν τον κάθε πολίτη να
ασχοληθεί με τα ζητήματα της πόλεως.
ἔτι δὲ τί ἂν τοῖς τοιούτοις ἄχθοισθε; οὐ γὰρ ἕτεροι.. ἀλλ᾽ ὑμεῖς: ο Μαντίθεος τελειώνει την απολογία του υποβάλλοντας στους
βουλευτές μια ρητορική ερώτηση που ισοδυναμεί με έντονη άρνηση, την οποία και
αιτιολογεί. Τους λέει ότι δεν υπάρχει λόγος να δυσανασχετούν με τέτοιους
πολίτες, τους οποίους οι ίδιοι παρακίνησαν με τη στάση τους να ασχοληθούν με τα
κοινά. Διότι αυτοί τους κρίνουν με τη δοκιμασία και όχι άλλοι.