Κοινοτικός Ιερός Ναός Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Αλεξανδρείας
η Αλεξάνδρεια του έκτου αιώνος, ή του εβδόμου στες αρχές
πριν έλθει ο κραταιός Αραβισμός.
Ελληνικά ομιλεί ακόμη, επισήμως‧
ίσως χωρίς πολλήν ζωντάνια, πλην, ως κόσμιον,
την γλώσσα μας ακόμη ομιλεί.
Από το Ελληνικόν μοιραίως θα σβυσθεί‧
μ’ ακόμη εντός αυτού βαστιέται όσο μπορεί.
την εποχή της ατενίσομεν αυτήν,
εμείς που τώρα ξαναφέραμεν
ελληνική λαλιά στο έδαφός της.
Μικρός αριθμός Ελλήνων θα συνεχίσει να υπάρχει στην Αλεξάνδρεια και κατά το επόμενο διάστημα, αλλά μόνο κατά τον 19ο μ.Χ. αιώνα -την εποχή, άρα, του ποιητή- χάρη στην ανάκτηση της αλλοτινής εμπορικής της σημασίας και την οικονομική αναγέννησής της, θα προσελκύσει ξανά η πόλη αυτή μεγάλο αριθμό Ελλήνων και θα ακουστεί ξανά με δυναμισμό η ελληνική γλώσσα στο έδαφός της. Εύλογα, λοιπόν, ο Καβάφης στρέφει τη ματιά του με συγκίνηση στη μακρινή εκείνη εποχή (6ος – 7ος αιώνας μ.Χ.), όταν έσπασε ο τελευταίος κρίκος της μακραίωνης ελληνικής πορείας της πόλης, καθώς ο ίδιος και οι συγκαιρινοί του αποτέλεσαν, κατά κάποιο τρόπο, τη γενιά που κατόρθωσε να επανασυνδέσει την Αλεξάνδρεια με το ένδοξο ελληνικό της παρελθόν, επαναφέροντας τη γλώσσα και τον πολιτισμό των Ελλήνων στο αιγυπτιακό αυτό έδαφος.
η Αλεξάνδρεια του έκτου αιώνος, ή του εβδόμου στες αρχές
πριν έλθει ο κραταιός Αραβισμός.»
Ο Καβάφης ως Έλληνας Αλεξανδρινός και «επίγονος» του αλλοτινού ελληνισμού της Αιγύπτου δεν μπορεί παρά να αντικρίζει με συγκίνηση τα τελευταία βήματα της μακράς ελληνικής πολιτισμικής παρουσίας στην Αίγυπτο γενικότερα και στην πόλη του, την Αλεξάνδρεια, ειδικότερα.
ίσως χωρίς πολλήν ζωντάνια, πλην, ως κόσμιον,
την γλώσσα μας ακόμη ομιλεί.»
Για τον Καβάφη το θέμα της διάδοσης του ελληνισμού -και της ελληνικής γλώσσας- πέρα από τα αρχικά γεωγραφικά του όρια, έχει σταθερά ιδιαίτερη σημασία, εφόσον συνιστά καίριο δείκτη τόσο για τη δύναμη της επιρροής του, όσο και για την ποιότητά του. Η ελληνική γλώσσα, άλλωστε, ξεπερνά κατά πολύ τα γεωγραφικά όρια του κυρίως ελληνισμού, φανερώνοντας πως έχει τη δυνατότητα να αποτελέσει έναν κοινό κώδικα επικοινωνίας για πολυπληθείς εθνικές ομάδες και, παράλληλα, να αποτελέσει ουσιαστικό μέσο για τη βαθύτερη πνευματική τους καλλιέργεια. Μια σκέψη που συγκινεί τον Καβάφη, γι’ αυτό και τονίζει πολύ συχνά τη μεγάλη γεωγραφική της εξάπλωση, έστω κι αν γνωρίζει την πορεία παρακμής που ακολούθησε.
μ’ ακόμη εντός αυτού βαστιέται όσο μπορεί.»
την εποχή της ατενίσομεν αυτήν,
εμείς που τώρα ξαναφέραμεν
ελληνική λαλιά στο έδαφός της.»
Ο Καβάφης αισθάνεται έντονα τόσο το αίσθημα της τιμής που προκύπτει από την επίγνωση πως ο ίδιος πιάνει εκ νέου το νήμα της ελληνικής ταυτότητας της Αλεξάνδρειας, που τόσο βίαια είχε κοπεί, όσο και, κυρίως, το αίσθημα της ευθύνης, εφόσον αντιλαμβάνεται πως με το έργο του δεν εκπροσωπεί μόνο τον εαυτό του, αλλά πρωτίστως την ελληνική πνευματική παρουσία, την ελληνική γλώσσα και τη γενικότερη συνέχιση του ελληνισμού στην Αλεξάνδρεια, όπως αυτό φανερώνεται από μια εναλλακτική γραφή της καταληκτικής στροφής:
την εποχή της ατενίζω αυτήν
εγώ που Έλλην ποιητής, - κι Έλλην δικός της
το ελληνικό μου έργον κάμνω στο έδαφός της.»